Μέσα από τις Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό αναδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, μια θετική κίνηση στην προσπάθεια επιστημονικής πραγμάτευσης των βασικών χαρακτηριστικών του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και των αιτιών της τελικής επικράτησης της αντεπανάστασης. Και αυτή η θετική κίνηση σχετίζεται με το γεγονός πως οι θέσεις του ΚΚΕ για την ΕΣΣΔ κατευθύνονται την τελευταία 20ετία από τη μελέτη εξωτερικών παραγόντων (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, δράση πρακτόρων) στην ανάλυση εσωτερικών χαρακτηριστικών, και μάλιστα (όσον αφορά τα εσωτερικά χαρακτηριστικά) από τη μελέτη χαρακτηριστικών του εποικοδομήματος (χαρακτηριστικά του κόμματος και του κράτους) σε πιο ουσιώδεις, βασικές πτυχές των κοινωνιών αυτών, που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και, πιο συγκεκριμένα, με τη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής. Η συγκεκριμένη κίνηση δεν ολοκληρώνεται, κατά τη γνώμη μου, με το κείμενο της ΚΕ και θα πρέπει να συνεχιστεί έτσι ώστε να διακριβωθούν επιστημονικά οι νομοτέλειες που διέπουν την οικονομική βάση του σοσιαλισμού και με βάση αυτές να ερμηνευτεί και η τελική κατάληξη των κοινωνιών αυτών.
Από την άλλη ο σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται, όπως σωστά επισημαίνεται στη θέση 21, από «τον ανώτερο ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς». Από αυτό ανακύπτει το ζήτημα για το τι είναι ουσιώδες στο σοσιαλισμό, τι καθορίζει σε τελική ανάλυση την εξέλιξη και την έκβασή του: Οι αντικειμενικοί νόμοι αυτής της κοινωνίας ή η συνειδητή επίδραση των ανθρώπων (και μάλιστα των πιο πρωτοπόρων) στην κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό εκφράζεται και στο κείμενο των θέσεων όπου δε διασαφηνίζεται αν η τελική νίκη της αντεπανάστασης οφείλεται στις αντικειμενικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας ή στις παρεκκλίσεις της ηγεσίας του ΚΚΣΕ από την επαναστατική στρατηγική.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, κατά τη γνώμη μου, αναδεικνύεται μια σημαντική ανεπάρκεια της μαρξικής αντίληψης της ιστορίας, που είναι γνωστή ως «ιστορικός υλισμός». Ο Μαρξ, αν και ήταν ένας πολύ μεγάλος επιστήμονας και Επαναστάτης που σημάδεψε και συνεχίζει να σημαδεύει την ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν αναγκαίο να περιορίζεται από τα ίδια τα χαρακτηριστικά της εποχής του και από τις ανεπάρκειες της ιστορικής πραγματικότητας που προσπαθούσε να αναλύσει. Ο ίδιος λοιπόν μπορεί μελετώντας τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας να οδηγήθηκε στη μεγαλοφυή επιστημονική πρόβλεψη για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα του κομμουνισμού (με δύο στάδια, το ανώριμο σοσιαλιστικό και το ώριμο κομμουνιστικό), ωστόσο ουδέποτε είχε την ευκαιρία να μελετήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία, μιας και στην εποχή του δεν υπήρχε (υπήρξε μόνο η Κομμούνα του Παρισιού διάρκειας μόλις 70 ημερών, την οποία μελέτησε και έβγαλε σπουδαία θεωρητικά συμπεράσματα για το κράτος και τη δικτατορία του προλεταριάτου). Αυτή λοιπόν η ανεπάρκεια της αντικειμενικής πραγματικότητας που μελετούσε ο Μαρξ εκφράζεται και στην αντίληψή του για την κοινωνία, τον ιστορικό υλισμό.
Βασικό χαρακτηριστικό της μαρξικής προσέγγισης της κοινωνίας είναι ο διαχωρισμός της σε δύο επίπεδα, τη βάση και το εποικοδόμημα: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης»1. Σε αυτή την προσέγγιση αναδεικνύεται η επίδραση της βάσης στο εποικοδόμημα (πώς δηλαδή η οικονομία καθορίζει την κοινωνική συνείδηση) αλλά δε μελετάται συστηματικά η αντίστροφη επενέργεια, το πώς δηλαδή η συνειδητή δράση των ανθρώπων αλλάζει την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα2. Μάλιστα, αυτό ακριβώς το ζήτημα αποκτά εξαιρετική σημασία κατά την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, γιατί αυτή προϋποθέτει τη συνειδητή επίδραση των ανθρώπων στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, για να ολοκληρωθεί ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας και το πέρασμα στο «βασίλειο της ελευθερίας».
Αυτή την ανεπάρκεια (μεταξύ άλλων) του ιστορικού υλισμού επιχειρεί να υπερβεί (με τη διαλεκτική έννοια του όρου) ο Σοβιετικός φιλόσοφος Β. Α. Βαζιούλιν με το θεωρητικό εγχείρημά του «Η Λογική της Ιστορίας» (στα ελληνικά Β. Α. Βαζιούλιν, «Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004). Η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί μια προσπάθεια υπέρβασης του μαρξικού κεκτημένου στο επίπεδο της κοινωνικής θεωρίας και προέκυψε ακριβώς υπό την αναγκαιότητα μιας πιο ολοκληρωμένης ανασύστασης της αλληλεπίδρασης των πτυχών της κοινωνίας (ανάμεσα σε αυτές και της κοινωνικής συνείδησης, ως φαινομένου της κοινωνίας, με την εργασία, ως ουσία της κοινωνίας), λόγω των ποικίλων και εξαιρετικά σύνθετων προβλημάτων που αναδείχτηκαν κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Πρόκειται για ένα εγχείρημα περιοδολόγησης ολόκληρης της ιστορίας της ανθρωπότητας υπό το πρίσμα της ώριμης, κομμουνιστικής κοινωνίας, η οποία δεν αποτελεί υπέρβαση μόνο της κεφαλαιοκρατίας αλλά όλης της προηγούμενης κίνησης της ανθρώπινης κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων και προκαπιταλιστικών, ακόμη και προταξικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας).
Η πιο σημαντική και επίκαιρη διάσταση της συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης είναι η, με βάση και την πολύτιμη εμπειρία των 70 χρόνων σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, συστηματικότερη επεξεργασία της κομμουνιστικής στρατηγικής. Πρέπει να ειπωθεί σε αυτό το σημείο ότι το ζήτημα της κομμουνιστικής στρατηγικής, δηλαδή των χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής κοινωνίας και του τρόπου που θα επιτευχθούν, δεν είναι απλά ένα από τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι κομμουνιστές. Είναι κομβικό ζήτημα της ίδιας της ύπαρξης και της ταυτότητάς τους και είναι ακριβώς αυτό που τους διαχωρίζει από τις υπόλοιπες συνιστώσες του κινήματος (αναρχικούς, ρεφορμιστές-σοσιαλδημοκράτες, κ.ά.). Σχετικά με αυτό το, θεμελιώδες για τους κομμουνιστές, ζήτημα ο Βαζιούλιν ασχολείται συστηματικά τόσο με τα χαρακτηριστικά και τις αντιφάσεις του σοσιαλισμού, ως ανώριμου κομμουνισμού, όσο και με τις βασικές, ουσιώδεις πτυχές της ώριμης, κομμουνιστικής κοινωνίας.
Σχετικά με το σοσιαλισμό χαρακτηριστικό είναι ότι καθώς σταδιακά υποχωρεί η ταξική διαίρεση της κοινωνίας (με τη σταδιακή εξάλειψη της αστικής τάξης) αρχίζουν να ανακύπτουν βαθύτερες αντιφάσεις της ίδιας της εργασίας. Πρόκειται για την αντίφαση διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας (δηλαδή τη διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο, που σχετίζεται άμεσα και με το φαινόμενο της γραφειοκρατίας3), την αντίφαση χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας αλλά και την αντίφαση ανάμεσα στην εργασία που γίνεται χάριν μισθού-ανταμοιβής και στην εργασία ως αυτοσκοπό, που γίνεται χάριν της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Βασική αντίφαση του σοσιαλισμού, κατά τον Βαζιούλιν, είναι «η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής και ανωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής»4.
Σχετικά με την κομμουνιστική στρατηγική, τεράστια σημασία έχει η ανάδειξη της, αντίστοιχης της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας, παραγωγικής βάσης.
Πρόκειται για την αυτοματοποιημένη παραγωγή, η οποία θα σημάνει την απομάκρυνση του ανθρώπου από την άμεση παραγωγική διαδικασία (και από τις ολέθριες συνέπειες που έχει αυτή στην προσωπικότητά του, ιδιαίτερα στα πλαίσια της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής, όπου ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εξάρτημα της μηχανής, όπως ανέδειξε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο), την υπέρβαση της αντίφασης διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας, αλλά και την επέκταση της εργασίας ως αυτοσκοπού, ως δημιουργικής δραστηριότητας. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι τεχνολογικές δυνατότητες για αυτοματοποιημένη παραγωγή ήδη αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας (υπάρχουν ολόκληρες παραγωγικές μονάδες στην Ιαπωνία χωρίς χειρώνακτες εργάτες), ωστόσο αυτή η τάση εντός της κεφαλαιοκρατίας δεν μπορεί να γίνει κυρίαρχη στην παραγωγή (γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα μειωθεί εξαιρετικά η παραγωγή υπεραξίας που, όπως απέδειξε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, προϋποθέτει την εκμετάλλευση του εμπορεύματος εργατική δύναμη). Ωστόσο, αυτή η σύγχρονη τεχνολογική, παραγωγική κατάκτηση δημιουργεί τεράστιες δυνατότητες για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, αν αυτή κατορθώσει να υπερβεί τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, και καθιστά ακόμη πιο επίκαιρο και αναγκαίο τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Σημειώσεις:
1. Κ. Μαρξ «Κριτική της πολιτικής οικονομίας (Πρόλογος)», στο Μαρξ-Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», σελ. 424
2. Προφανώς ο Μαρξ αναγνώριζε τη σημασία της δράσης των υποκειμένων στην ιστορική εξέλιξη αλλά δεν την ενέταξε συστηματικά στην αντίληψή του για την ιστορία.
3. Δες σχετικά Π. Παυλίδη «Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ», εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα, 2001
4. Β. Α. Βαζιούλιν, «Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004, σελ. 400
Γιώργος Κακαρίνος
Ριζοσπάστης - 11 Φεβρουαρίου 2009