Η όξυνση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, αντικειμενικά, φέρνει τη σοσιαλιστική προοπτική στο κέντρο των αναζητήσεων εργατικών και λαϊκών μαζών και κινημάτων. Καθιστά ακόμα πιο σημαντικό το ξεκαθάρισμα πλευρών, το φώτισμα των νομοτελειών, που διέπουν τη μετάβαση στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό.
Μικροαστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις λανσάρουν την έννοια του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», σε αντιπαράθεση με την ιστορική διαδρομή του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Προβάλλεται η ιδέα ενός «σοσιαλισμού» με καπιταλιστική αγορά και μονοπώλια, με αστικό κράτος. Στη Λατινική Αμερική, η έννοια αυτή χρησιμοποιείται και από αστικές δυνάμεις ως όχημα για την εξασφάλιση της στήριξης τμημάτων του ντόπιου κεφαλαίου από τα λαϊκά στρώματα στον ανταγωνισμό τους με τα βορειοαμερικανικά μονοπώλια.
Ειδική δυσκολία δημιουργεί το γεγονός ότι στο κομμουνιστικό κίνημα η «ανάμνηση» του σοσιαλισμού ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την τελευταία πριν τις ανατροπές περίοδο. Ετσι, η αυθόρμητη τάση υπεράσπισης του σοσιαλισμού, σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγεί στην αναπαραγωγή λαθεμένων αντιλήψεων, προϊόντων της ίδιας της κρίσης του σοσιαλισμού. Ορισμένες σκέψεις για τη συζήτησή μας:
1. Στη σκέψη των Μαρξ και Ενγκελς, ο σοσιαλισμός θα κυριαρχούσε αρχικά στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από εκεί θα ξεκίναγε το μεγάλο εγχείρημα της απελευθέρωσης του ανθρώπου από το ζυγό της εκμετάλλευσης και θα συμπαράσερνε τον υπόλοιπο κόσμο, τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και τις αποικίες. Η δυνατότητα υπέρβασης της εμπορευματικής παραγωγής συνδεόταν και με ένα πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Τι γίνεται, όμως, όταν το πέρασμα στο σοσιαλισμό συντελείται σε μια χώρα, όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, υστερεί σημαντικά; Λόγω μιας ορισμένης ανωριμότητας των παραγωγικών δυνάμεων, η άμεση κοινωνική εργασία δεν είναι εντελώς κοινωνική, επιβιώνει η αντίφαση ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, τελικά ο νόμος της αξίας, που δεν καθορίζει μεν, αλλά όμως ασκεί διάφορους βαθμούς επίδρασης στην ανταλλαγή πόλης - χωριού, το εξωτερικό εμπόριο, την κατανομή της εργατικής δύναμης, αλλά και τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος.
Η μέθοδος διανομής εξαρτάται και από το πόσα υπάρχουν προς διανομή, είναι και ζήτημα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Γι' αυτό ο Στάλιν στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΡ(μπ) (1934) μιλά για ανάπτυξη του «σοβιετικού εμπορίου», κατακεραυνώνει ως «αριστερή φλυαρία» την άποψη ότι «τα χρήματα, σύντομα, θα καταργηθούν γιατί έχουν μετατραπεί δήθεν σε απλά σύμβολα υπολογισμού» και υποστηρίζει ότι «τα χρήματα θα παραμείνουν στη χώρα μας ακόμα για πολύ καιρό, ως την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου του κομμουνισμού, δηλαδή του σοσιαλιστικού σταδίου ανάπτυξης».
Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι η ορθή επισήμανση του ασύμβατου του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής με την εμπορευματική παραγωγή, η απόρριψη της αντίληψης του «σοσιαλισμού της αγοράς», η διαπίστωση του κινδύνου που εμπεριέχει η μικρή εμπορευματική παραγωγή δε συνοδεύτηκαν από την ανάλυση των πραγματικών εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην πρώτη φάση του κομμουνισμού.
Το ζήτημα σχετίζεται και με την αλληλεπίδραση των δύο συστημάτων. Οι Μαρξ - Ενγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία διατύπωσαν την ιδέα ότι για τη λύση της αντίθεσης μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δεν είναι προϋπόθεση να έχει αυτή οξυνθεί στον έπακρο βαθμό στη συγκεκριμένη χώρα. Το εμπόριο, οι σχέσεις, η επικοινωνία με άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες αναπαράγουν και αντανακλούν την αντίθεση αυτή. Αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Η επίδραση του εμπορίου, του συναγωνισμού με τα καπιταλιστικά κράτη είναι παράγοντας που δεν έχει φωτιστεί επαρκώς.
Εξίσου σημαντική είναι η μελέτη των σχέσεων που αναπτύχθηκαν στο ΣΟΑ ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες, ανάγκη που επισημάνθηκε ήδη από το πανελλαδικό σώμα για την ΕΟΚ το 1993. Η σχεδόν ταυτόχρονη ανατροπή των σοσιαλιστικών χωρών στην Ευρώπη και τη Μογγολία απαιτεί μία ερμηνεία και ορισμένοι παράγοντες ίσως πρέπει να αναζητηθούν εδώ.
2. Κατά τη γνώμη μου, η μελέτη της πείρας της ΕΣΣΔ δεν επαρκεί για ασφαλείς γενικεύσεις για το σοσιαλισμό. Ο Λένιν υποδείκνυε πως έπειτα από τη νίκη της επανάστασης έστω και σε μία προηγμένη χώρα, η Ρωσία θα ήταν όχι πια υποδειγματική αλλά «καθυστερημένη» από σοσιαλιστική άποψη χώρα. Αυτό πραγματοποιήθηκε με το πέρασμα στο σοσιαλισμό της Γερμανίας, χώρας με ανεπτυγμένο ΚΜΚ, και της Τσεχοσλοβακίας.
Από την άλλη, οι επαναστάσεις στην Ευρώπη και την Ασία επιβεβαίωσαν τις στρατηγικές υποδείξεις της ΚΔ και του Λένιν για τη μετεξέλιξη των δημοκρατικών - αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων σε σοσιαλιστικές.
Παράλληλα, έντονη συζήτηση αναπτύσσεται για το περιεχόμενο της «Λαϊκής Δημοκρατίας». Οι περισσότεροι συμφωνούν πως πρόκειται για μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Δημητρόφ συμφωνεί συμπληρώνοντας πως είναι ένα κράτος σε μεταβατική περίοδο, οι Κινέζοι προσδίδουν άλλο περιεχόμενο, ο Σομπόλεφ τη θεωρεί νέα κρατική μορφή επαναστατικής εξουσίας που σε ορισμένες χώρες εκπληρώνει τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου και σε άλλες όχι, ο Μινκ λέει ότι πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου μέσω της ηγεμονίας του προλεταριάτου, ο Ρακόσι τη θεωρεί ατελή μορφή της προλεταριακής δικτατορίας, ο Πολίιτ τη βλέπει σα μορφή προσέγγισης του σοσιαλισμού.
Ομως η συζήτηση, συστηματοποίηση και γενίκευση της νέα πείρας ανακόπτεται. Εδώ πιστεύω πως βρίσκεται το κύριο πρόβλημα από την έλλειψη διεθνούς οργάνωσης των κομμουνιστών. Κατά τα άλλα, η απουσία της ΚΔ σε τίποτα δεν εμπόδισε τη νίκη της επανάστασης σε Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Γερμανία, Βιετνάμ, Κορέα, Λάος, Υεμένη, Κούβα, ενώ αξιοπρόσεκτη είναι η άποψη των Κινέζων ότι «εάν υπήρχε η ΚΔ η κινεζική επανάσταση θα είχε αποτύχει. Η νίκη ήταν δυνατή επειδή η Τρίτη Διεθνής είχε διαλυθεί» (Record of JCP-CPC talks, σελ. 74).
3. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος του μαοϊκού ρεύματος. Η κινέζικη ηγεσία έφτασε να χαρακτηρίζει την ΕΣΣΔ «φασιστικό κράτος», να την αναγορεύει σε κύριο εχθρό, να συμπλέει και να στηρίζει τον ιμπεριαλισμό σε κρίσιμες καμπές στις δεκαετίες '60-'70 που θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί από το επαναστατικό κίνημα. Αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος του αντισοβιετισμού, προώθησαν την κάθετη διάσπαση στο κομμουνιστικό κίνημα, συμμάχησαν ακόμα και με τροτσκιστικές ομάδες ενάντιά του. Στο όνομα της «πάλης ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό», οι μαοϊκοί πολέμησαν ενάντια στην ΕΣΣΔ, τις σοσιαλιστικές χώρες, το κομμουνιστικό κίνημα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα όχι μόνο με προκηρύξεις αλλά και με το όπλο στο χέρι.
Η πορεία των οπορτουνιστικών ρευμάτων, της ολοκλήρωσής τους σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη είναι χαρακτηριστικό τόσο για τα «δεξιά» όσο και τα «αριστερά», με κοινό παρονομαστή τους την αντιδιεθνιστική τους στάση, τον αντισοβιετισμό.
4. Δε συμφωνώ με μια άποψη που εκφράστηκε στο διάλογο, που θεωρεί ότι η δεξιά παρέκκλιση του 20ού Συνεδρίου σηματοδοτεί μια αντιστροφή στην πορεία του σοσιαλισμού. Οτι, δηλαδή, με ορόσημο το 1956 παύει να οικοδομείται σοσιαλισμός, και ότι έκτοτε λίγο - πολύ κάθε πρόοδος σημαίνει και σχετική οπισθοδρόμηση. Παρά τα λάθη και τις παρεκκλίσεις, ο σοσιαλισμός συνέχισε να κερδίζει έδαφος και τη δεκαετία του '60, ακόμα και του '70, αποσπάστηκαν νέες χώρες από τον ιμπεριαλισμό, κατέρρευσε το αποικιακό σύστημα. Συνολικότερα, στο Κομμουνιστικό Κίνημα υπάρχουν αντιστάσεις στη δεξιά παρέκκλιση που πυροδοτεί το 20ό Συνέδριο. Ορισμένα Κόμματα τη διορθώνουν σχετικά γρήγορα (λ.χ. οι Πορτογάλοι το 1959), άλλα πέφτουν σε «αριστερά» λάθη (λ.χ. ανώριμοι ένοπλοι αγώνες στη Λατινική Αμερική). Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν νομοτελειακή ούτε προδιαγεγραμμένη η ήττα που υπέστη το κομμουνιστικό κίνημα στα τέλη του 20ού αιώνα.
Η αποτελεσματική υπεράσπιση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής προοπτικής σήμερα προϋποθέτουν την υπεράσπιση των παραδόσεων του κομμουνιστικού κινήματος και της ιστορικής του συνέχειας.
Νίκος Σερετάκης
Ριζοσπάστης - 6 Φεβρουαρίου 2009