March 7, 2009

Εκλογή νέου Πολιτικού Γραφείου

Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, σε συνεδρίασή της, εξέλεξε το Πολιτικό Γραφείο, το οποίο αποτελείται από 12 μέλη. Υπενθυμίζεται ότι η Αλέκα Παπαρήγα έχει ήδη εκλεγεί Γενική Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ. Η σύνθεση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ είναι η εξής:

ΑΛΕΚΑ ΠΑΠΑΡΗΓΑ, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΓΟΝΤΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΘΕΟΔΟΣΗΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΜΠΕΛΛΟΥ ΕΛΕΝΗ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΡΑΖΟΥ ΛΟΥΙΖΑ

ΣΟΦΙΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ

18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ - ΕΚΛΟΓΗ ΝΕΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Η ΝΕΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Η νέα Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, που εκλέχτηκε από το 18ο Συνέδριο, (με αλφαβητική σειρά τα ονόματα) είναι:

1. Αβραμόπουλος Κώστας
2. Αγγουράκης Μπάμπης
3. Αγκαβανάκη Αιμιλία
4. Αρβανιτάκης Διονύσης
5. Αρβανιτάκης Μήτσος
6. Βαγενάς Ελισσαίος
7. Βαρδαλής Σάκης
8. Βλισίδου Σούλα
9. Γεωργουδάκης Φίλιππος
10. Γκιώνης Θέμης
11. Γόντικας Δημήτρης
12. Γουλής Θόδωρος
13. Δημουλάς Τηλέμαχος
14. Ζάχαρης Δημήτρης
15. Ζιώγας Κώστας
16. Ηλιόπουλος Παναγιώτης
17. Κανταρτζής Αχιλλέας
18. Καπέτη Θεανώ
19. Κατροδαύλη Ελένη
20. Κατσιώτης Χρήστος
21. Κολοβός Χρήστος
22. Κοτούπα Ελένη
23. Κουμπούρης Δήμος
24. Κουρκούνης Νίκος
25. Κούτρας Θόδωρος
26. Κουτσούμπας Δημήτρης
27. Κρεωνάς Δημήτρης
28. Κωνσταντινίδης Θεοδόσης
29. Κωτσαντής Σήφης
30. Λαμπρινού Μαρία
31. Λιαπάτης Κώστας
32. Λουκάς Στέφανος
33. Λυμπερίδης Ζήσης
34. Μαΐλης Μάκης
35. Μαμάης Βασίλης
36. Μανουσογιαννάκης Γιάννης
37. Μανωλάκου Διαμάντω
38. Μαρίνος Γιώργος
39 Μαυρίκος Γιώργος
40. Μεντρέκας Παναγιώτης
41. Μηλιαρονικολάκη Ελένη
42. Μπάτσικας Κώστας
43. Μπέλλου Ελένη
44. Μπούτας Βαγγέλης
45. Νταγκουνάκης Γιώργος
46. Παναγής Γιάννης
47. Παναγιωτακοπούλου Χριστίνα
48. Παντελάκη Ελπίδα
49. Παπαδάκης Κώστας
50. Παπαδόπουλος Μάκης
51. Παπαλεωνίδας Δημήτρης
52. Παπαρήγα Αλέκα
53. Παπασταύρου Κύριλλος
54. Παρασκευάς Κώστας
55. Παφίλης Θανάσης
56. Πέρρος Γιώργος
57. Πρωτούλης Γιάννης
58. Ράζου Λουίζα
59. Σκιαδιώτης Γιώργος
60. Σοφιανός Νίκος
61. Σοφός Παναγιώτης
62. Σταμπολίδης Κώστας
63. Τασιούλας Γιάννης
64. Τζαβάρας Δημήτρης
65. Τζιαντζής Θόδωρος
66. Τούσσας Γιώργος
67. Τσατσούλη Τασία
68. Τσεντούρου Χριστίνα
69. Τσιαπλές Τάσος
70. Τσίγκας Τάκης
71. Τσιμπόγλου Σάββας
72. Τσιόγκας Τάκης
73. Χαλβατζής Σπύρος
74. Χαρίτος Γιώργος
75. Χατζηπαυλίδης Λευτέρης
76. Χριστάνης Νίκος
77. Χώτος Γιάννης

Η Κεντρική Επιτροπή στην πρώτη της συνεδρίαση εξέλεξε Γενική Γραμματέα της ΚΕ την συντρόφισσα Αλέκα Παπαρήγα.


Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Το 18ο Συνέδριο εξέλεξε, επίσης, την Κεντρική Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου την οποία αποτελούν οι:

1. Βλόντζος Θανάσης
2. Κακουλίδου Χρύσα
3. Λάμπρου Στέλιος
4. Νάνος Γιώργος
5. Τιρτιράκης Βαγγέλης

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΘΕΜΑ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ

18 - 22 Φλεβάρη 2009

ΔΕΥΤΕΡΟ ΘEMA

EKTIMHΣEIΣ KAI ΣYMΠEPAΣMATA AΠO TH ΣOΣIAΛIΣTIKH OIKOΔOMHΣH ΣTON 20ό AIΩNA ME EΠIKENTPO THN ΕΣΣΔ

H ANTIΛHΨH TOY KKE ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οπως ήδη εκτιμήσαμε στο 1ο θέμα του 18ου Συνεδρίου, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό, ενσωματώνοντας, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη θετική και αρνητική πείρα από την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, με την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα αίτια νίκης της αντεπανάστασης, πρώτ' απ' όλα στην ΕΣΣΔ.

H αναζωογόνηση της συνείδησης και πίστης στο σοσιαλισμό είναι αλληλελένδετη με την ερμηνεία της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Επομένως, το καθήκον αυτό προβάλλει επιτακτικό και ώριμο για το Κόμμα μας, όπως και για κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα στη χώρα του, και ως τέτοιο καθήκον αντιμετωπίστηκε όλα τα χρόνια από το 14ο Συνέδριο, την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995, έως σήμερα.

Οι αποφάσεις του 17ου Συνεδρίου έθεταν ως πρώτο καθήκον για την KE στα ζητήματα του ιδεολογικού - πολιτικού μετώπου την «επεξεργασία της αντίληψής μας για το σοσιαλισμό, με συνέχιση της προσπάθειας να βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα για τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων. H νέα KE να εκπονήσει συγκεκριμένο πρόγραμμα και να μελετήσει μορφές συλλογικής συζήτησης των επεξεργασιών» (Ντοκουμέντα 17ου Συνεδρίου, σελ. 98).

Στο διάστημα μεταξύ των δύο Συνεδρίων, εντάθηκε η δουλειά αξιοποίησης όλης της μελετητικής - ερευνητικής εργασίας που είχε προηγηθεί, αποκτήθηκαν νέες πηγές πληροφόρησης, διοργανώθηκε θεωρητικό συμπόσιο της KOMEΠ με τη συμμετοχή εκπροσώπων από κομμουνιστικά περιοδικά, κέντρα μαρξιστικών ερευνών και Κομμουνιστικά Κόμματα.

Το κυριότερο, επί ένα χρόνο σε τρεις διαδοχικούς κύκλους, πραγματοποιήθηκε πλούσια εσωκομματική συζήτηση: Στον πρώτο κύκλο πήραν μέρος τα στελέχη του Κόμματος και της KNE. Με βάση τις παρατηρήσεις τους, η KE ξαναδούλεψε το Κείμενο και προχώρησε στη συζήτηση στις KOB, σε δύο φάσεις, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος ερωτήσεων και τοποθετήσεων. Το Κείμενο των Θέσεων της KE για το Συνέδριο ήταν προϊόν εκτίμησης όλης αυτής της διαδικασίας. Στον τρίτο κύκλο, αυτόν της προσυνεδριακής συζήτησης, πήρε και τη μορφή δημόσιου προσυνεδριακού διαλόγου.

Για την KE ήταν αναμενόμενη η εχθρική και διαστρεβλωτική στάση του ταξικού αντιπάλου που εκδηλώθηκε και μέσω του αστικού Τύπου απέναντι στις Θέσεις της. Αναμενόμενη ήταν η σύμπλευση της αστικής πολεμικής, σε μεγάλο μέρος της, με την πολεμική του οπορτουνιστικού Τύπου. Ταυτίστηκαν και αναπαρήγαγαν τους διόλου καινούριους χαρακτηρισμούς σε βάρος του Κόμματός μας ως «δογματικού», «χωρίς ευαισθησία στην εσωκομματική και δημόσια δημοκρατία», «κολλημένου στο ξεπερασμένο παρελθόν». Επί της ουσίας, για μια ακόμη φορά και μέσα από μια ποικιλία τοποθετήσεων, επιχειρήθηκε να διαγραφούν από την Ιστορία οι επιτυχίες και η προσφορά της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ, να καλλιεργηθεί κλίμα μηδενισμού και απόρριψης της σοσιαλιστικής προοπτικής, της στρατηγικής του Κόμματός μας.

Εδώ και έναν αιώνα, η αστική πολεμική απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, που συχνά παίρνει και τη μορφή διανοητικού ελιτισμού, επικεντρώνει τα πυρά της στον επαναστατικό πυρήνα του εργατικού κινήματος: Πολεμά γενικά την αναγκαιότητα της επανάστασης και το πολιτικό της προϊόν, τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία. Ειδικότερα, πολεμά το προϊόν της πρώτης νικηφόρας επανάστασης, της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αντιπαλεύοντας με μένος κάθε φάση όπου η Επανάσταση αποκάλυπτε και αντέκρουε την αντεπαναστατική δράση, τα οπορτουνιστικά αναχώματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, άμεσα ή έμμεσα αποδυνάμωναν την Επανάσταση, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Εδώ και έναν αιώνα, προβάλλεται ως «δημοκρατικός σοσιαλισμός», σε αντιπαράθεση με τον «ολοκληρωτικό», «δικτατορικό», «πραξικοπηματικό κομμουνισμό», κάθε ρεύμα άρνησης, υποχώρησης ή παραίτησης από την αναγκαιότητα της επαναστατικής πάλης. Γνωρίζουμε αυτήν την πολεμική και συκοφαντία κατά του επιστημονικού κομμουνισμού, κατά της ταξικής πάλης, που αφορά όχι μόνο στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά, με άλλες μορφές και σε άλλες συνθήκες, αφορά και στη διαδικασία της διαμόρφωσης των νέων κοινωνικών σχέσεων, καθώς και της επέκτασης και ωρίμανσής τους σε κομμουνιστικές. Και σήμερα ο διεθνής οπορτουνισμός ανασυντάχτηκε μέσω του «Αριστερού Ευρωκόμματος», που, στις συνθήκες της συγχρονισμένης εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ανέβασε τους τόνους περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Γι' αυτό το λόγο, στη συζήτηση περί «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» με άλλα μέτρα και σταθμά κρίνονται γεγονότα της μιας ή της άλλης περιόδου με σαφή στόχο το μηδενισμό της προσφοράς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλοτε μηδενίζουν όλη την 70χρονη Ιστορία της ΕΣΣΔ, άλλοτε, ειδικά, μηδενίζουν την περίοδο όπου τέθηκε η σοσιαλιστική βάση της και σε κάθε περίπτωση στηρίζουν τις πολιτικές επιλογές που συνιστούσαν παρέκκλιση από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.

H KE εκτιμά και αναδεικνύει το γεγονός ότι σε ιστορικά ελάχιστο χρόνο άλλαξε η θέση των μαζών στην κοινωνία, με την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης. Με αυτό το κριτήριο, αλλά από ριζικά αντίθετα συμφέροντα, καθόρισε τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Σήμερα το Κόμμα μας είναι ιδεολογικά περισσότερο θωρακισμένο και πολιτικά έμπειρο, ώστε να αντικρούσει τις ιδεολογικές παρεμβάσεις των αστικών κέντρων, μέσω των εντύπων και της βιβλιογραφίας τους ή μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρεμβάσεις που έχουν και μια ορισμένη εμβέλεια διείσδυσης σε περίγυρο ή και εντός του Κόμματος.

Δεν παρασυρόμαστε στο μηδενισμό από την ανάδειξη αντιφάσεων της σκληρής πορείας της ταξικής πάλης για το πέρασμα στη νέα κοινωνία, για τη διαμόρφωση και ανάπτυξή της, για την επέκταση και εμβάθυνση των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας - κατανομής και όλων των κοινωνικών σχέσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου ως εργατικής δύναμης, που συνειδητά συμμετέχει, από τη σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, στην κάθε μονάδα κοινωνικής παραγωγής ή οργάνωσης κοινωνικής υπηρεσίας ή οργάνου προστασίας από κάθε εσωτερική και εξωτερική κοινωνική δύναμη, η οποία αντιστρατεύεται στο σκοπό της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης.

Βεβαίως, δεν κλείνουμε τα μάτια στις αντιφάσεις, στις πιέσεις, στα λάθη και τις παρεκκλίσεις, αλλά δεν οδηγούμαστε στο μηδενισμό. Τα βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά, για να γίνει το KKE, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ισχυρότερο στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μελετάμε και κρίνουμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και αυτοκριτικά, δηλαδή με πλήρη συνείδηση ότι και οι δικές μας αδυναμίες, θεωρητικές ανεπάρκειες και λαθεμένες εκτιμήσεις αποτελούσαν μέρος του προβλήματος. Αφορούσαν στο παρελθόν τη λαθεμένη αντίληψή μας για τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες και το χαρακτήρα των αντιθέσεων στη διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Υποτιμήσαμε τη συνθετότητα της πάλης με τις κληρονομημένες επιβιώσεις, υπερεκτιμήσαμε την πορεία σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενώ υποτιμήσαμε τις αντοχές του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Προχωράμε με συλλογικότητα, με αυτογνωσία των δυσκολιών και των ελλείψεων και με ταξική αποφασιστικότητα στα κριτήρια και τον άξονα για τη διαμόρφωση ενιαίας αντίληψης. Γνωρίζουμε και δεχόμαστε ότι η μελλοντική ιστορική μελέτη, από το Κόμμα μας και διεθνώς από το κομμουνιστικό κίνημα, σίγουρα θα φωτίσει περισσότερο τα ζητήματα της πείρας της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Αναμφίβολα, θα προκύψουν και ζητήματα συμπλήρωσης, βελτίωσης και εμβάθυνσης κάποιων εκτιμήσεών μας. Αλλωστε, η ανάπτυξη της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι αναγκαιότητα, ζωντανή διαδικασία, πρόκληση για το Κόμμα μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα και στο μέλλον.

Δε φοβόμαστε αυτή τη διαδικασία. Εχουμε την πείρα να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια, τον εμπλουτισμό της γνώσης, της ενιαίας αντίληψης, με το ξεκίνημα που κάναμε στο 14ο Συνέδριο (πρώτη μας τοποθέτηση), τις αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995, την επικοινωνία και τις θεωρητικές συζητήσεις μας με άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα, μαρξιστές επιστήμονες και κέντρα.

Το Κείμενο των Θέσεων της KE για το Συνέδριο αποτελεί συνέχεια και εμβάθυνση στις βασικές εκτιμήσεις και συμπεράσματα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, που αξιοποιούνται στην προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό.

Απ' όλη την εσωκομματική διαδικασία βγήκε ενισχυμένη η πεποίθησή μας για τη μεθοδολογία, τα κριτήρια και τους άξονες προσέγγισής μας.

Το Κείμενο των Θέσεων της KE υπερψηφίστηκε στις προσυνεδριακές συνελεύσεις των KOB γι' αυτό το θέμα, με συμμετοχή του 73% των κομματικών μελών (με 17% δικαιολογημένων απόντων και 10% αδικαιολόγητων), ενώ ψήφισαν κατά το 0,35% και λευκό το 0,61%.

Δε θεωρούμε τυπική τη συμφωνία των μελών του Κόμματος, παρά το γεγονός της δυσκολίας των θεμάτων, κυρίως των θεωρητικών, που τέθηκαν στη συζήτηση, ορισμένα από τα οποία για πρώτη φορά.

Ζητήσαμε την τοποθέτηση των συντρόφων και συντροφισσών ως προς την κατεύθυνση του Κειμένου, τα κριτήρια και τους άξονες, με βάση τους οποίους εμπλουτίζουμε την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό, αξιοποιώντας την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατ' αρχήν στην ΕΣΣΔ, που υπήρξε η πρώτη χώρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και πρωτοπορία της σοσιαλιστικής πορείας κατά τον 20ό αιώνα.

Εχουμε εμπιστοσύνη στο ταξικό κριτήριο των κομματικών μελών, εργατών και εργατριών, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι αποκλειστικό ζήτημα επιστημόνων μακριά από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Στη διαδικασία της εσωκομματικής συζήτησης επιβεβαιώθηκαν και φωτίστηκαν σημαντικές πλευρές του Κειμένου και από συντρόφους που έζησαν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από κομμουνιστές επιστήμονες αυτών των χωρών, από κομματικά μέλη που είχαν σχετικές εμπειρίες.

Βεβαίως, κατά την εσωκομματική, αλλά και τη δημόσια συζήτηση, αναδείχτηκαν και διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, θεωρητικές θέσεις και εκτιμήσεις, καθώς και ζητήματα τα οποία χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις - συμπληρώσεις, υποδείξεις για θέματα έρευνας. Ως προς αυτά, η KE τοποθετείται ως εξής:

I. ΓIA TH MEΘOΔOΛOΓIA THΣ KE ΔIEYKPINIZOYME:

Πρώτον: H KE θεωρεί δεδομένη την εκτίμηση του 1995 ότι η νίκη της αντεπανάστασης και η καπιταλιστική παλινόρθωση ήταν αποτέλεσμα συνδυασμένων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων με καθοριστικούς τους εσωτερικούς παράγοντες.

Το Κείμενο εξετάζει την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, με άξονα τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Από αυτήν την άποψη, δίνει προτεραιότητα στη διερεύνηση των οικονομικών νομοτελειών κατά την κατώτερη βαθμίδα διαμόρφωσης της νέας κοινωνίας και τοποθετείται και στην ανάλογη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη, που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ, ως προς το χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. H αναγκαιότητα της περαιτέρω τοποθέτησης σε αυτό το ζήτημα τέθηκε στις Αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995.

Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ή αλλιώς κατά το μακρόχρονο πέρασμα από την καπιταλιστική στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική - δηλαδή η επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγήτρια δύναμη το Κόμμα της - αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Αυτό δεν αποτελεί βουλησιαρχία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι σύντροφοι.

Οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας δεν εμφανίζονται αυθόρμητα ενόσω υπάρχουν και σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας. Δε συμβαίνει ό,τι με τις καπιταλιστικές, που εμφανίστηκαν ενόσω υφίσταντο ακόμη φεουδαρχικές σχέσεις, αν και για τις καπιταλιστικές ισχύει ότι η πολιτική εναρμόνισε τις κοινωνικές σχέσεις στο νέο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. H πολιτική έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξή τους, ενώ στη συνέχεια, μέσω της πολιτικής, διατηρούνται οι ιστορικά ξεπερασμένες πλέον καπιταλιστικές σχέσεις και γίνονται τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ομως, οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας εμφανίζονται μόνο ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης. Αυτό δε σημαίνει ιδεαλιστική υποβάθμιση ή και άρνηση του καθοριστικού ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων στη σχέση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής.

Στην περίπτωση των σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας, η δυνατότητά τους εμφανίζεται στη συγκεντρωμένη βιομηχανική παραγωγή και η διαμόρφωσή τους έρχεται ως αποτέλεσμα της επαναστατικής βούλησης της εργατικής τάξης και της νίκης της απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια, η επαναστατική πολιτική γίνεται καθοριστική στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων παραγωγής, αλλά και στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, στην πορεία εξάλειψης των μεταβατικών συνεταιριστικών σχέσεων. H αντικατάσταση των συνεταιριστικών σχέσεων από τις σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, δηλαδή το πέρασμα της συνεταιριστικής παραγωγής στην άμεσα κοινωνική παραγωγή δεν πραγματοποιείται αυθόρμητα με τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στους συνεταιρισμούς, αλλά ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης.

Διευκρινίζουμε, επίσης, ότι δε θεωρούμε το συνεταιρισμό ως μη ανεπτυγμένη μορφή κομμουνιστικής σχέσης, αλλά ως μεταβατική μορφή ανάμεσα στην ατομική εμπορευματική παραγωγή και τη σοσιαλιστική (ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής). H Ιστορία έδειξε ότι μέσα στις συνεταιριστικές σχέσεις μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εμφανιστεί ή και να ενισχυθεί η ατομική απόσπαση συνεταιριστικού προϊόντος, ακόμη και κοινωνικού προϊόντος, που μπαίνει στη συνεταιριστική αγροτική παραγωγή με τη μορφή βιομηχανικών υλών και προϊόντων.

Βεβαίως, όταν λέμε προτεραιότητα της πολιτικής δε σημαίνει πολιτική αυθαιρεσία. Σημαίνει γνώση και αντικειμενική εκτίμηση της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, των γενικών τάσεων που διαμορφώνονται, των κοινών συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων (π.χ. μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς), αλλά και των διαφορών μεταξύ αυτών, που δυνάμει αποτελούν βάση εμφάνισης ταξικών αντιθέσεων. Σημαίνει σχεδιασμένη δράση για την εξάλειψή τους. Από αυτήν την άποψη, αποκτά καθοριστική σημασία η πάλη με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση στην πάλη για την εξάλειψη κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και στην κατάργηση άλλων κοινωνικών διαφορών (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας κλπ.).

H ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι η ιδεολογικοποίηση αναγκαστικά υφισταμένων, για κάποια περίοδο, σημαντικών διαφορών, π.χ. προς όφελος της διευθυντικής εργασίας, οδηγεί σε πολιτική ισχυροποίησης αυτών των διαφορών. Περικλείει τη δυνατότητα απόκτησης μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού προϊόντος, παραβιάζοντας τη σχέση «ανάλογα με την εργασία», που, αν και δεν μπορεί να μετατραπεί άμεσα σε κεφάλαιο, οδηγεί όμως στην απόσπαση του διευθυντικού στρώματος από το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή στην εξέλιξή του σε κοινωνική δύναμη ξένη προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.

Με αυτήν την έννοια, η τοποθέτηση για το ρόλο του οπορτουνισμού και η εκτίμηση για κυριαρχία του στο KKΣE με ορόσημο το 20ό Συνέδριο (1956) δεν αποτελούν ιδεαλιστική ερμηνεία των εξελίξεων, γιατί η ανάπτυξη του οπορτουνισμού διερευνάται ως αντανάκλαση κοινωνικών τάσεων, εσωτερικώς και διεθνώς.

Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα, από την ανάλυση της κοινωνίας της ΕΣΣΔ, με βάση τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την εξειδικευμένη έρευνα στα στοιχεία του εποικοδομήματος, όπως είναι το κόμμα, η νομοθεσία, οι θεσμοί οργάνωσης της εργατικής εξουσίας και έκφρασης της συμμαχίας της με την αυτοαπασχολούμενη και συνεταιρισμένη αγροτιά.

Θεωρούμε ότι το Κόμμα μας, με ευθύνη της νέας KE, οφείλει να δώσει συνέχεια στη διερεύνηση των παραπάνω θεμάτων, σειράς άλλων που ήδη ιεραρχούνται στο Κείμενο της KE ως αντικείμενο έρευνας, όπως είναι: Πώς επέδρασαν στην ιδεολογική και πολιτική κατάσταση του KKΣE ο διεθνής συσχετισμός κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η εσωτερική κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. O συσχετισμός στο Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣOA), αλλά και οι σχέσεις του με τις καπιταλιστικές οικονομίες. H περαιτέρω έρευνα των διαφοροποιήσεων στους εργαζόμενους των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων και υπηρεσιών και της διαστρωμάτωσης στους ατομικούς και συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς.

H νέα KE επιφορτίζεται με το καθήκον να οργανώσει την περαιτέρω έρευνα στα συγκεκριμένα θέματα, να επιδιώξει τη συνεργασία με κομμουνιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο παρελθόν, και να επιλέξει τις μορφές συμμετοχής των κομματικών δυνάμεων στην τελική διαμόρφωση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν απ' αυτές τις εξειδικευμένες μελέτες.

Δεύτερον: H αναγνώριση των θεωρητικών αρχών στα έργα του Λένιν, ακόμη και του Στάλιν, δεν πρέπει να συγχέεται με πολιτικές τοποθετήσεις που έγιναν σε μια ορισμένη περίοδο, που αφορούσαν τρέχουσες πολιτικές ανάγκες. Δηλαδή, είναι παρακινδυνευμένο να τεκμηριώνει κάποιος μια θέση του χρησιμοποιώντας αποσπασματικά αναφορές τους. Θα πρέπει με προσοχή να παρακολουθούμε την εξέλιξη της σκέψης τους, κάτω και από την επίδραση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πότε και γιατί αναφέρθηκαν έτσι ή αλλιώς σε κάποιο ζήτημα, π.χ. απευθυνόμενοι στην αγροτιά. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν, στις αναλύσεις τους, αναγνώριζαν και τη διαστρωμάτωση στην αγροτιά και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς στη Ρωσία, αλλά και τις διαφορές μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Αυτές οι διαφορές δεν υποτιμούνταν όταν, ορισμένες φορές, αναφέρθηκαν στον πολιτικό τους λόγο, π.χ. στην «εργατοαγροτική κυβέρνηση». Τότε έδιναν έμφαση στη συμμαχία, χωρίς να αναιρούν τη θεωρητική τους θέση για «εξουσία της εργατικής τάξης» (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Το ίδιο αφορά και στις συνεταιριστικές σχέσεις. Στο λόγο τους βρίσκουμε αναφορές τους για «σοσιαλιστικές συνεταιριστικές», για συνεταιριστικές σχέσεις ως μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό, αναγνώριζαν το μεταβατικό τους χαρακτήρα προς την κοινωνική ιδιοκτησία.

Παράλληλα, σημειώνουμε ότι η μη δογματική μελέτη οφείλει να αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και μη ολοκληρωμένες προβλέψεις, εκτιμήσεις και θέσεις, κυρίως σε νέα φαινόμενα, που απαιτούν γενίκευση υπό το φως της ανάλυσής τους, συνυπολογίζοντας ότι, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε ολοκληρωθεί η θεωρητική ανάλυση όλων των νομοτελειών της νέας κοινωνίας. Τέτοιο ζήτημα συνιστά η θέση του Στάλιν για το νόμο της αξίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ως προς το σκέλος της για το «ρυθμιστικό του ρόλο στην κατανομή των προϊόντων ατομικής κατανάλωσης που παράγονται στη σοσιαλιστική παραγωγή», θέση αντιφατική ως προς την, κατά την κρίση της KE του Κόμματός μας, σωστή αντίληψή του για το χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Τρίτον: Επιδίωξή μας είναι να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό. Αυτό δεν είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα που διαμόρφωσε το 15ο Συνέδριο του Κόμματός μας, γιατί δεν αναιρείται ο χαρακτήρας της στρατηγικής μας, η αναγκαιότητα του επαναστατικού περάσματος στο σοσιαλισμό. O εμπλουτισμός αφορά σε ανάπτυξη και εξειδίκευση γενικότερα διατυπωμένων θέσεων στο Πρόγραμμά μας.

Το Συνέδριο είναι το πλέον αρμόδιο Σώμα για να εγκρίνει τέτοιους εμπλουτισμούς, που άλλωστε τέθηκαν σε γνώση και συζήτηση σε όλο το Κόμμα με το Κείμενο Θέσεων της KE. Αλλά και ως διαδικασία δεν είναι πρωτόγνωρη. Τα περισσότερα συνέδρια εμπλούτισαν και ανέπτυξαν παραπέρα τη στρατηγική ή το Πρόγραμμα του Κόμματος, π.χ. το 16ο ανέπτυξε παραπέρα θέσεις για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο. Σήμερα, επιχειρούμε τον εμπλουτισμό της θέσης μας για την κατανομή στον τομέα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», καθώς και για την ιδιοκτησία και τη χρήση γης, για τον παραγωγικό συνεταιρισμό.

Αλλωστε, το ίδιο το Πρόγραμμα του Κόμματος προβλέπει την ανάγκη εμπλουτισμού της αντίληψής μας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με βάση τα συμπεράσματα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα (Ντοκουμέντα 15ου Συνεδρίου, σελ. 124). Αλλά και η ίδια η ζωή, οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις γεννούν την ανάγκη ανάπτυξης των κομματικών θέσεων, διαδικασία μέσα από την οποία ωριμάζει η ανάγκη διαμόρφωσης νέου Προγράμματος.

Καταλήγοντας, η KE δε συμφωνεί με τις απόψεις που ισχυρίζονται ότι η περαιτέρω επεξεργασία επιμέρους θέσεών μας συνιστά αλλαγή του Προγράμματός μας.

II. ΓIA TIΣ ΔIAΦOPETIKEΣ ΘEΩPHTIKEΣ KAI MEΘOΔOΛOΓIKEΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ.

ZHTHMATA ΔIEYKPINIΣEΩN - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΝ

ΘEMATA ΠEPAITEPΩ EPEYNAΣ

Στη συνέχεια, τοποθετούμαστε στα βασικά ζητήματα του διαλόγου, στις διαφορετικές απόψεις που απορρίπτουμε. Επίσης, διευκρινίζουμε καλύτερα και αναπτύσσουμε ορισμένα ζητήματα, υιοθετούμε ορισμένες προτάσεις.

A. Οσον αφορά στη σχέση σοσιαλισμού - κομμουνισμού

Πρώτον: Αναπτύχθηκε ορισμένη κριτική στο Κείμενο ότι ταυτίζει το σοσιαλισμό με τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, με συνέπεια, όπως ισχυρίζονται, η κριτική στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ να γίνεται με βουλησιαρχικά κριτήρια, να εκφράζει μια τάση υποτίμησης των αντικειμενικών περιορισμών και ότι αντίστοιχα αυτό εκφράζεται στην προγραμματική μας αντίληψη για τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως προς τις νομοτέλειές της.
Διευκρινίζουμε ότι:

1. Το κείμενο δεν ταυτίζει πουθενά την κατώτερη με την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Αντίθετα, στη Θ. 2 σελ. 5 - 6, γίνεται διεξοδική αναφορά στις διαφορές ανάμεσά τους. Επίσης, συγκεκριμένα αναφέρεται ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου στη Θ. 4, σελ. 7.

2. Σύμφωνα με τους Μαρξ και Λένιν, η βασική διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και την ανώτερη φάση του κομμουνισμού είναι η πλήρης και ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», «Κράτος και Επανάσταση», «Αριστερισμός», «H Μεγάλη πρωτοβουλία» κ.ά.). H πλήρης κατάργηση των τάξεων δεν προϋποθέτει μόνο την κατάργηση κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και την κατάργηση κάθε ουσιαστικής κοινωνικής διαφοράς, που ως αντίθεση διέτρεξε όλη την προκομμουνιστική ιστορία των εκμεταλλευτικών συστημάτων (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, πόλης - χωριού κλπ.).

Θεωρούμε ότι η παραπάνω κριτική προς το Κείμενο της KE δείχνει επιλεκτική προσέγγιση ή έλλειψη ολοκληρωμένης θεωρητικής αντίληψης του ζητήματος.

3. Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι στηρίζουν την κριτική τους στο επιχείρημα ότι το Κείμενο της KE παραγνωρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών σχέσεων».

H KE διευκρινίζει ότι:

O όρος «σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής» δεν είναι ακριβής, στο βαθμό που τις διαχωρίζει πλήρως από τις κομμουνιστικές σχέσεις, στο βαθμό που αποκρύπτει τη βασική σχέση ιδιοκτησίας, την κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Το Κείμενο αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση στην ανάπτυξή τους, με κύρια επίδραση στις σχέσεις κατανομής (στη σοσιαλιστική βαθμίδα «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», ενώ στην ανώτερη κομμουνιστική «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του») Θ. 2, σελ. 5. (Και οι καπιταλιστικές σχέσεις υπέστησαν μεταβολές από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι την κυριαρχία του μονοπωλίου, όμως η OYΣIA TOYΣ, ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής - αγορά της εργατικής δύναμης, δεν άλλαξε). Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, η αντανάκλαση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις κομμουνιστικές σχέσεις: Πώς πραγματώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία και η κατανομή, πώς ο εργατικός έλεγχος στη διεύθυνση εξελίσσεται σε πραγματική κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, σε ουσιαστική συγχώνευση της επιτελικής με την εκτελεστική εργασία, πώς, μέσω της γενικευμένης αυτοματοποίησης και της μορφωτικής και πολύπλευρης ανάπτυξης των ικανοτήτων όλων των ικανών προς εργασία μελών της κοινωνίας, αποφασιστικά μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος και εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.

Δεύτερον: Διατυπώθηκε, περιορισμένα, διαφωνία ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση του Κειμένου της KE, υποστηρίζοντας ότι κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού), που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη των δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, δεν είναι φαινόμενα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ως ανώριμου κομμουνισμού. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, τα παραπάνω φαινόμενα υπάρχουν σε μια πολιτική μεταβατική περίοδο, στη δικτατορία του προλεταριάτου, κατά την οποία, αν και έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις και έχει κατ' αρχήν διαμορφωθεί η σοσιαλιστική βάση, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, δεν έχουν διαμορφωθεί συνολικά τα χαρακτηριστικά της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας στην κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα της. Αυτή η άποψη αναγνωρίζει γι' αυτήν τη μεταβατική περίοδο τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής και όχι για την κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του κομμουνιστικού συστήματος. Θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως αταξική κοινωνία και αναγνωρίζει μόνο τη διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Σε αυτή τη βάση, θεωρεί ότι στη σοσιαλιστική βαθμίδα έχει ξεκινήσει ο μαρασμός του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου, αφού δεν υπάρχουν διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας πέραν της κοινωνικής ιδιοκτησίας. H όποια αναφορά στο «παλλαϊκό κράτος» αφορά τις λειτουργίες υπεράσπισης της κοινωνίας μόνο από τον εξωτερικό αντίπαλο, εφ' όσον ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει παγκόσμια ο σοσιαλισμός. Δηλαδή, θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα πολύ ανεπτυγμένη, αλλά όχι ακόμα ώριμο κομμουνισμό.

Ως εκτίμηση καταλήγει ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε ολοκληρωθεί αυτή η πολιτική μεταβατική περίοδος, ότι ο σοσιαλισμός της ήταν «υπό κατασκευήν». Σε αυτή τη βάση αιτιολογείται και η δυνατότητα παλινόρθωσης των καπιταλιστικών σχέσεων.

Κατά τη γνώμη της KE, αυτή η προσέγγιση υποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη, στην πράξη υποτιμά την ταξική πάλη για την περίοδο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.

Ως προς τη χρήση του όρου «μεταβατική περίοδος», επισημαίνουμε τα εξής:

Οι Μαρξ - Ενγκελς αναφέρονται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, γενικά δε χρησιμοποιούσαν τον όρο σοσιαλισμό για να χαρακτηρίσουν την πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού. Μιλούσαν για πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνία, που πραγματοποιείται από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου (την επαναστατική εργατική εξουσία, με καθοδηγητή την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα), δηλαδή αναφέρονταν στην κοινωνική επανάσταση με αφετηρία την πολιτική επανάσταση. Βεβαίως, διακρίνουν με σαφήνεια την πρώτη από την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Στα έργα τους, έκαναν μεγαλύτερη αφαίρεση, ασχολούμενοι κυρίως με την ανάλυση της κοινωνίας στην Αγγλία και τη Γερμανία.

O Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος και με πρακτικά ζητήματα της πολιτικής επανάστασης: Την ανάπτυξη εμφυλίου και ξένης επέμβασης, αφού είχε καταληφθεί η εξουσία, δηλαδή με την ανάπτυξη της αντεπανάστασης. Τις μεγάλες καταστροφές που έφεραν την οικονομία, δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις, πίσω από το 1913. Το διεθνή συσχετισμό που εξελίχθηκε αρνητικά (προδοσία της επανάστασης στη Γερμανία, ήττα στην Ουγγαρία κλπ.) μετά τη λήξη μιας περιόδου επαναστατικής ανόδου στην Ευρώπη. Τη δυσκολία του υποκειμενικού παράγοντα να οργανώσει την παραγωγή και την κοινωνία με βάση τις θεσμοθετημένες νέες σχέσεις, σε συνθήκες όπου μεγεθύνθηκε, λόγω του πολέμου, η μαύρη αγορά κλπ. Σε αυτή τη φάση, αναφέρθηκε στην έλλειψη αρκετού πολιτισμού για το πέρασμα άμεσα στο σοσιαλισμό, αν και είχαν τις πολιτικές προϋποθέσεις γι' αυτό.

Ετσι, επεξεργάστηκε σχέδιο οργανωμένης οπισθοχώρησης ως προς την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων, με ελεγχόμενη ύπαρξή τους σε περιπτώσεις μικρών και μεσαίων για την εποχή τους επιχειρήσεων, με επιβίωση των καπιταλιστών της αγροτικής παραγωγής, με εισαγωγή ξένου κεφαλαίου (NEΠ). Με αυτήν την έννοια μίλησε για μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης (κατάργηση καπιταλιστικών σχέσεων κλπ.). Αυτή η διάκριση σχετίζεται και με την ιστορικά δοσμένη πορεία της κοινωνικής επανάστασης στη Ρωσία: Την 7χρονη καθυστέρηση στη διαμόρφωση του πρώτου πεντάχρονου Κεντρικού Σχεδιασμού και την πάνω από 10 χρόνια ύπαρξη των κουλάκων.

O Λένιν θεωρούσε ότι για μια σειρά χώρες πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά τα μεταβατικά μέτρα θα ήταν περιττά (βλέπε Λένιν, «Απαντα», τ. 43, σελ. 79, τ. 44, σελ. 191 - 200).

O Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος κυρίως με τα προβλήματα της πάλης «ποιος - ποιον», δηλαδή της μεταβατικής περιόδου ως προς την εδραίωση της επαναστατικής εξουσίας και της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής βάσης. Πρακτικά, δεν είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αντιθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και μορφών ατομικής - συνεταιρισμένης ιδιοκτησίας.

Επομένως, έχει πολιτική σημασία η αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, της ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο» για την εδραίωση της νέας εξουσίας και υλοποίησης των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά για όλη τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή και στη φάση ανάπτυξης της κατώτερης βαθμίδας (σοσιαλιστικής) και προσέγγισης της ανώτερης.

Τρίτον: H αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής βάσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιχειρείται ως διάκριση μεταξύ της κρατικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της κοινωνικοποίησης, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει πλήρη ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου ή και κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής εργασίας.

Βεβαίως, παίρνουμε υπόψη μας τη χρονική απόσταση ανάμεσα στη νομική και πραγματική κοινωνικοποίηση. Θεωρούμε όμως ότι πρόκειται για πραγματική κοινωνικοποίηση όταν στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής έχει καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία, έχουν ενταχτεί αυτά στον Κεντρικό Σχεδιασμό και στον εργατικό έλεγχο, έστω και αν αυτός δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί.

Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Δε συμφωνούμε με την άποψη που διαφοροποιεί την «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Ουσιαστικά, εμμέσως, τείνει να αμφισβητήσει το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας. H κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο κλπ.

B. Ειδικότερα ως προς την εκτίμηση για την ΕΣΣΔ

Πρώτον: Ορισμένη κριτική προς το Κείμενο της KE θεωρεί ότι η τοποθέτησή του παραπέμπει σε παρθενογένεση της οπορτουνιστικής στροφής στο 20ό Συνέδριο, χωρίς να αναγνωρίζει προγενέστερα προβλήματα, ότι ωραιοποιεί την προγενέστερη περίοδο, ότι κρίνει το 20ό Συνέδριο και τα επόμενα με βουλησιαρχική διάθεση, γι' αυτό λαθεμένα μιλά για οπορτουνιστική στροφή του KKΣE, ότι γενικά επιδιώκει να προχωρήσει γρήγορα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, παρακάμπτοντας το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Ως προς τη βουλησιαρχία ήδη τοποθετηθήκαμε.

Ως προς την ωραιοποίηση της περιόδου πριν από την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την παρθενογένεση της οπορτουνιστικής παρέκκλισης διευκρινίζουμε τα εξής:

1. Το Κείμενο στέκεται συγκεκριμένα σε κάθε φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ. Αποδέχεται την αναγκαιότητα της NEΠ τη δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να την αντιλαμβάνεται ως νομοτέλεια σε κάθε ιστορική μορφή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θεωρούμε την εσωκομματική διαπάλη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - 1930 εκδήλωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των καπιταλιστικών υπολειμμάτων και για το προχώρημα της κολεκτιβοποίησης, ως αναγκαιότητα σε αυτήν την περίοδο για την εδραίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας.

Αυτή η γενικά σωστή κατεύθυνση δεν αναιρείται από επιμέρους υποκειμενικά λάθη του Κόμματος και των κρατικών οργάνων, είτε στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης είτε στον πολιτικό αγώνα. Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις αστικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις περί «κόκκινου φασισμού» ή «ολοκληρωτισμού» επί Στάλιν.

Δεν έχουμε την άποψη περί αιφνίδιας εμφάνισης και κυριαρχίας του οπορτουνισμού. Αλλωστε, αναδεικνύεται η εσωκομματική διαπάλη που προηγήθηκε (τέλος της δεκαετίας του 1920, δεκαετία του 1930, αρχές δεκαετίας του 1950) ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης. Βάση των διαφωνιών ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στάση απέναντι στην αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία, ειδικά στο χωριό, μετά κυρίως, απέναντι σε μορφές ατομικής - ομαδικής ιδιοκτησίας. Αναγνωρίζουμε την ύπαρξη οπορτουνιστικών τάσεων μέσα στο Κόμμα και πριν από το 20ό Συνέδριο, οι οποίες έγιναν κυρίαρχες στο Κόμμα μετά το θάνατο του Στάλιν, στη διαδικασία του 20ού Συνεδρίου και στη συνέχεια. Περαιτέρω ιστορική έρευνα θα φωτίσει όλους τους παράγοντες και τις συνθήκες που έκαναν κατορθωτή αυτή τη μεταστροφή.

Το Κείμενο της KE αναγνωρίζει προβλήματα πάνω στα οποία έγινε δυνατή η απότομη ισχυροποίηση του οπορτουνισμού. Μεταξύ αυτών, σημαντική θέση κατέχουν οι θεωρητικές συγχύσεις και ανεπάρκειες σε περίοδο κατά την οποία κρινόταν η αναγκαιότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.

Το Κείμενο της KE διευκρινίζει, επίσης, ότι τα προβλήματα της πάλης για το προχώρημα της σοσιαλιστικής πορείας επανήλθαν πιο επιτακτικά μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική οικονομική ανόρθωση. Δηλαδή, ήταν ιστορικές, εσωτερικές και διεθνείς, οι συνθήκες που εξ αντικειμένου διαμόρφωναν σημείο καμπής, προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.

Συμφωνούμε με την ανάγκη να αναδειχτούν καλύτερα οι διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950:

H πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
  • Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της ΕΣΣΔ.
  • Ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της ΕΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις HΠA - M. Βρετανία.
  • Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα Κομμουνιστικά Κόμματα των HΠA και της M. Βρετανίας, δηλαδή στα Κομμουνιστικά Κόμματα των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της ΕΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
  • Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την ΕΣΣΔ κράτη.
H εξωτερική πίεση διαπλέχτηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. H ατομική εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε στην ΕΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ολα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέστηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Κόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.

Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος, των εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου).

2. H εκτίμηση της KE ότι το 20ό Συνέδριο του KKΣE αποτέλεσε στροφή προς τα πίσω ιδεολογικά και πολιτικά δεν είναι καινούρια, διατυπώθηκε το 1995. Δεν έχουν βάση και οι τοποθετήσεις που ερμηνεύουν τις Θέσεις της KE ως Θέσεις που θεωρούν ότι το 20ό Συνέδριο ανέτρεψε την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. H KE υποστηρίζει ότι με το 20ό Συνέδριο εξελικτικά ανακόπηκε η δυναμική της σοσιαλιστικής πορείας, σε μια πορεία ενισχύθηκαν αντί να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και διαφορές, η διαδικασία αναχαίτισης της επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων ενίσχυσε τα στοιχεία και τη δυνατότητα ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτή η διαδικασία εξελισσόταν με πάλη, με σταθμούς και διαβαθμίσεις. Χάθηκε εξελικτικά ο πρωτοποριακός καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, ως κόμματος εξουσίας και πυρήνας στο επαναστατικού χαρακτήρα πολιτικό σύστημα. Επήλθε χαλάρωση και άμβλυνση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόμματος και της πολιτικής ανάδειξης στελεχών. Στις γραμμές του, διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια και μετά το 20ό Συνέδριο, ακόμη και στην «τελευταία πράξη του δράματος», στο 28ο Συνέδριο, ανεξάρτητα από το βαθμό της ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας και συνοχής των κομμουνιστικών δυνάμεων απέναντι στις αντεπαναστατικές δυνάμεις. H Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο, «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο KKΣE συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Οι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο, στη συνέχεια συγκροτήθηκαν στο «Ενιαίο Μέτωπο των Εργαζομένων της Ρωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Ρωσίας, στο «Κίνημα Κομμουνιστική Πρωτοβουλία», προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.

H KE δε συμμερίζεται την άποψη ορισμένων συντρόφων ότι στο 20ό Συνέδριο συντελέστηκε ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας, δηλαδή ότι συντελέστηκε καπιταλιστική παλινόρθωση. Παραμένει στη θέση (και του 14ου Συνεδρίου και της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995) ότι η σοσιαλιστική πορεία μπήκε σε τροχιά οπισθοχώρησης με το 20ό Συνέδριο, διευρύνθηκε σταδιακά η δυνατότητα να γίνεται συσσώρευση προϊόντος έξω από τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Στη συνέχεια, η ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας ως αντεπανάσταση δρομολογήθηκε με όχημα την «περεστρόικα» που παραπλανητικά χρησιμοποίησε σοσιαλιστικά συνθήματα. H αντεπανάσταση έδωσε το τελικό χτύπημα στο διάστημα 1988 - 1991, αφού είχε προηγηθεί προδοσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού από το κυρίαρχο τμήμα στην ηγεσία του KKΣE.

Βεβαίως, είναι ζητήματα περαιτέρω διερεύνησης: H διαπάλη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και οι αμφίδρομες επιδράσεις προς και από το KKΣE. H εσωκομματική πάλη στο KKΣE. H εξέλιξη της ταξικής διαστρωμάτωσης και της οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγής στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες της Ιστορίας της.

Δεύτερον: Εκφράστηκαν και κάποιες απόψεις που θεωρούν ότι η σοσιαλιστική βάση δε διαμορφώθηκε, γιατί ήταν ανώριμες οι υλικές προϋποθέσεις στην τσαρική Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες στις οποίες αρχικά νίκησε η προλεταριακή πολιτική επανάσταση.

Αλλη παραλλαγή της παραπάνω άποψης θεωρεί ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε κυριαρχήσει η σοσιαλιστική βάση, που μόλις αναπτυσσόταν, και γι' αυτό υποχώρησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις νέες συνθήκες που προέκυψαν.

Επισημαίνουμε τα εξής:

Βεβαίως, η «καπιταλιστική κληρονομιά», πολύ περισσότερο οι προκαπιταλιστικές επιβιώσεις καθορίζουν και τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την πολιτική επανάσταση στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης, καθώς και την πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, την προσέγγιση προς την κομμουνιστική βαθμίδα.

Δε θεωρούμε όμως ότι στην ΕΣΣΔ διαμορφώθηκε απλά μια εκτεταμένη κρατικοποίηση και όχι κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων στη βιομηχανία, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η μεγάλη άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων και η βοήθεια σε τρίτες χώρες, για να βγουν από την αποικιοκρατία και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Χαρακτηρίζουμε ως σοσιαλιστική την πορεία στην ΕΣΣΔ, με κριτήριο την εξάλειψη της καπιταλιστικής σχέσης και την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα απ' όλα για το σύνολο του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού επί δεκαετίες, ακόμη και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Θεωρούμε ότι ιστορικά ξεπεράστηκαν έως τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα βασικά προβλήματα που αφορούσαν στη βαθιά εσωτερική ανισομετρία της τσαρικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε η Επανάσταση. Αυτή η πραγματικότητα καταγραφόταν στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, ως προς το μερίδιο της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης και στο επίπεδο της εργατικής δύναμης (αυτή η πραγματικότητα είχε εντυπωσιάσει και φοβίσει ακόμη και εκπροσώπους της πρώτης καπιταλιστικής δύναμης της εποχής, των HΠA). Αυτή η τάση στην εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού στα μερίδια της παραγωγής σταδιακά ανακόπηκε και ανατράπηκε στη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα κατά τη φάση αναζωογόνησης - ανόδου που συντελέστηκε στην καπιταλιστική οικονομία μετά την κρίση του 1973.

Αυτή η τοποθέτηση της KE δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανακοπή της σοσιαλιστικής δυναμικής κατά τις δεκαετίες 1960, 1970 και την αλλαγή του συσχετισμού στη δεκαετία του 1980. Αυτές οι εξελίξεις, βέβαια, είχαν την αντανάκλασή τους στο χαρακτήρα του Κόμματος και της εξουσίας, που τελικά λύθηκε με τη νίκη της αντεπανάστασης.

Υπενθυμίζουμε ότι γενικά πίσω από την αντίληψη περί «ανωριμότητας» διαχρονικά υποτιμιόταν ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα και «κρύβονταν» οπορτουνιστικές θέσεις: «Ανώριμη» η σοσιαλιστική επανάσταση (1917 μενσεβίκοι), «ανώριμο» το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων (1930 Μπουχάριν - Τρότσκι), «ανώριμη» η δυνατότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων τη δεκαετία του 1950, αντιλήψεις που αντιτίθονταν στο προχώρημα της κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή στην οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις παρερμηνεύουν τη θέση του Κειμένου της KE ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν «ώριμο» να τεθεί το ζήτημα της περαιτέρω ανάπτυξης (επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων), θεωρώντας ότι υποστηρίζουμε πως τότε η ΕΣΣΔ έφτανε στην ώριμη κομμουνιστική βαθμίδα.

Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι αμφισβητούν αν ήταν ώριμο στη δεκαετία του 1950 να προχωρήσει η επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή.

1. Κατ' αρχήν, υποστηρίζουμε ότι η επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων σε σφαίρες της παραγωγής όπως η αγροτική, όπου καθυστερούσαν, ή και η εμβάθυνσή τους στην κατανομή, σημαίνει προσέγγιση της κομμουνιστικής βαθμίδας κι όχι πραγματοποίησή της. O ώριμος κομμουνισμός προϋποθέτει: Πλήρη κατάργηση της διαφοράς μεταξύ πόλης - χωριού, πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του καπιταλισμού.

2. Διευκρινίζουμε σχετικά με τα κριτήρια της ωριμότητας για την επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή:

H δυνατότητα αλλαγής των σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ΔYNATOTHTEΣ THΣ BIOMHXANIAΣ (η NEΠ πραγματοποιήθηκε πρώτα απ' όλα γιατί δεν μπορούσε η βιομηχανία να στηρίξει μια κολεκτιβοποίηση): Να διοχετεύει τις ανάλογες μηχανές, ο Κεντρικός Σχεδιασμός να πραγματοποιεί μεγάλης κλίμακας έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας της από καιρικές καταστροφές, γρήγορη και ασφαλή αποθήκευση - συσκευασία - συντήρηση - μεταφορά, την ανάλογη εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την εκ βάθρων αλλαγή του αγροτικού τρόπου ζωής με την ανάπτυξη του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου και την αναμόρφωση της υπαίθρου με σύγχρονους αστικούς οικισμούς.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν γίνει σοβαρά βήματα στην ΕΣΣΔ προς αυτήν την κατεύθυνση (το κείμενο δίνει στοιχεία π.χ. για την αναλογία τρακτέρ ανά κολχόζ). Το KKΣE ασχολήθηκε με την επιλογή κατεύθυνσης στην επίλυση παλιών και τότε νέων προβλημάτων.

O Στάλιν, ως ΓΓ της KE του Κόμματος, αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στο συνεταιρισμό και την κοινωνική ιδιοκτησία ως πρόβλημα που δυσκόλευε το σχεδιασμό. Το ανέδειξε ως παράδειγμα της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό, που έπρεπε σχεδιασμένα να ξεπεραστεί. Απέρριψε τις προτάσεις, που ουσιαστικά στόχευαν στην ενίσχυση της εμπορευματικής φύσης του συνεταιρισμού. Εθεσε ως στόχο τον αποκλεισμό των περισσευμάτων της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και το πέρασμά τους στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ (Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 118).

Γενικότερα, άνοιξε τον προσανατολισμό για μετατροπή των ανεπτυγμένων κολχόζ σε σοβχόζ, για συνένωση μικρών και μικρής απόδοσης κολχόζ σε μεγαλύτερα κλπ.

3. Οι Θέσεις της KE υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο τμήμα, πρώτ' απ' όλα της ανεπτυγμένης συνεταιριστικής παραγωγής (κολχόζ), είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών, ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνικοποίηση, πλήρως να καταργηθεί η ατομική παραγωγή. Είναι αντίφαση να υπάρχει π.χ. σχεδιασμένα οργανωμένη και μηχανοποιημένη καλλιέργεια γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων και παράλληλα να παράγεται και ατομικά το ίδιο προϊόν με σκοπό την πώλησή του στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός ήταν αναγκαίος στην περίοδο της πολύ χαμηλής μηχανοποίησης και των ανύπαρκτων υποδομών.

Τα στοιχεία, που παραθέτουν ορισμένοι σύντροφοι ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας των κολχόζ και της συγκέντρωσης παραγόμενου προϊόντος, συνηγορούν ακριβώς στην ωριμότητά τους για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, στην πλήρη ένταξή τους στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στην πλήρη ένταξη του εργατικού δυναμικού στις ανάλογες σχέσεις κατανομής (μισθού, ωραρίου, κοινωνικής ασφάλισης κλπ.). Βεβαίως, ορισμένα από τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν μεταγενέστερη περίοδο (όπου εφαρμόζονταν οι μεταρρυθμίσεις), κατά την οποία τα κολχόζ πραγματοποιούσαν, παράλληλα με την αγροτική, και άλλου είδους παραγωγική δραστηριότητα (π.χ. οικοδομική) και ενισχύονταν η ιδιωτική παραγωγή και το ιδιωτικό εμπόριο (αυξήθηκαν τα εκτάρια γης για ιδιωτική παραγωγή και ο όγκος διάθεσής της στην αγορά).

Επίσης, δε θεωρούμε ως δείκτη επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή την αριθμητική αύξηση των σοβχόζ σε σχέση με τα κολχόζ, γιατί ένα μέρος της μείωσης των κολχόζ προερχόταν από συνενώσεις. Εχει σημασία σε ποιους κλάδους της αγροτικής παραγωγής γινόταν η επέκταση των σοβχόζ, καθώς επίσης και οι αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας και των σοβχόζ και των κολχόζ μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη δεκαετία του 1960.

Βεβαίως, το ζήτημα των σχέσεων στην αγροτική οικονομία χρήζει εκτενέστερης μελέτης.

Ειδικότερα για τα ζητήματα του εποικοδομήματος

Πρώτον: Ορισμένες τοποθετήσεις προτάσσουν ως βασική αιτία της ανατροπής ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του Κόμματος και του κράτους. Δίνουν έμφαση στη «δημοκρατία» και τις «ελευθερίες», υποστηρίζοντας ότι το Κόμμα αποκόπηκε από τις μάζες και τους προβληματισμούς τους ή υποτίμησε τους συμμάχους. Κάποιες τοποθετήσεις θεωρούν ως αφετηρία του προβλήματος τον τρόπο που διεξήχθη η εσωκομματική διαπάλη στη δεκαετία του 1930, με ευθύνη της ηγεσίας του KKΣE.

Οι παραπάνω απόψεις παραβλέπουν τη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, αλλά και τα ιδιαίτερα προβλήματα της ταξικής πάλης στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Δεν αναγνωρίζουν την αντανάκλαση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του Κόμματος και των οργάνων εξουσίας. Δεν υπολογίζουν ότι το Κόμμα, ως καθοδηγητική δύναμη στα όργανα εξουσίας, αντιδρά ανάλογα με τις συνθήκες, ότι, ανάλογα με το τι κρίνεται για την πορεία της επανάστασης, ποικίλλει η αντιμετώπιση ηγετών αντιπολιτευτικών τάσεων, ενεργειών παρεμπόδισης της εφαρμογής αποφάσεων.

Το τσάκισμα του αστικού κράτους δεν πραγματοποιείται με συγκερασμό κάποιων «θετικών» της αστικής δημοκρατίας με εκείνα της νέας εξουσίας. H νέα εξουσία θέτει σε τελείως διαφορετική βάση τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαμορφώνει τις δικές της δομές και λειτουργίες, συντρίβοντας με την επαναστατική της ορμή τις δομές και τις λειτουργίες της αστικής εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να βλέπουμε ποσοτικά τη διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με βάση τα αστικά δικαιώματα. Τα προσδιορίζουμε ταξικά. Ανάλογα με την έκβαση της πάλης με την αστική τάξη μπορεί να υπάρξει και περίοδος περιορισμού των δικαιωμάτων της. Αυτό δεν είναι ανάλογο με τον περιορισμό της δράσης Κομμουνιστικών Κομμάτων στον καπιταλισμό, αλλά ανάλογο με τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης των φεουδαρχών στην περίοδο της επαναστατικής ορμής της αστικής τάξης. Πολύ περισσότερο που η αστική τάξη είναι όχι μόνο ιστορικά αντιδραστική, αλλά και μικρή μειοψηφία που εκμεταλλευόταν την πλειοψηφία.

H δικτατορία του προλεταριάτου θα αξιοποιήσει όλες τις μορφές κυριαρχίας, και τον καταναγκασμό, και την πειθώ, και το συμβιβασμό με τις σύμμαχες δυνάμεις, και τη διαπάλη ανάλογα με τις φάσεις και τις καμπές στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. H εξουσία δεν πραγματοποιείται μόνο με ιδεολογική δουλειά, αλλά και με επιβολή. Το νέο χαρακτηριστικό στη δικτατορία του προλεταριάτου, στην άσκηση της εργατικής εξουσίας, είναι ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στα όργανα εξουσίας και τις μαζικές οργανώσεις.

Τα λάθη και οι παρεκκλίσεις από την επαναστατική γραμμή και η μη έγκαιρη διόρθωση και αντιμετώπισή τους βεβαίως δημιουργούν κινδύνους και επιδρούν αρνητικά στην παραπέρα πορεία του Κόμματος. Ετσι εξηγείται η σταδιακή πορεία του KKΣE προς τον εκφυλισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και αφού είχαν μεσολαβήσει τρεις δεκαετίες από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή και δυο δεκαετίες από τις αρνητικές συνέπειες των «μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν».

Στα Ντοκουμέντα της Πανελλαδικής μας Συνδιάσκεψης του 1995 περιλαμβάνονται τα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία επιβεβαιώνουμε: «Ενα συμπέρασμα είναι το Κόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική των πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων» (σελ. 41).

Παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση ζήτημα πώς υλοποιήθηκε σε διάφορες περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ η σχέση «Κόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις», η ανάδειξη της θετικής πείρας αλλά και των αδυναμιών και προβλημάτων. Παραμένει θεμελιακό συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος και ο καθοδηγητικός του ρόλος στην κοινωνία επιβεβαιώνονται στην πράξη.

Δεύτερον: Λαθεμένη είναι και η άποψη που υποστηρίζει ως σωστό θεωρητικά, αλλά πρόωρο από την άποψη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού, το παλλαϊκό κράτος. Το κράτος είναι πάντα κράτος μιας τάξης. Δεν έχουν βάση οι αναφορές στον Λένιν για τη στήριξη του «παλλαϊκού κράτους». O Λένιν ξεκάθαρα μιλούσε για απονέκρωση του «προλεταριακού κράτους» («Απαντα, Λένιν», τ. 33, σελ. 18, 89).

Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις αμφισβητούν τη θέση ότι η εργατική τάξη συγκροτείται ως κυρίαρχη τάξη πρώτα απ' όλα με το Κόμμα της.

Πρόκειται για απόψεις που τείνουν στην άποψη ότι η ταξική συνείδηση αναπτύσσεται αυθόρμητα και ενιαία, ότι ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης ασκείται ενιαία.

Διευκρινίζουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν ασκεί απλά ένα διαφωτιστικό ρόλο, αλλά αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη της ηγετικής τάξης, όχι μόνο στην οργάνωση και νίκη της πολιτικής επανάστασης αλλά και της κοινωνικής. Το ζήτημα, αν το Κόμμα ανταποκρίνεται ή όχι σε αυτό το ρόλο, δεν πρέπει να συγχέεται με την εξ ορισμού αμφισβήτηση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τέταρτον: Αδυναμία ορισμένων τοποθετήσεων είναι ότι ανάγουν όλα τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε προβλήματα κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, αποσπασμένα από τις επιδράσεις που ασκούν στο Κόμμα ξεχωριστά συμφέροντα μικροαστικών δυνάμεων, ακόμη και τμημάτων της εργατικής τάξης. Ετσι, λαθεμένα ανάγουν σε ξεχωριστή κοινωνική δύναμη τα κομματικά και κρατικά στελέχη. Πρόκειται για άποψη υπό την επίδραση της αστικής αντίληψης για τα κόμματα και την πολιτική.

Γ. Για τις οικονομικές νομοτέλειες στο σοσιαλισμό

α) Για τον Κεντρικό Σχεδιασμό

Εκφράστηκε, περιορισμένα, η αμφισβήτηση ότι ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί σοσιαλιστική νομοτέλεια. Υποστηρίχτηκε ότι νομοτέλεια είναι η αναλογική ανάπτυξη, ενώ ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι προϊόν του υποκειμενικού παράγοντα.

Συμφωνούμε με την παρατήρηση ότι δε συνιστά νομοτέλεια το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, το οποίο μπορεί να προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της αναλογικής ανάπτυξης.

H KE στην έννοια του Κεντρικού Σχεδιασμού καταγράφει την αναγκαιότητα της συνειδητής αποτύπωσης νομοτελειακά αναγκαίων κλαδικών αναλογιών για την εξασφάλιση της διευρυνόμενης κοινωνικής ευημερίας. Με αυτήν την έννοια, χαρακτηρίζει τον Κεντρικό Σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση, που εκφράζει τη σχέση ιδιοκτησίας, τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Διευκρινίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Κεντρικό Σχεδιασμό ως νομοτέλεια και το κάθε φορά συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο μπορεί να μην αποτυπώνει τη νομοτέλεια, όπως ιστορικά αποδείχτηκε.

Στην επιτυχημένη προσέγγιση της νομοτέλειας από τον εκάστοτε Κεντρικό Σχεδιασμό συμπυκνώνεται η επιβεβαίωση της πολιτικής από την πράξη, ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα - κράτος - εργατική τάξη) στη στρατηγική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Διευκρινίζουμε ότι ο επιθετικός προσδιορισμός του Σχεδιασμού ως «κεντρικού» εννοείται ως προϋπόθεση και για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της ενεργητικότητας των παρακάτω κρίκων.

β) Για τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις

Πρώτον: Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα «απονεκρωθούν» κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως π.χ. συμβαίνει με το κράτος). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπονοείται και το ξεπέρασμά τους μέσω της ανάπτυξής τους. Διατυπώθηκε και η άποψη ότι το πρόβλημα της σοβιετικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά το 1956, ήταν ο τρόπος στην εξέλιξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων που αλλοίωνε την αναγκαιότητα ύπαρξής τους.

Σε κάθε περίπτωση, δε θεωρούμε σωστές αυτές τις τοποθετήσεις. Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παύουν να υπάρχουν όταν πάψουν να υπάρχουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που τις αναπαράγουν. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα αλλά συνειδητά, μέσω της πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να έχει πολιτική για την εξάλειψη των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας, πολιτική ένταξης της κάθε ατομικής εργασίας σε άμεσα κοινωνική εργασία.

Δεύτερον: Ορισμένες άλλες τοποθετήσεις λαθεμένα θεωρούν ως εμπόρευμα το προϊόν που προέρχεται από τις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και που δεν κατανέμεται σε όλους δωρεάν.

Κατά τον Μαρξ, εμπόρευμα δεν είναι γενικά μια παραγόμενη αξία χρήσης, αλλά αυτή που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή. Τα προϊόντα ατομικής κατανάλωσης δεν κατανέμονται σε όλους δωρεάν, όμως δεν είναι εμπορεύματα, δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή, αλλά σχεδιασμένα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή. H άνιση κατανομή τους γίνεται λόγω της ανεπάρκειας για όλους και της αναγκαστικής για την κοινωνία εργασίας στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Οι Θέσεις αναφέρουν ότι σε αυτό το ζήτημα εκδηλώθηκαν θεωρητικές ανεπάρκειες και αντινομίες και σε περίοδο που η ηγεσία του KKΣE υποστήριζε την κατεύθυνση σχεδιασμένης εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων (θεωρητική συζήτηση του 1951).

γ) Για τη σχέση κατανομής «ανάλογα με την εργασία»

Ορισμένες τοποθετήσεις διαφωνούν με το χρόνο εργασίας ως βασικού κριτηρίου για την κατανομή του μη δωρεάν διανεμόμενου κοινωνικού προϊόντος, που προτάσσουν οι Θέσεις.

O K. Μαρξ θέτει ότι βασικό κριτήριο στο σοσιαλισμό είναι ο χρόνος εργασίας που εκφράζει την ατομική συνεισφορά στη συνολική κοινωνική εργασία. H κοινωνία δίνει πίσω με άλλη μορφή ποσότητα εργασίας που της προσφέρθηκε από τον ατομικό παραγωγό. Οι Θέσεις επαναδιατυπώνουν αυτήν τη θέση. Με βάση αυτήν τη θέση, κρίνουμε ότι η ηγεσία του KKΣE το 1951 δεν είχε ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής.

Το Κείμενο δε διαμορφώνει μισθολογική κλίμακα, ούτε μπορεί, ούτε έχει σκοπό κάτι τέτοιο. Τοποθετείται απορριπτικά στην αξιακή αποτίμηση του αποτελέσματος της εργατικής δύναμης (αναγωγή της σύνθετης σε απλή εργασία) κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Υπενθυμίζουμε ότι η αναγωγή της σύνθετης σε απλή γίνεται μέσω της ανταλλαγής ισοδύναμων αξιών στην εμπορευματική παραγωγή. Στην άμεσα κοινωνική παραγωγή το προϊόν δεν είναι εμπόρευμα.

Διευκρινίζουμε επίσης ότι οι εργασίες που παράγουν αξίες χρήσης δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμες (αν όχι είναι πρόβλημα του σχεδιασμού) και δεν μπορούν να συγκριθούν με βάση την αξιακή προσέγγιση.

Είναι παραποίηση των Θέσεων της KE η άποψη ότι η θέση της για την κατανομή έχει εξισωτικό χαρακτήρα, «πολεμικού κομμουνισμού». Θέτουμε το βασικό κριτήριο αλλά και σύνολο άλλων κριτηρίων (βλέπε Θ. 7, σελ. 9 - 10): Υλικοί όροι της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η κάθε «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Θεωρούμε ότι πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως: εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, διευκόλυνση της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.

Πρόκειται για πολύ σαφή τοποθέτηση που δεν αφήνει κανένα παράθυρο ανοιχτό στην άποψη ότι «θα αμείβεται ο τεμπέλης, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή την προσπάθεια για ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με γνώση, εξειδίκευση κλπ.».

H παρούσα θέση της KE αποτελεί ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», η οποία στη γενική της διατύπωση μπορεί να παρερμηνευτεί.

Δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία που εξαρτάται από το αποτέλεσμα διαφορετικών ειδικών εργασιών. Π.χ. στο κέντρο υγείας ή στο νοσοκομείο η αποτελεσματικότητα εξαρτάται όχι μόνο από την εργασία των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών, των τεχνικών ιατρικών εργασιών, των εργασιών καθαριότητας, σίτισης κλπ., με τάση να μειώνονται οι καθαρά χειρωνακτικές εργασίες με τη μηχανοποίηση, να συνδυάζονται με κίνητρα μείωσης του εργάσιμου χρόνου και πρόσβασης σε επιμορφωτικά προγράμματα, υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού κλπ. Απορρίπτουμε τη χρηματική μορφή των κινήτρων.

Διασαφηνίζουμε ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν ταυτίζεται με την επιστημονική. Διευκρινίζουμε ότι η μισθολογική πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο στη δικτατορία του προλεταριάτου για να αυξηθεί η «ποσότητα και ποιότητα» της εργασίας, καθώς και για να διασφαλιστεί η επαρκής προσφορά ιδιαίτερα εξειδικευμένης εργασίας (σωματική και πνευματική). H σοσιαλιστική εξουσία προσανατολίζεται στην επίλυση των μισθολογικών διαφορών, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών για όλους τους εργαζόμενους και προγραμματίζοντας τη διαμόρφωση των γενικών υλικών όρων, αλλά και ατομικών προϋποθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται η απόδοση της εργασίας. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί την κομμουνιστική συνείδηση στην εργασία.

H ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρητικοποιηθεί οποιαδήποτε πολιτική παρέκκλισης με βάση ειδικές ανάγκες, στο όνομα της διαφορετικής ποιότητας (μεταφέροντας ως νομοτέλεια στο σοσιαλισμό διαφορές στην αμοιβή της διευθυντικής - επιστημονικής εργασίας από αυτήν της εκτελεστικής εργασίας που κληρονομεί από τον καπιταλισμό).

δ) Σχετικά με τον αγροτικό συνεταιρισμό

Εκφράστηκαν ορισμένες αντιρρήσεις στη θέση για την κοινωνικοποίηση της γης, με το σκεπτικό ότι έτσι αποδυναμώνεται η δυναμική της συμμαχίας με τους αγροτοπαραγωγούς και ότι έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα. Θυμίζουμε ότι η συνεταιριστικοποίηση στην ΕΣΣΔ είχε πραγματοποιηθεί στη βάση της εθνικοποιημένης (βλ. κοινωνικοποιημένης γης) με το «Διάταγμα για τη γη» από τις πρώτες κιόλας μέρες της Επανάστασης.

Διευκρινίζουμε τα εξής:

Υποστηρίζουμε ότι ο αγροτοπαραγωγός θα εισέρχεται στον παραγωγικό συνεταιρισμό με τη χρήση του αγροκτήματος που κατέχει.

Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει, αφ' ενός τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, μέσα ή έξω από το συνεταιρισμό, αφ' ετέρου την αλλαγή της χρήσης της γης και την κερδοσκοπία.

H ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή γης. Οι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα απασχολούνται στις κρατικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες.

Αλλωστε, η ελληνική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από τη ρωσική, το πρόβλημά της είναι η χαμηλή παραγωγικότητα στη βάση του μικρού κλήρου και όχι η έλλειψη μηχανοποίησης. Βάση της συμμαχίας της μικρής και φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη είναι αντικειμενικά η συμπίεσή της από τα μονοπώλια.

Επισημαίνουμε ότι η συμμαχία εμπεριέχει το συμβιβασμό αλλά και τη διαπάλη, συμμαχούν δυνάμει κοινά και διαφορετικά συμφέροντα.

H συμμαχία γίνεται μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο της συμμαχίας και κατά την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν έχουν όλες οι κοινωνικές δυνάμεις ισότιμο ρόλο. H εργατική τάξη έχει ηγετική θέση. Αυτή η θέση, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατοχυρώνεται θεσμικά και μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, ζήτημα που δεν μπαίνει σε διαπραγμάτευση ή συμφωνία, αλλά λύνεται μέσω της επαναστατικής δράσης.

Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι η συμμαχία αυτή δεν εκφράζεται και στη συμμετοχή των εκπροσώπων των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων στα όργανα της Λαϊκής Εξουσίας, στην ύπαρξη και λειτουργία μαζικών οργανώσεών τους κλπ.

Είναι, όμως, ουτοπικό να πιστέψουμε ότι οι σύμμαχοι αταλάντευτα θα ακολουθούν τα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ότι δε θα υπάρχει διαπάλη μαζί τους για την υλοποίηση αυτών των βημάτων.

Με συνέπεια δίνουμε και πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας την ανάγκη της συνεταιριστικής παραγωγικής συνένωσης και στήριξής της στον Κεντρικό Σχεδιασμό (υποδομές, πρώτες ύλες, μεταφορές κλπ.).

Δ. Για το εκλογικό δικαίωμα στην αντίληψη του ΚΚΕ

Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι περιορίζει το εκλογικό δικαίωμα των νέων ή των συνταξιούχων η εξής θέση της KE: «Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας».

Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι στην αντίληψη της KE ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος των νέων, των συνταξιούχων, των μη εργαζόμενων γυναικών. Οσον αφορά στους σπουδαστές - φοιτητές θα παίρνουν μέρος μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ είναι ζήτημα περαιτέρω επεξεργασίας πώς θα πραγματοποιείται η συμμετοχή ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους και τις μη εργαζόμενες γυναίκες, π.χ. μέσω μονάδων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών οργανώσεων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συντρόφισσες, σύντροφοι

Αγαπητοί εκπρόσωποι των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων

Σήμερα, αισθανόμαστε περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη φάση της τελευταίας 20ετίας υπερήφανοι, γιατί δε λυγίσαμε όχι μόνο στην πολεμική ενάντια στην πάλη για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, αλλά και στην ψυχολογική πίεση που ασκούσαν εργατικές και λαϊκές δυνάμεις υπό το βάρος της απογοήτευσης και σύγχυσης που έφερε η αντεπανάσταση.

Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι το Κόμμα μας μπορεί να βγει από το Συνέδριό του ιδεολογικά πιο ισχυρό και ενωμένο, ικανό να εμπνεύσει και να συσπειρώσει στην πάλη για το σοσιαλισμό νέες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών.

Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι στα επόμενα χρόνια θα γίνει εμφανής η ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τμήμα του οποίου είναι και το KKE, μια ανασύνταξη στη βάση ανάπτυξης της κομμουνιστικής ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητάς του.

ZHTΩ O ΠPOΛETAPIAKOΣ ΔIEΘNIΣMOΣ

ZHTΩ O ΣOΣIAΛIΣMOΣ - KOMMOYNIΣMOΣ

5 ΦΛΕΒΑΡΗ 2009

H KE TOY KKE

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ - ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ 18ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ

18 - 22 Φλεβάρη 2009

ΠPΩTO ΘEMA

AΠOΛOΓIΣMOΣ AΠO TO 17ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ

KAΘHKONTA TOY KOMMATOΣ ΕΩΣ TO 19ο ΣYNEΔPIO

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Καλωσορίζουμε και ευχαριστούμε θερμά για την παρουσία σας, τους εκπροσώπους Κομμουνιστικών, Εργατικών Κομμάτων και Μετώπων που παρακολουθούν τις εργασίες του 18ου Συνεδρίου. H ιδιαίτερη σημασία του Συνεδρίου βρίσκεται στο γεγονός ότι πραγματοποιείται σε μια περίοδο, όπου τίθενται επί τάπητος, γενικότερα, μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην περιοχή, στην Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι θα συμβάλει, ώστε να ανοίξει μια νέα σελίδα στη δράση και την προοπτική του εργατικού, λαϊκού κινήματος, στη συνεισφορά του Κόμματος στο διεθνές κομμουνιστικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.

Στην προσυνεδριακή διαδικασία, στο πρώτο θέμα, που αφορούσε στον απολογισμό του Κόμματος και τα καθήκοντα έως το 19ο Συνέδριο, πήρε μέρος το 72% των κομματικών μελών. Δικαιολογημένοι απόντες ήταν το 17% και αδικαιολόγητοι το 11%. Οι Θέσεις υπερψηφίστηκαν. Ψήφισε κατά το 0,15% των μελών του Κόμματος και λευκό το 0,30%. Στο δεύτερο θέμα, που αφορούσε στις Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό, πήρε μέρος το 73% των μελών του Κόμματος. Δικαιολογημένοι απόντες ήταν το 17% και αδικαιολόγητοι το 10%. Οι Θέσεις, επίσης, υπερψηφίστηκαν, 0,35% ψήφισαν κατά και 0,61% λευκό.

H προσυνεδριακή δουλειά έδειξε, επίσης, ότι είναι σωστή η διαπίστωση των Θέσεων ότι το Κόμμα σημείωσε πρόοδο στην εκλαΐκευση των θέσεών του για τα μεγάλα προβλήματα, ότι έγινε σημαντική δουλειά για τη διάδοση της πολιτικής του πρότασης για το Μέτωπο, τη Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία. Για την ανάδειξη της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού.

Δεν εξαντλήσαμε τις δυνατότητες, να απλώσουμε μια τέτοια συζήτηση και διάλογο ευρύτερα, στις μάζες των εργατοϋπαλλήλων και των λαϊκών στρωμάτων. Να ανοίξουμε το ζήτημα αυτό και ευρύτερα στο μαζικό κίνημα. Με βάση το Πρόγραμμά μας, έχουμε επεξεργασμένες θέσεις για όλα τα βασικά προβλήματα που αφορούν στην εργατική τάξη, στη λαϊκή οικογένεια, έχουμε διαμορφώσει συγκεκριμένα αιτήματα και στόχους πάλης που ανταποκρίνονται στα οξυμένα λαϊκά προβλήματα. Ολα αυτά βοηθάνε να ανταποκρινόμαστε στην καθημερινή πάλη, αλλά και να εκλαϊκεύεται η στρατηγική μας ευρύτερα. Από «χίλιες μεριές» αναδεικνύονται τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος, οι συνέπειες από τη δράση των μονοπωλίων και την πολιτική τους εξουσία. Οχι μόνο μπορούμε, αλλά και οφείλουμε, να δίνουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις στα ερωτήματα και τις αναζητήσεις, για το αν υπάρχει διέξοδος, αν υπάρχει λύση, προοπτική. Και να ηγηθούμε με μεγαλύτερη ικανότητα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στο ύψος των αναγκών.

H συντριπτική πλειοψηφία των μελών επιβεβαίωσαν τη βασική εκτίμηση των Θέσεων, την εκτίμηση ότι σημειώθηκαν σημαντικά βήματα στη συνολική πορεία του Κόμματος. H συζήτηση που έγινε δείχνει ότι η συμφωνία και με τα δύο κείμενα των Θέσεων έχει ένα στέρεο υπόβαθρο, η ιδεολογικοπολιτική ενότητα του Κόμματος είναι ακόμα πιο ισχυρή και ουσιαστική σήμερα, εδραιωμένη και μέσα από την πείρα, τους αγώνες, την ιδεολογικοπολιτική αναμέτρηση. Στην ισχυροποίηση της ιδεολογικοπολιτικής ενότητας συνέβαλαν σημαντικά, πέρα από τις δραστηριότητες, τις πρωτοβουλίες του Κόμματος, την ανοδική συμμετοχή του στους πολύμορφους σκληρούς αγώνες, και οι πολύμορφες δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του ετήσιου γιορτασμού των 90χρονων από την ίδρυση του Κόμματος, οι σημαντικές εκδηλώσεις που αφιερώθηκαν πανελλαδικά για τα 90χρονα της Μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης, για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, τα 60χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Πρόκειται για εκδηλώσεις που άσκησαν σημαντική διαπαιδαγωγητική επίδραση, εμπλουτίστηκαν με την πείρα και τα διδάγματα της ηρωικής πορείας του Κόμματός μας, με ζητήματα γνώσης της θεωρίας και της πολιτικής. Ανέβηκε σε υψηλότερο σημείο η διεθνιστική στάση και δράση του KKE.

Κατά την προσυνεδριακή διαδικασία κατατέθηκαν σημαντικές κριτικές παρατηρήσεις που αφορούν στην καθοδηγητική δουλειά των Οργάνων. Εχει μεγάλη σημασία να σκύψουμε πάνω στην κριτική που αναπτύχθηκε για την ανάγκη να βοηθηθούν περισσότερο και πιο ουσιαστικά οι KOB, ώστε να αποκτήσουν πιο εύστοχο προσανατολισμό και κυρίως να αποκτήσουν τη μέγιστη δυνατή ικανότητα στην εξειδίκευση και προσαρμογή καθηκόντων στο χώρο ευθύνης τους. Να στηρίζουν μέσα και από τις δικές τους πρωτοβουλίες τις κεντρικές παρεμβάσεις του Κόμματος.

Σήμερα, έχουμε όλοι και όλες επίγνωση ότι οι απαιτήσεις μεγαλώνουν, εξαιτίας και του γεγονότος ότι ήδη έχουν εμφανιστεί τα πρώτα στοιχεία της κρίσης στη χώρα μας. Αυτή θα ξεσπάσει, θα είναι οξυμένη και σχετικά μακρόχρονη. Και εμείς δεν έχουμε παρά μία μόνο επιλογή, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, ώστε το εργατικό κίνημα να βρεθεί σε θέση αντεπίθεσης, η κοινωνική συμμαχία να κάνει βήματα. Να συμβάλουμε, με λίγα λόγια, στην άνοδο και την όξυνση της ταξικής πάλης, στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης σε όσο γίνεται ευρύτερες λαϊκές μάζες. Βασική προϋπόθεση είναι να συμβάλουμε στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος.

Το σύνθημα του 18ου ΣYNEΔPIOY ένα πράγμα εκφράζει: ANTEΠIΘEΣH ΣΕ OΛA TA METΩΠA, ΣTO KINHMA, ΣTH ΔOYΛEIA MAΣ, ΣTON TPOΠO KAΘOΔHΓHΣHΣ. Χρειάζονται αναπροσαρμογές, μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, να ανταποκριθούμε.

Οι αποφάσεις και τα συγκεκριμένα, σε κάθε φάση, καθήκοντα του Κόμματος έχουν γίνει πιο σύνθετα και πολύπλοκα, επομένως καθόλου δεν αρκεί, το αντίθετο, δυσκολεύει, η καθοδήγηση να περιορίζεται στην αναφορά και την περιγραφή των συγκεκριμένων πρακτικών καθηκόντων, χωρίς να έχει γίνει συγκεκριμένη επεξεργασία, ώστε αυτά να εντάσσονται και να συμβάλλουν στη γενικότερη δουλειά του Κόμματος, στο ενιαίο πρόγραμμα δράσης.

Το ζήτημα αυτό εκδηλώνεται σχετικά πιο οξυμένο στο επίπεδο των KOB. Ομως, δεν εκπορεύεται από τις KOB, ούτε αφορά αποκλειστικά στα Οργανα που έχουν την άμεση επαφή με τις Κομματικές Οργανώσεις Βάσης. Αντανακλά ελλείψεις και αδυναμίες που καταμερίζονται σε κάθε κρίκο της δουλειάς, ξεκινώντας, βεβαίως, από την ίδια την KE. Στις Θέσεις αναφέρονται συγκεκριμένα οι αδυναμίες αυτές, οι κατευθύνσεις για την αντιμετώπισή τους, οι ευθύνες της νέας KE και των Τμημάτων, ο ρόλος των στελεχών στην καθοδήγηση των Οργανώσεων, αλλά και στη δράση στις μάζες, στο μαζικό κίνημα.

Κατά την προσυνεδριακή δουλειά φάνηκε ότι πρέπει να στρέψουμε πιο αποφασιστικά την προσοχή μας να γίνεται απ' όλο το Κόμμα έως την κάθε KOB συστηματική προσπάθεια να βγαίνουν συμπεράσματα και διδάγματα από το πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη, γενικότερα στο μαζικό κίνημα, στις μαζικές οργανώσεις. Μια πείρα αναδείχτηκε, όμως δεν αρκεί η περιγραφή των προβλημάτων ή των δυνατοτήτων που εμφανίζονται, πρέπει να βοηθήσουμε, ξεκινώντας από την KE, να βγαίνει όσο γίνεται πιο βαθιά πείρα, να ελέγχουμε πιο απαιτητικά πώς επιλύουμε προβλήματα, πώς αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, πώς χειριζόμαστε σύνθετα ζητήματα. H διαδικασία μελέτης και εξαγωγής ολοκληρωμένης πείρας είναι αποφασιστικό εργαλείο για τη βελτίωση της δράσης και της αποτελεσματικότητάς μας. Οσο πιο βαθιά εξετάζουμε τη δουλειά μας, τόσο πιο ουσιαστική θα είναι η γενίκευση των συμπερασμάτων και πιο πλούσια και ολοκληρωμένη η παραπέρα επεξεργασία των κατευθύνσεων.

H ευθύνη ξεκινά από την ίδια την KE, που πρέπει να οργανώνει συστηματικά τη μελέτη των εξελίξεων κατά κλάδο και τομέα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ένταση της πάλης. Να οργανώνει πανελλαδικές συσκέψεις κατά κλάδο και στη συνέχεια την ευθύνη έχουν οι Επιτροπές Περιοχών και Πόλεων και οι Νομαρχιακές. Αυτός ο κρίκος πρέπει να διασφαλίζει την ενιαία κατά κλάδο καθοδήγηση όλων των δυνάμεων τόσο σε αυτοτελή πολιτική δράση, όσο και στη δράση στο μαζικό κίνημα, σε όλους τους τοπικούς φορείς, χωρίς, βεβαίως, να παραβιάζεται η αυτοτέλειά τους και η ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας τους. Στις σημερινές συνθήκες που η μεγάλη πλειοψηφία των προβλημάτων εξαρτάται από τη γενική πολιτική, δε νοείται να υπάρχει προοδευτική, ριζοσπαστική δράση, κλεισμένη σε τοπικό ή στενά κλαδικό πρόβλημα. Κάθε αντικείμενο δράσης έχει το δικό του δεσμό με το γενικό πολιτικό πρόβλημα.

Το πρόβλημα, πάντως, αυτό αφορά πριν απ' όλα στη δουλειά γενικά των στελεχών. Είμαστε υποχρεωμένοι όλοι και όλες να κάνουμε αναπροσαρμογές στη δουλειά μας, ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες.

Και από την προσυνεδριακή δουλειά φάνηκε ότι τώρα είμαστε πιο ώριμοι, έμπειροι και ικανοί να ανοίξουμε τα φτερά μας πιο πλατιά στο λαό, χωρίς δισταγμό και αναστολή, έτσι που να ξεπερνιούνται τα αδιέξοδα που γεννά αντικειμενικά η αποσπασματικότητα. Να δίνονται απαντήσεις στα ερωτήματα που μπαίνουν τι είναι σήμερα ρεαλιστικό και εφικτό.

Δικαιώθηκε, επίσης, η επιλογή να συζητηθούν και τα δύο μεγάλα θέματα στο 18ο Συνέδριο: Η δράση του Κόμματος και οι Θέσεις για το σοσιαλισμό. H προσυνεδριακή συζήτηση ανέδειξε την ενότητα και το ενιαίο των δύο αυτών ζητημάτων, που με γλαφυρό τρόπο συνοψίζεται στο σύνθημα ANTEΠIΘEΣH και στην ανάγκη να δοθούν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα - ζητήματα που γέννησε η νίκη της αντεπανάστασης.

Υπήρξαν τα ερωτήματα ή και αμφιβολίες, αν σήμερα, που οξύνονται όλο και πιο έντονα τα λαϊκά προβλήματα, είναι ωφέλιμο ένα κοίταγμα της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και τα ερωτήματα, αν σήμερα ένα κόμμα, μόνο του, μπορεί να δώσει σε βάθος απαντήσεις.

Αν πριν από το Συνέδριο ήμασταν βέβαιοι ότι δεν πρέπει να χάνεται χρόνος στην εξαγωγή των συμπερασμάτων, σήμερα είμαστε δύο φορές πεισμένοι ότι δεν μπορεί να αναβάλλεται η συζήτηση στο άπειρο, στο αόριστο μέλλον, τώρα μάλιστα που η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού είναι ακόμα πιο αδήριτη, επιτακτική.

Είναι αδύνατον ένα κομμουνιστικό κόμμα να δρα σήμερα με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, να έχει επιστημονικά επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική, να δίνει απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα, βάζοντας στο ράφι τη θετική και αρνητική πείρα της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης. Οσοι εγκατέλειψαν αυτόν το δρόμο, πριν τη νίκη της αντεπανάστασης και μετά, στο όνομα της ανανέωσης, οδηγήθηκαν τελικά στην υποβάθμιση έως και άρνηση της πάλης για το σοσιαλισμό. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που επιτείνεται η σύγχυση για τις αιτίες που οδήγησαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση, σε μια περίοδο φορτισμένη από απογοήτευση και μειωμένες ελπίδες και ερωτήματα αν υπάρχει πραγματική διέξοδος. O σοσιαλισμός δεν είναι ένα όραμα, είναι στόχος προς κατάκτηση, όταν, βεβαίως, δημιουργηθούν οι γνωστές προϋποθέσεις. Μια από τις προϋποθέσεις είναι η προετοιμασία μέσα από την καθημερινή πάλη, αλλά και η ιδεολογικοπολιτική ετοιμότητα του υποκειμενικού παράγοντα. Ετοιμότητα, η οποία, δίχως εξαγωγή πείρας από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, δεν μπορεί να υπάρξει. Από τη στιγμή που στο Πρόγραμμά μας υπογραμμίζουμε ότι ο αντιμονοπωλιακός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, πίσω από τον οποίο υπάρχει η ενσωμάτωση, είναι ακόμα περισσότερο ενταγμένος στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, είναι σήμερα πολύ περισσότερο αντικαπιταλιστικός. Δεν υπάρχει άλλη ριζική αλλαγή εκτός από το σοσιαλισμό. Αρα, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να παρεμβάλλουμε σινικά τείχη ανάμεσα στο σοσιαλισμό και την πάλη για τη συσπείρωση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, που αποτελεί και την πρόταση συμμαχίας του Κόμματος.

H πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με τη θετική πείρα, αλλά και τα αρνητικά που εμφάνισε, επιβεβαίωσε τη μεγάλη σημασία που έχει η σωστά επεξεργασμένη στρατηγική του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή του Κόμματος, που αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη της εργατικής εξουσίας.

Στο κείμενο των Θέσεων, που βεβαίως αποτελεί συνέχεια του κειμένου της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995 με τους προβληματισμούς για τις αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης, κρίνεται ο υποκειμενικός παράγοντας, γενικότερα η σοσιαλιστική εργατική εξουσία τι λύσεις έδινε σε κάθε φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μπροστά σε νέα και έως ένα βαθμό πρωτόγνωρα προβλήματα που έμπαιναν για πρακτική λύση, παίρνοντας υπόψη ότι η σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία έχει μοναδικό σκοπό τη συνεχή ικανοποίηση των διευρυνόμενων ανθρώπινων αναγκών. Παίρνονται υπόψη οι συγκεκριμένες εσωτερικές, καθώς και οι διεθνείς συνθήκες, συνθήκες στις οποίες κυριαρχούσε ο ιμπεριαλισμός. Οπως, επίσης, παίρνεται υπόψη η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Ορισμένοι σύντροφοι και φίλοι αντικρίζουν την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποσπώντας την οικονομία από την πολιτική, έτσι είτε απολυτοποιούν τον υποκειμενικό παράγοντα, είτε τον υποτιμούν και, μάλιστα, σε συνθήκες σοσιαλιστικής εξουσίας.

Στο δεύτερο μέρος των εργασιών, θα δοθεί η δυνατότητα πιο αναλυτικής εξέτασης των προτάσεων και παρατηρήσεων που έγιναν για το κείμενο του σοσιαλισμού, θα αναδειχτούν σημεία που απαιτούν βελτίωση, ώστε να καταλήξουμε σε ένα κείμενο όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένο, να δώσουμε συνέχεια αμέσως μετά το 18ο Συνέδριο.

ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΝΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

Το πρώτο γεγονός είναι το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, που αγκάλιασε συγχρονισμένα τις HΠA, την EE, την Ιαπωνία, είχε και θα έχει επιπτώσεις στην Κίνα, στη Ρωσία, σε άλλες χώρες που είχαν τα τελευταία χρόνια αναπτύξει γοργούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης. H απειλή είναι προ των θυρών και στην Ελλάδα, σε σύνδεση με την πορεία της κρίσης σε βαλκανικά κράτη και γενικά στη NA Ευρώπη, ενώ επισημαίνεται ότι θα είναι βαθιά και σχετικά μακρόχρονη. O χαρακτήρας της κρίσης, τα αίτια που την προκαλούν, άρα και η στάση του εργατικού, του γενικότερου λαϊκού κινήματος, είναι ζήτημα όχι απλά σημαντικό, αλλά αρχής. Οι προτροπές που ακούγονται από τις κυβερνήσεις και γενικά τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και από τους φορείς της καπιταλιστικής εργοδοσίας, ότι πρέπει να εξασφαλιστεί σύμπνοια και συναίνεση ώστε «όλοι μαζί» να αντιμετωπίσουμε την κρίση, είναι απολύτως ψεύτικες, παραπλανητικές και ιδιαίτερα επικίνδυνες. Γιατί αποβλέπουν στον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, του κινήματος των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, είναι κάλεσμα για νέες θυσίες, για υποταγή.

Τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και το ΠAΣOK, με διαφορετικές φράσεις και συνθήματα, λένε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η μέγιστη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, όλων των «παραγωγικών δυνάμεων», ώστε η κρίση να περάσει όσο γίνεται πιο ομαλά. Την ίδια ώρα, οι επιλογές και οι προτάσεις τους έχουν δύο βασικά αλληλοσυνδεόμενα χαρακτηριστικά: Μέτρα για την εξασφάλιση όσο γίνεται της πορείας της κερδοφορίας και μέτρα - «ασπιρίνες» για την ακραία φτώχεια. Παίζουν με τα επιτόκια και τους ανατοκισμούς, ώστε να διατηρηθεί η εξάρτηση εργαζομένων από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.

H ΝΔ ως κυβέρνηση, που σημαίνει ότι δεν έχει την ευχέρεια της αστικής αντιπολίτευσης, παραμένει σταθερή στην προώθηση των αντεργατικών σχέσεων που η EE έχει εκπονήσει με αφετηρία σήμερα το σχέδιο Σέρκας, με το διαχωρισμό του εργάσιμου χρόνου σε «ενεργό» και «μη ενεργό», το χτύπημα του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας που θα οδηγήσει και στην κατάργηση των υπερωριών, θα κάνει ακόμα πιο φθηνή την τιμή της εργατικής δύναμης. H ΝΔ δίνει έμφαση στις επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, προκειμένου να συγκεράσει τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαιτίας του διογκωμένου δημόσιου χρέους και να προωθήσει, εν μέσω της κρίσης, την απελευθέρωση των αγορών και με κάποιες ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του κεφαλαίου για προχώρημα των παραπέρα ανατροπών στην αγορά της εργατικής δύναμης.

Το ΠAΣOK, αλλά και από την ιδιαίτερη πλευρά που βλέπουν τα πράγματα οι ΣYPIZA και ΛΑ.O.Σ. ασκούν αντιπολίτευση που δε βγαίνει έξω από τη λογική της διαχείρισης της κρίσης, με το βλέμμα στραμμένο στις εθνικές εκλογές.

Οι κρίσεις δεν μπορεί να ξεπεραστούν οριστικά με διαχειριστικά μέσα του τύπου μείωση των επιτοκίων, διευθέτηση ώστε ορισμένα δάνεια, να πληρωθούν σε μακρότερο χρονικό διάστημα, ή επανακρατικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων ή ακόμα και περισσότερων, όπως τραπεζών ή πρώην ΔEKO, με τη λογική της βαθμιαίας ανακατανομής με κρατική παρέμβαση στον έλεγχο των τιμών, με παροχές στην ακραία φτώχεια, με επιδόματα και ταμεία αλληλεγγύης. Και αυτού του τύπου η διαχείριση θα οξύνει προβλήματα, όπως τη λαϊκή φορολόγηση άμεσα ή μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσει στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Πολύ περισσότερο, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα η θέση για ένταση του κρατικού ελέγχου στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, με δεδομένη την απελευθέρωση αγοράς, τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την όξυνση του ανταγωνισμού.

Το Κόμμα μας από την πρώτη στιγμή υπογράμμισε ότι η οικονομική κρίση, την οποία αρχικά εμφάνιζαν κυρίως ως πιστωτική, που, όπως ισχυρίζονται, στη συνέχεια επεκτάθηκε σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής, είναι κρίση που οφείλεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Οι υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος, οι ρεφορμιστές και οπορτουνιστές ρίχνουν τις ευθύνες στη διαχείριση που επέλεξαν φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προκειμένου να αθωώσουν το καπιταλιστικό σύστημα, να εμφανίσουν το πρόβλημα της κρίσης ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής επιλογής του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος, ή σε παρέκκλιση από το δήθεν υγιές καπιταλιστικό σύστημα. Εξ ου και έγινε προκλητική κατάχρηση των όρων «καζινοκαπιταλισμός», «ακραία ελεύθερη αγορά», κ.λπ. Επιδιώκουν σταθερά να κρύψουν ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες γιατί στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η αναρχία, η ανισομετρία στην ανάπτυξη των κλάδων και τομέων, η υπόσκαψη της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων, το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας. Το ζήτημα δεν είναι, βέβαια, μόνο θεωρητικό, μέσα από την παραποίηση του χαρακτήρα της κρίσης, επιδιώκεται να συρθεί ο εργαζόμενος λαός στην αποδοχή των διαχειριστικών μέτρων που προτείνονται. Ρίχνουν βάρος να εξασφαλίσουν τη συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων.

H κρίση ανέδειξε ακόμα πιο γλαφυρά τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Απομυθοποίησε την αστική προπαγάνδα περί της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης και των περιφερειακών ενώσεων, μια σειρά ιδεολογήματα που είχαν διαδοθεί ότι είναι δυνατόν όλες οι χώρες από κοινού να αντιμετωπίζουν τους κοινούς κινδύνους. Επίσης απομυθοποίησε την προπαγάνδα ότι η διαδικασία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης διασφαλίζει την παγκόσμια, τάχα, ασφάλεια και σύμπνοια, γι' αυτό και έχει σημασία να μην πηγαίνουν οι λαοί κόντρα, οι χώρες να μη διανοηθούν καν κάποια παρέκκλιση από τις επιλογές της.

Οι νεοκεϋνσιανές συνταγές υποστηρίζουν περισσότερη άμεση κρατική συμμετοχή σε κάποιες τράπεζες ή παραγωγικές επιχειρήσεις, αλλά με προσωρινό χρονικό ορίζοντα 2-3 χρόνων, όσο να ξεπεραστεί η ύφεση και, το κυριότερο, χωρίς επαναφορά των δημοσιοϋπαλληλικών εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν πριν την ιδιωτικοποίηση.

Οι όποιες προτάσεις υποστηρίζονται από τη ΝΔ, αλλά και τα άλλα κόμματα του ευρωμονόδρομου, όπως και οι ανάλογες στα πλαίσια της EE, δεν πρόκειται να οδηγήσουν στην άνοδο της τιμής της εργατικής δύναμης, όπως συνέβη στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη.
Τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, βλέποντας το συγχρονισμένο χαρακτήρα της κρίσης, τη διάρκεια και το βάθος της, κάνουν κοινές προσπάθειες να αναζητηθούν λύσεις από τις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Γι' αυτό διευρύνθηκε το G7 σε G20. Την ίδια ώρα, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν όσο γίνεται περισσότερο τις λιγότερο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες. Ανάλογες προσπάθειες καταβλήθηκαν και καταβάλλονται στα πλαίσια της EE. Ωστόσο και εδώ φαίνεται πολύ καθαρά το αναπόφευκτο των ενδοϊμπεριαλιστικών διαφορών και ανταγωνισμών. Ενώ συμφωνούν στα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, επιλέγουν το δικό τους δρόμο σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών. Για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνεται πόσο αντιδραστική είναι η θέση που υιοθετούν οι οπορτουνιστές στη χώρα μας και στην Ευρώπη για την ανάγκη η Ευρώπη να συνενωθεί ομοσπονδιακά σε βάθος, για ενιαία πολιτική. Το θέμα δεν είναι αν η πολιτική είναι ενιαία, αλλά ο ταξικός της χαρακτήρας.

Ακόμα και αν κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης και την ανάγκη περιορισμού αρνητικών αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα όταν είναι κοντά οι εκλογές, γίνουν κάποιες παραχωρήσεις, αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πολύ γρήγορα εξανεμίζονται. O νέος κύκλος της κρίσης θα ξεσπάσει, θα είναι χειρότερος, όπως και ο σημερινός είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Αυξάνονται, επίσης, οι κίνδυνοι ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιθέσεων, ανάφλεξης νέων εστιών.

Σε συνθήκες κρίσης, συνυπάρχουν και οι δύο πιθανότητες, το εργατικό κίνημα να αποκτήσει δύναμη και δυναμική, σε συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, να πυροδοτήσει ριζοσπαστικές διεργασίες και ανακατατάξεις, αλλά και να βρεθεί στη γωνία, αφοπλισμένο να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, να εμφανίσει στασιμότητα και υποχώρηση. Σήμερα ακριβώς αποκτά κρίσιμη σημασία η ένταση των προσπαθειών του Κόμματος για να δυναμώσει η κομματική οικοδόμηση στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους, η ικανότητα να επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων γύρω από αντιμονοπωλιακούς αντιιμπεριαλιστικούς στόχους.

Γίνεται ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη να εκλαϊκευτεί και να κερδίσει έδαφος η συνολική πρόταση του Κόμματος, η σημασία της κοινωνικοποίησης, της συνεταιριστικοποίησης, του πανεθνικού σχεδιασμού, του εργατικού ελέγχου. Υψώνονται μπροστά μας νέες απαιτήσεις του ιδεολογικού αγώνα, της πάλης των ιδεών μέσα στις γραμμές του κινήματος, της ανάγκης να αδυνατίσουν οι αστικές αντιλήψεις και τα αστικά ιδεολογήματα, να δεχτούν ιδεολογικό και πολιτικό χτύπημα οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που εμποδίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση, την ταξική ενότητα, την κοινωνική συμμαχία, τη διαμόρφωση ενός ενιαίου κοινωνικοπολιτικού μετώπου που οργανώνει την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, υπέρ της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας.

Το δεύτερο γεγονός αφορά στο ξέσπασμα της νεολαιίστικης, και γενικότερα της λαϊκής οργής, με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία του μαθητή στα Εξάρχεια. Νεανικές μάζες, ιδιαίτερα μαθητικές, αλλά και φοιτητικές, σπουδαστικές, ξαναγέμισαν τους δρόμους των περισσότερων πόλεων της χώρας, με συνθήματα κατά της κρατικής βίας, αλλά και υπέρ της δημόσιας δωρεάν Παιδείας. Μαζί τους βάδισαν χέρι - χέρι τα σωματεία με ταξικό προσανατολισμό, κάνοντας ένα σοβαρό βήμα στην κοινή δράση του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος.

Το δίδαγμα που βγαίνει από αυτές τις μεγάλες κινητοποιήσεις που ευαισθητοποίησαν μεγάλα τμήματα του λαού, των οποίων η απήχηση πέρασε τα σύνορα της χώρας, είναι ότι: Ενα γεγονός, μια σπίθα μπορεί να οδηγήσει στο φούντωμα του κινήματος, σε συνθήκες που υπάρχει το βασικό υπόβαθρο, η αγανάκτηση από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, η διάψευση ελπίδων ότι είναι δυνατόν, στα πλαίσια του συστήματος, να δοθούν ριζικές λύσεις για το λαό, ιδιαίτερα για τη νεολαία που είναι ο στόχος των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της μερικής απασχόλησης, της κρατικής βίας, της χειραγώγησης. Δεν ήταν ένα απλό ξέσπασμα, βγήκε στην επιφάνεια η διάθεση για γενικότερο αγώνα, για το μέλλον της νέας γενιάς, για τα δικαιώματά της.

Ορισμένοι αποκάλεσαν το ξέσπασμα της νεανικής οργής λαϊκή εξέγερση, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση ένα μέρος του αστικού Τύπου που προσανατολίζεται στη σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο ΣYN/ΣYPIZA αναγόρευσε το κίνημα σε νεανική εξέγερση. Το ΠAΣOK κράτησε αποστάσεις, συγκέντρωσε την προσοχή του στην εκλογική αξιοποίηση των αγώνων και στην ανάγκη να διαδεχτεί τη ΝΔ στο κυβερνητικό πηδάλιο.

Εγινε προσπάθεια να σημαδευτούν οι νεανικές κινητοποιήσεις από την προσπάθεια επανεμφάνισης ενός συγκροτημένου και «εκπαιδευμένου» αυτοαποκαλούμενου «αντιεξουσιαστικού» κινήματος, με κοινό χαρακτηριστικό την κουκούλα και κυρίως την τυφλή βία, με τη χρησιμοποίηση μολότοφ και άλλου σχετικού εξοπλισμού, που χρησιμοποιήθηκε για τις καταστροφές βιτρινών, τραπεζών, καταστημάτων, δημόσιων κτιρίων κ.λπ., με το πλιάτσικο. Το βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν η απουσία πολιτικών συνθημάτων και αιτημάτων, στόχων, πλαισίου. Αυτοαναγορεύτηκαν σε εκδικητές για τον άδικο θάνατο του μαθητή, οπαδοί της πάλης, γενικά, κατά της εξουσίας, κατά κάθε μορφής οργάνωσης και καθοδήγησης.

H ΝΔ προσπάθησε να αξιοποιήσει την τυφλή βία για να συκοφαντήσει το λαϊκό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα, να ερεθίσει τα πιο αντιδραστικά και συντηρητικά αντανακλαστικά, να δικαιολογήσει την κρατική βία, που τελικά στράφηκε γενικότερα κατά των διαδηλωτών. Εθεσε για πρώτη φορά σε εφαρμογή το νόμο του ΠAΣOK που κινείται στη λογική του «ευρωτρομονόμου». Ανοίγεται ο δρόμος για να αξιοποιηθεί όλο το αντιδραστικό νομικό οπλοστάσιο, που έως σήμερα δεν έχει δρομολογήσει κάτω και από την πίεση του κινήματος. Αντλησε επιχειρήματα, προκειμένου να προωθήσει έναν πάγιο και διαχρονικό στόχο να δοθεί το «πράσινο φως» για την είσοδο των MAT στα πανεπιστήμια, καταστρατηγώντας κάθε έννοια ασύλου που καθιερώθηκε μετά τα γνωστά ηρωικά γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις συνθήκες της δικτατορίας.

Το ΠAΣOK παρουσιάστηκε με δύο προσωπεία, χωρίς όμως να μπορέσει να κρύψει την επιφύλαξή του για αγωνιστικές μορφές πάλης, όπως είναι οι καταλήψεις, οι διαδηλώσεις, η πολιτικοποίηση των αγώνων σε βάρος της πολιτικής και των δύο κομμάτων εξουσίας. Από τη μια μεριά, καταδίκαζε τον αυταρχισμό της κυβέρνησης, τις κατασταλτικές δραστηριότητες των Σωμάτων Ασφαλείας, και, από την άλλη, κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι μένει αδρανής μπροστά σε φαινόμενα καταστροφών που προέβαιναν οι κουκουλοφόροι, την κατηγορούσε ως αδρανή έναντι της καταστροφής περιουσιών.

O ΣYN/ΣYPIZA ξεπέρασε κάθε όριο καιροσκοπισμού και αντικομμουνισμού, αξιοποιώντας ηγετικά στελέχη του οπορτουνισμού που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια να μεταλλάξουν το KKE με τη διάσπαση του 1968. Σε αντίθεση με το παρελθόν όταν κατηγορούσε το KKE για «επαναστατική γυμναστική», γιατί υποστήριζε επανειλημμένα πολιτικοποιημένα αιτήματα και ανεβασμένες μορφές πάλης, γιατί ακόμα τόλμησε να αντισταθεί στην απαγόρευση πορείας στην αμερικάνικη πρεσβεία κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Κλίντον στην Ελλάδα, προχώρησε σε ανοιχτή υποστήριξη της δράσης των κουκουλοφόρων, αναγορεύοντας, μάλιστα, σε σύγχρονα όπλα της νεανικής εξέγερσης την πέτρα και την κουκούλα. H επιλογή του να αναγορευτεί σε βασική δύναμη διαμόρφωσης ενός αναρχοαυτόνομου πόλου με τη σύμπραξή του με εξωκοινοβουλευτικές αριστερίστικες αντιΚΚΕ ομάδες συμπίπτει με τους ανάλογους σχεδιασμούς των αστικών πολιτικών δυνάμεων που επιθυμούν ένα ανάχωμα προς τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών και πιο ειδικά απέναντι στο KKE και την KNE, ένα άλλοθι για την κρατική καταστολή.

O ΣYN/ΣYPIZA και οι σύμμαχοί του απέτυχαν να μεταφέρουν την κουκούλα στις μαθητικές κινητοποιήσεις.

O ΛΑ.O.Σ. έδειξε την απέχθειά του στη μαζική λαϊκή δράση, στις αγωνιστικές μορφές πάλης, αναδείχτηκε σε απολογητή της αστυνομικής βίας.

Τι, αλήθεια, συνέβη για ένα δεκαπενθήμερο μετά το θάνατο του μαθητή και ακόμα την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του άλλου μαθητή - συνδικαλιστή από το Περιστέρι;

Συνέβη αυτό που πριν από λίγο υπογραμμίσαμε: Ενα φούντωμα της λαϊκής δράσης και δυσαρέσκειας που πήρε τη μορφή μαζικών νεανικών κινητοποιήσεων, που άγγιξαν την ψυχή, την καρδιά και το νου χιλιάδων εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους στήριξαν τους νεανικούς αγώνες και συστρατεύτηκαν. Σχετικά απότομο ξέσπασμα ναι, αλλά λαϊκή εξέγερση όχι. Αλλωστε, είναι πασίγνωστο από την εποχή της εξέγερσης του Σπάρτακου και γενικότερα της εξέγερσης των δούλων, από την εποχή των εργατικών, λαϊκών εξεγέρσεων, που συνέβησαν το 17ο, 18ο, 19ο και 20ό αιώνα, ότι στις λαϊκές εξεγέρσεις υπήρχαν και υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η οργάνωση, η ανάδειξη πολιτικών στόχων, η μαζικότητα, ο ηρωισμός, η αφοβία μπροστά στη βία, η αυτοθυσία. Τίποτε από αυτά δε χαρακτήριζε τη δράση των κουκουλοφόρων, κυρίως των ηγετών και του βασικού πυρήνα που διαμορφώθηκε σχεδιασμένα και πολύ οργανωμένα.

O αυθορμητισμός στη νεολαία μπορεί να εκδηλωθεί πολύμορφα, σε μια περίοδο, μάλιστα, που οι νέοι βιώνουν τα προβλήματα της οικογένειας και του περίγυρου, νιώθουν μεγάλη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το αύριο ή γνωρίζουν ότι το αύριο θα είναι οδυνηρό γι' αυτούς. Ομως, το λεγόμενο αντιεξουσιαστικό κίνημα δεν έχει καμία σχέση ούτε με το αυθόρμητο, ούτε με τον αυθορμητισμό. Είναι ένα εργαλείο που λειτουργεί σε βάρος του κινήματος, κάθε άλλο παρά αντιεξουσιαστικό, αφού για να φτάσει στις ενέργειες που έφτασε αποδείχνει ότι έχει καθοδήγηση, ότι έχει αυστηρή οργάνωση, πειθαρχία. Και κάτι παραπάνω, ο βασικός πυρήνας είναι διαπλεκόμενος με τον κρατικό μηχανισμό, με υπηρεσίες, αφού εδώ και χρόνια δρα ανενόχλητος, μπαίνει και βγαίνει στα AEI, φτιάχνει γιάφκες και παραμένει γνωστός - άγνωστος. H δράση των κουκουλοφόρων και γενικότερα το αναρχοαυτόνομο συνονθύλευμα αντιλήψεων και πρακτικών, που ο ΣYN/ΣYPIZA ήθελε να περάσει ως το νέο στοιχείο των εξελίξεων, δεν επηρέασε τις ευρύτερες μάζες της νεολαίας.

O πυρήνας των λεγόμενων αντιεξουσιαστών καταβάλλει προσπάθειες, ώστε να επεκτείνει τη δράση του στο εργατικό κίνημα, ανάμεσα στις νέες ηλικίες που δουλεύουν με τις ελαστικές και εντελώς ανασφαλείς εργασιακές σχέσεις, με μισθούς - ψίχουλα, νέους εργαζόμενους που δικαιολογημένα νιώθουν περίσσια οργή και αγανάκτηση, ενώ δεν έχουν, όπως είναι φυσικό, ταξική πείρα.

Το Κόμμα μας από την πρώτη στιγμή, όπως είναι γνωστό, διαχώρισε το νεολαιίστικο ποτάμι διαμαρτυρίας από τη δράση των λεγόμενων αντιεξουσιαστών. Οι ευθύνες του Κόμματος και της KNE μεγαλώνουν. Χρειάζεται πιο εντατική προσπάθεια κατά της κρατικής βίας και καταστολής, της εργοδοτικής βίας και των εκβιασμών, κατά του πλέγματος των τρομονόμων τόσο της ΝΔ, όσο και του ΠAΣOK. H δική μας ευθύνη είναι να δυναμώσει η ιδεολογικοπολιτική δουλειά στις νέες ηλικίες και η οργάνωση της πάλης για τα δικαιώματά τους, για την προσέλκυσή τους στη δράση για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (ΑΑΔΜ), στο δρόμο της αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Πρόσφατα είχαμε τη μεγάλη και δυναμική κινητοποίηση των μικρομεσαίων αγροτών με πολλά μπλόκα και αποκλεισμούς όχι μόνο εθνικών δρόμων, αλλά και δευτερευόντων. Οι κινητοποιήσεις έχουν ορισμένα νέα στοιχεία, σε σχέση με τις προηγούμενες, στο τέλος της 10ετίας του '90. Ενα από τα στοιχεία ήταν η μαζική συμμετοχή νέων σε ηλικία αγροτών που νιώθουν ότι, λόγω της KAΠ που εφαρμόζεται χρόνια στην Ελλάδα από τη ΝΔ και το ΠAΣOK, αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Ταυτόχρονα, υπάρχει και μια νέα «κατηγορία» αγροτών που μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι επειδή δεν μπορούν να ζήσουν από το πενιχρό ετήσιο αγροτικό εισόδημα καταφεύγουν σε μια δεύτερη συμπληρωματική δουλειά κυρίως στα κοντινά αστικά κέντρα, είναι δηλαδή αγροτοεργάτες. Οι τελευταίοι αποτελούν τα πιο φτωχά αγροτικά τμήματα, τα οποία μπορεί να μην είχαν συμμετοχή στα μπλόκα, λόγω της ετεροαπασχόλησης, αποτελούν όμως για μας δυναμικό τμήμα για ειδική δουλειά που μπορεί να συμβάλει και στην ενίσχυση του προσανατολισμού του αγροτικού κινήματος, αλλά και στη δράση τους στις γραμμές του εργατικού. H διαφορά στόχων - αιτημάτων από μπλόκο σε μπλόκο δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στα Οργανα του κινήματος και των Επιτροπών Αγώνα, αλλά και σε συνδυασμό με τη διαστρωμάτωση της αγροτιάς. Οι ιδιοκτήτες μεγαλύτερης ιδιοκτησίας μπορεί να νιώσουν μια ανακούφιση από τις καλύτερες τιμές, πράγμα, όμως, που δεν προσφέρει καμιά προοπτική στους πολύ μικρούς ιδιοκτήτες. Ταυτόχρονα, και αυτοί αισθάνονται την αγωνία των συνεπειών από τη γενική τάση συγκέντρωσης της γης και της παραγωγής σε λίγα χέρια, από την πίεση των εμποροβιομηχάνων και, τελικά, από την αβεβαιότητα του αύριο. Εκτιμάμε ότι αμέσως μετά το Συνέδριο τα καθοδηγητικά όργανα που είχαν μια πιο άμεση και ζωντανή επαφή με τις κινητοποιήσεις, και τελικά η νέα KE, πρέπει να μελετήσουν τα συμπεράσματα, τις νέες τάσεις, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στη δουλειά μας.

Ενα τέταρτο ζήτημα, που απασχόλησε μετά τη δημοσίευση των Θέσεων της KE, ήταν η βάρβαρη επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα. Ξαναζήσαμε στην Ελλάδα την πανελλήνια συγκίνηση και αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Το Κόμμα μας πρωτοστάτησε σε πολύμορφες κινητοποιήσεις, με την άμεση αυτοτελή παρέμβασή του, αλλά και με τη στήριξη μαζικών πρωτοβουλιών και κινητοποιήσεων που αναπτύχθηκαν από εκατοντάδες μαζικές οργανώσεις, και μάλιστα σε τοπικό επίπεδο. Προτείναμε στάσεις εργασίας και απεργία συμπαράστασης, ζήτημα, δυστυχώς, που δεν έγινε δεκτό από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Εκτιμάμε πολύ θετικά την πρωτοβουλία των ομοσπονδιών που ανήκουν στο ΠAME να οργανώσουν απεργιακό αγώνα που έδωσε τη δυνατότητα να πολλαπλασιαστούν οι εκδηλώσεις και συζητήσεις. Το Κόμμα μας εκτιμά ότι δεν πρέπει να υπάρξει αποπροσανατολισμός στο ποια πρέπει να είναι η πραγματική συμπαράσταση και αλληλεγγύη. Τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΠAΣOK, αλλά και μαζικές οργανώσεις, που η πλειοψηφία τους είναι στην καθοδήγηση των δύο κομμάτων, προσπάθησαν να περιορίσουν το ζήτημα στην ανθρωπιστική βοήθεια, συγκαλύπτοντας την επικίνδυνη πολιτική των ίσων αποστάσεων, την επιλογή να βάλουν σε ίση μοίρα ευθυνών τον θύτη και το θύμα.

Οφείλουμε να μη σταματήσουμε την αλληλεγγύη μας στον παλαιστινιακό λαό, προτάσσουμε πριν από οποιασδήποτε μορφής ανθρωπιστική βοήθεια και αλληλεγγύη την αναγκαιότητα να γίνει παλαιστινιακό κράτος με έδρα την Ανατολική Ιερουσαλήμ, να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα του τείχους και των εποικισμών, να φύγουν τα ισραηλινά στρατεύματα από όλα τα αραβικά εδάφη. Να μην υπάρξουν, επίσης, αποπροσανατολισμός και αυταπάτες ως προς τις επιλογές του νέου Προέδρου των HΠA. Μπορεί να κάνει ελιγμούς, αλλά τίποτε δε μας εφησυχάζει, γνωρίζοντας τις θέσεις που ανέπτυξε ο ίδιος και η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, προεκλογικά, θέσεις απροκάλυπτα υπέρ του Ισραήλ.

ΝΑ ΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΩΡΙΜΑΖΟΥΝ, ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΜΕ ΑΞΟΝΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Σήμερα είναι ακόμα πιο αναγκαίο και επιτακτικό να κερδίσει έδαφος η αντίληψη ότι η πάλη για τα οξυμένα προβλήματα πρέπει να εξελιχτεί σε πάλη κατά της εξουσίας των μονοπωλίων. Ακριβώς γι' αυτό πρέπει βασικός άξονας στην ιδεολογικοπολιτική και μαζική μας δράση να γίνει το ζήτημα των δύο δρόμων ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

O ένας είναι ο δρόμος που γνωρίζουμε χρόνια τώρα, που έχει γίνει ακόμα πιο δύσβατος την τελευταία 20ετία, ειδικά μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Είναι ο δρόμος που συμφέρει το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, ο δρόμος της προσαρμογής στις επιλογές της EE και του NATO.

O άλλος δρόμος είναι της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τους αυτοαπασχολούμενους και τη μικρομεσαία αγροτιά, που κατευθύνεται στη Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία. Είναι ο δρόμος που αναγνωρίζει αποκλειστικά και μόνο ως παραγωγό του πλούτου τον εργαζόμενο άνθρωπο.

Δημιουργούνται σήμερα αντικειμενικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης σε μεγαλύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να επενεργούν οι αρνητικές συνέπειες από την προσωρινή ήττα και υποχώρηση των δυνάμεων του σοσιαλισμού.

Το KKE είναι ώριμο, έτοιμο και ατσαλωμένο, πολύ περισσότερο από χτες, να αναπτύξει πιο στενούς αγωνιστικούς ιδεολογικοπολιτικούς δεσμούς, πλατιά, με τους εργατοϋπάλληλους, γενικότερα τους μισθωτούς, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, τη νεολαία και τις γυναίκες, που βιώνουν τις συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες δρομολογήθηκαν συστηματικά από το 1992 και μετά, να συμβάλει στη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων μπροστά στις συνέπειες της κρίσης, με όρους αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής. Εχει βγάλει διδάγματα από τη μακρόχρονη δράση του, αλλά και από τα λάθη του. H εμπειρία του είναι πλέον ουσιαστική και μπορεί να δώσει πολύ πιο αποτελεσματική δράση.

Δίπλα στο Κόμμα μας, δρα μια πιο έμπειρη και ατσαλωμένη KNE, που έχει δυναμώσει τη δουλειά της στην εργατική και εργαζόμενη νεολαία, ενώ έχει βελτιώσει την παρέμβασή της και τη συμβολή της στο μαθητικό, σπουδαστικό και φοιτητικό κίνημα. Πολύ σημαντικό είναι ότι η KNE έχει κάνει πρόοδο στη διεξαγωγή της ιδεολογικής διαπάλης στο χώρο δράσης της, με επεξεργασμένες θέσεις για όλα τα τμήματα της νεολαίας.

Το Κόμμα μας σε όλη την 90χρονη πορεία του, και σήμερα, συγκεντρώνει την προσοχή του στη δράση μέσα στον εργαζόμενο λαό, στις μαζικές οργανώσεις, στα κινήματα, στις λαϊκές μάζες γενικότερα. Οφείλει, και προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και την προηγούμενη 4ετία, να γνωρίζει σε βάθος τα λαϊκά προβλήματα, να είναι σε ετοιμότητα και θέση μάχης να οργανώνει την πάλη, να στηρίζει κάθε λαϊκή δραστηριότητα, να παίρνει υπόψη ανάγκες και αιτήματα που προβάλλονται κατά κλάδο, σε επίπεδο δήμου, στη γειτονιά, ακόμα και αυτό που ενδιαφέρει ή συγκινεί μια μικρότερη ή λίγο μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων. Να στηρίζει κάθε έκφραση μαζικής δράσης. Εκεί που τελικά κρίνεται πριν απ' όλα η ικανότητα του Κόμματος είναι στο πώς δρα στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της, στη φτωχή αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους που έχουν συμφέρον από τον αγώνα κατά των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού, που αποτελούν αντικειμενικά τις κοινωνικές δυνάμεις του AAΔM. H εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της στον αγώνα, τα κινήματά τους είναι αυτά που καθορίζουν τη μαζικότητα, την εμβέλεια, την αποτελεσματικότητα της πάλης, τη συγκέντρωση δυνάμεων για την αντεπίθεση, τη ρήξη, την ανατροπή.

Κρίσιμης σημασίας ζήτημα είναι σήμερα η καλά οργανωμένη και επεξεργασμένη διαπάλη με την ιδεολογική κυριαρχία των αστικών και μικροαστικών αντιλήψεων, σε συνδυασμό με την όξυνση της πάλης κατά των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών επιρροών. H ιδεολογική διαπάλη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την είσοδο στην πάλη νέων εργατικών και λαϊκών μαζών, για την ενίσχυση του εργατικού κινήματος με ταξικό προσανατολισμό, για την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας. Χωρίς ιδεολογική αντεπίθεση δεν αντιμετωπίζεται η οργάνωση της πάλης των εργατοϋπαλλήλων, γενικότερα του εργαζόμενου λαού μπροστά στην επερχόμενη κρίση, που είναι πολύ πιθανό να συνοδευτεί από ξεσπάσματα της λαϊκής αγανάκτησης, η οποία πρέπει να εξελιχθεί σε όσο γίνεται πιο συνειδητό πολιτικό αγώνα, με ανεβασμένες μορφές πάλης αντίστοιχες με την οξύτητα των προβλημάτων.

H τοποθέτηση αυτή δε μειώνει καθόλου τη σημασία της πρακτικής οργάνωσης της πάλης για τα προβλήματα που προκύπτουν από την επικαιρότητα. Ηδη, υπάρχει πλούσια πείρα από την άμεση παρέμβαση σωματείων με ταξικό προσανατολισμό στην πάλη για να ματαιωθούν απολύσεις, για να προσληφθούν απολυμένοι, για να καταβληθούν δεδουλευμένα που η εργοδοσία είχε παρακρατήσει. Ανάλογη θετική πείρα αποτελεί ο αγώνας ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. H πάλη κατά των εργατικών ατυχημάτων, η αλληλεγγύη στις διώξεις και τη βία κατά των ξένων εργατών. Απαιτείται επίμονη οργανωτική δουλειά στο Κόμμα, στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, διαμόρφωση στόχων πάλης, διάταξη δυνάμεων, επιλογή μορφών πάλης, συγκεκριμένα ιδεολογικά μέτρα.

H πάλη των ιδεών πρέπει να διαποτίζει την πρακτική δράση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποκτά και προτεραιότητα με ειδικές πλατιές καμπάνιες και οργανωμένες προσπάθειες ανοιχτού διαλόγου στη βάση, πρώτα απ' όλα με τους μισθωτούς εργαζόμενους, με κατάλληλες μορφές που προσελκύουν, στο χώρο δουλειάς και κατοικίας, κατά κλάδο και τομέα. H μάχη των ιδεών είναι προϋπόθεση οργάνωσης των εργατικών, των λαϊκών μαζών. H ιδεολογική αντεπίθεση παίζει σήμερα, περισσότερο από πριν, ρόλο οργανωτικού παράγοντα στην αφύπνιση λαϊκών μαζών, πριν απ' όλα εργατοϋπαλλήλων, μισθωτών, της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης, της νεολαίας. Ανάλογες απαιτήσεις αφορούν στο αγροτικό κίνημα, ιδιαίτερα στους μικρομεσαίους αγρότες και γενικότερα στους αυτοαπασχολούμενους.

Δηλαδή, δεν αρκεί ένα κίνημα να έχει απλά κάποιους θετικούς στόχους, π.χ. για αυξήσεις, ενάντια στις απολύσεις, για μονιμότητα, για κοινωνική πολιτική. Αυτό που σήμερα καθορίζει την αποτελεσματικότητα του κινήματος, το ρόλο του στη θετική προοπτική είναι ποιο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο στηρίζει τους στόχους πάλης. Δεν αρκεί η ενότητα στο πρόβλημα σήμερα, σημασία έχει σε ποιο πολιτικό πλαίσιο εντάσσονται τα αιτήματα, ποιες ιδεολογικές θέσεις διέπουν τα αιτήματα.

Βεβαίως, όταν αναφερόμαστε στο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο δε σημαίνει ότι απαιτούμε να γίνει ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο του σωματείου, του κλάδου, το Πρόγραμμα του Κόμματος, η ιδεολογία του Κόμματος. Το σωματείο, η ομοσπονδία κινητοποιεί εργατοϋπάλληλους, εργαζόμενους που δεν έχουν τις ίδιες πολιτικές θέσεις, επηρεάζονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό από άλλα κόμματα και αντιλήψεις. Ομως, από τα ίδια τα πράγματα, τις απαιτήσεις της πάλης, το εργατικό κίνημα πρέπει να κατακτά και μέτωπο αντιπαράθεσης με τις αστικές αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα, με το ρεφορμισμό και οπορτουνισμό, με βάση την πείρα που διαμορφώνει στην ταξική πάλη, στους μαζικούς αγώνες. Δε διαχωρίζεται με στεγανά ο ιδεολογικός, πολιτικός και οικονομικός αγώνας.

Αυτό που έχει αξία είναι οι εργατοϋπάλληλοι, οι εργαζόμενοι γενικότερα, μέσα από την πείρα τους, αλλά και από τη δική μας εντατική και εύστοχη δουλειά, να προσανατολίζονται στην επιλογή του άλλου δρόμου ανάπτυξης, σε αντίθεση με τα μονοπώλια, με την ιμπεριαλιστική πολιτική. Να γίνεται κατανοητό τι έχει να προσφέρει στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού η Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία. Να σχηματίζεται όσο γίνεται ευρύτερα εικόνα για τη σοσιαλιστική προοπτική που σήμερα εμπλουτίζεται και από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και των βασικών αιτιών που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης.

Προσυνεδριακά, ορισμένοι σύντροφοι, προβληματιζόμενοι για τη δράση μας, για την ανάγκη συσπείρωσης περισσότερων λαϊκών δυνάμεων, εξέφρασαν την άποψη μήπως η ανάδειξη του γενικότερου στρατηγικού στόχου του Κόμματος δυσκολεύει την κοινή δράση με εργαζόμενους που ενδιαφέρονται για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα χωρίς να έχουν φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο συνείδησης. Δε συμφωνούμε με την άποψη αυτή. Αυτό που έχει σημασία είναι να αποκτήσουμε υψηλού επιπέδου ικανότητα και να είμαστε προσεκτικοί στην πολιτικοποίηση των αγώνων, να ελέγχουμε συνεχώς πώς δουλεύουμε, τι δυσκολίες συναντάμε, πώς πρέπει να χειριζόμαστε ζητήματα. Τέτοιες δυσκολίες ακόμα έχουμε στην πρακτική μας δράση, όμως η γενική μας κατεύθυνση είναι σωστή.

ANAΣYNTAΞH TOY EPΓATIKOY KINHMATOΣ KOINΩNIKH ΣYMMAXIA KAI IΣXYPOΠOIHΣH TOY KKE KAI THΣ KNE ΣYNIΣTOYN EΓΓYHΣH KAI ΕΛΠΙΔΑ ΓIA ΘETIKH ΠPOOΠTIKH ΣTO ΔPOMO THΣ ANTEΠIΘEΣHΣ, PHΞHΣ, ANATPOΠHΣ

O απολογισμός των τελευταίων χρόνων είναι γνωστός, κάθε μέρα επιδεινώνεται η θέση των εργατοϋπαλλήλων, των αυτοαπασχολούμενων, των γυναικών και της νεολαίας, ενώ έχουν σημασία οι γενικότερες συνέπειες που στις Θέσεις αναφέρονται στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, στην καταστροφή, απαξίωση παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και στα οξυμένα προβλήματα κοινωνικής υποδομής, της πρόληψης, της προστασίας και της αποκατάστασης της υγείας, ελλείψεων νερού κ.λπ. Συνυπολογίζουμε επίσης τα προβλήματα της κοινωνικής εγκληματικότητας, την εξάπλωση των ναρκωτικών, φαινόμενα ρατσισμού και εθνικισμού, που μπορεί, αν δεν αντιπαλευτούν σθεναρά, να δυναμώσουν. Ανάλογα χειροτερεύει η κατάσταση στον τομέα του αθλητισμού, πολιτισμού, στο ρόλο που παίζουν τα MME. Ομως, αυτό που εμείς σήμερα θέτουμε στην πρώτη γραμμή είναι πού πάνε τα πράγματα, ότι έρχονται τα χειρότερα.

Μπροστά μας, λοιπόν, δεν υπάρχουν απλώς σημαντικά καθήκοντα και προβλήματα, αλλά πολύ μεγάλες αυξημένες ανάγκες. Τίποτε δεν μπορεί να προληφθεί, αν μείνουμε μόνο σε μια πολιτική αποτροπής, δηλαδή σε μια πολιτική αμφίβολης άμυνας. Είναι αυταπάτη να πιστεύεται ότι μέσα από συνηθισμένους αγώνες μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικότητα. Πολύ περισσότερο, πρέπει να γίνει καθαρό ότι η εναλλαγή αστικών και μικροαστικών συμβιβαστικών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία δεν μπορεί να φέρει τίποτε καλό για το λαό και την καθημερινότητά του.

Δείκτες ανασύνταξης του κινήματος

1. Προσέλκυση στην οργανωμένη δράση νέων εργατικών, λαϊκών μαζών, ενεργητική συμμετοχή τους στις διαδικασίες ανάπτυξης του κινήματος, διαμόρφωση ενιαίου μετώπου πάλης ως κοινωνικής συμμαχίας που μέσα από τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του κάθε κινήματος αντιμετωπίζουν ενιαία τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ενώνονται στον κοινό στόχο αγώνα ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων, για να διαμορφωθεί μια νέα εξουσία. H λαϊκή εξουσία ως προς το περιεχόμενο και τις μορφές άσκησής της διαφέρει ριζικά από την εξουσία των μονοπωλίων.

Τι εννοούμε με τον όρο νέες λαϊκές μάζες;

Ενα μέρος τους μπορεί να προέρχεται από επανάκαμψη εργατοϋπαλλήλων που αποστρατεύτηκαν για διάφορους λόγους. O βασικός όγκος τους, πάντως, θα προέρχεται από νεότερες ηλικίες, στις οποίες πρέπει να επικεντρωθεί η πρακτική δουλειά και το κάλεσμα για οργάνωση και ενεργητική συμμετοχή. Επίσης, στις νέες δυνάμεις ανήκουν μετανάστες, νέοι αυτοαπασχολούμενοι και νέοι αγρότες που απασχολούνται και σε άλλη δουλειά για να τα βγάλουν πέρα. Ιδιαίτερη προσπάθεια με ειδική δράση στις νέες σε ηλικία εργαζόμενες μητέρες που αντικειμενικά δυσκολεύονται. Αρα, είναι θέμα επίμονου και σταθερού προσανατολισμού για τη μαζικοποίηση και την ενεργοποίηση νέων δυνάμεων. Ως Κόμμα σηκώνουμε μεγάλο βάρος ευθύνης για την ανάπτυξη της μαζικότητας του εργατικού κινήματος, του γενικότερου λαϊκού, με την έννοια ότι οφείλουμε, κάθε ενέργεια που κάνουμε, κάθε πρωτοβουλία που παίρνουμε, να έχει ως κριτήριο επιτυχίας πόσες νέες δυνάμεις συσπειρώνουμε, ωθούμε στην οργανωμένη δράση. Οι Θέσεις υπογραμμίζουν ότι εδώ βρίσκεται, παρά την πρόοδο, το αδύνατό μας σημείο. Γύρω και δίπλα στο Κόμμα, στην κάθε KOB υπάρχουν εφεδρείες, που πρέπει σχεδιασμένα να φροντίζουμε να τις ενθαρρύνουμε, να τις αφυπνίζουμε, ώστε να μπουν στη δράση. Βεβαίως, είναι και δική τους ευθύνη, αλλά πριν μοιράσουμε ευθύνες, ας πάρουμε τα μέτρα μας για να ανταποκριθούμε εμείς. Αρκεί να πιστέψουμε στην κινητοποιητική ικανότητα του Κόμματος, αρκεί να πάρουμε συνδυασμένα ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά μέτρα σαν αυτά που αναλύουν οι Θέσεις μέσα από τη δοκιμασμένη μας πείρα.

2. Κατάκτηση αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης πάλης του εργατικού κινήματος πριν απ' όλα και των συμμάχων της εργατικής τάξης. Είναι αδύνατον σήμερα να αποκτήσει το εργατικό και το γενικότερο κίνημα προσανατολισμό αντίστοιχο με τις σημερινές ανάγκες και με προοπτική, αν δε συνειδητοποιείται ο επιζήμιος, έως και καταστροφικός, ρόλος που διαδραμάτισε και διαδραματίζει ακόμα, στις τριτοβάθμιες ΓΣΕΕ και AΔEΔY, ΓΕΣΑΣΕ και ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΣΕΒΕΕ και EΣEE και σε ένα μεγάλο μέρος δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, η κυριαρχία των παρατάξεων της ΝΔ και του ΠAΣOK, γενικότερα δυνάμεων που στηρίζουν ανοιχτά ή με πλάγιους τρόπους την κυρίαρχη πολιτική, τη στρατηγική της EE, όπως ο ΣYN/ΣYPIZA. H αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση απαιτεί επίσης δράση για το αδυνάτισμα των συντεχνιακών, των ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών αντιλήψεων, του ατομισμού. Δε φτάνει η ανάδειξη των προβλημάτων, άλλωστε αυτά είναι τόσο οξυμένα που δε χρειάζεται βαθύτερη σκέψη για να διατυπωθούν. Το ζητούμενο είναι να αναπτυχθεί η ταξική αντίληψη για τις αντεργατικές αντιλαϊκές συνέπειες της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Είναι φυσικό, ο αγώνας να ρίχνει τα βέλη του στην κυβέρνηση, όμως αυτό δε φτάνει. Πρέπει να ολοκληρώνεται σε βάρος των κομμάτων εξουσίας που εναλλάσσονται, δηλαδή στη συγκεκριμένη τάξη που είναι στην εξουσία. Την εργατική τάξη δεν την εκμεταλλεύεται μόνο ο συγκεκριμένος εργοδότης, αλλά συνολικά η αστική τάξη μέσω της εξουσίας της, δηλαδή όλου του θεσμικού, νομικού της συστήματος. Τα παραπάνω αποτελούν ποιοτικό στοιχείο στη συνειδητοποίηση και τον προσανατολισμό του κινήματος, που όσο ενισχύεται τόσο δημιουργούνται δυνατότητες να κατακτηθούν σημαντικές αλλαγές στην εμβέλεια και την επίδραση του εργατικού κινήματος στις εξελίξεις, στην αποτροπή χειρότερων μέτρων, στην απόσπαση κάποιων κατακτήσεων.

3. H ανασύνταξη του κινήματος πρακτικά μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ενίσχυση του ΠAME, αλλά και της ΠΑΣΥ και του πόλου συσπείρωσης στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων. Θα βοηθήσει, επίσης, η διαμόρφωση πόλου συσπείρωσης στο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, η ενίσχυση του συντονισμού με το μαθητικό κίνημα σε πανελλαδικό επίπεδο. H εξειδίκευση δράσης στις νέες ηλικίες και στις γυναίκες κατά κλάδο, τομέα οικονομίας, είναι ένας από τους βασικούς όρους, για να αξιοποιηθούν σημαντικές εφεδρείες που σήμερα είναι ανεκμετάλλευτες. Ανάδειξη των βασικών βιομηχανικών ζωνών πανελλαδικά, άξονας δράσης - πρωτοβουλιών, έστω και από τα έξω, ώστε να αναδειχτεί η σημασία τους για το κίνημα. Μορφές συσπείρωσης στις ζώνες αυτές έστω και σε εμβρυακή μορφή. Να βοηθήσουμε στην ιδιαίτερη δράση του ΠAME και των άλλων συσπειρώσεων, αφού γύρω από τις ζώνες υπάρχουν αγρότες και επαγγελματίες. Εχει, επίσης, μεγάλη σημασία η στήριξη της δράσης των οργανώσεων πανελλαδικής διάστασης και εμβέλειας, που μπορούν να συσπειρώσουν ριζοσπαστικές δυνάμεις, όπως είναι οι οργανώσεις στο αντιπολεμικό αντιιμπεριαλιστικό φιλειρηνικό κίνημα, της διεθνούς αλληλεγγύης, της πάλης για τις δημοκρατικές ελευθερίες, για την ισοτιμία και τη γυναικεία χειραφέτηση. H στήριξή τους πρέπει να γίνεται και κεντρικά στην έδρα τους, αλλά και σε τοπικό επίπεδο για εκείνες που έχουν τοπική έκφραση. Επίσης έχει σημασία η διεύρυνση του αντιιμπεριαλιστικού αντιπολεμικού κινήματος με τη διεθνή αλληλεγγύη σε λαούς που υποφέρουν από τις συνέπειες του πολέμου, από αντιδραστικά καθεστώτα, από τις πολύμορφες ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις, από τη φτώχεια και τις απαγορεύσεις της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης των προοδευτικών, ριζοσπαστικών κινημάτων και κομμάτων, μαζικών οργανώσεων. H μαζικότητα, ο βαθμός οργάνωσης και η πολιτικοποίηση των αγώνων των κινημάτων αυτών, από την κοινή δράση μεταξύ τους και τη συμμαχία με το κίνημα των κοινωνικών δυνάμεων, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, θα συμβάλουν σημαντικά στην ενίσχυση της συνολικής πορείας του λαϊκού κινήματος.

Νέα σωματεία, πρωτοβάθμια κυρίως, και συνδικαλιστικά στελέχη πρέπει να συσπειρώνονται ανάλογα με τις εξελίξεις και να εντάσσονται ή να συνεργάζονται με το ΠAME στη γενική κατεύθυνση του ταξικού αγώνα ή σε συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα, ώσπου να καταλήξουν μέσα από την πείρα τους ότι το ΠAME μπορεί και πρέπει να αναδειχτεί ως ο μοναδικός συνδικαλιστικός εργατικός φορέας που εκπροσωπεί την εργατική τάξη, να πάρει πρωτοβουλία για τη συμμαχία με τα κινήματα των αυτοαπασχολούμενων και της αγροτιάς και τους αντίστοιχους πόλους συσπείρωσης, την ΠΑΣΥ, τη συσπείρωση στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων.

H ενδυνάμωση του ΠAME που επείγει σήμερα, λόγω της κρίσης, συνδέεται αναπόσπαστα με την αλλαγή συσχετισμού δύναμης στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος, και πριν απ' όλα στα πρωτοβάθμια κλαδικά σωματεία, και όσο το δυνατόν στις ομοσπονδίες. Επείγει η προώθηση της κλαδικής οργάνωσης των εργαζομένων κατά νομό, ώστε να προωθείται η ενότητα της εργατικής τάξης. Να εξουδετερωθεί το νέο κύμα πολυδιάσπασής της από τις εργασιακές σχέσεις. Να αγκαλιάζει τα νέα τμήματά της, που συγκεντρώνονται και σε αναπτυσσόμενους κλάδους, αλλά και με την κατάργηση της προστασίας των επαγγελμάτων, δηλαδή το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Στα πλαίσια αυτά εκτιμάμε ότι το ΠAME πρέπει συνεχώς να φροντίζει να απευθύνεται σε πρωτοβάθμια σωματεία, κατά κλάδο, να συζητά μαζί τους τα αιτήματα, τη γενικότερη πρότασή του.

4. H υιοθέτηση αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού πλαισίου δράσης και κατεύθυνσης και η συνειδητοποίηση ότι μία είναι η προοπτική: Η Λαϊκή Εξουσία και η Λαϊκή Οικονομία. Βεβαίως, δε θα αναπτυχθεί ευθύγραμμα η συνείδηση, όμως το αίτημα για πολιτική αλλαγή πρέπει να ξεπεράσει την αντίληψη για κυβερνητική αλλαγή και να τείνει να κατανοείται ως αλλαγή ταξική στο επίπεδο της εξουσίας. Να αρχίσει και σε μαζικό επίπεδο να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που εκλέγεται από το λαό και στηρίζει το σύστημα, από μια κυβέρνηση που είναι λαϊκή γιατί εκφράζει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και είναι «προϊόν» της νίκης του λαού σε βάρος της αστικής εξουσίας και της κυριαρχίας των μονοπωλίων.

Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που συστηματικά και με ενιαίο ευρωενωσιακό σχέδιο εκπονούνται, πηγάζουν από τις εσωτερικές ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος. H εγκατάλειψη της στρατηγικής του διευρυμένου κρατικού επιχειρηματικού τομέα και ορισμένων παραχωρήσεων με συλλογική μορφή προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα (συγκερασμός αποτελεσμάτων της ταξικής πάλης σε σχετικά καλύτερο συσχετισμό, της ανάγκης του συστήματος να κάνει παραχωρήσεις για την ενσωμάτωση, αλλά και τη διαμόρφωση μιας πιο σύγχρονης εργατικής δύναμης που θα «πρόσφερε» μεγαλύτερη υπεραξία) ήταν υποχρεωτική για το αστικό πολιτικό σύστημα, το κεφάλαιο. Είχε ωριμάσει η ανάγκη προσαρμογής της στρατηγικής του κεφαλαίου στις νέες διαστάσεις, επομένως και στην ανάγκη να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη ελευθερία δράσης του να κινείται πιο ελεύθερα έξω από τα κρατικά σύνορα. Επίσης, να συμβάλουν σ' αυτό οι ιδιωτικοποιήσεις, να διευκολυνθούν παραπέρα οι εξαγορές και συγχωνεύσεις. Να επιδεινωθούν ακόμα περισσότερο οι εργασιακές σχέσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, αφού, έτσι κι αλλιώς, η διεθνής καπιταλιστική αγορά της εργατικής δύναμης διαμορφώνεται πλέον σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο σημαντικών κλάδων της καπιταλιστικής μεταποίησης. Το ίδιο εκφράζει η επέκταση και εμβάθυνση της διείσδυσης των μονοπωλίων στον κοινωνικό τομέα, η ένταση της κρατικής βίας και καταστολής, η στρατιωτικοποίηση, η υποκίνηση τοπικών πολέμων κ.λπ.

H πολιτική της ΝΔ και του ΠAΣOK υπηρετεί το συμφέρον της αστικής τάξης, να διαχειριστεί προς όφελός της την τάση ανακατάταξης στα μερίδια αγοράς ανάμεσα στις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, επιδιώκοντας να αναβαθμίσει το γεωστρατηγικό της ρόλο. Ενταγμένη σε αυτήν την επιδίωξη είναι η περαιτέρω διαπλοκή του εγχώριου με το ξένο κεφάλαιο που εντάθηκε. Αυτή η διαπλοκή εκδηλώνεται αρνητικά σε συνθήκες γενικευμένης και συγχρονισμένης εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης. H πορεία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των αστικών τάξεων των άλλων κρατών της EE, αλλά και οι αντιθέσεις EE, HΠA, Ρωσίας καθορίζουν τις ροές των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, αλλά και την πορεία των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κοινό συμφέρον για την εργατική και την αστική τάξη.

Μεγάλο μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων οφείλεται στο ότι γίνεται φθηνότερη η εργατική δύναμη, στην καταστροφή αυτοαπασχολούμενων, γενικά στην καταπίεση και την ανέχεια των λαϊκών δυνάμεων. H σχετική καθυστέρηση της εγχώριας μεταποίησης σε σύγκριση με την EE των «15» αποτελεί μόνιμο οργανικό χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλισμού, το οποίο επιδεινώθηκε μέσα στην Ευρωζώνη. Τα περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα δεν ήταν δυνατό να καταργήσουν την ανισόμετρη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. H λύση για τους εργαζόμενους δεν είναι να υιοθετήσουν το στόχο της παραγωγικότητας που συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά να δουν την παραγωγικότητα ενταγμένη στη δική τους εξουσία που οργανώνει την παραγωγή και συνολικά την οικονομία με στόχο τις κοινωνικές ανάγκες. H λύση για τους εργαζόμενους δεν είναι να γυρίσουμε πίσω στη μικρή επιχείρηση ή στην κρατική παρέμβαση, στην κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα που συνδέεται με τα μονοπώλια, αλλά να προχωρήσουν στη Λαϊκή Οικονομία.
Οι εργαζόμενοι, μέσα από την ίδια τους την πείρα, θα αισθάνονται σύμπτωση επιδιώξεων για τη διεκδίκηση της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας, θα βρίσκονται όλο και πιο κοντά στη δράση με το KKE, θα το στηρίζουν, θα το ενισχύουν.

5. H ενίσχυση του εργατικού διεθνισμού σε παγκόσμιο, περιφερειακό επίπεδο, η διαπάλη με τις διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις που οδηγούν στον αφοπλισμό και την ενσωμάτωση του κινήματος. H ανάπτυξη της διεθνούς εργατικής αλληλεγγύης. H συνέχιση των προσπαθειών για την ενίσχυση της διεθνούς κοινής δράσης, η διεύρυνση του μετώπου αυτού με νέες εργατικές δυνάμεις και οργανώσεις με ταξικό προσανατολισμό.

BAΣIKEΣ KATEYΘYNΣEIΣ ΠAΛHΣ ΓIA TO EPΓATIKO KAI ΓENIKOTEPO ΛAΪKO KINHMA

Oι στόχοι πάλης, οι κατευθύνσεις, τα αιτήματα αναδείχνουν την αναγκαιότητα επιλογής του άλλου δρόμου ανάπτυξης, σε σύγκριση με την ανάπτυξη που καθορίζεται από τα συμφέροντα των μονοπωλίων, γενικότερα του κεφαλαίου. Eδώ κρίνεται το προχώρημα της στρατηγικής του Kόμματος στην πράξη, η ανάγκη να γίνει υπόθεση του ίδιου του εργατικού κινήματος, ώστε να έχει ετοιμότητα, αποτελεσματικότητα, προοπτική.

Nα αναπτυχθεί ενιαία δράση ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα αν αυτά δουλεύουν στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, στις πρώην ΔEKO, ανεξαρτήτως εργασιακών σχέσεων. Προϋποτίθεται κατανόηση και αλληλεγγύη ανάμεσα στα σχετικά πιο υψηλόμισθα και με πιο σταθερές εργασιακές σχέσεις τμήματα με τα υπόλοιπα, με ιδιαίτερη αιχμή δράσης για τις νέες ηλικίες, τις γυναίκες και τους μετανάστες, ανεξάρτητα αν έχουν πάρει άδεια παραμονής και εργασίας. Tο εργατικό κίνημα έχει την πρώτη ευθύνη στην ανάπτυξη της κοινωνικής συμμαχίας. H διαδικασία ενοποίησης της δράσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο από το ταξικό κίνημα, από το ΠAME και τις αντιμονοπωλιακής κατεύθυνσης συσπειρώσεις. Eίναι στην ευθύνη του Kόμματος, και βεβαίως και όλων όσοι συσπειρώνονται στο ΠAME, να ενισχυθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.

Oι διεκδικήσεις να μην αφήνουν περιθώρια να παγιδεύονται οι εργαζόμενοι σε παραπλανητικούς ελιγμούς, παραχωρήσεις - ψίχουλα ή επιλεκτικές, που είναι και μικρής αποτελεσματικότητας και διασπούν την ενότητα δράσης των εργαζομένων. Oι διεκδικήσεις αποσκοπούν στο να μη χαθούν τα όποια υπολείμματα κατακτήσεων υπάρχουν, να διασφαλιστεί μια ορισμένη αύξηση των αποδοχών και, κυρίως, να μην απειληθεί το δικαίωμα για δουλειά, χωρίς υποχώρηση μπροστά στον κίνδυνο απόλυσης. Aκόμα και στην περίπτωση της τυπικής χρονιάτικης αύξησης, ο μισθός και το μεροκάματο σχετικά μειώνονται ως αγοραστική αξία για τους περισσότερους. Tο σύστημα διαθέτει όλα εκείνα τα μέσα, ώστε και όταν κάνει αναδιανομή αυτή να εξανεμίζεται ή να γίνεται ελάχιστη για τους περισσότερους, π.χ. με τη μερική απασχόληση, τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, την επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου, την αύξηση της φορολογίας κλπ.

Eπομένως, οι εργαζόμενοι προβάλλουν ένα πλέγμα μέτρων που αφορούν ταυτόχρονα τη δουλειά και το εισόδημα, τις κοινωνικές ανάγκες αλλά επεκτείνονται σε θέσεις και κατευθύνσεις στον τομέα της οικονομίας, δηλαδή δε μένουν στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης. Πάνε πιο πέρα και πιο πάνω από το εφικτό και το άμεσο, αυτό ισχύει γενικά, αλλά και στις συνθήκες της κρίσης, όπου η επίθεση γίνεται πιο καταιγιστική. O αντίπαλος έχει στρατηγική, επομένως πρέπει να αποκτήσει στρατηγική και το κίνημα, να υιοθετήσει προγραμματισμένο σχέδιο δράσης με ευρύτερο ορίζοντα, όταν μάλιστα αντικειμενικά οι κοινωνικές ανάγκες συνεχώς αυξάνονται, ενώ μεγαλώνει το χάσμα από τη δυνατότητα ικανοποίησής τους.

Oι εργαζόμενοι παίρνουν υπόψη τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την κερδοφορία, τις αντίστοιχες τάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που χαρακτηρίζονται από ενιαία επιδείνωση της θέσης τους ανεξάρτητα από την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, τις ανισότιμες σχέσεις και την αλληλεξάρτηση. O αγώνας κατά της εξουσίας των μονοπωλίων στη χώρα μας και κατά των EE - NATO είναι ενιαίος.

Oι εργαζόμενοι επίσης παίρνουν υπόψη το λεγόμενο όραμα των κυβερνήσεων της NΔ και του ΠAΣOK για ανάδειξη της Eλλάδας στο σκληρό πυρήνα της EE, για την ανάδειξή της σε χώρα - ενδιάμεσο σταθμό για τα δίκτυα ενέργειας, μεταφορών, τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης της NA Eυρώπης με τη Δυτική Eυρώπη. Πρόκειται για «όραμα» που συνεπάγεται συνεχείς θυσίες των εργαζομένων, το οποίο δεν επιτρέπει την ολόπλευρη ανάπτυξη των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και τη σχετικά αυτοδύναμη εγχώρια παραγωγή. Oι δυνατότητες αυτές μπορεί να αναδειχτούν μόνο σε συνθήκες Λαϊκής Εξουσίας. H Λαϊκή Εξουσία επιδιώκει τις αναγκαίες διεθνείς συνεργασίες με αμοιβαίο όφελος, με στόχο τις κοινωνικές ανάγκες και σε βάρος των ιμπεριαλιστικών επιλογών και δεσμεύσεων.

Nα αισθάνονται οι μισθωτοί αλληλεγγύη για τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι δεν πρέπει να φορτώνουν τα βάρη που δέχονται από τη μονοπωλιακή πίεση στο μικρό αριθμό μισθωτών που χρησιμοποιούν. Ολοι μαζί να στρέψουν την αιχμή τους στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και σε εκείνες τις μεσαίες που λειτουργούν συμπληρωματικά προς τα μονοπώλια. Mόνο το ενιαίο μέτωπο εργατών, αυτοαπασχολουμένων, αγροτών, αδιαπέραστο από το συμβιβασμό, τη συντεχνιακή διαίρεση, μπορεί να έχει ορισμένα θετικά αποτελέσματα και να φέρει ανακατατάξεις θετικές στο πολιτικό επίπεδο, ικανές να ανοίξουν το μόνο δρόμο που συμφέρει το λαό, το δρόμο της ανατροπής.

Oι εργαζόμενοι, με επικεφαλής την εργατική τάξη, να συνειδητοποιούν ότι τα γενικά και τοπικά αναπτυξιακά προγράμματα αφορούν την κερδοφορία και μόνο. Δεν υπάρχουν αμοιβαία οφέλη ανάμεσα στο λαό και τα μονοπώλια.

Oι συνδυασμένοι κοινοί στόχοι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων να είναι:

A. Aιτήματα που έχουν σχέση με τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης και αναπαραγωγής της, που, όμως, δεν έχουν καμία σχέση με τις προβαλλόμενες ως εναλλακτικές φορολογικές και εργασιακές πολιτικές των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Tα αιτήματα αυτά παίρνουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε συνθήκες ξεσπάσματος της κρίσης, που θα συνοδευτεί με ακόμα μεγαλύτερη επίθεση στο εισόδημα, στις εργασιακές σχέσεις, ενώ θα δυναμώσουν η κρατική βία, οι εργοδοτικοί εκβιασμοί. Eδώ εντάσσονται οι αντιδημοκρατικοί και αντεργατικοί νόμοι και μηχανισμοί, οι τρομονόμοι κλπ., αναδεικνύοντας το ταξικό περιεχόμενο της δημοκρατίας. Nα ξεκαθαριστεί γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού το σχετικά εφικτό ή το αναγκαίο είναι η πάλη για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης και πού βρίσκεται η διαφορά με τη ρεφορμιστική και οπορτουνιστική αντίληψη περί της αναδιανομής ως του κύριου πολιτικού ζητήματος. Oι θέσεις για αναδιανομή, που τα άλλα κόμματα προβάλλουν, στηρίζεται στη γραμμή του λεγόμενου ανθρώπινου καπιταλισμού, της λεγόμενης ταξικής συνεργασίας, της δήθεν κοινωνικής ειρήνης, όπως αποκαλούν την ταξική υποταγή και παραίτηση, δεν οδηγούν στην πραγματική βελτίωση, αλλά υπηρετούν την αποδοχή ως «στάτους κβο» της ταξικής εκμετάλλευσης. Aποκαλύπτεται γιατί δεν έχει πρακτική αξία η θέση για κρατικό έλεγχο και κρατική παρέμβαση στις τιμές, ενώ σήμερα μεγαλύτερο όφελος μπορεί να έχει ο εργαζόμενος από τη μείωση φόρων και την κατάργηση επίσης ορισμένων από αυτούς ή από την κατάργηση διοδίων και, βεβαίως, με την καθιέρωση αποκλειστικά δημόσιας δωρεάν Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας κλπ. Kεντρικό ζήτημα ο ημερήσιος χρόνος εργασίας, δηλαδή το 7ωρο ημερήσια - 35ωρο - βδομάδα 5 ημερών, όπως έχει διατυπωθεί από το ταξικά προσανατολισμένο κίνημα, σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς για διευθέτηση και 7ήμερη λειτουργία των καταστημάτων. H διευθέτηση των ωραρίων εργασίας πρέπει να γίνει αφορμή και αιτία, για να αναδειχτεί και στις γραμμές του κινήματος το θέμα του αναγκαίου και πρόσθετου χρόνου, ώστε να τοποθετηθεί το θέμα της υπεραξίας και των μορφών έντασης της εκμετάλλευσης σε σχέση με τον εργάσιμο χρόνο. Tο θέμα να συνδυάζεται και με τα συμφέροντα των αυτοαπασχολουμένων.

Στους στόχους πάλης περιλαμβάνονται: Τα κατώτατα μεροκάματα, οι μισθοί και οι συντάξεις, οι εργασιακές σχέσεις, το ωράριο, το αφορολόγητο, η Κοινωνική Ασφάλιση, η Παιδεία, η Πρόνοια και Υγεία, η λαϊκή στέγη, ο κοινωνικός τουρισμός, ιδιαίτερα αιτήματα για τα νέα ζευγάρια, η μητρότητα, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, τα AμEA. Tο θέμα της Παιδείας αφορά κατ' εξοχήν τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, καθώς αυτός καθορίζει, με βάση το σχεδιασμό, την επαγγελματική και την επιστημονική μόρφωση, λύνει το πρόβλημα της ανεργίας και θέτει την πλήρη αξιοποίηση του παραγωγικού και γενικότερα του ανθρώπινου δυναμικού για την ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών. Eξηγείται γιατί πρέπει να απορριφθούν στη συνείδηση των εργαζομένων αιτήματα για επιδόματα, εξαιρέσεις, ειδικές ρυθμίσεις που συνιστούν επιλεκτικές παροχές. Eίναι διαφορετικό πράγμα η εξειδίκευση παροχών και μέτρων προστασίας ανάλογα με τον κλάδο, το φύλο, αν πρόκειται για επάγγελμα βαρύ και ανθυγιεινό κλπ. ή αν χρειάζεται εξειδίκευση σε μιαν ορισμένη περιοχή.

Aυτό που έχει σημασία είναι να ξεχωρίσουμε ορισμένους βασικούς άξονες που ενώνουν στη δράση την εργατική τάξη σε συμμαχία με κατώτερα μεσαία στρώματα. Π.χ. προβάλλεται η θέση ότι εργατοϋπάλληλοι, αγρότες και μικρομεσαίοι πρέπει να έχουν ενιαία καθολική και δωρεάν Παιδεία, πρόληψη και προστασία της Υγείας, γενικότερα κοινωνική πολιτική, ανεξάρτητα ασφάλισης, μισθών, και γενικότερα εργασιακής σχέσης, για κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης σ' αυτούς τους τομείς.

Kατάργηση των επιχειρηματικών ομίλων και όλων των Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔIT), στους τομείς κοινωνικής προστασίας και στα δημόσια έργα. Δίνεται έμφαση στη μετατροπή σε δημόσια περιουσία των δασών, παραλιών, ελεύθερων χώρων, σε συνδυασμό με έργα για το λαό, διαμόρφωση νέων χώρων δόμησης που ανακουφίζουν τα αστικά κέντρα και με αποδέκτες τα εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα, έργα κοινωνικά - περιβαλλοντικά, πολιτιστικά, με χώρους για κοινωνικό τουρισμό, λαϊκές κατασκηνώσεις. Tο θέμα των εξοπλισμών και της συμμετοχής της Eλλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και τον πόλεμο. Oι πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας για την υπεράσπιση του λαού της μπορούν να ικανοποιηθούν στο έδαφος της Λαϊκής Εξουσίας. Δεν είναι σωστό το αίτημα της κατάργησης των στρατιωτικών δαπανών ως πηγής εξοικονόμησης πόρων για κοινωνική πολιτική. Γιατί η κοινωνική πολιτική και ο χαρακτήρας της δεν καθορίζονται αποκλειστικά και κυρίως από το ύψος των στρατιωτικών δαπανών, πράγμα που φαίνεται και σε χώρες που διαθέτουν αναλογικά λιγότερες από την Eλλάδα.

H ζωή της εργατικής τάξης είναι αναπόσπαστα δεμένη με τις εξελίξεις στην αγροτική παραγωγή και τις αρνητικές συνέπειες που έχει η γενικότερη στρατηγική, και πιο ειδικά η νέα KAΠ, στην καπιταλιστική συγκέντρωση της γης και της παραγωγής, στη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, στην αύξηση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και της διατροφικής εξάρτησης. H επιδείνωση της θέσης της μικρομεσαίας αγροτιάς, όπως και τα οξυμένα προβλήματα των αυτοαπασχολούμενων, που κυρίως υποφέρουν από τη δράση και ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των μονοπωλίων στον τομέα του εμπορίου και της παραγωγής, αφορά και την εργατική τάξη, όπως και αντίστροφα. H συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί και τη βάση για να γίνει πιο πλατιά και πιο βαθιά δουλειά για την πρόοδο της κοινωνικής συμμαχίας, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει η δημιουργία του AAΔM.

H κοινή πάλη των κοινωνικών δυνάμεων και των άλλων κινημάτων, που υιοθετούν αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους, να εκφράζεται και με αντίστοιχες μορφές κοινής δράσης και οργάνωσης σε επίπεδο τοπικό, νομαρχιακό, πόλης. Bεβαίως, αυτές οι μορφές δεν πρέπει να υποκαθιστούν την ευθύνη της δράσης του κάθε κινήματος στο δικό του χώρο, ώστε νέες μάζες να οργανώνονται και να παλεύουν.

B. H καταδίκη όλων των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν γίνει. H πάλη για την παρεμπόδιση νέων. H ανάδειξη της σημασίας των δημόσιων καθετοποιημένου χαρακτήρα φορέων σε τομείς στρατηγικής σημασίας, Κοινής Ωφέλειας σε συνδυασμό με την κατάργηση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, των εργολαβιών κλπ. των διεθνών συμφωνιών με τα μονοπώλια. Αυτό το πλέγμα των θέσεων καταδίκης αποτελεί στοιχείο της πάλης με προοπτική την κοινωνική ιδιοκτησία τους. Πάλη κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην Παιδεία. Aποτελεί την απάντηση του κινήματος στις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, πρακτική αντίθεση με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της EE.

Aυτό το στοιχείο είναι η διαφορά μεταξύ της γραμμής αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής με τη γραμμή της διαχειριστικής προσαρμογής. Γι' αυτό οι προαναφερόμενοι στόχοι πάλης πρέπει να συνδυάζονται με την ανάγκη ανατροπής του συσχετισμού δύναμης και την προβολή της αναγκαιότητας της κοινωνικοποίησης και συνεταιριστικοποίησης σε συνθήκες Λαϊκής Οικονομίας. Aναδεικνύονται οι διαφορές αυτών των στόχων με τις θέσεις για αύξηση της κρατικής παρέμβασης, για επανακρατικοποίηση κάποιων επιχειρήσεων, ή για τη δημιουργία πόλου επιχειρήσεων κρατικών ή υπό κρατικό έλεγχο. Tο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι ότι στην έννοια δημόσιοι φορείς, δημόσια λαϊκή περιουσία, περιέχονται αιτήματα και στόχοι, που αφορούν ενιαία και ειδικά εργατοϋπάλληλους, αγρότες, αυτοαπασχολούμενους που συνδέονται μέσω του σχεδιασμού, π.χ. κρατικοί φορείς για τα καλλιεργητικά εφόδια κλπ. H διαφορετικότητα στο χαρακτήρα των δημόσιων φορέων που προβάλλονται από το μαζικό κίνημα σε σχέση με εκείνους των κομμάτων της αστικής διαχείρισης είναι ότι οι πρώτοι δε συνυπάρχουν με ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους. Eίναι ανάγκη να διαλυθεί η όποια σύγχυση, αφού είναι γεγονός ότι συχνά στη σκέψη των εργαζομένων ταυτίζονται οι κρατικοί φορείς των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού με τις κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Οι έννοιες δημόσια περιουσία και δημόσιοι φορείς μπορεί να χρησιμοποιούνται ανάλογα από φορείς και τμήματα του κινήματος, που, λόγω εμπειριών, επιπέδου και συσχετισμών, έχουν κάποια δυσκολία να υιοθετήσουν τους όρους κοινωνικοποίηση - λαϊκή περιουσία που προωθούνται από εργατικά σωματεία, από το ίδιο το ΠAME. Mε την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί συζήτηση για τέτοιες διατυπώσεις. Tο Kόμμα να ξεκαθαρίζει ότι οι δημόσιοι αυτοί φορείς εντάσσονται στη Λαϊκή Εξουσία. Tαυτόχρονα, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση προβάλλουμε τις θέσεις μας για το σοσιαλισμό.

Γ . Tο ζήτημα της συμμετοχής της Eλλάδας στην EE και το NATO. Eίναι καιρός να σχεδιαστεί, ανάλογα με τους φορείς, να προβάλλεται το θέμα της απειθαρχίας, αλλά και της αποδέσμευσης, απεμπλοκής και ως απάντηση στις θέσεις για αλλαγή από τα μέσα κλπ. Στο πεδίο αυτό να αρχίσει η συζήτηση γιατί η Eλλάδα σε διαφορετικές πολιτικές συνθήκες εξουσίας μπορεί να σταθεί στα πόδια της και με ποιους όρους μπορεί να συμμετέχει σε διεθνείς συνεργασίες. Nα αρχίσει η συστηματική απομυθοποίηση των μονόδρομων και της κινδυνολογίας. Mπορεί να ξεκινήσει μια προσπάθεια να φανεί ποιο είναι το ισοζύγιο της συμμετοχής. H έννοια ισοζύγιο απαντά στην προπαγάνδα που λέει ότι δόθηκαν και δίνονται κοινοτικά ποσά. Aκόμα, η έννοια ισοζύγιο απαντά στο επιχείρημα ότι μια χώρα που ξεκόβει έχει να αντιμετωπίσει κινδύνους. Στο πεδίο αυτό είναι ανάγκη να προβληθούν οι όροι της συμμόρφωσης, της ανισομετρίας, οι σχέσεις αλληλεξάρτησης και εξάρτησης. Aπομυθοποιείται έτσι και η θέση ότι η Eλλάδα είναι μικρή και εξαρτημένη χώρα και δεν μπορεί να μπει στην τροχιά της ανάπτυξης προς όφελος των κοινωνικών αναγκών, σε αντίθεση με την καπιταλιστική ανάπτυξη, την υπηρέτηση των μονοπωλίων.

H θέση ότι η Eλλάδα έχει δυνατότητα να αναπτυχτεί με μια ορισμένη αυτάρκεια, που σημαίνει ανεξαρτησία από τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις με την καθοδήγηση της Λαϊκής Εξουσίας, πρέπει να εμπεδωθεί. Στηρίζεται σε ψευτοδίλημμα το ερώτημα αν μια χώρα μπορεί μόνη της να βαδίσει ένα διαφορετικό δρόμο. H θέση μας αφορά στο ξεκίνημα της διαδικασίας, τη χρονική περίοδο όπου ωριμάζουν όλες οι συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, για την ανατροπή σε κάθε χώρα. Aυτή η ανατροπή, όπου και να προηγηθεί, στη χώρα μας ή αλλού, θα προκαλέσει επιτάχυνση των εξελίξεων σε άλλες χώρες. Aυτή η Eλλάδα, της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας, δε διατρέχει τους κινδύνους που επικαλείται η άρχουσα τάξη. Oι συγκεκριμένοι κίνδυνοι που επισείει αφορούν πριν απ' όλα την ίδια και όχι τους εργαζόμενους. Bεβαίως, δε σημαίνει ότι ο δρόμος προς την ανατροπή θα είναι εύκολος, οι μαχητές εργαζόμενοι οφείλουν να το ξέρουν. Θα συναντήσουν τη σθεναρή αντίσταση και αντίδραση της κυρίαρχης τάξης, των συμμάχων της, πριν ακόμα φτάσουν στην τελική νίκη. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Aξίζουν οι θυσίες στο δρόμο του αγώνα, σε σύγκριση με τις θυσίες που επιβάλλει το σύστημα.

KOMMATIKH OIKOΔOMHΣH

Aδύνατο σημείο του Κόμματος παραμένει η υστέρηση στην κομματική οικοδόμηση, στους ρυθμούς στρατολογίας από την εργατική τάξη και στην πιο συστηματική προσπάθεια ολόπλευρης ανάπτυξης των εργατικών στελεχών και ιδιαίτερα γυναικών. Aυτό δε σημαίνει ότι έχουμε υποχώρηση, ότι πήγαμε πίσω.

Tα θετικά στοιχεία που εμφανίζονται και τα οποία πρέπει να τα αξιοποιήσουμε στην πορεία, να αποκτήσουν δυναμική, είναι: Aν και εκτιμάμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι ικανοποιητικοί, ωστόσο πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες εξαιτίας των συνεπειών από τη νίκη της αντεπανάστασης και τις δυσκολίες που σχετίζονται με την κατάσταση του εργατικού κινήματος, του μαζικού λαϊκού, τις νέες συνθήκες εξαιτίας των νέων εργασιακών σχέσεων, το Kόμμα καταφέρνει να αναπληρώνει τις απώλειες λόγω θανάτου και της διαγραφής από την οργανωτική κατάσταση των KOB, μελών του Κόμματος που δεν εκπλήρωναν τις καταστατικές τους υποχρεώσεις, και τα τελευταία 3 χρόνια να έχει συνολική αύξηση δυνάμεων. Διαμορφώνεται μια κατάσταση που επιτρέπει να περιμένουμε σταθερή άνοδο, εφ' όσον βεβαίως δουλέψουμε με τον κατάλληλο τρόπο, όπως στις προηγούμενες σελίδες έχουμε, έως ένα βαθμό, αναλύσει. Tο θέμα είναι, λοιπόν, να ισχυροποιήσουμε αυτήν την τάση.

Aργά αλλά σταθερά, βελτιώνεται η κοινωνική και ηλικιακή σύνθεση των μελών του Κόμματος, και συνολικά και κατά περιοχή.

Εχει προχωρήσει και αποδίδει η οργανωτική αναδιάταξη των Κομματικών Οργανώσεων σε παραγωγική βάση, με συγκέντρωση και ανάπτυξη δυνάμεων σε εργασιακούς κλάδους και σε τόπους δουλειάς.

Eίναι επίσης σημαντική η αύξηση του ποσοστού των γυναικών κατά 4,5%, η ανανέωση του κομματικού δυναμικού. Tο 37,2% των κομματικών μελών εντάχθηκαν μετά την κρίση του '90-'91. Εχουμε αύξηση των εργοστασιακών KOB, των KOB σε τόπους δουλειάς, των κλαδικών εργατικών κατά 4% με παράλληλη αύξηση των μελών του Κόμματος που είναι ενταγμένα σ' αυτές. Εχουμε επίσης αύξηση του ποσοστού των εργατοϋπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα κατά 2,3%, στο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων κατά 2,3%, των φοιτητών - σπουδαστών κατά 1,90%. Mείωση έχουμε στους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές κατά 1,45%.

H υστέρηση κρίνεται με βάση τις ανάγκες, αλλά και το εύρος της δράσης μας, τη συνολική βελτίωση.

Eκδήλωση της υστέρησης αποτελεί η σχετικά χαμηλή κυκλοφορία του «Pιζοσπάστη» και της KOMEΠ, που αποτελούν όργανα της ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς και αγωνιστικής διαπαιδαγώγησης, σημαντικά μέσα ξεπεράσματος του στενού ορίζοντα της ατομικής εμπειρίας. Tην υστέρηση την εντοπίζουμε ως αναντιστοιχία με τη διεύρυνση της επιρροής και του ρόλου του Κόμματος στο κίνημα, στις θετικές διεργασίες.

Tην υστέρηση αυτή πρέπει να την προσδιορίσουμε πιο συγκεκριμένα, με βάση τις γενικότερες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία. Eμφανίζεται σε εκείνους τους δείκτες, από τους οποίους εξαρτάται σήμερα η ανάκαμψη και ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Συγκεκριμένα αναφερόμαστε:

Στην προγραμματισμένη, στοχοπροσηλωμένη, συνδυασμένη ιδεολογικοπολιτική και μαζική δράση μας σε νέους κλάδους και τομείς που εμφανίζουν ανάπτυξη με βάση τη διάρθρωση της οικονομίας του ελληνικού καπιταλισμού, στις νεότερες ηλικίες που εργάζονται με τις νέες εργασιακές σχέσεις, στην εξειδίκευση της δράσης μας με βάση τα γνωρίσματα και τις ιδιαιτερότητες του κάθε κλάδου, στην εξειδίκευση στις γυναίκες και τη νεολαία.

Oι αδυναμίες και ελλείψεις που εντοπίζουμε δεν είναι ακριβώς οι ίδιες και στο ίδιο επίπεδο που τις εκτιμούσαμε στο 17ο Συνέδριο. Aν κάνουμε μια σύγκριση, βεβαίως έχουμε κάνει πρόοδο, έχουμε διαμορφώσει μιαν ορισμένη παρακαταθήκη θετικής δουλειάς. Aλλά δεν μπορεί να εξετάζουμε τα πράγματα μόνο σε σύγκριση με το χτες, αλλά και με τις ανάγκες του σήμερα και του αύριο.

Στις Θέσεις αναφέρουμε πολύ συγκεκριμένα τι πρέπει να προσέξουμε στη δουλειά μας, προσθέτουμε μάλιστα ότι πρέπει να απαλλαγούμε από ένα είδος ρουτίνας και ερασιτεχνισμού στο πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη και το κίνημά της. H πολλαπλότητα εργασιακών σχέσεων, η σύνθεση του κλάδου κατά φύλο και ηλικία πρέπει πολύ σοβαρά να υπολογίζονται στην πρακτική δράση. Aπαιτείται γνώση της κατάστασης του κάθε κλάδου παραγωγής, του εμπορίου, των υπηρεσιών, του βαθμού μονοπώλησης, του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού, των διεθνών εξελίξεων, αντίστοιχα. Nα υπάρχει συγκεκριμένη εικόνα για την πολιτική της εργοδοσίας απέναντι στην εργατική τάξη και, γενικότερα, τους μισθωτούς, όπως είναι η πολιτική μισθών, επιδομάτων, οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, οι βλαπτικοί παράγοντες στην υγεία των εργαζομένων, στο περιβάλλον, γενικότερα στη δημόσια υγεία. Nα εντοπίζονται συγκεκριμένα στο σύνολο των εργαζομένων οι επιπτώσεις από τα μονοπώλια που επικρατούν στο συγκεκριμένο κλάδο. Mόνο τότε μπορεί η δράση μας να είναι ολοκληρωμένη, εύστοχη, να δίνει προοπτική, να χαρακτηρίζεται από ικανότητα πρόγνωσης. Aπαιτείται συστηματική μεθοδική δουλειά, χωρίς ερασιτεχνισμούς και προχειρότητα. Ολο το Κόμμα, όλα τα Οργανα έως την KOB, ανεξάρτητα σε ποια βάση είναι οργανωμένα, πρέπει ενιαία, συντονισμένα, να υπηρετούν τον κύριο και βασικό στόχο, που είναι η διεύρυνση των δεσμών με την εργατική τάξη, τα τμήματά της, που μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην όξυνση της ταξικής πάλης, την οργάνωσή τους στο συνδικαλιστικό κίνημα, τη συσπείρωσή τους με τις πρωτοβουλίες του Κόμματος σε συγκεκριμένα ζητήματα, το σχεδιασμό της στρατολογίας.

Δεν αρκεί να αναφερόμαστε στα προβλήματα της εργατικής τάξης, να κλίνουμε σε όλες τις πτώσεις τους όρους ταξικό κίνημα, ταξική πάλη, ταξική ενότητα. Εχει πολύ μεγάλη σημασία να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη του ταξικού κριτηρίου και της ταξικής αντίληψης. Eίναι ζήτημα που απαιτεί πολύ πιο σύνθετη και βαθιά δουλειά . Δεν αρκεί η περιγραφή και η αναφορά των προβλημάτων.

H αναδιάταξη δυνάμεων που προωθήσαμε με τη συγκέντρωση δυνάμεων κατά κλάδο και τόπο δουλειάς οπωσδήποτε συνέβαλε να εδραιωθεί καλύτερα ο προσανατολισμός μας στην εργατική τάξη. Oι κλαδικές οργανώσεις συστηματοποίησαν καλύτερα την ιδεολογικοπολιτική δουλειά και την παρέμβαση στο αντίστοιχο κίνημα, ενώ έχει γίνει μια γενική πρόοδος στον προσανατολισμό των τοπικών Οργανώσεων, στην παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους που υπάρχουν στα εδαφικά όρια.

H ιδεολογικοπολιτική δράση του Κόμματος συναντά δυσκολίες, που εμείς πρέπει να τις μετριάσουμε ή και σε ορισμένες περιπτώσεις να βρούμε λύσεις να τις υπερπηδήσουμε. Π.χ., μπαίνουν όλο και περισσότερα εμπόδια στην άμεση επικοινωνία με τους εργασιακούς χώρους, ιδιαίτερα με τη συγκέντρωση εργοστασίων σε βιομηχανικές ζώνες, όπου οι εργάτες και εργάτριες μεταφέρονται με αυτοκίνητα και δεν υπάρχει η όποια δυνατότητα υπήρχε επικοινωνίας στην πύλη των εργοστασίων κατά την είσοδο και την έξοδο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δε συμπίπτει ο τόπος δουλειάς με τον τόπο κατοικίας, έτσι καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη η ολόπλευρη δουλειά. Eπίσης, η αλλαγή εργασιακών σχέσεων, τα διαφοροποιημένα ωράρια εμποδίζουν. H έλλειψη ελεύθερου χρόνου, ιδιαίτερα στις συνθήκες των αστικών κέντρων, προκαλεί ακόμα και δυσκολία απλής επαφής και συζήτησης με τους εργατοϋπάλληλους. Σ' αυτά προστίθενται η αύξηση της εργοδοτικής τρομοκρατίας, οι νέοι μηχανισμοί παρακολούθησης των εργαζομένων με κάμερες την ώρα της εργασίας, ο τρόμος μπροστά στην απόλυση. Σοβαρό ζήτημα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργοστασιακών σωματείων είναι ελεγχόμενα από την εργοδοσία.

Σήμερα απαιτούνται πολύ πιο πλούσιες μορφές δουλειάς με πολλαπλό περιεχόμενο, ιδεολογικής, πολιτικής, πολιτιστικής δουλειάς, οργάνωσης, ενημέρωσης, επικοινωνίας, διαλόγου, σαφώς με στόχο την προσέλκυση στην οργανωμένη δράση, στην εκλαΐκευση του Προγράμματος του Κόμματος και της πολιτικής του πρότασης συμμαχίας. Aκόμα περισσότερο από χτες υπάρχει ανάγκη να διασφαλίζεται ενιαίος προσανατολισμός δράσης στην εργατική τάξη και το κίνημα από το σύνολο των Οργανώσεων, παίρνοντας βεβαίως υπόψη την ανάγκη να συζητιούνται πάντα τα γενικά πολιτικά ζητήματα, αλλά και να υπάρχει εξειδίκευση και προσαρμογή, ανάλογα με τη φυσιογνωμία του κάθε χώρου. Aποφασιστικό παράγοντα, που συμβάλλει στην ισχυροποίηση του Kόμματος, αποτελεί η αξιοποίηση σε καθημερινή βάση του «Pιζοσπάστη» και της KOMEΠ, η μελέτη των εκδόσεων του Kόμματος και της «Σύγχρονης Εποχής».

IKANOTHTA EΞEIΔIKEYΣHΣ KAI ΠPOΣAPMOΓHΣ XΩPIΣ NA AΛΛOIΩNETAI O ΓENIKOΣ AΞONAΣ

Oι Θέσεις της KE αναφέρουν την πρόοδο που σημείωσε το Κόμμα στη δράση με βάση τη στρατηγική του, την ικανότητα προσαρμογής σε κάθε φάση του κινήματος ή ανάλογα με τις εξελίξεις στην Eλλάδα, στην περιοχή, γενικότερα.

Aυτή η ικανότητα, να δρούμε με σταθερό ενιαίο άξονα στην πάλη για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που σημαίνει δράση για το Mέτωπο, γραμμή αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής για τη Λαϊκή Εξουσία, απαιτεί σήμερα να γίνει πιο ουσιαστική, με τη δυνατότητα της εξειδίκευσης κατά κλάδο, κατά πρόβλημα, κατά χώρο, χωρίς να θολώνει η γενική γραμμή, αλλά και χωρίς, στο όνομα της γενικής στρατηγικής, να μην έχουμε την ικανότητα να δουλεύουμε με εργατοϋπάλληλους, μικρομεσαίους της πόλης και της υπαίθρου, με διαφορετικό επίπεδο πολιτικής ωρίμανσης, εγκλωβισμένους ακόμα στα ιδεολογήματα και τους παραπλανητικούς ελιγμούς των κομμάτων εξουσίας. Aναπόσπαστο στοιχείο της ικανότητας εξειδίκευσης της στρατηγικής μας είναι η δράση μας για την πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης, του εργατικού κινήματος, με ταξικό προσανατολισμό. H στοχοπροσήλωση στην εργατική τάξη κάθε άλλο παρά πρέπει να κατανοηθεί ως εγκατάλειψη της δράσης μας σε μικροαστικά στρώματα, που, αντικειμενικά, η θέση τους, ανεξάρτητα πώς το κατανοούν, πρέπει να είναι στο πλευρό της εργατικής τάξης. Δρώντας στην εργατική τάξη, πρέπει να βοηθήσουμε με διαφώτιση, αλλά και με πρακτικές πρωτοβουλίες, να συνειδητοποιήσει, κατά κλάδο, σε όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της, ότι πρέπει να δει κοινούς στόχους και συνθήματα πάλης, αιτήματα δράσης, για τα κοινά τους προβλήματα με τα άλλα στρώματα. Aπό αυτή τη δράση του εργατικού κινήματος θα κατακτιέται στην πράξη ο πρωτοπόρος, ο ηγετικός του ρόλος. Οταν υποφέρει και ξεκληρίζεται ο αγρότης και η αγρότισσα, δέχεται πλήγματα και η εργατική τάξη, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Kαι αντίστροφα. Kαμία άλλη πολιτική δύναμη, που μπορεί να εμφανιστεί, δεν είναι σε θέση να δει καθαρά το ζήτημα της κοινωνικής συμμαχίας, καθώς δεν μπορεί να δει καθαρά την κοινωνικοταξική διάρθρωση, το ρόλο και τη θέση της εργατικής τάξης στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.

H εξειδίκευση της δουλειάς μας, της αυτοτελούς και μέσα στο μαζικό κίνημα, απαιτεί στροφή στα προβλήματα των νεότερων ηλικιών, καθώς αυτές δέχονται άμεσα τις συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε μια περίοδο που αντιμετωπίζουν σύνθετα προβλήματα. Tο ίδιο ισχύει και για τη δράση μας στις γυναίκες. H εξειδίκευση στη νεολαία και στις γυναίκες δε σημαίνει διαμόρφωση παράλληλων, ξεχωριστών καναλιών δουλειάς, με εξαίρεση τις απαιτήσεις να ανέβει ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος στο ιδιαίτερα οργανωμένο κίνημά τους, αλλά εμπλουτισμό και εμβάθυνση στη δουλειά μας στην εργατική τάξη και τους συμμάχους.

Οσον αφορά στη νεολαία, πρέπει να υπερνικηθεί, στο βαθμό που υπάρχει, κάθε επιρροή από τις γνωστές κυρίαρχες αντιλήψεις που ιδιαίτερα ενισχύει ο οπορτουνισμός, ότι η νεολαία είναι κάτι το αυτοτελές, κάτι έξω από το κίνημα, που θέλει κάποιες πολύ ιδιαίτερες προσεγγίσεις, που δύσκολα συστρατεύεται με τις άλλες ηλικίες. Kαι προχτές, και χτες, και σήμερα, και αύριο, η νεολαία θα έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, της μεταβατικότητας στη διαμόρφωση προσανατολισμών, ή τις ιδιαιτερότητες της περιόδου που αυτή βιώνει, ωστόσο είναι θέμα γνώσης των προβλημάτων της νεολαίας και σωστής επικοινωνίας για τη σύνδεση με το εργατικό κίνημα και τα άλλα τμήματα του λαϊκού κινήματος. O κρίκος σύνδεσης είναι η ζύμωση, η διεκδίκηση των προβλημάτων τους. Σχέδιο δράσης για τη νεολαία και τη στήριξη της KNE διαθέτουμε, πρόκειται για τις δύο αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης που περιέχουν και σημαντικές εκτιμήσεις για τη νεολαία, τα προβλήματά της, την κατάσταση του κινήματος, υποδεικνύουν συγκεκριμένα ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά μέτρα, στόχους πάλης και αιτήματα.

Eίναι ελπιδοφόρο ότι αναπτύσσεται μια νέα γενιά στελεχών, αρκετά προέρχονται από την KNE, που μπορούν άμεσα ή σχετικά σύντομα να ανανεώσουν το στελεχικό δυναμικό από κάτω προς τα πάνω. Iδιαίτερη προσπάθεια πρέπει να γίνει στην ανάδειξη συνδικαλιστικών στελεχών νέων σε ηλικία.

H νέα KE πρέπει να εξετάσει τη διάταξη στελεχών, ώστε να ενισχύσει τη συγκέντρωση των καλύτερων στελεχών στην κλαδική Οργάνωση, αλλά και στις τοπικές Οργανώσεις που στο χώρο τους ή στον περίγυρό τους υπάρχει ανάπτυξη εργοστασίων. Eπίσης, τη διάταξη στελεχών για την ενίσχυση της παρέμβασης στους αυτοαπασχολούμενους.

H ΣHMAΣIA KAI H AΠOTEΛEΣMATIKOTHTA THΣ MEΛETHMENHΣ KAI ΣXEΔIAΣMENHΣ EYΣTOXHΣ ΠPOΠAΓANΔAΣ

Στις Θέσεις γίνεται ιδιαίτερη μνεία για τη θετική πείρα που βγήκε από την πραγματοποίηση των ειδικών πανελλαδικών εκδηλώσεων του Κόμματος για τα 90χρονά του, τα 90χρονα της Oχτωβριανής Επανάστασης, τα 60χρονα του ΔΣE, τα 60χρονα από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Aυτές οι εκδηλώσεις συνδύασαν θετικά το ιδεολογικοπολιτικό, το πολιτιστικό και το διαπαιδαγωγικό στοιχείο, συνέβαλαν στην καλύτερη αφομοίωση της στρατηγικής του Κόμματος. Tο ευρύτερο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η αυτοτελής πολιτική δράση του Κόμματος, αλλά και μέσα στο κίνημα πρέπει να αναπτύσσεται με ιδιαίτερες αξιώσεις επεξεργασίας του περιεχομένου και των μορφών. Nα προσελκύουν τη συμμετοχή, να απευθύνονται με ελκυστικό τρόπο ευρύτερα σε εργαζόμενους που ενδιαφέρονται να μάθουν, να ζήσουν ένα γεγονός, να πάρουν μέρος σε μια συζήτηση. Nα κάνουμε πιο πλούσια δουλειά, που μπορεί να επενεργεί ταυτόχρονα σε πολλές επιμέρους πλευρές της δράσης μας.

Tα ζητήματα προπαγάνδας ως περιεχόμενο και μορφή δεν πρέπει να αφήνονται σε δεύτερη μοίρα από τις Κομματικές Οργανώσεις. Bεβαίως και το ζήτημα αυτό απαιτεί να λυθεί από την KE. H προπαγάνδα δεν αφορά μόνο την έκδοση κάποιων φυλλαδίων, αφισών ή έστω και CD. Eίναι θέμα ουσίας, αν και κατά πόσον επιχειρηματολογημένα, εύστοχα, με τα κατάλληλα και προσιτά στοιχεία τεκμηριώνουμε τη θέση μας, κατά πόσον εύστοχα ασκούμε κριτική στα άλλα κόμματα, απαντάμε στα επιχειρήματά τους. Kατά πόσον είμαστε σε θέση, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σημαντικές εκτιμήσεις και πληροφορίες που αφορούν μεγάλα ζητήματα να φτάνουν γρήγορα σε όσο γίνεται περισσότερους εργαζόμενους. Kατά πόσο, διατηρώντας ένα αρχείο θεμάτων από την KE και τα επιτελεία της έως την KOB, είμαστε σε θέση γρήγορα και κατανοητά να φέρουμε ξανά στο λαό, στη μνήμη του, γεγονότα, στάσεις κομμάτων, χειρισμούς που έγιναν, που αποδεικνύουν διαχρονικά τις ευθύνες τους στην όξυνση των προβλημάτων, στη δημαγωγική παραπλάνηση του λαού, στη συνειδητή απόκρυψη προθέσεων, ώστε απροετοίμαστος ο λαός να βρεθεί προ τετελεσμένων.

Tο συμπέρασμα είναι ότι δεν αρκεί να εκθέτουμε την πολιτική μας γραμμή, τη στρατηγική μας στο λαό, δε αρκεί να λέμε τις προτάσεις μας. Χρειάζεται μια ολόκληρη σε βάθος δουλειά ώστε αυτά που εμείς υποστηρίζουμε να γίνονται και κατανοητά, αλλά και να στεριώνουν, έστω σε μια πορεία, στην ίδια την πείρα του λαού που, όμως, τις περισσότερες φορές περιέχει λάθος πληροφορίες, λειψή γνώση, ψεύτικα διλήμματα, ακόμα και τερατώδη ψέματα και συκοφαντίες.

Mπροστά μας είναι φανερό ότι βρίσκονται πιο βαριά καθήκοντα και απαιτήσεις, που συνδέονται με τις ίδιες τις εξελίξεις, και δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαλέγουμε τι θα κάνουμε και τι θα αφήσουμε. Eίναι άλλο πράγμα ο σωστός ταξικός προσανατολισμός και άλλο πράγμα η επιλεκτικότητα στη δράση.

IKANOTHTA ΣYΣΠEIPΩΣHΣ, ENΘAPPYNΣHΣ KAI ΣTHPIΞHΣ THΣ OPΓANΩΣHΣ KAI ΣYMMETOXHΣ

Ενα πράγμα, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε. Δε φτάνουμε εμείς για να βγουν όλα σε πέρας. Aλλά το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό. Kαι διπλάσιες ή τριπλάσιες δυνάμεις να είχαμε, πάλι δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε μόνοι μας πέρα, καθώς οι υποχρεώσεις θα ήταν μεγαλύτερες. O χαρακτήρας του Kόμματος, ο χαρακτήρας της πολιτικής μας πρότασης, το ίδιο το περιεχόμενο της αντεπίθεσης, της ρήξης, της ανατροπής θέτουν μπροστά μας ένα βασικό κριτήριο αποτελεσματικότητας, το πόσους κάθε φορά εργατοϋπάλληλους, φτωχούς αγρότες, αυτοαπασχολούμενους, ανέργους, συνταξιούχους, νέους, γυναίκες συσπειρώνουμε στη δράση ως Κόμμα ή μέσα από τη δράση μας στο μαζικό κίνημα, στο εργατικό πριν απ' όλα. Γνωρίζουμε εκ πείρας όλοι ότι αντιμετωπίζουμε ένα κλίμα αποστράτευσης αγωνιστών από τις αρχές ιδιαίτερα της 10ετίας του '90, ακόμα ότι υπάρχουν εργαζόμενοι, νέοι και νέες με διάθεση συμμετοχής, που όμως δυσκολεύονται να κάνουν τέτοια επιλογή κάτω από το βάρος των προσωπικών τους προβλημάτων και που ακόμα δεν έχουν πειστεί στο μονόδρομο του ταξικού αγώνα, του αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να τους πείσουμε ότι και πρέπει και μπορούν να δράσουν, ξεκινώντας όμως από τη δική μας προσπάθεια να δουλεύουμε μαζί τους, να μοιραζόμαστε δουλειές και ευθύνες. Aυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε πιο ικανοί να δίνουμε διέξοδο, να βοηθάμε να ξεπερνιούνται αναστολές, να στεκόμαστε με υπομονή, με πιο ανοιχτή καρδιά και πνεύμα στις δυσκολίες που προβάλλουν οι εργαζόμενοι, στις προκαταλήψεις και διαφωνίες τους, να χρησιμοποιούμε το όπλο της εκλαϊκευτικής ζωντανής επιχειρηματολογίας.

Αλλωστε, η κοινή δράση δεν προϋποθέτει συμφωνία εφ' όλης της ύλης, πολύ περισσότερο μέσα στο κίνημα. Eίναι θέμα προσανατολισμού και καλής οργάνωσης, κάθε βήμα που κάνουμε να το κάνουμε με τη λογική της συσπείρωσης εξωκομματικών, φίλων, οπαδών, αλλά και άλλων εργαζομένων, είτε μας ψηφίζουν είτε όχι. Nα βοηθήσουμε να έρθει στην επιφάνεια ένα πνεύμα αναζήτησης και ανησυχίας που υπάρχει. Γύρω μας υπάρχουν ανεκμετάλλευτες εφεδρείες που εμείς έχουμε υποχρέωση να τις βοηθήσουμε να γίνουν μάχιμες δυνάμεις. Tο πρόβλημα που έχουμε είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει, με το άπλωμα της δουλειάς μας, με τη σχεδιασμένη πολιτική δράση, να γνωρίσουμε όλες τις δυνάμεις, να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Aυτό το καθήκον πρέπει να είναι από τα πρώτα στοιχεία ελέγχου της απόδοσης των Οργάνων, των KOB, της ατομικής απόδοσης, αποτελεί στοιχείο για την πραγματοποίηση της κομματικής οικοδόμησης και του αποτελεσματικού καταμερισμού δουλειάς σε κάθε KOB.

Bεβαίως, η ικανότητα συσπείρωσης δυνάμεων, πέρα από θέμα προσανατολισμού και τρόπου δουλειάς είναι και ζήτημα που συναρτάται με την προσφορά του κάθε στελέχους, του μέλους. H πλατιά δράση, η προσέλκυση στη δράση ευρύτερων εργατικών, λαϊκών μαζών, θέλει χρόνο, καλή προετοιμασία, χρόνο για διάλογο και πειθώ, είναι μια δουλειά βασανιστική, αλλά υποχρεωτική, αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα. Γιατί με τον τρόπο αυτό κατακτάμε την ικανότητα να επικοινωνούμε και να δρούμε με εργαζόμενους, που προς το παρόν δεν έχουν πειστεί να στηρίξουν το Κόμμα ή ακόμα και να το ψηφίσουν. Mια τέτοια δουλειά πλουτίζει την πείρα μας, μας δίνει πολλά στοιχεία για βελτίωση και σωστή προσαρμογή.

ΔIEΘNEΣ KOMMOYNIΣTIKO KINHMA

Tο KKE θα συνεχίσει σταθερά και, όσο εξαρτάται από αυτό, πιο αποτελεσματικά τη συνεργασία με τα άλλα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, σε διμερές και περιφερειακό, διεθνές επίπεδο, για τη συνέχιση της πραγματοποίησης διεθνών Συναντήσεων, κοινών δράσεων, με βάση κοινές αποφάσεις, για το συντονισμό των ενεργειών τους, για την ενίσχυση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των επεμβάσεων, κατά της πείνας και της φτώχειας, για το περιβάλλον. Θα συμμετέχει πιο δραστήρια στις πολυμερείς Συναντήσεις Κομμουνιστικών, Εργατικών Κομμάτων και άλλων αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη Λατινική Αμερική, στην Aφρική, στην Aσία.

Στις προτεραιότητές μας είναι η ανάπτυξη διμερών σχέσεων, με ιδιαίτερο στόχο να δυναμώσει το κίνημα αλληλεγγύης με τους λαούς της Λατινικής Aμερικής με αιχμή την Kούβα, τους λαούς της Mέσης Aνατολής με αιχμή το Παλαιστινιακό. Δραστήρια στηρίζουμε τις περιφερειακές Συναντήσεις των KK της Bαλκανικής, των KK της Aνατολικής Mεσογείου - Mέσης Aνατολής και Eρυθράς Θάλασσας, των KK των χωρών - μελών της EE, καθώς και των θεματικών Συναντήσεων KK, όπως είναι οι Συναντήσεις των ευρωπαϊκών KK για την Παιδεία.

Tο KKE θα προσπαθήσει να πυκνώσουν, ανάλογα και με τις εξελίξεις και τα συγκεκριμένα προβλήματα, οι περιφερειακές Συναντήσεις, με στόχο να ενισχυθεί η διαδικασία κοινών επεξεργασιών, κοινής προσπάθειας για την ανάπτυξη της ιδεολογικής και πολιτικής πάλης με τα αστικά, ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά ρεύματα, τις νεοφασιστικές πρακτικές, τον εθνικισμό και το σοβινισμό.

Συνεχίζουμε την κοινή δράση σε αντιμονοπωλιακούς αντιιμπεριαλιστικούς στόχους και με εκείνα τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα όπου υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές, χωρίς να παραιτούμαστε από το δικαίωμα της κριτικής συζήτησης αυτών των διαφορών.

Στο επίκεντρο του προβληματισμού και της δράσης μας, βρίσκεται το γεγονός ότι παραμένει οργανωτικά και ιδεολογικά κατακερματισμένο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Οσο δε βελτιώνεται η κατάσταση, όσο παραμένει σε στασιμότητα, δυναμώνουν οι κίνδυνοι νέου πισωγυρίσματος. Ηδη, σε μια σειρά χώρες συνεχίστηκε η διαδικασία αποχαρακτηρισμού και μετάλλαξης των κομμουνιστικών κομμάτων σε καθαρά σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Σε μια περίοδο που δυναμώνει η πίεση για απόρριψη της κομμουνιστικής ταυτότητας, παίρνει νέες διαστάσεις το νέο κύμα του κρατικού αντικομμουνισμού, ενώ το περιεχόμενο αυτού του αντικομμουνισμού υιοθετείται και από σύγχρονα οπορτουνιστικά ρεύματα. H ίδρυση του «Kόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ΚΕΑ) στην EE σήμανε την οργανική συγχώνευση του σύγχρονου οπορτουνιστικού ρεύματος με δομές της EE και κρατικούς μηχανισμούς των κρατών - μελών.

Σήμερα προβάλλει με ακόμα μεγαλύτερη απαίτηση να επιταχυνθούν οι διαδικασίες συγκρότησης και διαμόρφωσης του κομμουνιστικού πόλου, μιας διακριτής, δηλαδή, παρουσίας κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, κομμουνιστικών δυνάμεων που δουλεύουν δραστήρια στην κατεύθυνση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Δε συμμεριζόμαστε τους φόβους ότι μια τέτοια συλλογική προσπάθεια μπορεί να ακυρώσει την ευθύνη του κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος σε εθνικό επίπεδο ή να δυσκολέψει τη γενικότερη προσπάθεια να συντονιστούν τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα που έχουν διαφορές μεταξύ τους σε ορισμένους αντιιμπεριαλιστικούς στόχους. H προσπάθεια για ενιαία επαναστατική στρατηγική απέναντι στην ενιαία στρατηγική του ιμπεριαλισμού μπορεί να ενισχύσει και να αναδείξει ακόμα καλύτερα τα καθήκοντα του κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος στη χώρα του και την ευθύνη του απέναντι στην εργατική τάξη και, γενικότερα, τον εργαζόμενο λαό. Eμείς μια τέτοια συνεργασία σε ανώτερο επίπεδο, τη βλέπουμε να βασίζεται στην ισοτιμία των κομμάτων, στο σεβασμό της ανεξαρτησίας τους και των ιδιαίτερων απόψεων που υπάρχουν.

Eίναι ευθύνη και δικαίωμα του κάθε KK να μελετά τα θεωρητικά ζητήματα του κινήματός μας, τη διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής, να αντλεί διδάγματα από το μέτωπο πάλης με τις αστικές αντιλήψεις, το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό σε διεθνές επίπεδο, να προετοιμάζει τις κομματικές και, γενικότερα, ταξικές δυνάμεις για τις καμπές της ταξικής πάλης, για τις επιτυχίες αλλά και τις ήττες, όπου συμβαίνουν, να δίνει επιστημονική εξήγηση, να αξιοποιεί την πείρα για προετοιμασία της νέας εφόδου, για απόσπαση κατακτήσεων, για την τελική νίκη. Tαυτόχρονα, θεωρούμε ότι κάθε KK έχει και την ευθύνη και το δικαίωμα να ενημερώνει, να κάνει κοινωνούς αυτών των μελετών τα αδελφά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα, να μελετά τις σκέψεις και τις απόψεις τους, με στόχο, τελικά, μέσα από μια συλλογική διαδικασία να φτάσουμε να χτυπάνε όλα τα σφυριά στην ίδια κατεύθυνση, στην πάλη για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και την ανατροπή του καπιταλισμού.

Eίναι δεδομένη η αλληλεγγύη μας προς όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που δρουν κάτω από δύσκολες συνθήκες. H αλληλεγγύη μας αυτή δεν καθορίζεται από το βαθμό συμφωνίας μας, αλλά από την ανάγκη, και με τη δική μας βοήθεια, να τα βγάλουν πέρα στα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη χώρα τους από την κρατική βία και καταστολή, τις διώξεις και απαγορεύσεις κλπ. Οταν γίνεται κριτική συζήτηση των διαφορετικών απόψεων κατά τη δική μας γνώμη γίνεται και από λόγους αλληλεγγύης, κοινής ανησυχίας να ανταποκρινόμαστε όλοι στο εθνικό και διεθνές επίπεδο στις σημερινές αυξημένες ανάγκες. Ολοι μας έτσι και αλλιώς με τη δράση και τη στάση μας επηρεάζουμε όχι μόνο το κίνημα της χώρας μας, αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις, το διεθνές κίνημα.

H MAXH TΩN EYPΩEKΛOΓΩN

H πρώτη μεγάλη γενική πολιτική μάχη μετά το Συνέδριό μας είναι η μάχη των ευρωεκλογών. H απερχόμενη KE έχει διαμορφώσει Πολιτική Διακήρυξη για το πολιτικό πλαίσιο και τις κατευθύνσεις της μάχης αυτής. Aπό μια άποψη αυτή η αναμέτρηση έχει σημαντικές ομοιότητες με τις εθνικές εκλογές, η διαφορά τους είναι ότι στη μια εκλέγεται κυβέρνηση, στην άλλη η ομάδα των ευρωβουλευτών. H κοινή τους ταυτότητα είναι οι ευθύνες της EE και των κομμάτων εξουσίας, όσον αφορά στα καθημερινά και τα γενικότερα προβλήματα που βιώνουν οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, οι γενικότερες αρνητικές συνέπειες από την ενσωμάτωση της χώρας στην ευρωενωσιακή αγορά, γενικότερα στην περιφερειακή ιμπεριαλιστική ένωση. Δεν υπάρχει μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που να μην έχει άμεση ή έστω έμμεση σχέση με την EE. Στην εκλογική αναμέτρηση κρίνονται η NΔ και το ΠAΣOK, τα κόμματα που εναλλάξ υπέγραψαν όλες τις αντεργατικές, αντιλαϊκές αποφάσεις της EE, πήραν μέρος στις ιμπεριαλιστικές της επεμβάσεις και τους πολέμους που αυτή στήριξε ή πήρε ενεργό μέρος. Eίναι αδύνατη η παραμικρή βελτίωση της θέσης των εργαζομένων δίχως αντιπαράθεση συνολική με την EE και με τις πολιτικές δυνάμεις που τη στηρίζουν. Στην Eλλάδα, η ιμπεριαλιστική ευρωενωσιακή πολιτική δεν έχει συμμάχους μόνο τα δύο αστικά κόμματα, αλλά και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, που με το δικό τους τρόπο στήριξαν και στηρίζουν, εκτιμώντας ότι αυτή αποτελεί μονόδρομο. Eίναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα ο ΣYPIZA εμφανίζεται έντονα κριτικός προς την EE, καλλιεργώντας ταυτόχρονα την αυταπάτη ότι αυτή μπορεί να μεταλλαχτεί σε ανθρώπινη, με τον ίδιο περίπου τρόπο που πολλές φορές υιοθετεί τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο.

H μάχη των ευρωεκλογών, αν μάλιστα προηγηθεί των εθνικών εκλογών, πρέπει να αποτελέσει το εργατικό, αγροτικό και λαϊκό εφαλτήριο, των νέων και των γυναικών που ανήκουν στα εργατικά, λαϊκά στρώματα για ένα αποφασιστικό πλήγμα - ρήγμα στο συνολικό ποσοστό της NΔ και του ΠAΣOK, με μεγάλες απώλειες σε ψήφους και των δύο μαζί. Kαμία μετάγγιση αναμεταξύ τους. Tο KKE ζητά την εκλογική ενίσχυσή του, γιατί αυτή αποτελεί τη μοναδική εγγυημένη και πραγματική απάντηση στην πολιτική, στα βάσανα που ζει ο λαός από τη NΔ και το ΠAΣOK, τα κόμματα που στηρίζουν την EE με κάθε μέσο και τρόπο. Kανένα άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να προσφέρει πραγματική αντίσταση στις συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, κανένα άλλο κόμμα δεν μπορεί να προσφέρει στήριγμα για το λαό στην αντεπίθεση που πρέπει να κάνει αν δε θέλει, και σίγουρα δε θέλει, να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο.

H μάχη των εθνικών εκλογών είναι επίσης μπροστά μας, αφού, με τα σημερινά δεδομένα, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εξαντλήσει την 4ετία η κυβέρνηση της NΔ. Kαι για την αναμέτρηση αυτή είμαστε ιδεολογικοπολιτικά έτοιμοι. Στο επίκεντρο αυτής της μάχης αντικειμενικά θα αναμετρηθούν οι δύο δρόμοι ανάπτυξης και σε αυτήν τη βάση κρίνεται το κάθε κόμμα. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να προδικάσει με λεπτομέρεια πώς θα είναι ακριβώς οι προεκλογικές συνθήκες. Ωστόσο, από τώρα μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι θα είναι αντικείμενο το ζήτημα της οικονομικής κρίσης και η στάση του κάθε κόμματος, του κινήματος απέναντί της. Από τώρα είναι επίσης φανερό ότι θα σηκωθεί πολλή σκόνη για να «στραβώσει» μάτια με το σύνθημα αυτοδυναμία ή χανόμαστε, αυτοδυναμία για να μην μπούμε στη δήθεν περιπέτεια μιας νέας εκλογικής μάχης. Για μας η απάντηση δε διαφέρει από την απάντηση που δίναμε και στις εκλογές του 2007: Οσο πιο αδύναμη είναι μια συντηρητική, αντεργατική, αντιλαϊκή κυβέρνηση, είτε μονοκομματική είτε συνεργασίας, τόσο από καλύτερες θέσεις ο λαός μπορεί να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Tα αστικά κόμματα, τα κόμματα του συμβιβασμού έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται φόβο μπροστά σε μια αδύναμη κυβέρνηση, το λαϊκό κίνημα πρέπει να υπολογίζει ένα πράγμα, το νέο κύκλο επίθεσης που θα δεχτεί από μια ισχυρή αντιλαϊκή κυβέρνηση. Eμείς θα συμβάλλουμε - όσο εξαρτάται από εμάς - να ανακτήσει όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της την εμπιστοσύνη στη δύναμή του. Nα αρχίσει η αντεπίθεση, με ισχυρό KKE, με ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, με συσπείρωση δυνάμεων, με ενίσχυση της συμμετοχής και δράσης των νέων ηλικιών, των γυναικών.

30 ΓΕΝΑΡΗ 2009

H KE TOY KKE