March 5, 2009

ΧΑΡΙΣΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ - Σοσιαλιστική οικοδόμηση και μεταβατική περίοδος

Το κείμενο της ΚΕ για το σοσιαλισμό διαπνέεται από ορθές πολιτικές επιδιώξεις, προθέσεις και προσανατολισμό. Επιδιώκει να διασφαλίσει το κεκτημένο και τη συνέχεια της θεωρίας και πράξης του κομμουνιστικού κινήματος, αναδεικνύει τα επιτεύγματα και την κοσμοϊστορική σημασία της διαδικασίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα (κριτικά μεν, αλλά απορρίπτοντας κατηγορηματικά κάθε απόπειρα μηδενισμού ή μείωσής της), την αναγκαιότητα - επικαιρότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης σήμερα. Σωστά επίσης επιδιώκει να θωρακίσει το Κόμμα και το κίνημα από κάθε είδους αυταπάτες και ψευτοθεωρίες («πολυτομεακός σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός της αγοράς» κλπ.), να συνδέσει τη μελέτη αυτή με τα σύγχρονα καθήκοντα και το Πρόγραμμά μας. Με όλα αυτά είμαι απόλυτα σύμφωνος.

Εκτιμώ ωστόσο ότι υπάρχει ένα βασικό θεωρητικό λάθος στο κείμενο, που η πηγή του είναι στη θέση 4, όπου απορρίπτεται η δυνατότητα μακρόχρονης ύπαρξης της περιόδου μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, τη στιγμή μάλιστα που στη θέση 2 αναφέρεται και μια «επαναστατική περίοδος μετάβασης από τον καπιταλισμό στον ανώτερο κομμουνισμό». Και σε άλλα σημεία του κειμένου αναφέρεται η «επαναστατική διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης», ή ότι η επαναστατική πάλη για την οικοδόμηση του κομμουνισμού συνεχίζεται και μετά την οικοδόμηση της πρώτης του βαθμίδας, ή ότι η «λεγόμενη (λεγόμενη;) μεταβατική περίοδος δεν αυτονομείται από τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης».

Σύμφωνα με τον Μαρξ, «μεταξύ του καπιταλισμού και του κομμουνισμού (της βαθμίδας «σοσιαλισμός») υπάρχει η μεταβατική περίοδος μετατροπής του πρώτου στον δεύτερο» και «σε αυτή αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος», η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο κομμουνισμός και στις δύο βαθμίδες ή φάσεις του είναι αταξικός, δηλαδή δεν έχει τάξεις, πάλη των τάξεων, δικτατορία του προλεταριάτου.

Στην ΕΣΣΔ, όπως αναφέρει το κείμενο, υπήρχαν τάξεις, ταξική πάλη, μεταβατικός τρόπος συνένωσης των παραγωγών με τα μέσα παραγωγής (κολχόζ), ενώ ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί - και χρησιμοποιήθηκε - στην οικονομική πολιτική ο νόμος της αξίας (όσο λανθασμένη κι αν αποδείχτηκε η χρήση του το θέμα εδώ είναι ότι υπήρχε το έδαφος, ο «χώρος» για να χρησιμοποιηθεί, όπως και οι εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις). Ολα αυτά δε μας λένε τίποτε άλλο παρά ότι ακριβώς στην ΕΣΣΔ συντελούνταν ακόμη η ιστορική διαδικασία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ότι δεν είχε οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Η ΕΣΣΔ βρισκόταν ακόμη στην επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Εμπαινε στο σοσιαλισμό, αλλά δεν είχε μπει οριστικά, δε λειτουργούσε η κοινωνία αποκλειστικά με βάση τις σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές νομοτέλειες, δεν είχε εισέλθει στον κομμουνιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Κατά τον ιστορικό υλισμό, οι κοινωνικές επαναστάσεις και μεταβατικές περίοδοι συμβαίνουν μόνο στη φάση του ξεκινήματος ενός σχηματισμού, δε συνεχίζονται εσαεί μετά την εδραίωσή του. Εφόσον η επαναστατική διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης συνεχίζεται, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ολοκληρώσει το έργο της, δεν έχει μεταμορφώσει ακόμη την κοινωνία.

Το βασικό αυτό θεωρητικό μεθοδολογικό λάθος - κληρονομιά της σοβιετικής παράδοσης (της πολιτικής - προπαγανδιστικής μάλιστα και όχι της επιστημονικής παράδοσης που ελάχιστα γνωρίζουμε), όπως αυτή μεταφέρθηκε στη χώρα μας - καταλήγει να ακυρώνει την ουσία της ανάλυσής μας και το «νεύρο» της, σε πολλά σημεία, σωστής μας κριτικής στο ΚΚΣΕ. Είναι ενδεικτικό ότι, αυτοί που κριτικάρουμε, από το 1956 και μετά «φούσκωναν» μόνιμα τα επιτεύγματα και υποβάθμιζαν αδυναμίες, καθυστερήσεις, αντιθέσεις - αντιφάσεις. Στο 21ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1959) διακηρύχθηκε η «οριστική και αναντίστρεπτη νίκη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (πιθανώς είναι η «πιο λαθεμένη» πολιτική εκτίμηση - απόφαση που υπήρξε). Επρόκειτο, αντίθετα, όχι για σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά για κοινωνία σε επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό και αυτή η κοινωνία ανατράπηκε το 1985 - 1991. Το θέμα μπορεί να λυθεί αν εξεταστεί η ιστορική εξέλιξη των αλλαγών και της κινητικότητας του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στην πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και στο πλαίσιο αυτό n εξέλιξη της διαμεσολάβησης (των μηχανισμών της σε κοινωνία, κόμμα, κράτος) μεταξύ των παραγωγών. Οταν μιλάμε για εμπορευματικές σχέσεις, μιλάμε για ανταλλαγή. Η ανταλλαγή είναι συγκεκριμένο - ιστορικό φαινόμενο. Στην προταξική κοινωνία δεν υπάρχει ανταλλαγή παρά μόνο περιστασιακά. Η εμφάνιση και ανάπτυξη του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας (γεωργία, κτηνοτροφία, βιοτεχνία, βιομηχανία, το πλήθος των επιμέρους καταμερισμών τους) οδήγησε αναγκαία στην ανταλλαγή των επιμέρους εργασιών των παραγωγών και αυτό φτάνει στην κορύφωσή του στην καπιταλιστική εμπορευματικότητα. Ωστόσο, και μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, η ανταλλακτικότητα παραμένει, αφού παραμένει για πολύ καιρό και ο καταμερισμός εργασίας (λ.χ. οι ειδικότητες στη βιομηχανία). Η ανταλλακτικότητα των εργασιών των παραγωγών αντικειμενικά προϋποθέτει και απαιτεί τη διαμεσολάβηση μεταξύ τους για να λειτουργήσει η κοινωνική οικονομία. Αυτό στην ΕΣΣΔ γινόταν από το κράτος και τον κοινωνικοοικονομικό μηχανισμό όλων των βαθμίδων. Το πρόβλημα στην ΕΣΣΔ είναι ακόμη συνθετότερο, γιατί ήταν αναγκαίο, λόγω της σχετικά φτωχής καπιταλιστικής κληρονομιάς σε υλικοτεχνική βάση, να βαθύνει τεράστια ο καταμερισμός εργασίας, ο κατατεμαχισμός σε ξεχωριστές εργασίες και ειδικότητες (βλ. λ.χ. Λένιν για αξιοποίηση του τεϊλορισμού), αφού μόνο αν αναπτυχθεί αυτός ως το έπακρο είναι δυνατόν μετά να ξεκινήσει η ιστορική διαδικασία άρσης του, με την επίτευξη ενός ορισμένου βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που τον ξεπερνά και ανοίγει ο δρόμος για τον κομμουνισμό. Ο σοσιαλισμός έχει οικοδομηθεί ακριβώς όταν έχει αρχίσει η πορεία άρσης του καταμερισμού εργασίας, ενώ στην ΕΣΣΔ ο τελευταίος βάθαινε ακόμη κι αυτό είναι μια αντικειμενική ιστορική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε «άμεσα κοινωνική παραγωγή», εξάλλου ακριβώς οι «διάμεσοι», οι «διαμεσολαβητές μεταξύ των παραγωγών», σε κοινωνικοοικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, φέρονται ως φορείς της αντεπανάστασης. Ομως η σοβιετική παραγωγή και κοινωνία αντικειμενικά δεν είχε φτάσει στο σημείο να μπορεί να κάνει χωρίς μεσολαβητές («επωφελούμενοι διάμεσοι», σε άλλο επίπεδο, είναι εξάλλου, κατά τον Μαρξ και οι καπιταλιστές). Ο κομμουνιστικός σχηματισμός δε γεννά τους «νεκροθάφτες» του.

Αυτά σημαίνουν ότι η σοβιετική κοινωνία δεν είχε ολοκληρώσει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και άρα βρισκόταν ακόμη στη μεταβατική περίοδο (ή «έσερνε πίσω της τη μεταβατική περίοδο», κατά τον καθαιρεμένο Μόλοτοφ). Η μεσολάβηση ήταν κοινωνικοοικονομική (μεταξύ των παραγωγών), πολιτική (μεταξύ εργατών - αγροτών - εδώ θα πρέπει να δούμε σοβαρά και την εξέλιξη των σοβιέτ στις ταξικές σχέσεις στο πολιτικό σύστημα - και του συνόλου των επιμέρους κοινωνικών ομάδων), ιδεολογική (μέσω του καταμερισμού φυσικής - πνευματικής εργασίας, που παρέμενε βαθύς ακόμη).

Αυτός, πολύ συνοπτικά και ελλειπτικά, λόγω χώρου, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο δρόμος για να κατανοήσουμε την εξέλιξη της ΕΣΣΔ και της αντεπανάστασης. Αντεπανάσταση μπορεί να συμβεί μόνο στη μετάβαση στο νέο σχηματισμό και όχι όταν αυτός έχει ήδη οικοδομηθεί. Η βάση για να καταλάβουμε τι συνέβη είναι το ότι η ΕΣΣΔ καθοριζόταν ακόμη από τις νομοτέλειες της μεταβατικής περιόδου, όπου είναι εξέχων ο ρόλος της πολιτικής (δηλ. ακριβώς της ταξικής μεσολάβησης και σχέσεων) μέσα στην εργατική δικτατορία και όχι από τις κομμουνιστικές σχέσεις και νομοτέλειες που βρίσκονταν σε διαδικασία σχηματισμού και διαπάλης με αντίπαλες τάσεις μέσα στην κοινωνία. Υπήρχε σοσιαλισμός, αλλά σοσιαλισμός «υπό κατασκευή», υπό διαμόρφωση, δεν είχε οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία, δεν είχε μπει στον κομμουνιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Η μεταβατική περίοδος δεν ξεπεράστηκε ποτέ πλήρως.

Καταλαβαίνω τις άμεσες πολιτικές δυσκολίες μιας τέτοιας εκτίμησης. Είναι βασικό όμως να απελευθερωθούν οι θεωρητικές μας δυνατότητες, σύμφωνα με το ρόλο που καλούμαστε να παίξουμε στην Ελλάδα και διεθνώς.

Βασικές μας θέσεις περί σοσιαλισμού (λ.χ. περί νόμου της αξίας) είναι σε σωστή κατεύθυνση, όπως και η συνολική πολιτική σκέψη και πρακτική του Κόμματος και μπορεί να βελτιωθεί άμεσα πολύ περισσότερο. Απαιτείται, όμως, σημαντική άνοδος του επιπέδου της θεωρητικής μας δουλειάς. Ιδιαίτερα χρειάζεται η άνοδος της γνώσης μας στη διαλεκτική και τον ιστορικό υλισμό. Πρέπει να γίνει άλμα εδώ και σύντομα. Οι απαιτήσεις μεγαλώνουν.

Εχουμε σωστή πολιτική, σωστό Πρόγραμμα. Μια νέα γενιά κομμουνιστών μπήκε στην πάλη. Μπορούμε να προχωρήσουμε εξαιρετικά καλά αν επιμείνουμε στο δρόμο μας, αποφεύγοντας τις όποιες ευκολίες.

Αποστόλης Χαρίσης
Αθήνα

Ριζοσπάστης - 11 Φεβρουαρίου 2009