Ενα κοινωνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από το «κοινωνικό του είναι», δηλ. από τις επικρατούσες σχέσεις παραγωγής (ΣΠ) και ιδιαίτερα από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής (ΜΠ). Η ιδιοκτησία στα ΜΠ δεν είναι απλά ένα τυπικό - νομικό δικαίωμα, αλλά είναι οικονομική - κοινωνική σχέση και αποτελεί τη βασική σχέση του συνόλου των ΣΠ ενός κοινωνικού συστήματος. Με απλά λόγια: Είμαι ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης σημαίνει, εκτός της ιδιοποίησης των προϊόντων της παραγωγής, ότι ελέγχω και κατευθύνω την πορεία της. Η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας στα ΜΠ στον καπιταλισμό είναι εύκολα κατανοητή και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια προηγούμενων κοινωνικών συστημάτων.
Το δύσκολο είναι να κατανοήσουμε την έννοια της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με την οποία ολόκληρη η κοινωνία ελέγχει και κατευθύνει την πορεία των ΜΠ, μέσω πανεθνικού σχεδιασμού, και ιδιοποιείται τα προϊόντα της παραγωγής. Ο εργατικός έλεγχος δεν είναι αναγκαίος μόνο σε κάθε συγκεκριμένη επιχείρηση στην οποία εργάζεται μια ομάδα εργατών (άμεσος έλεγχος), αλλά έμμεσα (μέσω του «κεντρικού» σχεδιασμού) και στις επιχειρήσεις που ενδεχόμενα την εφοδιάζουν με πρώτες ύλες, μηχανήματα κλπ. και στη διάθεση των τελικών προϊόντων. Ενας τέτοιος τρόπος παραγωγής «δένει» τους εργαζόμενους στα ΜΠ, τους δημιουργεί την επιθυμία όχι μόνο να συμμετέχουν στον έλεγχο της οικονομίας, αλλά και στην πολιτική. Ετσι αναπτύσσονται οι σοσιαλιστικές ΣΠ και η συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, η σοσιαλιστική συνείδηση. Αλλωστε, «τα αίτια εμφάνισης της κοινωνικής συνείδησης πρέπει να αναζητούνται όχι στα κεφάλια των ανθρώπων, αλλά στον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών... Δεν καθορίζει η συνείδηση το κοινωνικό είναι, αλλά το κοινωνικό είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση». («Απαντα» Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς).
Η ΚΕ σωστά δέχεται την άποψη της σοβιετικής ηγεσίας (Θέση 18 σελ. 19) ότι «τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και στις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν». Αλλά η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται στην ύπαρξη των εμπορευματικών σχέσεων (Θέση 17 σελ. 18), που, κατά τη γνώμη μου, ήταν σε θέση να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας απέναντι στον όγκο της «κοινωνικής» παραγωγής, και δε δίνεται καμιά ικανοποιητική απάντηση στο εύλογο ερώτημα, γιατί δεν αντέδρασε ο σοβιετικός λαός και το κόμμα των μπολσεβίκων στο πισωγύρισμα. Γιατί δεν αντέδρασαν οι εργάτες στον κρατικό τομέα της οικονομίας όταν τους αφαιρούσαν την ιδιοκτησία τους. Είναι φανερό ότι δεν είχε αναπτυχθεί, ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είχε δυναμώσει η σοσιαλιστική συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με τον τρόπο που περιέγραψα παραπάνω.
Ο έλεγχος της σοβιετικής οικονομίας, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και για τις ανάγκες παραγωγής στρατιωτικού υλικού, συγκεντρώνεται αναγκαστικά στο «κέντρο». Ο όποιος σχεδιασμός υπήρχε μετατρέπεται σε κεντρικό προγραμματισμό, ο οποίος, όπως φαίνεται, διατηρείται ουσιαστικά και μετά τον πόλεμο. Ο προγραμματισμός αυτός, αποκομμένος στην πραγματικότητα από τη βάση, δεν είναι σε θέση να αναπτύξει χωρίς προβλήματα τις παραγωγικές δυνάμεις (ΠΔ). Οι «συγκεντρωτικές» αυτές ΣΠ έρχονται σε μια συνεχώς οξυνόμενη αντίθεση με τις ΠΔ. Η αντίθεση αυτή κυριαρχεί και βάζει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Οι εργαζόμενοι στον «κοινωνικό» τομέα της οικονομίας αποξενώνονται συνεχώς από τα ΜΠ και τον εργατικό έλεγχο. Η όποια σοσιαλιστική συνείδηση για την τύχη των επιχειρήσεών τους και για την όλη πορεία της οικονομίας εξανεμίζεται. Το πόσο ο σοβιετικός λαός ήθελε «περισσότερο σοσιαλισμό» και τι ακριβώς ήθελε, σηκώνει πολλή συζήτηση. Ενα μέρος του, επηρεασμένο και από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, δεν έβλεπε με άσχημο μάτι την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων που θα «έλυνε τα προβλήματα της παραγωγής». Το πισωγύρισμα είναι προ των πυλών.
Μία ήταν η λύση στο πρόβλημα του συγκεντρωτισμού. Η αποκέντρωση της διεύθυνσης της οικονομίας, η οποία είχε δύο δρόμους: Ο ένας δρόμος που με διορθωτικές κινήσεις θα επέκτεινε και θα ενίσχυε τον πανεθνικό σχεδιασμό της παραγωγής, όπως περιγράφω στη δεύτερη παράγραφο, ή ο δρόμος που ακολουθήθηκε. Το σπάσιμο, δηλαδή, των όποιων δεσμών των παραγωγικών επιχειρήσεων με τον κεντρικό σχεδιασμό. Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα χρόνια μετά το πισωγύρισμα που η παραγωγή στη σοβιετική οικονομία παρουσιάζει κάθετη πτώση, στα κατοπινά χρόνια εμφανίζει μεγάλη άνοδο, σε όφελος βέβαια μιας αριθμητικά μικρής οικονομικής ολιγαρχίας. Η ολιγαρχία αυτή, ως εκ θαύματος, αποτελείται κατά κύριο λόγο από πρώην κρατικά στελέχη και μέλη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, που, όπως φαίνεται, είχαν κάθε ατομικό συμφέρον να ανατρέψουν την υπάρχουσα μέχρι τότε κατάσταση και τα όποια εμπόδια υπήρχαν. Και να δεχτούμε την άποψη της ΚΕ (Θέση 11 σελ. 13) για υιοθέτηση οπορτουνιστικών θέσεων από το ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ, το 1956) για τα ζητήματα της οικονομίας, αυτές δεν μπορούσαν παρά να ήταν αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας.
Αν είχαν ωριμάσει και αναπτυχθεί οι σοσιαλιστικές ΣΠ, θα εμφανιζόταν και η συνείδηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, η σοσιαλιστική συνείδηση και η πραγματική εξουσία της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό θα είχε την αντανάκλασή του τόσο στην ηγεσία της χώρας, όσο και στον τρόπο καθοδήγησης της κοινωνίας από το ΚΚΣΕ. Οι Γιέλτσιν, Γκορμπατσόφ και λοιποί δε θα είχαν αναρριχηθεί στην ηγεσία του κόμματος. Και αν τυχόν ξεγλιστρούσαν και επιχειρούσαν το πισωγύρισμα, θα τους «έτρωγε το μαύρο σκοτάδι».
Ο σοσιαλισμός δε χαρακτηρίζεται μόνο από το γκρέμισμα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ούτε μόνο από τα τυχόν επιτεύγματά του και τις κατακτήσεις του λαού. Παρά το ότι ξεκινήσανε από διαφορετικές αφετηρίες, τα επιτεύγματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που είχαν στους λαούς, δεν ήταν καθόλου κατώτερα. Και αν απομονώσουμε τις λαϊκές κατακτήσεις και τις βαφτίσουμε σοσιαλισμό, πράγμα πολύ συνηθισμένο στην προσπάθειά μας να πείσουμε για τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως μια σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης, ιδιαίτερα μετά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, εμφάνιζαν τέτοια δείγματα «σοσιαλισμού». Σ' αυτό συνέβαλαν μια σειρά παραγόντων: Η ύπαρξη των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η ραγδαία άνοδος της οικονομίας μετά τις καταστροφές του πολέμου που έδινε τη δυνατότητα των κατακτήσεων στους εργαζόμενους, και η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας που πιεζόταν από τα λαϊκά κινήματα για παροχές. Ομως, ανεξάρτητα απ' όλα αυτά, η υπεράσπιση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι σήμερα ιδιαίτερα αναγκαία.
Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας το πέρασμα από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο δεν έγινε απ' τη μια στιγμή στην άλλη. Πάντα είχαμε μια περίοδο μετάβασης από την κυριαρχία των παλιών στην κυριαρχία των νέων παραγωγικών σχέσεων. Μετά την επικράτηση των επαναστατικών δυνάμεων και το γκρέμισμα του αστικού κράτους, αρχίζει η περίοδος μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, όσο κι αν ο σοσιαλισμός δε θεωρείται αυτόνομος κοινωνικός σχηματισμός, το πέρασμα στον κομμουνισμό δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση των επαναστατικών δυνάμεων, αλλά εξαρτάται και από την ύπαρξη και κατάσταση του ιμπεριαλισμού (που κάνει, π.χ., αδύνατη την «απονέκρωση» του κράτους). Πρέπει να δεχτούμε και μια «πρώιμη» περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον ενδιάμεσο «στόχο», το σοσιαλισμό, όπου θα κυριαρχούν πλέον οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις.
Οπως φαίνεται, στη χώρα των σοβιέτ οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις δεν ολοκληρώθηκαν, δεν έφθασαν σε ένα αναγκαίο επίπεδο ανάπτυξης. Τα βήματα προς τον σοσιαλισμό έμειναν στη μέση, στη μεταβατική περίοδο, μέχρι που πισωγύρισαν. Ο σοσιαλισμός δεν ανατρέπεται, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, παρά μόνο με εξωτερική στρατιωτική επέμβαση ισχυρότερου αντιπάλου. Τέτοια, όμως, δυνατότητα όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και όπως φαίνεται δε χρειάστηκε.
Τέλος, ανεξάρτητα τι είπε ο Λένιν για τη δυνατότητα περάσματος μιας μόνο χώρας στο σοσιαλισμό, όταν δημιουργηθούν οι συνθήκες περάσματος και οι οποίες μπορεί να υπάρχουν σήμερα αλλά όχι αύριο, οι επαναστατικές δυνάμεις έχουν χρέος να επιχειρήσουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το αν θα τα καταφέρουν, θα φανεί από το αποτέλεσμα.
Νίκος Τσιμπέρης
ΚΟ Πανεπιστημίου Πατρών
Ριζοσπάστης - 10 Φεβρουαρίου 2009