February 28, 2009

ΤΖΑΜΟΥΡΑΝΗΣ, ΗΛΙΑΣ - Για τις Θέσεις της ΚΕ

Οι Θέσεις για το 18ο Συνέδριο είναι ένας ωκεανός 108 (!) ισοπεδωμένων ενοτήτων, με πολλές δευτερεύουσες θετικές επισημάνσεις και μερικές καθοριστικές ελλείψεις. Σαν κείμενο, με πολλές γενικο-αοριστολογίες, αμφισημίες και ασυμμάζευτο πλατειασμό, δεν προσανατολίζει. Διανοουμενίζει, είναι απρόσιτο στον εργάτη, δύσκολο και στον εργαζόμενο με καλό μορφωτικό επίπεδο, θα προκαλέσει μια χαοτική συζήτηση με κίνδυνο ένα μη-Συνέδριο.

Ελλείψεις: 1. Ασφαλιστικό. Χάθηκε μια μεγάλη μάχη, που θα μπορούσε να είχε κερδηθεί για την εργατική τάξη. Αιτία η εμμονή στη σοσιαλδημοκρατική θέση της Τριμερούς Χρηματοδότησης και η γενικότερη ανεπάρκεια στην ιδεολογική θεμελίωση του αγώνα για το Ασφαλιστικό, η πλήρης απουσία λαϊκής διαφώτισης σε τόσο «πιασάρικο» για την κομμουνιστική αριστερά θέμα, που παραπέμπει άμεσα στη βασική κοινωνική αντίθεση, που εμφανίζεται με όρους 21ου αιώνα, θα μπορούσε να είναι από μόνο του ένα θέμα συνεδρίου. Δεν απασχολεί τις θέσεις. 2. Παιδεία. Επιδερμική αναφορά για τους αγώνες που έγιναν στη Θέση 56. Καμιά αναφορά στην κομματική παρέμβαση εδώ, πώς καθοδηγήθηκαν η ΚΝΕ και η ΠΚΣ. Είχαμε σχεδόν ένα διασυρμό της σπουδάζουσας, φάνηκε και εκλογικά. Αλλά και γενικότερα. Τι γίνεται στα Πανεπιστήμια και τις σχολές; Πού οφείλεται η ακλόνητη κυριαρχία της ΔΑΠ; Με άμαζες συνελεύσεις και καταλήψεις των 3-4 ατόμων, με βανδαλισμούς των δημοσίων (και όχι των ιδιωτικών!) ιδρυμάτων θα προχωρήσει το φοιτητικό κίνημα; Πού είναι το σύνθημα «ναι στη γνώση, ναι στον αγώνα»; Μας πήρε από κάτω το μικροαστικό «αναρχομπάχαλο», η ιδεολογικοποίηση της «κοπάνας»; Γιατί δεν μπορεί η ΚΝΕ να προσελκύσει τη νεολαία και βρίσκουν έδαφος οι προβοκάτορες και οι μικροαστοί; Τι δεν πήγε καλά; Δεν έφταιξε τίποτε και κανένας;

Ιδεολογία - Θεωρία. Θα 'πρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ξεχωριστό ζήτημα λόγω της σοβαρότητάς του. Θεωρώ εξωπραγματική την εκτίμηση για «δυναμική ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση του ΚΚΕ...» τουλάχιστον στο ιδεολογικό της σκέλος. Η ιδεολογική δουλειά είναι ακόμη ανεπαρκής, άτονη, με πολλά λάθη και αστικές ή ρεφορμιστικές επιρροές. Αναφέρω επιγραμματικά, εκτός του ασφαλιστικού: 1. Στην παιδεία, για τα προγράμματα σπουδών ΑΕΙ, η θέση για «ειδίκευση μέσα στο πτυχίο» είναι ανεδαφική, αντιεπιστημονική και υπηρετεί ρεφορμιστικές αυταπάτες. 2. Στην εκτίμηση για την οικονομική κρίση Κεφ. 1. Α. 3,4,5, αλλά και σε μεταγενέστερα των θέσεων κομματικά κείμενα, όταν πια είχε εκδηλωθεί ανοιχτά. Δεν πρόκειται απλά για μια ακόμη κυκλική κρίση υπερσυσσώρευσης. Εχει δύο επιπλέον βασικά χαρακτηριστικά, που παλαιότερα δεν υπήρχαν ή δεν ήταν αισθητά. Το ένα είναι η κρίση του πετρελαίου (που είναι εντελώς διαφορετικής υφής από τις δύο προηγούμενες, του '72 και του '80) και το άλλο η περιβαλλοντική απορύθμιση. Αυτό σημαίνει ότι η έξοδος δε θα είναι γρήγορη, καθόλου ομαλή, μπορεί και καθόλου σίγουρη, να μπούμε σε μια νέα κατάσταση διαρκούς κρίσης με πολέμους κλπ. Ενα συναφές θέμα, που δεν είναι τόσο ξεκάθαρο, αλλά πρέπει να διερευνηθεί, είναι αν, σε συνθήκες καπιταλισμού, που σαπίζει, μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη μονοσήμαντα, όταν έχουμε καταναλωτικό καρκίνωμα και εκτός ελέγχου περιβαλλοντική επιβάρυνση. Πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αστικές στατιστικές σε αυτές τις συνθήκες;

Κομματική οικοδόμηση. Πολλές εμπειρίες με έχουν πείσει ότι το Κόμμα δε λειτουργούσε ποτέ σωστά και αυτό φάνηκε όταν οι αυξημένες δυσκολίες έκαναν ορατές τις αδυναμίες. Εχουμε μη-δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Το έλλειμμα του δημοκρατισμού συγκαλύπτεται από την αφοσίωση των μελών και την απουσία κριτικής. Καλλιεργείται το διοικητικό στιλ καθοδήγησης, συχνά αυταρχικό, η προσωποκρατία και η άνευ αρχών πολιτική στελεχών (=καλός σύντροφος είναι εκείνος που συμφωνεί με εμένα...). Με ό,τι κινδύνους αυτό για την περιφρούρηση συνεπάγεται. Η νοοτροπία του αλάθητου των καθοδηγητικών οργάνων. Η επιλεκτική εφαρμογή του Καταστατικού. Ο εσωκομματικός διάλογος είναι υποτονικός. Χαρακτηριστική η εικόνα του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», όπου απουσιάζει ο οποιοσδήποτε ουσιαστικός, πέρα από «λιβανίσματα», διάλογος. Το αποτέλεσμα είναι να εθίζονται τα μέλη στην επίπλαστη ασφάλεια και όταν εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα, αντί να αντιμετωπίζεται καταρχήν ιδεολογικά, επικρατεί μικροαστικός πανικός και καταφεύγουμε στις (φαινομενικά) εύκολες λύσεις: Κατηγορίες αβάσιμες, ποινές, διαγραφές.

Η κακή κομματική λειτουργία, σε μεγάλο βαθμό αλληλοτροφοδοτούμενη με το ιδεολογικό έλλειμμα, έχει αλυσιδωτές συνέπειες: Αδυναμία μαζικής δουλειάς - το φαινόμενο, πρωτοφανέρωτο για αριστερό κόμμα, να έχει συχνά συνδικαλιστική επιρροή μικρότερη από την πολιτική του σε αρκετούς χώρους!

Η αδυναμία μεγάλων κινητοποιήσεων π.χ. για διαδηλώσεις, απεργίες.

Η σύγχυση μεταξύ κομματικής παρουσίας και πλατιάς συσπείρωσης στους μαζικούς φορείς - αν κάτι δεν το ελέγχουμε διοικητικά αποχωρούμε από αυτό και συχνά το καταγγέλλουμε.

Πλήρης έλλειψη πολιτικής συμμαχιών. Πώς μπορεί να γίνει αντεπίθεση χωρίς εφεδρείες;

Η «δειγματική» κυκλοφορία του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» και η παρόμοια ακροαματικότητα των «902».

Δεν ενθαρρύνεται από το Κόμμα η πρωτοβουλιακή και πρωτοπόρα δράση των μελών και φίλων, με αποτέλεσμα να απωθούνται άτομα με δυναμισμό και ιδέες και να φτωχαίνει σιγά-σιγά το ανθρώπινο δυναμικό σε ζωντάνια και ενεργητικότητα. Ακριβώς δηλαδή αυτό που ξεχώριζε το ΚΚΕ από τα αστικά κόμματα στα ηρωικά χρόνια.

Νομίζω ότι με αυτή την εικόνα το ΚΚΕ ποτέ δε θα καταφέρει να προσεγγίσει νέους ανθρώπους και δε θα προωθήσει ούτε τους καταστατικούς - προγραμματικούς στόχους του παρά θα συνεχίσει να βολοδέρνει στη μετριότητα των τελευταίων 35 χρόνων, που φαίνεται την έχουμε συνηθίσει.

Θετική η προσπάθεια του ΠΑΜΕ για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης από τους πάτρωνές της, σωστή η διακριτή και περιφρουρημένη παρουσία στις κινητοποιήσεις. Είναι επιτυχής η δράση του Κόμματος για την περιφρούρηση του λαϊκού κινήματος και της νεολαίας από τις προβοκάτσιες της αντίδρασης και των ποικίλων ΚΥΠ κλπ.

Αλλά δε φτάνει μόνο η καλή άμυνα. Χρειάζεται και επίθεση, επαναστατικές πρωτοβουλίες. Εκεί υστερεί το ΚΚΕ.

Με αυτές τις όχι ευχάριστες σκέψεις διαπιστώνω ότι οι Θέσεις για το 18ο Συνέδριο δε θα βοηθήσουν την ανασύνταξη και την αντεπίθεση του ΚΚΕ.

Ηλίας Τζαμουράνης

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΖΕΤΑ - Παρανοήσεις και παρεξηγήσεις "φίλων"

Οι Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό εξηγούν αναλυτικά τις αιτίες που οδήγησαν σταδιακά, μέσα από την εξέλιξη, στην ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Η ανάλυση αυτή, η οποία στηρίζεται στη σχέση «πολιτική - οικονομία», «οικονομική βάση - εποικοδόμημα», φυσικά και δεν εξαντλεί το θέμα, φυσικά και ορισμένες πλευρές χρειάζονται μεγαλύτερη ανάλυση και περισσότερα στοιχεία ή άλλες πρέπει να φωτιστούν καλύτερα.

Ομως, οι Θέσεις της ΚΕ δίνουν το βασικό περίγραμμα της εξέλιξης, με στοιχεία και μεθοδικά, η οποία οδήγησε αρχικά στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και στη συνέχεια μετά το 20ό Συνέδριο στην υπονόμευση και μέσα από μια πορεία στην ανατροπή του 1989-90.

Οπως στην τέχνη έτσι και στην πολιτική δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κανένας δεν υποστηρίζει, ούτε και οι Θέσεις, ότι όλα πήγαιναν καλά μέχρι το 20ό Συνέδριο και ξαφνικά μετά άρχισαν να πηγαίνουν στραβά. Εκείνο που υποστηρίζεται είναι ότι οικοδομούνταν σοσιαλισμός, υπήρχαν και λειτουργούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού και επιτεύχθηκε τεράστια πρόοδος, υλική και πολιτιστική, για την εργατική τάξη και τους λαούς στη Σοβιετική Ενωση με την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ και με την ηγεσία του Στάλιν.

Δίνεται επίσης στις Θέσεις η ιδεολογική και θεωρητική διαπάλη που διεξάγεται μέσα στο ΚΚΣΕ, από τη δεκαετία του 1920 και στη συνέχεια, τα ρεύματα που συγκρούονται για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει το κόμμα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και η κοινωνική - ταξική βάση των ρευμάτων του οπορτουνισμού.

Μέσα στο κείμενο της ΚΕ, αν το διάβασα σωστά, δε φαίνεται πουθενά καμιά τάση εξιδανίκευσης ή ωραιοποίησης της περιόδου Στάλιν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι «φίλοι», αλλά μια προσπάθεια αντικειμενικής αποτίμησης. Για παράδειγμα, για την περίοδο 1924-1952, στις Θέσεις υπάρχει προβληματισμός για την ορθότητα ή μη της αλλαγής που έγινε από την παραγωγική στην εδαφική δομή της δικτατορίας του προλεταριάτου με το Σύνταγμα του 1936, επισημαίνεται ότι έγιναν υπερβολές και λάθη στην πορεία κολεκτιβοποίησης, επισημαίνεται στη Θέση 17 ότι στο πεντάχρονο πλάνο 1946-1950 είχαν συσσωρευτεί παρά τις επιτυχίες σοβαρά προβλήματα και ότι αναπτύχθηκε μέσα στο ΚΚΣΕ διαπάλη για την ερμηνεία των προβλημάτων αυτών και συνακόλουθα για την πολιτική που θα ακολουθούσαν για την αντιμετώπισή τους.

Ομως στο 20ό Συνέδριο κυριάρχησαν δυνάμεις και αντιλήψεις που έβλεπαν την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών μέσα από την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και του «σοσιαλισμού της αγοράς» με την αποδυνάμωση του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και όχι με την ενίσχυσή τους.

Υπάρχει επίσης σε ορισμένους «φίλους» η εξής απορία: Πώς γίνεται «η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη να πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα...», όταν είναι κυρίαρχη εκ των προτέρων, «όταν δε μοιράζεται την εξουσία με κανέναν», όπως γράφουν οι Θέσεις.

Διαφεύγει ίσως το εξής: Οτι τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών αγροτών και ταυτίζονται με την πρόοδο της κοινωνίας, την κοινωνική εξέλιξη.

Για τα άμεσα συμφέροντα, αυτό φαίνεται αν ρίξει κανείς μια ματιά στα αιτήματα και τους στόχους πάλης του ΚΚΕ, αλλά και για τα μακροπρόθεσμα, αν διαβάσει το πρόγραμμα του ΚΚΕ.

Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροί αγρότες ζουν το άγχος και την ανασφάλεια και τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και η διέξοδος βρίσκεται στη συμμαχία τους με την εργατική τάξη.

Φυσικά, η εργατική τάξη, που παράγει τον πλούτο και δεν έχει ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, είναι η μόνη σταθερή και βέβαιη τάξη για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, δε μοιράζεται την εξουσία με καμιά άλλη τάξη ή στρώμα, την ασκεί όμως και προς το συμφέρον των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών αγροτών και με τη δική τους συμμετοχή.

«Η υψηλή μονοπώληση» που παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία (με τις μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίων, τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, την κάθετη και οριζόντια διάρθρωση των επιχειρήσεων, δηλαδή με μια λέξη η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου) φυσικά και έχει αρνητικές επιδράσεις στην εργασία (ανεργία, εκμετάλλευση της εργατικής τάξης κ.ά.), όπως και στο περιβάλλον. Ομως, από την άλλη, αυτή η μονοπώληση δημιουργεί την υλική βάση που είναι απαραίτητη για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Οσο πιο αναπτυγμένη άρα και συγκεντρωμένη σε μεγάλες επιχειρήσεις είναι η υλική βάση, που θα παραλάβει η νέα εξουσία, τόσο διευκολύνεται η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ενώ δυσκολεύεται όταν υπάρχει καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού - αυτή ήταν και μια από τις σοβαρότερες δυσκολίες που έπρεπε να υπερνικήσει η νέα εξουσία των Μπολσεβίκων μετά την επανάσταση το 1917. Βέβαια αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι η επανάσταση πρέπει να περιμένει πότε θα αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις περισσότερο και να καταλάβει την εξουσία, ούτε βέβαια περίμεναν και οι Μπολσεβίκοι.

Αποτελεί ρομαντική αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι μπορεί στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής κοινωνίας να ιδρύσει «συνεταιρισμούς συγκεκριμένης κλίμακας, οι οποίοι θα παράγουν προϊόντα... με κριτήρια διαφορετικά από αυτά της αγοράς». Με τι μέσα, με τι κεφάλαια, με τι εξοπλισμό, με τι κόστος ανά μονάδα προϊόντος; Και άλλη δουλειά δεν έχουν να κάνουν αυτοί οι ρομαντικοί που θα συμμετέχουν στο συνεταιρισμό ή θα ζουν με τα έσοδα από το συνεταιρισμό; Πώς θα επιβιώσουν αυτοί οι συνεταιρισμοί απέναντι στον ανταγωνισμό με τα προϊόντα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων; Και αν έναν τέτοιο συνεταιρισμό τον ιδρύσουν και τον δημιουργήσουν ορισμένοι ρομαντικοί και ίσως άεργοι, που διαθέτουν όμως κεφάλαια, μπορεί να αποτελεί πρόταση προς την εργατική τάξη, για να εξασφαλίσει ποιότητα στα προϊόντα;

Νησίδες σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές δε γίνονται στον καπιταλισμό. Ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός είναι σύστημα αταξικό και ανταγωνιστικό προς τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός που αναπτύχθηκε οικονομικά μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας ήταν ανταγωνιστικό προς τη φεουδαρχία σύστημα, αλλά ταξικό, γι' αυτό και χωρούσε η ανάπτυξή του μέσα σ' ένα άλλο ταξικό σύστημα. Υπάρχει διαφορά. Τέτοιες λοιπόν επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί «όχι με τα κριτήρια της αγοράς» μπορούν να αναπτυχθούν μόνο μέσα στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό και με την εργατική επαναστατική εξουσία.

Πραγματικά, η «γενικευμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου» αποτελεί κοινωνικό όραμα των κομμουνιστών και του Μαρξισμού. Αυτό όμως έχει ως προϋπόθεση εκτός των άλλων και τη «διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας» όπως γράφεται στις Θέσεις (σελ. 145 ΚΟΜΕΠ τεύχος 6, 2008), όπως και «η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας - θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου - προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής» (στο ίδιο, σελ. 150). Αυτά για την άρση κάθε παρεξήγησης.

Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΚΟΒ Ντεπώ της ΚΟΘ

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΦΟΥΝΤΑΛΑΚΗΣ, ΜΑΝΟΣ - Για το δεύτερο θέμα

Ο προσυνεδριακός διάλογος γίνεται σε μία περίοδο που συμβαίνουν μερικά από τα σημαντικότερα γεγονότα της 4ετίας μέσα και έξω από τη χώρα. Τα ζητήματα που ανοίχτηκαν είτε κεντρικά ή εκφράζονται ανησυχίες συντρόφων ποικίλλουν ιδιαίτερα και καθένα έχει ιδιαίτερη σημασία, χρήζει παραπέρα μελέτης και επεξεργασίας, απ' τις διεθνείς εξελίξεις και την προσπάθεια του ιμπεριαλισμού να χτυπήσει τα λαϊκά κινήματα ως τις αλλαγές στους ενδοϊμπεριαλιστικούς συσχετισμούς. Απ' τις εσωκομματικές δυσλειτουργίες και την αντιμετώπισή τους ως την ΕΣΣΔ και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Δεν μπορεί στις σημερινές συνθήκες ολομέτωπης (και ιδεολογικής) επίθεσης του ιμπεριαλισμού να υπάρξει αποτελεσματική αγωνιστική δράση και επαναστατική προοπτική, αν δεν υπάρχει ολοκληρωμένη επαναστατική θεωρία.

Με πίστη ότι ο Μαρξισμός - Λενινισμός είναι η ανάλυση της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά και ότι η κίνηση της ύλης και το τέλος της ιστορίας δεν ήρθε το 1991 ή το 1936 ή το 1923 - τα καθήκοντα των κομμουνιστών και το πεδίο της ταξικής πάλης και διαπάλης είναι ιδιαίτερα διευρυμένα, το ξεκίνημα πρέπει να γίνει ξεδιαλέγοντας το κύριο από το δευτερεύον και το ειδικό από το γενικό. Απαλλαγμένοι απ' τις αστικά τροφοδοτούμενες επιρροές, να δούμε τι Κόμμα θα παίξει το νεκροθάφτη του καπιταλισμού, των εκμεταλλευτικών κοινωνιών συνολικά. Σαφής η απάντηση, δεν μπορεί να είναι μακριά από το προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, όμως αρκούν τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά για να ορίσεις το κοινωνικο-ιστορικό δημιούργημα που θα οδηγήσει στην επανάσταση; Είναι ανάγκη να ανοίξει ένα ρεύμα ιδεολογικοπολιτιστικής μελέτης στο Κόμμα με στόχο την ιστορική-θεωρητική γνώση όχι για μουσειακή χρήση, αλλά για παραπέρα επεξεργασία και θεωρητική ανάπτυξη. Ο καπιταλισμός δεν άλλαξε την εκμεταλλευτική του φύση, ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος όσο ποτέ, όμως η εποχή της ατμομηχανής απ' αυτή της τεχνολογικής αυτοματοποίησης διαφέρουν όσο και οι παραγωγικές τους αντιστοιχίες. Σημαντική πλευρά όλων των παραπάνω είναι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε. Σωστά διατυπώνουν και ο σοσιαλισμός διαφέρει από χώρα σε χώρα (χωρίς να αλλοιώνονται οι βασικοί προσδιορισμοί του μαρξισμού-λενινισμού), ακόμα πιο σωστά θα διαφέρει από εποχή σε εποχή, με κύρια αναφορά φυσικά στις αλλαγές στον τρόπο παραγωγής και τις διαμορφώσεις των παραγωγικών δυνάμεων ποσοτικά και ποιοτικά. Σχεδόν σε ενιαία αντιστοιχία επιβάλλεται να είναι και οι διαμορφώσεις στην οργανωμένη πρωτοπορία που θα πραγματοποιεί για τις αντιλαϊκές κατευθύνσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Δε διστάζει να προχωρήσει σε πλούσια αυστηρή αυτοκριτική. Περιγράφει φαινόμενα εκφυλισμού μέχρι λάθος ανάδειξης στελεχών που αναδεικνύει τα οπορτουνιστικά χαρακτηριστικά ενός κόμματος (Λένιν). Σωστά διατυπώνει ότι ο οπορτουνισμός, εκτός από κοινωνικά και οργανωμένος σε πολιτικούς φορείς, υπάρχει και μέσα στα ΚΚ. Η κυριότερη κερήθρα του οπορτουνισμού είναι εκεί που αναπτύσσονται υπέρογκες οικονομικές συναλλαγές. Αποκτά μεγάλη σημασία η διασφάλιση της εσωκομματικής δημοκρατίας και είναι εγκληματική και αντικομματική η προσπάθεια εμπόδισης κριτικής και ελέγχου απ' όπου και με όποιον τρόπο και αν γίνεται.

Παρά ταύτα είναι έντονη η αναντιστοιχία ανάμεσα στον εντοπισμό και την αυστηρή επισήμανση των δυσλειτουργιών μας και την αντιμετώπισή τους. Πολλές φορές δε, η μόνιμη επισήμανσή τους, η ύπαρξή τους για μεγάλες περιόδους και η προσπάθεια αντιμετώπισής τους βλέποντάς τα ως αποτέλεσμα υποτίμησής τους, έλλειψης προσπάθειας αποτελεσματικότητας ή άλλων αδυναμιών, κάνει τους λαθεμένους αυτούς τρόπους λειτουργίας δεύτερη φύση του κόμματος.

Η πραγματική υπέρβαση για το Κόμμα και το Συνέδριο θα είναι να μην τα αντιμετωπίσει ως τέτοια, αν αυτό συμβεί οι δυνατότητες που θα δημιουργηθούν είναι τεράστιες όπως επιβάλλει η εποχή μας.

Μάνος Φουνταλάκης

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΤΟΥΜΠΕΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ - Για την Κίνα και την Πορεία της

Στις 19/10/2008, δημοσιεύτηκαν οι Θέσεις του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, ενόψει του 18ου Συνεδρίου. Η μόνη αναφορά για την Κίνα και την πορεία που ακολουθεί, καταγράφεται στη σελίδα 11, στην πρώτη παράγραφο: «...Είναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας της σοσιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Ασίας (Κίνας, Βιετνάμ, ΛΑ Κορέας και στην Κούβα)...».

Αυτή η θέση έρχεται ουσιαστικά πίσω και από τις Θέσεις του 17ου Συνεδρίου, στις οποίες υπήρχαν αναφορές, όπως: «...Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας συνεχίζει την πολιτική της Οικονομίας της στη διεθνή καπιταλιστική αγορά. Εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Συνδέθηκε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα. Καθιέρωσε οικονομικές ζώνες ελεύθερων συναλλαγών, με σχέσεις παραγωγής σε καπιταλιστική βάση (...) Επιδιώκει να χρησιμοποιήσει ξένα κεφάλαια και υψηλή τεχνολογία (...) Η οικονομία της Κίνας επηρεάζει ήδη σημαντικά τις οικονομίες των χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού. Προκαλεί την έντονη αντίδραση της Ιαπωνίας, που μαζί με τις ΗΠΑ ενδιαφέρονται να εμποδίσουν τη διεύρυνση της επιρροής της και τη συνεργασία της με τη Ρωσία (...). Η εμφάνιση εκμεταλλευτικών κοινωνικών δυνάμεων με πολιτικές εκφράσεις στην κινεζική κοινωνία περικλείει όχι μόνο κινδύνους για τα συμφέροντα του κινεζικού λαού αλλά και για το ρόλο της στο διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα [...»] (Ντοκουμέντα 17ου Συνεδρίου σελ. 44-145). Αυτά στο προηγούμενο συνέδριο.

Τι συμβαίνει, πόση περαιτέρω μελέτη χρειάζεται, για πόσα ακόμα χρόνια, για να βγουν κάποια βασικά συμπεράσματα;

Αντ' αυτού, παραθέτω ένα σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» της 19/9/2008, όπου ο Δ. Κουτσούμπας, μετά τη συνάντησή του με τον Ζακόλα Γιου, μέλος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΚ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΚΚΕ - ΚΝΕ, όπου έγινε και πρόσκληση για το 18ο Συνέδριο, αναφέρει: «...Στη συνάντηση με το ΚΚΚ, τονίστηκαν ιδιαίτερα οι καλές διμερείς σχέσεις των δύο κομμάτων και η σταθερή σχέση αρχής του ΚΚΕ, που απορρίπτει τις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού ενάντια στην Κίνα, με πρόσχημα δήθεν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις αποσχιστικές κινήσεις στο Θιβέτ, που ενισχύουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ...».

Ωραία και καλά..! Σαν να μη συμβαίνει και τίποτα στην Κίνα, σαν καλά αδελφά κόμματα, που πέρα από διαφορές έχουν κοινούς στόχους κι επιδιώξεις...!! Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να βγάλει οποιοσδήποτε αναγνώστης του συγκεκριμένου δημοσιεύματος του «Ριζοσπάστη». Εδώ, όμως, μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα:

Τι μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο μέχρι τα σήμερα και δεν ξεκαθαρίζονται ορισμένα πράγματα, αλλά δείχνοντας το ΚΚΕ πως δε βλέπει και δεν καταλαβαίνει τίποτα, προσπερνάει όσα συμβαίνουν στην Κίνα (και όχι μόνο); Αραγε, δεν έχουν βγει νεότερα συμπεράσματα για τις εξελίξεις στην Κίνα αυτά τα χρόνια από το 17ο Συνέδριο του Κόμματος, ώστε στο 18ο να ανοιχτεί το ζήτημα; Τι είναι αυτό που φρενάρει στο να εξαχθούν κάποια βασικά συμπεράσματα, για το «είδος του σοσιαλισμού» που οικοδομείται στην Κίνα, για το τι είδους εξουσία είναι, ποιες σχέσεις παραγωγής επικρατούν, ποιος ο ρόλος του ΚΚΚ και πλήθος άλλων ερωτημάτων. Μπαίνει επιτακτικά να απαντηθούν ανοιχτά, δημόσια το ζήτημα από πολύ εργαζόμενο κόσμο, ψηφοφόρους του ΚΚΕ και μη.

Αυτή η παρελκυστική τακτική δε βοηθά σε τίποτα την υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, σύγχυση σκορπά και τίποτα άλλο. Το θέτω ευθέως: Η κινεζική καπιταλιστική οικοδόμηση με κόκκινη λεοντή φαντάζει σήμερα ό,τι απεχθέστερο σε πλατύ εργαζόμενο κόσμο, είναι η ζωντανή σημερινή δυσφήμιση, του σοσιαλισμού, είναι καυτός αντικομμουνισμός. Οσο πιο γρήγορα και κάθετα παρθούν αποστάσεις, τόσο καλύτερα είναι για το κομμουνιστικό κίνημα και το ΚΚΕ. Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ δεν μπορεί να αναβάλει μία ανοιχτή και καθαρή θέση.

Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι αρκετοί «διεθνείς οικονομικοί αναλυτές» αναφέρουν, αλλά και αποδεικνύουν με τα στοιχεία τους, ότι στη διεθνή καπιταλιστική κρίση η Κίνα αποδεικνύεται ως η χρυσή εφεδρεία, με τα καλύτερα οικονομικά και πολιτικά στάνταρ για την πορεία του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτή την υπόθεση, αλλά και τις επερχόμενες ραγδαίες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, δε δικαιούμαστε να κλείνουμε τα μάτια, ειδικά όταν θέλουμε να δούμε μακρύτερα από τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Τουμπελης Βασίλης

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΡΑΔΗΜΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ - Για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, στο δεύτερο θέμα

Σύντροφοι, το κείμενο για το σοσιαλισμό έχει σωστές θέσεις για το ζήτημα του νόμου της αξίας, το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1936 και διορθώνει, στις θέσεις 32-34, την αντίληψη που υπάρχει στο πρώτο κείμενο για τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθορίζοντάς τη σαφώς εξαρτημένη. Μπαίνουν, όμως, ζητήματα στη θέση 27 για την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ) και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Αναφέρεται στη σελ. 31 ότι υπήρχαν προβλήματα ενότητας καθ' όλη τη διάρκεια της ΚΔ. Στην υποσημείωση 44 γράφεται το εξής: «Αρχικά η Γραμματεία της EE της ΚΔ στις 9 Σεπτέμβρη του 1939 χαρακτήριζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό ληστρικό και από τις δύο πλευρές, καλώντας τα τμήματα της ΚΔ στις χώρες που εμπλέκονταν στον πόλεμο να παλέψουν ενάντια σε αυτόν». Ομως, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1938, υπεγράφη η «Συμφωνία του Μονάχου» ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία. Με αυτή τη συμφωνία, η Τσεχοσλοβακία (και παρά την ύπαρξη συμφωνίας της με τη Γαλλία) δινόταν στους ΝΑΖΙ. Η ΕΣΣΔ δήλωσε ότι δεχόταν να συμφωνήσει με την Τσεχοσλοβακία και να τη βοηθήσει, αν χρειαστεί σε περίπτωση γερμανικής εισβολής, αλλά οι Τσεχοσλοβάκοι ηγέτες απέρριπταν τις σοβιετικές προτάσεις. Η «Συμφωνία του Μονάχου» είχε το σκοπό να διασφαλίσει και ο Χίτλερ τα δυτικά του νώτα και οι Δυτικοί να μην εμπλακούν ακόμα σε πόλεμο, υπολογίζοντας ότι οι ΝΑΖΙ θα επιτίθεντο στην ΕΣΣΔ, γρήγορα θα την κέρδιζαν και έπειτα αυτοί θα κέρδιζαν εύκολα τους κουρασμένους Γερμανούς. Η ΕΣΣΔ έπρεπε να κερδίσει χρόνο, να προετοιμαστεί πολεμικά ακόμα περισσότερο. Ο πόλεμος φαινόταν λοιπόν ότι θα είχε αντιφασιστικό χαρακτήρα και για να υπάρξει σύναψη συμφωνίας μη επίθεσης με τους Γερμανούς έπρεπε αυτοί να πειστούν ότι οι Σοβιετικοί δεν προετοιμάζονταν για πόλεμο, αφού αυτός θα χαρακτηριζόταν ιμπεριαλιστικός, σύμφωνα με την απόφαση του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ: ως τέταρτος όρος για την πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης στο Συνέδριο οριζόταν η «άρνηση υποστήριξης της εθνικής αστικής τάξης σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο». Εφόσον οι Σοβιετικοί ήθελαν να πείσουν ότι είχαν «ειλικρινείς» προθέσεις έναντι των Γερμανών, έπρεπε να δείξουν ότι και η Διεθνής αντιμετώπιζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, αφαιρώντας έτσι κάθε δυνατότητα από τους ΝΑΖΙ να βρουν αφορμή να σπάσουν το Σύμφωνο γρήγορα. Αυτό έγινε και έτσι κέρδισε χρόνο η ΕΣΣΔ. Αν ένα κείμενο λίγες μέρες μετά την υπογραφή του Συμφώνου αναφερόταν σε προετοιμασία πολέμου κατά του φασισμού, αυτομάτως θα ακυρωνόταν αυτό και η ΕΣΣΔ θα αντιμετώπιζε σοβαρότατο κίνδυνο.

Στην ίδια σελίδα αναφέρεται: «Οι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Μπουχάριν, ως πρόεδρος της ΚΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την ΚΔ που υπερέβαλλαν τη "σταθεροποίηση του καπιταλισμού" και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη "αριστερή" κλπ.». Σε ό,τι αφορά τους τροτσκιστές, αυτοί εξοστρακίστηκαν οριστικά από την ΚΔ στο 6ο Συνέδριο, το 1928, όταν η μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη έκανε λόγο για την «τρίτη περίοδο» του καπιταλισμού, περίοδο που αυτός οδηγείτο στο θάνατο. Τότε πάρθηκαν οι αποφάσεις για πιο γρήγορο προχώρημα της κολεκτιβοποίησης και ασκήθηκε η πιο σκληρή κριτική στους σοσιαλδημοκράτες. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε και η επέμβαση στο ΚΚΕ, το οποίο και μπολσεβικοποιήθηκε. Γι' αυτήν την περίοδο, ο Δημητρόφ, στο κλείσιμο των εργασιών του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, έλεγε: «Αλλωστε, τώρα έχουμε μία κατάσταση που διαφέρει από αυτή που υπήρχε, π.χ., στην εποχή της σταθεροποίησης του καπιταλισμού. Εκείνη τη στιγμή ο φασιστικός κίνδυνος δεν ήταν τόσο οξύς όσο είναι σήμερα. Εκείνη τη στιγμή ήταν η αστική δικτατορία στη μορφή της αστικής δημοκρατίας που οι επαναστάτες εργάτες αντιμετώπιζαν σε έναν αριθμό χωρών και ήταν εναντίον της αστικής δημοκρατίας, εκεί συγκέντρωναν τα πυρά του. Στη Γερμανία, πολεμούσαν κατά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι επειδή ήταν μία δημοκρατία, αλλά επειδή ήταν μία αστική δημοκρατία που εμπλεκόταν στο να συντρίψει το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ιδίως στα χρόνια 1918-20 και το 1923». Προκύπτει, δηλαδή, ότι δεν ήταν αντίληψη του Μπουχάριν το 1928, αλλά της Διεθνούς, και καλώς. Μετά τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, το επαναστατικό κίνημα δέχθηκε πολλές ήττες στη δεκαετία του 1920, με πιο χαρακτηριστικές αυτές στη Γερμανία - όπου έγιναν και πολλά ρεφορμιστικά λάθη - και στην Κίνα κτλ. Το ότι το είπε ο Μπουχάριν τότε δε συνιστά λάθος. Πέραν αυτού, θεωρώ πως υπερεκτιμάται η προσωπικότητά του, κάτι που δεν απαντά τη μαρξιστική αντίληψη για την προσωπικότητα. Πρέπει να αναζητήσουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση των ΚΚ και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις χώρες των κομμάτων που το κείμενο λέει ότι αυτός επηρέαζε. Η σωστή κριτική είναι ότι το ρεύμα σκέψης του Μπουχάριν καθίσταται ξεκάθαρα ρεφορμιστικό από τη στιγμή που το ξέσπασμα της κρίσης του 1929 ριζοσπαστικοποιεί πιο μεγάλες μάζες του εργατικού πληθυσμού και όχι μόνο, μαζικοποιούνται τα ΚΚ, όχι βέβαια σε ικανό ακόμα βαθμό αλλά κατά εντυπωσιακό, οπότε οι δυνατότητες για την ανάπτυξη μίας επαναστατικής πολιτικής των ΚΚ είναι σημαντικές και αποκρυσταλλώνονται στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ.

Για την απουσία του ενιαίου κέντρου πριν το 1943, αυτό ήταν απολύτως φυσικό. Από το 1935-36 και έπειτα, η μισή Ευρώπη ήταν υπό τη φασιστική μπότα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα ξεχαρβαλώθηκε ολοσχερώς ο κομματικός μηχανισμός από τον Μανιαδάκη και, με την απουσία αστικοδημοκρατικών ελευθεριών, ήταν αδύνατο να υπάρξει σοβαρή σύνδεση με το Διεθνές κέντρο, ακόμα και αν αυτό διατηρούσε τις δομές των περιφερειακών γραμματειών.

Στην ίδια σελίδα έχουμε τα ζητήματα της διάλυσης της κόκκινης συνδικαλιστικής διεθνούς κτλ. Ερχεται να ολοκληρώσει τη σειρά ζητημάτων που μπαίνουν για τις αποφάσεις της ΚΔ. Εχει μεγάλη σημασία το τι ερωτήματα θέτει κανείς για αυτό το ζήτημα, γιατί άλλες απαντήσεις αναζητά και θα πάρει αν αμφισβητεί τις αποφάσεις της ΚΔ και άλλες αν αναζητά το κατά πόσον οι αποφάσεις αυτές εφαρμόστηκαν από τα κόμματα. Γιατί, αν αναζητήσει το κατά πόσον τα κόμματα εφάρμοσαν τις αποφάσεις, θα φτάσει να ρωτήσει έπειτα: Γιατί η γραμμή εφαρμόστηκε επιτυχώς στη Γιουγκοσλαβία και οδήγησε στη νίκη - άσχετα πού κατέληξε η Γιουγκοσλαβία - και γιατί στην Ελλάδα, ενώ υπήρχαν οι δυνατότητες για νικηφόρα έκβαση ως το τέλος, τελικά ηττηθήκαμε; Και γιατί στη δυτική Ευρώπη δεν κουνήθηκε φύλλο, τρόπος του λέγειν; Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηριχτεί ότι οι αποφάσεις της ΚΔ ήταν λάθος, ιδίως του 7ου Συνεδρίου. Ο Δημητρόφ εισηγητικά ξεκαθαρίζει το όρια και των κυβερνήσεων του μετώπου και σαφώς δεν τις ορίζει ως στάδιο: «Οριστική λύση αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να φέρει. Δεν είναι σε θέση να ρίξει την κυρίαρχη τάξη των εκμεταλλευτών και για αυτόν το λόγο δεν μπορεί οριστικά να απομακρύνει τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητη η προετοιμασία για τη σοσιαλιστική επανάσταση».

Στη σελίδα 34 αναφέρεται: «H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της "αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης", μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. H στρατηγική αυτή αρχικά στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχε "σχέση υποτέλειας και εξάρτησης" κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA. Ωστόσο, υιοθετήθηκε ακόμα και από το KK HΠA, δηλαδή της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι είναι λάθος η θεωρία της εξάρτησης. Συνιστά παρερμηνεία της.

Βαγγέλης Καραδήμας
ΚΟΒ Πολυγώνου - Τουρκοβουνίων - Άνω Αμπελοκήπων, συνεργάτης ΚΜΕ

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΑΝΤΥΠΑΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ - Γιατί έπεσε ο Σοσιαλισμός;

Το ερώτημα αυτό ταλανίζει το παγκόσμιο εργατικό κίνημα και είναι απολύτως απαραίτητο να απαντηθεί πειστικά, για να δώσει προοπτική στον αγώνα της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό της εποχής μας, να ξέρουν οι εργαζόμενοι γιατί θα αγωνιστούν και ποια μορφή θα έχει ο σοσιαλισμός, ώστε να μην επανέλθει η σκλαβιά της μισθωτής εργασίας. Πειστική απάντηση δε σημαίνει ότι θα γίνει αποδεκτή απ' όλα τα τμήματα της Αριστεράς, τα οποία οφείλουν να μάθουν να συνυπάρχουν, ώστε ο κόσμος της εργασίας να έχει τη δυνατότητα να κριτικάρει στην πράξη τα εργατικά κόμματα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαντά ταυτόχρονα και στο τι σοσιαλισμό θέλουμε.

Με το διάλογο για την πορεία του σοσιαλισμού γίνεται ένα τεράστιο βήμα στην κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στη σήψη και εν τέλει στην αναίμακτη ανατροπή του σοσιαλισμού, τον οποίο δεν υπεράσπισε η σοβιετική εργατική τάξη, σ' αντίθεση με τη λυσσαλέα υπεράσπισή του και τις τεράστιες θυσίες κατά τον Β΄ ΠΠ αλλά και πιο μπροστά, στον Εμφύλιο. Η αιτία που έπεσε ο Σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ και τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται ξεκάθαρα, αν απαντηθεί το ερώτημα «ποιος κατείχε τα μέσα παραγωγής». Πρέπει, συνεπώς, να μελετηθεί πρωτίστως η ταξική συγκρότηση της σοβιετικής κοινωνίας, κατά πόσο οι σχέσεις παραγωγής υπήρξαν ανταγωνιστικές και πώς εκφραζόταν αυτή η σύγκρουση στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Ο ρόλος των κομμάτων και των παρατάξεων, στα πλαίσια της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης της οικονομικής βάσης και του εποικοδομήματός της, είναι θεμελιώδης. Τα κόμματα (και οι παρατάξεις) αποτελούν την πολιτική έκφραση κοινωνικών τάξεων και αντιστρόφως οι κοινωνικές τάξεις είναι αδύνατο να παραμείνουν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση· γι' αυτό επιδρούν σημαντικά στις σχέσεις παραγωγής ορίζοντας το πλαίσιο στο οποίο κινούνται.

Στην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε και εξελίχθηκε η κοσμοϊστορική προσπάθεια της εργατικής τάξης για την εδραίωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, με το πέρασμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στην εργατική τάξη συνολικά. Η μοναδική αιτία της διάβρωσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν η ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων που επιδίωκαν να καρπώνονται για λογαριασμό τους την παραγωγή. Αφού η ΕΣΣΔ ξεπέρασε τη θεμελιώδη αντίθεση του καπιταλισμού κεφαλαίου - εργασίας βρέθηκε μπροστά σε άλλες αντιθέσεις που η πολιτική οικονομία της τις βάφτισε μη ανταγωνιστικές ενώ στην πραγματικότητα ήταν: την αντίθεση χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας και δευτερευόντως την αντίθεση πόλης - χωριού. Σε μια ΕΣΣΔ κατεστραμμένη δύο φορές, την πρώτη από τον Α΄ ΠΠ και τον Εμφύλιο και τη δεύτερη από το Β΄ ΠΠ υπήρξε αναγκαία η επικράτηση της πνευματικής εργασίας πάνω στη χειρωνακτική, ώστε να οργανωθεί η παραγωγή. Πάνω σ' αυτή την αντίθεση δομήθηκε ένα νέο στρώμα της εργατικής τάξης της ΕΣΣΔ, η εργατική αριστοκρατία, αποτελούμενη, όπως και στον καπιταλισμό, από εργαζόμενους οι οποίοι έχουν αποκοπεί από την παραγωγή έχοντας συμφέρον να μην επιστρέψουν σ' αυτή, καθόσον θα χειροτερεύουν οι όροι διαβίωσής τους. Η εργατική αριστοκρατία διαμορφώθηκε ακριβώς διότι αλλοιώθηκε το σοβιετικό σύστημα διοίκησης, θεμέλιο του οποίου υπήρξε η παραγωγική μονάδα, η εκλογή και ο άμεσος έλεγχος των κρατικών οργάνων, χωρίς αυτά να αποκόπτονται από την παραγωγή. Στα πρώτα σοβιέτ όλοι όσοι διαχειρίζονταν δημόσια εξουσία ήταν αιρετοί, από τους δημόσιους υπάλληλους, μέχρι τους δικαστές και από τους αξιωματικούς του στρατού έως τους διευθυντές των επιχειρήσεων. Λόγω της επείγουσας ανάγκης δημιουργίας σοβιετικής βιομηχανίας και του επισιτισμού της εργατικής τάξης και όλα αυτά σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, αλλοιώθηκε η λειτουργία των σοβιέτ, ώστε να επιβιώσει συνολικά η ΕΣΣΔ και οι μέχρι τότε εργατικές κατακτήσεις. Η αλλοίωση αυτή είχε ως συνέπεια το διορισμό διευθυντών στις επιχειρήσεις αντί της εκλογής, το προσωποπαγές των στρατιωτικών βαθμών, την ανάπτυξη εκτεταμένου μηχανισμού καταστολής αντισοβιετικών ενεργειών, την κατάργηση των αιρετών δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων, τη θέσπιση καταναλωτικών προνομίων και προνομιακών κοινωνικών υπηρεσιών των κομματικών στελεχών. Η ΕΣΣΔ περνούσε μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση, ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα συνεχιζόταν σ' όλη τη 10ετία του 20 και μέχρι την ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης, υπήρχε άμεση ανάγκη στελέχωσης των επιχειρήσεων ώστε να είναι παραγωγικές και έπρεπε να περιφρουρηθούν οι κατακτήσεις των εργαζόμενων. Η μη πραγματοποίηση των ανωτέρω αναδιαρθρώσεων στο σοβιετικό διοικητικό σύστημα, οι οποίες αποτέλεσαν αναγκαία προσαρμογή στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του σοσιαλισμού ήδη από τα '30, η ΕΣΣΔ δε θα έφτανε καν στον Β΄ ΠΠ, οπότε ο διάλογος για το σοσιαλισμό θα είχε άλλο αντικείμενο, θα ήταν πράγματι για το «σοσιαλισμό που δε γνωρίσαμε». Αυτή η αναγκαία τακτική υποχώρηση δεν επισημάνθηκε ως τέτοια, με αποτέλεσμα να καταστεί μόνιμη. Ετσι τα διευθυντικά στελέχη της βιομηχανίας, τα ανώτερα στελέχη του διοικητικού μηχανισμού και των δυνάμεων καταστολής, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν ταυτόχρονα και κομματικά μέλη, από κοινού με τα ανώτερα κομματικά στελέχη που από τη φύση της θέσης τους ήταν επιφορτισμένα με επαγγελματική κομματική δουλειά, αποτέλεσαν την κοινωνική βάση της εργατικής αριστοκρατίας της ΕΣΣΔ που προήλθε, στην πλειοψηφία της, όχι από την ηττηθείσα αστική τάξη αλλά μέσα από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης, δείχνοντας, ακριβώς, ότι η ταξική πάλη δε σταματά όσο υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις.

Το πρόβλημα της καταστολής της εργατικής αριστοκρατίας επιχειρήθηκε να λυθεί στα '30 με βίαιο τρόπο, ο οποίος αντικατόπτριζε την ανασφάλεια της νεαρής σοβιετικής εργατικής τάξης που προέκυπτε από το δυσμενή διεθνή συσχετισμό δυνάμεων αλλά και την απειρία της στην ταξική πάλη σε συνδυασμό με τις ιστορικές και πολιτιστικές της καταβολές. Ομως, επειδή δεν αποκαταστάθηκε η πρωταρχική λειτουργία των σοβιέτ, η εργατική αριστοκρατία αναγεννήθηκε, ως δοτή από τα πάνω και όχι ως εκλεγμένη από τη βάση, με τα σοβιέτ μεταλλαγμένα από παραγωγικά σε τοπικά, να παίζουν ρόλο τυπικού διεκπεραιωτή.

Η σοβιετική αριστοκρατία ήταν απολύτως φυσικό να εκφραστεί και πολιτικά. Καθώς ο μόνος νόμιμος πολιτικός θεσμός ήταν το ΚΚ εκφράστηκε μέσα απ' αυτό και μάλιστα πολύ εύκολα αφού ήδη το διοικούσε. Ο μονοκομματικός χαρακτήρας του εργατικού κράτους από κινητήρια δύναμη της νεαρής ΕΣΣΔ μετατράπηκε πολύ εύκολα και σε νεκροθάφτη του σοσιαλισμού και αποτέλεσε τη θεμελιώδη αντίφαση του σοβιετικού εποικοδομήματος. Η σοβιετική εργατική τάξη δεν αντιλήφθηκε ότι ο μονοκομματισμός, ολοκληρώνοντας τον ιστορικό ρόλο της σταθεροποίησης της ΕΣΣΔ, έπρεπε να τερματιστεί αμέσως μετά τη νίκη του Β΄ ΠΠ, ακριβώς λόγω της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και της παγκόσμιας εργατικής τάξης, και να δοθεί η δυνατότητα στην εργατική τάξη να σχηματίζει κόμματα με σκοπό τη διαχείριση της δικτατορίας του προλεταριάτου κατά αποτελεσματικότερο τρόπο.

Ο μονοκομματισμός προέκυψε ως ιστορική αναγκαιότητα της επανάστασης, λόγω της πόλωσης που προκάλεσε ο Εμφύλιος και διαχώρισε ξεκάθαρα τα επαναστατικά από τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Κατά την πρώτη περίοδο της επανάστασης θεωρούνταν αδιανόητη η λειτουργία μονοκομματικών Σοβιέτ, αντίθετα θεωρούνταν φυσιολογική η εναλλαγή στην εξουσία των σοβιετικών κομμάτων ως μοναδικός τρόπος άσκησης της σοβιετικής εξουσίας. Ο μονοκομματισμός, καθώς δεν είναι σε θέση να αποτρέψει την πολιτική έκφραση όλων των κοινωνικών τάξεων, οδήγησε σε μια σειρά εκκαθαρίσεων στα '30 επί δικαίων και αδίκων, στην τελική άλωση του ΚΚ στα '50 από την εργατική αριστοκρατία, που σταδιακά μετατράπηκε σε αντεπαναστατική αστική τάξη, και την αναπόφευκτη λειτουργία φραξιών που επιδίωκαν τη διατήρηση του εργατικού χαρακτήρα του ΚΚ.

Ξεπερνώντας τη μηχανιστική, και ουσιαστικά θεολογική, ερμηνεία του ιστορικού υλισμού, ότι τάχα κάθε τάξη μπορεί να εκφράζεται μόνο από ένα κόμμα, είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι ο μονοκομματισμός στην ΕΣΣΔ, αφού εκπλήρωσε τον ιστορικό ρόλο νίκης της επανάστασης, αποτέλεσε αναπόφευκτα μέσο πολιτικής έκφρασης της εργατικής αριστοκρατίας, που μεσοπρόθεσμα μετατράπηκε σε αστική τάξη, με συνέπεια την ήττα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Γι' αυτό και είναι απαραίτητο να διακηρυχτεί ότι στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία επιβάλλεται η λειτουργία πολλών εργατικών κομμάτων, όπως συνέβη στην Κομμούνα και στα πρώτα χρόνια των Σοβιέτ.

Ανδρέας Αντύπας
Οπαδός του ΚΚΕ, Αλεξανδρούπολη

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ - Για την "ανοδική πορεία"

Σύντροφοι και συντρόφισσες

Στις «Θέσεις» υπάρχει μια ενδελεχής και αξιοπρόσεκτη παρουσίαση των στατιστικών δεικτών, που βοηθούν στη διαμόρφωση άποψης για τις οικονομικές εξελίξεις. Δημιουργείται, όμως, η εντύπωση ότι γίνεται με έναν τρόπο που μοιάζει να είναι περισσότερο παραθετικός. Ετσι, μπορεί να φωτίζονται με επάρκεια οι εξελίξεις όπως αποτυπώνονται από τη Στατιστική, δεν είμαι όμως σίγουρος αν ταυτόχρονα αναδεικνύεται και προβάλλεται αυτό που για εμάς θα πρέπει να θεωρείται ως κύριο: Η όλο και πιο τεκμηριωμένη θεμελίωση και ενίσχυση της αντίληψής μας, για το γέρασμα και το σάπισμα του καπιταλισμού, ως σύστημα. Αντίθετα, αυτό που μένει ως αίσθηση από το τέταρτο κεφάλαιο, είναι πως η έμφαση που δίνουμε στην «ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού» (Θέσεις 27, 28, 40), είναι μεγαλύτερη ακόμα και από αυτή που δικαιολογούν τα στατιστικά στοιχεία.

Οι αναλύσεις που κάνει το Κόμμα μας για την εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος στις μέρες μας, πρέπει να γίνονται στο φόντο και από τη σκοπιά της δεδομένης εκτίμησης ότι διανύουμε την εποχή της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού» η οποία «συνεχίζεται» (Πρόγραμμα ΚΚΕ). Πρόκειται για την κρίση που συνεχώς βαθαίνει, εξελίσσεται και εντείνει τα αδιέξοδα του συστήματος, ανεξάρτητα από τον οικονομικό κύκλο, αφού συνδέεται με την όλο και πιο μεγάλη (αντικειμενική) αδυναμία του κεφαλαίου, να αξιοποιεί τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Μια αδυναμία που (και) στην περίπτωση της δικής μας χώρας, εκφράζεται με τη (σχετική και απόλυτη) συνεχή καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, με τη συρρίκνωση ολόκληρων κλάδων της βιομηχανικής παραγωγής, με τη ραγδαία επιδείνωση της σχέσης εγχώριων - εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων κατανάλωσης. Συνδέεται, με πολύ απλά λόγια, με την ολοκληρωτική λεηλασία που υφίσταται η παραγωγική βάση της χώρας από τους εκπροσώπους της οικονομικής ολιγαρχίας, οι οποίοι - όπως είναι φυσικό - μπροστά στο προσωπικό τους κέρδος και το κέρδος της τάξης τους, δεν έχουν τον παραμικρό φραγμό.

Αλλά και σε επίπεδο μικροοικονομίας, οι διαχειριστικού τύπου και πυροσβεστικού χαρακτήρα - εθνικές και διεθνικές - παρεμβάσεις του καπιταλιστικού κράτους και οι προσπάθειές του να «επεμβαίνει» στην εξέλιξη του οικονομικού κύκλου, ώστε να αναβάλλεται (στο βαθμό που αυτό γινόταν μέχρι σήμερα) το ξέσπασμα αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, δεν πρέπει να μας παρασύρει στη διατύπωση ανεπιφύλακτων εκτιμήσεων για «ανοδική πορεία».

Η ιστορικά πρωτοφανής υπερσυσσώρευση κεφαλαίων, οι γιγαντιαίες διαστάσεις που έχει προσλάβει η κίνηση των κεφαλαίων αυτών διεθνώς και οι απίθανες επιχειρηματικές διακλαδώσεις που δημιούργησαν τα μονοπώλια, ώστε να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους στις σημερινές συνθήκες σημαντικής μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, έχουν δημιουργήσει στην παγκόσμια οικονομία ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων. Ετσι, χωρίς να έχουν μεταβληθεί στο παραμικρό τα δεδομένα που συνθέτουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ή τους στόχους της επανάστασης, ο οικονομικός καπιταλιστικός κύκλος δεν είναι «καθαρός». Εμφανίζεται πολύ πιο καμουφλαρισμένος, σε σχέση με άλλες εποχές.

Στατιστικά, μπορεί να δίνεται η εντύπωση ότι διανύουμε φάση ανόδου, στην πραγματικότητα όμως η εικόνα φτάνει στην αντίληψή μας εντελώς παραμορφωμένη. Με δεδομένους, μάλιστα, παράγοντες όπως ο συνεχώς αυξανόμενος δανεισμός (Θέση 40) των λαϊκών νοικοκυριών, που ήδη ξεπερνά το 50% του ΑΕΠ, αυτό που φαινομενικά παρουσιάζεται ως άνοδος, αποτελεί μορφή συγκάλυψης της ίδιας της κρίσης. Με αυτή την έννοια, νομίζω ότι η οικονομική μας ανάλυση θα ήταν πιο ολοκληρωμένη αν «ξύναμε» λίγο περισσότερο πίσω από αυτό που στατιστικά εμφανίζεται ως «σημαντικά υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από τον αντίστοιχο μέσο της Ευρωζώνης» (Θέση 26), αλλά και ως «ανοδική πορεία».

Επειδή η ανοδική πορεία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την αυξανόμενη εξαγωγή ή εισαγωγή κεφαλαίων, ούτε με τις διακυμάνσεις που καταγράφονται στη θέση της χώρας στα πλαίσια της ΕΕ, φαντάζεται κανείς ότι ένας από τους λόγους που μας οδηγούν στην αντίστοιχη εκτίμηση είναι τα στοιχεία της «Θέσης 42». Δυο λόγια για τη Θέση αυτή:

1. Δεν είναι σωστό να αξιολογούμε εμείς την πορεία της μεταποιητικής παραγωγής, χρησιμοποιώντας τον δείκτη «κύκλος εργασιών». Εμάς πάντα μας ενδιέφερε και εξακολουθεί να μας αφορά ο όγκος της παραγωγής.

2. Ως αποτέλεσμα της παραπάνω λανθασμένης επιλογής, εμφανίζουμε «σταθερή ετήσια αύξηση 4% κατά μέσον όρο». Αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα της μεταποιητικής παραγωγής. Η αλήθεια είναι ότι το σύνολο των κλάδων της μεταποίησης παρουσίασε τη δεκαετία του '80 αύξηση παραγωγής μόλις 5,6%. Ολόκληρη τη δεκαετία του '90 μόνο 3,8%. Τη δεκαετία που διανύουμε, ήδη, πέντε χρονιές έκλεισαν με αρνητικό πρόσημο και με βάση το 100 για το 2000, όλες οι χρονιές κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα.

3. Είναι λάθος, στη σωστή εκτίμηση για την «πορεία συρρίκνωσης» μιας σειράς κλάδων της βιομηχανίας, να αντιπαραβάλλουμε την «ιδιαίτερη δυναμική» των κλάδων που αναφέρονται. Γιατί, ενώ η διατύπωση είναι ακριβής, οι κλάδοι με την επιδείνωση εξακολουθούν να δίνουν περί το 16% της συνολικής παραγωγής, τη στιγμή που η παραγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών, ιατρικών οργάνων, ή της ανακύκλωσης, δε φτάνουν καν το 1% του συνόλου της.

4. Δεν είναι σωστή η εκτίμηση ότι «στον κλάδο των κατασκευών σημειώθηκε ετήσια μείωση του ρυθμού των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 6,8%, μετά τη μεγάλη αύξηση κατά 21,5% το 2006». Αυτό που έχει σημασία για την οικονομική - παραγωγική δραστηριότητα είναι ότι ο δείκτης οικοδομικής παραγωγής κτιρίων, μετά από άνοδο τη διετία 2000 - 2002, όλα τα επόμενα χρόνια κινείται με πτωτικούς ρυθμούς, με το 2007 να είναι κατά 25,3% «πεσμένος» σε σχέση με το 2000.

Ανοδική πορεία, κατά την εξεταζόμενη περίοδο και βέβαια υπήρχε, διατηρείται και θα εξακολουθήσει να παρατηρείται και στο μέλλον. Αφορά την ενίσχυση της ισχύος και της θέσης των εκπροσώπων του κεφαλαίου και των μεγαλοεπιχειρηματιών συνολικά και εκφράζεται είτε με την αυξημένη κερδοφορία τους μέσα κι έξω από τη χώρα, είτε μέσα από τη γιγάντωση (συγχωνεύσεις - εξαγορές) των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, είτε και τα δύο. Αλλά σε κάθε περίπτωση κατατρώγοντας και ρουφώντας κάθε παραγωγική δύναμη που υπάρχει στον τόπο. Πρώτα και κύρια την εργατική και μαζί με αυτή τον πλούτο που διαχρονικά οι εργαζόμενοι έχουν παράξει.
Συντροφικά

Γιώργος Κακουλίδης
ΚΟΒ Ριζοσπάστη

Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009

ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΘΗΝΑ - Για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού - Αντιμονοπωλιακού Μετώπου

Απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της πρότασης εξουσίας του Κόμματος είναι η συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού - Αντιμονοπωλιακού Μετώπου στις σημερινές συνθήκες.

Στην ουσία, η συγκεκριμένη προσπάθεια έχει να κάνει με το εύρος, το περιεχόμενο, και την ενιαιοποίηση των αγώνων των διαφόρων τμημάτων των εργαζομένων, με στόχο τη συμμαχία της εργατικής τάξης, των μικρών αυτοαπασχολούμενων, της μικρομεσαίας αγροτιάς, της νεολαίας κ.λπ.

Ορος για την ενιαιοποίηση των αγώνων είναι το «μπόλιασμα» του περιεχομένου αυτών με την αντιπαράθεση με τη μήτρα της επίθεσης σε όλα τα τμήματα των εργαζομένων, δηλ. με την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως επίσης και η ανάδειξη του κοινού στόχου αυτής της επίθεσης, ανεξαρτήτως πώς αυτή εκφράζεται σε κάθε επιμέρους τμήμα εργαζομένων, ποια τάξη της κοινωνίας αυτή εξυπηρετεί, και εναντίον ποιας τάξης στρέφεται.

Εν κατακλείδι, η κατεύθυνση του κινήματος με ταξική πυξίδα είναι το επίδικο της όλης προσπάθειας που αναπτύσσεται. Σε σχέση όμως με το θέμα αυτό, θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα. Κατά τη γνώμη μου το «ταξικό» συγχέεται στην καθημερινότητα με το «κομματικό», με αποτέλεσμα, οποιαδήποτε αγωνιστική δράση δε βρίσκεται εν τη γενέσει της κάτω από «κομματική ομπρέλα», να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι και με εχθρότητα, υπερβάλλοντας σε πολλές των περιπτώσεων τον «κίνδυνο της διάχυσης».

Αμεσα δεμένο με το παραπάνω είναι και το ζήτημα της λειτουργίας του ΠΑΜΕ, και αυτό αναφορικά με δύο άξονες:

α/Η συμπαράταξη και η συμπόρευση με το ΠΑΜΕ πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ίδιας της αγωνιστικής εμπειρίας των εργαζομένων. Μ' αυτή την έννοια, εκτιμώ ότι δε βοηθάει η προβολή τέτοιων ζητημάτων σε χώρους με πρωτολειακές μορφές κινήματος.

Πιστεύω ότι το πρωταρχικό, για τμήματα εργαζομένων με χαμηλή έως μηδαμινή αγωνιστική εμπειρία, είναι, κατ' αρχήν, το να πειστούν οι ίδιοι για την αναγκαιότητα αλλά και τη δυνατότητα νίκης της οργανωμένης ταξικής αγωνιστικής δράσης, πράγμα που, πάντα σαν αποτέλεσμα οργανωμένης παρέμβασης, μπορεί να οδηγήσει στη συμπόρευση με το ΠΑΜΕ.

β/Η «επιλογή» του ΠΑΜΕ ως τον ταξικό πόλο του κινήματος, από κάποιον εργαζόμενο, δεν μπορεί να γίνεται με βάση την κομματική του τοποθέτηση, πράγμα που, δυστυχώς, ως επί το πλείστον, ισχύει σήμερα. Θεωρητικά, η κίνηση πρέπει να είναι αντίστροφη. Ο Λένιν τόνιζε ότι η συμμετοχή στο ταξικό εργατικό κίνημα αποτελεί το σχολείο της εργατικής τάξης αναφορικά με τη συνειδητοποίηση του ρόλου της στην προοπτική της επανάστασης.

Συνεπώς, η σχετική «επιλογή» οφείλει να γίνεται μέσα στους χώρους δουλειάς, από τους ίδιους τους εργαζόμενους και όχι από τα ΔΣ, στη βάση της ταξικότητας των προτάσεων που προβάλλονται από κάθε πλευρά.

Ιδιαίτερα πρέπει να παίρνεται υπ' όψη ότι στη συνείδηση μεγάλης μερίδας των εργαζομένων ο ρόλος των τριτοβάθμιων οργανώσεων, με τους δοσμένους συσχετισμούς, δεν είναι κατανοητός και πολύ περισσότερο καταδικαστέος. Η τέτοιου είδους θωράκιση του ταξικού πόλου του κινήματος μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία του Μετώπου, συμπαρασύροντας και τα ταλαντευόμενα τμήματα των αυτοαπασχολουμένων και της μικρομεσαίας αγροτιάς, με προοπτική πάντα τον στόχο της Λαϊκής Εξουσίας.

Είναι σαφές, τόσο από το Πρόγραμμα του Κόμματος, όσο και από τις θέσεις του Συνεδρίου, ότι η Λαϊκή Εξουσία δεν αποτελεί ξεχωριστό στάδιο, αλλά είναι οργανικό κομμάτι του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Από την άλλη, προβάλλεται σταθερά ότι ο στόχος της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας μπορεί και πρέπει να συσπειρώσει τμήματα εργαζομένων τα οποία δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούν με τη συνολική πρόταση εξουσίας του Κόμματος.

Κατά τη γνώμη μου, στο σημείο αυτό υπάρχει αντίφαση. Χρειάζεται να διευκρινιστεί το ελάχιστο όριο συμφωνίας τόσο για την οικονομία όσο και για την κατοχή της εξουσίας. Και για τη μεν οικονομία είναι πιο εύκολο να συμφωνήσει κάποιος π.χ. με την κοινωνικοποιημένη και συνεταιριστική μορφή παραγωγικής διαδικασίας. Τι γίνεται όμως με την αποδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου η οποία θα είναι στην ουσία η Λαϊκή Εξουσία; Εκτός και αν η Λαϊκή Εξουσία δεν ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου, οπότε εισάγεται από το παράθυρο η λογική των «σταδίων».

Το σίγουρο πάντως είναι ότι τόσο η δημιουργία του Μετώπου όσο και ο στόχος της Λαϊκής Εξουσίας, αντικειμενικά, πιο εύκολα μπορεί να προσεγγιστεί από έναν κόσμο που ήδη βρίσκεται σε «κίνηση», που είναι πολιτικοποιημένος, ακόμα και αν σήμερα συμπαρατάσσεται με άλλο πολιτικό χώρο.

Συνεπώς, χρειάζεται διευκρίνιση ότι είναι άλλο πράγμα οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, του NAP κ.λ.π. και άλλο πράγμα οι εργαζόμενοι που τους ψηφίζουν, συμβαδίζουν πιθανά σήμερα μαζί τους, και σε κάποιες περιπτώσεις ταλαντεύονται ανάμεσα σ' αυτούς και στο Κόμμα. Η τακτική του οπορτουνισμού της εμφάνισης διπλών και τριπλών θέσεων, αλλαγής θέσεων ανάλογα με τη συγκυρία, διαστρέβλωσης των θέσεων του Κόμματος, τους μπερδεύει, ενώ ο συλλήβδην αναθεματισμός όλων από τη μεριά του Κόμματος τους πολώνει.

Σήμερα το Κόμμα δε δίνει πια τη μάχη ύπαρξης που έδινε τη δεκαετία του '90. Αντίθετα, σταθερά ανεβαίνει το κύρος και ο σεβασμός που εμπνέει στους εργαζόμενους.

Μ' αυτή την έννοια, θεωρώ ότι πρέπει να απευθύνεται πιο πλατιά και πιο επιθετικά ακόμα και σε αρνητικά διακείμενους προς αυτό εργαζόμενους, με τον «αέρα» της επιβεβαίωσης της πολιτικής του από την ίδια τη ζωή.

Αθηνά Χατζοπούλου

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

Π., Θ. - Σκέψεις για το πρώτο θέμα

Η δημιουργία του ΑΑΔΜ είναι το βασικό πολιτικό ζήτημα της δράσης του Κόμματος. Στις Θέσεις (και στις Αποφάσεις) των προηγούμενων Συνεδρίων το θέμα αυτό είχε ξεχωριστή θέση. Και δικαιολογημένα. Στις Θέσεις για το 18ο οι αναφορές στο ΑΑΔΜ είναι σαφώς περιορισμένες, διάσπαρτες και μάλλον απλές διαπιστώσεις. Εχω τη γνώμη ότι θα έπρεπε να είναι ένα από τα βασικότερα θέματα, ώστε να προσανατολιστεί και ο σχετικός διάλογος. Θα έπρεπε να γίνει αναφορά στην πείρα που έχει συσσωρευτεί, με συγκεκριμένα παραδείγματα από τις προσπάθειες που έγιναν, τις δυσκολίες, νέες ιδέες και προτάσεις.

Πώς θα λυθεί το πρόβλημα, σε μια αστική περιοχή όπως η Λάρισα π.χ. με μεγάλο αριθμό εργαζομένων σε πολλές επιχειρήσεις, μεγάλο αγροτικό τομέα, πλήθος επαγγελματίες και ύπαρξη ΝΑΤΟικών στρατιωτικών βάσεων;

Πώς θα λυθεί το πρόβλημα στο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα; Ολοι έχουν σχέση με τις τράπεζες. Είτε σαν καταθέτες, είτε σαν δανειολήπτες στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, είτε σαν επαγγελματίες, είτε σαν αγρότες. Ολους μας αφορούν τα υπερκέρδη των τραπεζών και των ομίλων τους, τα επιτόκια και οι προμήθειες που εισπράττουν, ο ρόλος τους στην οικονομία. Ολα αυτά ενδιαφέρουν βεβαίως και το συνδικαλιστικό κίνημα και όχι μόνο των τραπεζών, διότι το χαμηλό εισόδημα των εργαζομένων - συνταξιούχων τούς οδηγεί αναγκαστικά στον τραπεζικό δανεισμό.

Στις Θέσεις τονίζεται η σημασία της δουλειάς στο εργατικό κίνημα. Ομως η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι το βασικό μας μέλημα είναι το ΠΑΜΕ. Ομως το ΠΑΜΕ είναι συσπείρωση των ταξικά προσανατολισμένων συνδικαλισμένων δυνάμεων, που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν δυνάμεις για να συσπειρωθούν στο ΠΑΜΕ. Επομένως, το ζήτημα είναι να εστιάσουμε τις προσπάθειες στην ανάπτυξη και βελτίωση της δουλειάς στα σωματεία, εργατικά κέντρα, ομοσπονδίες, να αυξήσουμε τις δυνάμεις μας, να βελτιώσουμε την ιδεολογική παρέμβαση, να κινητοποιήσουμε τους εργαζόμενους.

Στη θέση 83 αναφέρεται ότι «η νέα ΚΕ χρειάζεται να μελετήσει ιδιαίτερα το χώρο της δημόσιας και τοπικής διοίκησης, των πρώην ΔΕΚΟ». Επίσης στη θέση 84 αναφέρεται ότι «το ΠΑΜΕ ...είναι ανάγκη να παλέψει για τη δημιουργία κλαδικών συνδικάτων κατά πόλη και νομό...». Καμία αντίρρηση. Ομως οι πρώην ΔΕΚΟ, Τράπεζες, Δημόσιο κλπ. έχουν μεγάλα πανελλαδικά σωματεία και ομοσπονδίες, με δεκάδες χιλιάδες μέλη και σε πολλές περιπτώσεις οι δυνάμεις του Κόμματος δουλεύουν σε αυτούς τους φορείς, μέσα από διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις. Ποια είναι η χρυσή τομή της δράσης σε αυτές τις περιπτώσεις;

Πώς πρέπει να γίνει ο συνδυασμός της δουλειάς σε πανελλαδικά σωματεία και σε κλαδικά κατά πόλη;

Πώς θα γίνεται ο συντονισμός των κλαδικών σωματείων πανελλαδικά;

Οπου δεν υπάρχει δυνατότητα για δημιουργία κλαδικού συνδικάτου, τι γίνεται;

Στη θέση 63 αναφέρεται ότι «ο ρόλος της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αποδεικνύεται επιζήμιος και σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και μαζικοποίηση της ταξικής πάλης, του εργατικού κινήματος». Αυτή η τοποθέτηση αφορά τις σημερινές πλειοψηφίες ή σημαίνει κάτι για τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος;

Στη θέση 83 αναφέρεται: «Η διαπάλη για τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να υπηρετηθεί αποκλειστικά με την πάλη στα πλαίσια της κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης και της σημερινής δομής του κινήματος». Μάλλον χρειάζεται διευκρίνιση.

Γνώμη μου είναι ότι έχει υποτιμηθεί η ανάγκη ανάπτυξης κινήματος για την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ, τη διάλυση του ΝΑΤΟ και το ξήλωμα όλων των βάσεων. Ζητήματα με τεράστια πολιτική σημασία και προοπτική, διότι πρόκειται για ένα μεγάλο πλέγμα πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και άλλων δεσμεύσεων. Σε κάποια ντοκουμέντα ή ανακοινώσεις αναφέρεται η θέση: «Κατάργηση των ξένων βάσεων στη χώρα μας, πρώτα απ' όλα της Σούδας» - τι σημαίνει αυτό; Επιλεκτική ή σταδιακή κατάργηση;

Ενα ζήτημα που δεν έχει προσεχτεί είναι η ανάγκη ανάπτυξης ενός ισχυρού κινήματος των ανέργων, οι οποίοι αποτελούν ήδη ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, με μεγάλα προβλήματα, οικονομικά, κοινωνικά, αποκλεισμού κλπ.

Επίσης έχει υποτιμηθεί στην πράξη η ανάγκη ανάπτυξης ενός ισχυρού κινήματος για το περιβάλλον. Το κίνημα αυτό μπορεί να αποκτήσει σημαντικότατα πολιτικά χαρακτηριστικά.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί η θέση 103 (αφορά τη νέα ΚΕ): «να χτυπηθούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες...».

Οσον αφορά το 4ο κεφάλαιο - οικονομικές εξελίξεις - είναι μια αξιόλογη προσπάθεια, αλλά καταλαμβάνει το 20% του χώρου των θέσεων, έχει πολλά στοιχεία, αλλά λίγα πολιτικά συμπεράσματα. Νομίζω ότι πρέπει να αναλυθεί περισσότερο ο ρόλος του ξένου κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία, για να γίνει καθαρό για τι οικονομία μιλάμε. Επίσης πρέπει να ξαναδιατυπωθεί η θέση 38, γιατί δύσκολα βγαίνει νόημα.

Οσον αφορά την ΕΕ, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι βεβαίως είναι σωστή η πάγια θέση για αποδέσμευση, αλλά θα πρέπει να γίνουν μελέτες και επεξεργασίες συγκεκριμένων προτάσεων σε δύο κατευθύνσεις: 1) Αντιμετώπιση των συνεπειών της εξόδου από την ΕΕ και 2) τρόποι ανάπτυξης εκτός ΕΕ.

Πολλοί εργαζόμενοι συμφωνούν με τις απόψεις μας για την ΕΕ του σήμερα, αλλά χρειάζονται και πειστικά επιχειρήματα για το αύριο της ανάπτυξης εκτός ΕΕ.

Στον τομέα αυτό θα μπορούσαν να βοηθήσουν κοινές επεξεργασίες με άλλα κόμματα εντός και εκτός της ΕΕ.

Θ. Π.

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

ΓΚΑΝΑΤΣΙΟΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Μια πρόταση μόνο

Σύντροφε «Ρίζο» για το 18ο Συνέδριο, που γίνεται από 18 έως 22 Φλεβάρη 2009, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας εύχομαι πλήρη επιτυχία και είμαι σίγουρος γι' αυτό.
Εχω μια πρόταση μόνο να κάνω. Είμαι Αντιστασιακός. Δεκαπέντε ετών, το 1942, μπήκα αμέσως στο νόημα του αγώνα και πήρα ενεργό μέρος μέσα από τις Εθνικοαπελευθερωτικές Οργανώσεις ΕΑΜ, ΕΠΟΝ, εφεδρειών του ΕΛΑΣ.
Τούτο διότι γνώριζα πρόσφατα από το Δημοτικό Σχολείο τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία του 1821 με τα θούρια του Ρήγα Φεραίου. Θαύμασα και θαυμάζω και δε θα ξεχάσω ποτέ τα μεγάλα επιτεύγματα της Λαϊκής Εξουσίας με την κυβέρνηση του ΕΑΜ, ΠΕΕΑ 1943-1944. Τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Λαϊκή Δικαιοσύνη που έμαθε στον ελληνικό λαό να σέβεται την περιουσία των συνανθρώπων και που κόπηκε η κλεψιά ως διά μαγείας. Τούτο με τη σωστή καθοδήγηση και με την εφαρμογή σωστά και δίκαια των νόμων του κράτους και τη σωστή καθοδήγηση από τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Αυτήν την πρόταση θέλω να κάνω και απευθύνομαι στην καθοδήγηση του Κόμματός μας, να προβάλει παντού αυτό το μεγάλο πατριωτικό έργο του ΕΑΜ, που είναι έργο του ιστορικού και ηρωικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, έργο των θαρραλέων αγωνιστών κομμουνιστών.
Γκανάτσιος Δημοσθένης
Αντιστασιακός, Αντιπρόεδρος Παραρτήματος ΠΕΑΕΑ Ελασσόνας
Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

ΤΣΙΑΝΑΚΑΣ, ΛΑΖΑΡΟΣ - Για το πρώτο θέμα

Είναι συνηθισμένη πρακτική των πολιτικών κομμάτων να αντιπαρατίθενται στη βάση των προγραμματικών τους θέσεων και την εκάστοτε πολιτική τους επιχειρηματολογία πάνω στα πολιτικοοικονομικά ζητήματα κτλ. Πέρα όμως από αυτό το μέρος αντιπαράθεσης υπάρχει και ένα ακόμη: ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ των αντιπαρατιθέμενων. Δεν αρκεί κάποιος να πει ορθά λόγια αλλά, πρέπει και να τα εννοεί. Μας ενδιαφέρει λοιπόν όχι μόνο τι λέει, αλλά και ποιος τα λέει.

Αν παραβλέψουμε το ηθικό μέρος δηλαδή και μείνουμε μόνο στο τι λέει, τότε είναι σίγουρο ότι θα παρασυρθούμε και θα ακολουθήσουμε τον κάθε αριβίστα, καιροσκόπο, τυχοδιώκτη κτλ.

Σε ενίσχυση αυτών που ισχυρίζομαι θα επικαλεστώ τον ίδιο το λόγο του κόμματός μας, όπου συχνά αναφέρεται στην 90χρονη αγωνιστική Ιστορία του στους ήρωες και στις ηρωίδες που έδωσαν και τη ζωή τους ακόμη για τις ιδέες τους και για το καλό του λαού μας. Αρα, δεν περιοριζόμαστε μόνο στο τι λέμε, αλλά δηλώνουμε και ποιοι είμαστε εμείς που τα λέμε. Η αναφορά τελικά του ποιος είμαι, παραπέμπει συνειρμικά και με σαφήνεια στο ηθικό μέρος του ομιλούντος. Μ' άλλα λόγια η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να φαίνεται τίμια, αλλά και να είναι (η παράφραση του ρητού δική μου). Συνεπώς, δεν μπορεί να αγνοηθεί το μέρος αυτό, το ποιος τα λέει.

Και εξηγούμαι γιατί κάνω αυτή την εισαγωγή: Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου τον δημιούργησε με δική του πρωτοβουλία το ΚΚΕ. Τα λοιπά κόμματα που τον απαρτίζανε ήτανε διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, προοδευτικοί και σοσιαλιστές προερχόμενοι από πολιτικούς σχηματισμούς - σφραγίδες που μέρα με τη μέρα βαδίζανε προς την πλήρη εξαφάνιση. Συγκεκριμένα: Ελληνική Αριστερά, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστική Παράταξη Ελλάδας, Δημοκρατική Ενωση, Προοδευτικό Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας και Σοσιαλιστική Ενωση.

Θέλω να ρωτήσω προ της δημιουργίας του Συνασπισμού, ποιος μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι γνώριζε τα στελέχη αυτών των κομμάτων;

Το ΚΚΕ λοιπόν τους μάζεψε, τους έδειξε εμπιστοσύνη, πιστεύοντας έτσι ότι θα δοθεί άλλη εικόνα, ενθαρρυντική στους Ελληνες πολίτες. Κατ' εμέ μεγάλο λάθος, βλέπε ΕΔΑ που τη «φάγαμε» στη μάπα κι αυτήν για χρόνια με τους εσωτερικάκηδες, άλλα λουλούδια αυτά που υπολείμματά τους στεγάζονται τώρα στο σημερινό Συνασπισμό. Αλήθεια, τώρα πώς βολεύονται τα υπολείμματα του ΚΚΕ εσωτερικού χωρίς τον τίτλο τους; Τόσο κομμουνιστές ήτανε, δεν ντρέπονται. Τους έδωσε βήμα και θέσεις το ΚΚΕ. Πολλοί από αυτούς αναδείχτηκαν πολιτικά, έγιναν αναγνωρίσιμοι («προσόν» απαραίτητο σήμερα για πολιτική ανέλκυση και απόκτηση δόξας και πλούτου) απέκτησαν λοιπόν ισχύ, και τότε δε βολεύονταν πλάι σ' ένα ισχυρό ΚΚΕ που το 'βλεπαν εμπόδιο στα υστερόβουλα και φιλοκαπιταλιστικά σχέδιά τους.

Ξεχνώντας πως ό,τι απέκτησαν το χρωστάνε στο ΚΚΕ που τους μάζεψε από το πολιτικό περιθώριο και αφού φάγανε και στρογγυλέψανε καρδαμωμένοι τώρα πολιτικά, θέλανε να κυριαρχήσουν όχι μόνο στο χώρο του Συνασπισμού, αλλά και σ' αυτόν του δημιουργού τους, του ΚΚΕ, έχοντας βέβαια και την αμέριστη συμπαράσταση των ριψάσπιδων υπονομευτών εκ των έσω του ΚΚΕ με πρώτους και «καλύτερους» τους Αλαβάνο, Ανδρουλάκη, Δραγασάκη, Δαμανάκη, αυτούς που ανατράφηκαν μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ και η ανταμοιβή γι' αυτό ήταν να συμμαχήσουν με τους πρώτους και να προτείνουν τη διάλυσή του και όταν δεν κατορθώθηκε αυτό - τόσο ήταν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο - την «έστριψαν διά του αρραβώνος» για να στεγαστούν - τότε, γιατί τώρα μερικοί στεγάζονται αλλού - στο Συνασπισμό που άλλος δημιούργησε, έχοντας έτσι τη δόξα και ό,τι άλλο υπονοεί αυτή. Βολεύτηκαν λοιπόν στη δεύτερη κατοικία τους αλλά δεν αλλάξανε το οικόσημο. Εξακολούθησαν και εξακολουθούν να κρατάνε τον τίτλο του συνασπισμού έως και σήμερα με μικρές διαφοροποιήσεις.

Τους κατηγορώ λοιπόν όλους αυτούς - και περισσότερο αυτούς εκ των έσω: Για ΑΝΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ και ΠΡΟΔΟΣΙΑ, για τιτλοκάπηλους, για αριβίστες και καιροσκόπους, για αποπροσανατολιστικό ανάχωμα στήριξης του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλωστε, δε μιλάνε για ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, παρά μόνο για τη διαχείρισή του. Και μη μου πει κανείς απ' αυτούς ότι θέλουν Σοσιαλισμό όπως τον θεμελίωσαν οι κλασικοί του Μαρξισμού - Λενινισμού. Μήπως είστε όλοι εσείς κομμουνιστές - χωρίς να ψηφίζετε το ΚΚΕ - και δεν το ξέρω...

Δεν τους επιτρέπεται να αυτοαποκαλούνται αριστεροί. Αυτή η έννοια είναι ταυτισμένη ιστορικά με το ΚΚΕ ως του μόνου αντίπαλου του καπιταλιστικού συστήματος.

Αν ήτανε έντιμοι όλοι αυτοί οι «μαϊμού - αριστεροί», τότε που δεν πέτυχαν να διαλύσουν το ΚΚΕ θα έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους κυριολεκτικά, να διέλυαν τον Συνασπισμό και όχι να κρατάνε ένα κόμμα με τον ίδιο τίτλο (που το ΚΚΕ δημιούργησε). Να εξαφανίζονταν από την πολιτική σκηνή για πάντα (αυτό απαιτούν οι κανόνες της ηθικής). Γιατί την όποια καταξίωση και αναγνωρισιμότητα έχουν τη χρωστάνε στο ΚΚΕ. Εδώ είναι η ΑΝΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ και η ΤΙΤΛΟΚΑΠΗΛΙΑ τους.

Αν ήτανε έντιμοι να ξεκινούσαν μόνοι τους στον πολιτικό στίβο και όχι να χρησιμοποιούσαν σαν βήμα πολιτικής ανέλκυσης το χώρο του ΚΚΕ. Θα γραφτούνε στην ιστορία του ΚΚΕ ως αλλαξοπιστήσαντες προδότες. Ντροπή τους!

Είναι υποχρεωμένοι όμως να δηλώνουν συνεχώς ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τον κομμουνισμό - όσοι στεγάστηκαν πολιτικά στο ΚΚΕ ή την απομίμηση αυτού (ΚΚΕ εσωτερικού) - προς αποφυγή τυχόν ταυτίσεων υμών με τους κομμουνιστές εκ μέρους των πολιτών, οι οποίοι στο μεταξύ διαπαιδαγωγούνται αρνητικά βλέποντας κάποιους για κάποια χρόνια να είναι κομμουνιστές και μετά να κατρακυλούν από το ένα κόμμα στο άλλο. Κι εδώ πρακτικά κάνω μια ερώτηση προς τους λακίσαντες: α) Τόσα χρόνια που ήτανε στο ΚΚΕ δεν αντιλήφθηκαν ότι κάνουν λάθος; - λόγο για τον οποίο βέβαια αποχώρησαν μετά από δηλώσεις τους. Κάτι βέβαια που μπορεί να επαναληφθεί και στον νέο τους πολιτικό χώρο κ.ο.κ. β) Μπορεί να θεωρηθεί κανείς ευφυής νους όταν κάποιες δεκαετίες πιστεύει κάτι σαν σωστό και μετά διαπιστώνει ότι έκανε λάθος; Και αν το καταφέρει ακόμη μια φορά αυτό - να διαπιστώσει δηλαδή ότι και εκεί που πήγε (βλέπε Ανδρουλάκη, Δαμανάκη κ.ά.) - έκανε λάθος, τότε τους παραπέμπω στο αρχαίο ρητό «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».

Τον Αλαβάνο που το ΚΚΕ τον είχε για χρόνια ευρωβουλευτή και ανδρώθηκε μέσα στο ΚΚΕ, πώς να τον χαρακτηρίσω που ηγείται κόμματος - που δημιούργησε το ΚΚΕ - σε αντίπραξη με αυτό; Του πρέπουν και αυτουνού οι παραπάνω χαρακτηρισμοί που απευθύνω και στους προηγούμενους.

ΥΓ: Θεωρώ ότι ήταν λάθος να δημιουργήσουμε τον Συνασπισμό μαζεύοντας από το πολιτικό περιθώριο - υπολείμματα αστεροειδών νεφελωμάτων - να τους καρδαμώσουμε και να τους έχουμε τώρα στα πόδια μας σαν «ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ».

Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν εννοώ να μην κάνουμε συνεργασίες με κόμματα, κινήσεις, άτομα κτλ. εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις όπως π.χ. οι δηλωμένες αντικαπιταλιστικές τους θέσεις και φυσικά πρότερο έντιμο πολιτικό, κοινωνικό και οικογενειακό ακόμη βίο.

Και κάτι ακόμη. Η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος δε θα γίνει οπωσδήποτε από ευκαιριακές συμμαχίες αμφίβολης αποτελεσματικότητας αλλά από ταξική συνειδητοποίηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Και αυτή μπορεί να γίνει χωρίς αυτούς τους ηγετίσκους. Αρκεί το ΚΚΕ να βρει το σωστό τρόπο για αυτή την ταξική συνειδητοποίηση που με τη σειρά θα δημιουργήσει τη λαϊκή πλειοψηφία για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας πραγματικής κομμουνιστικής εξουσίας.

Λάζαρος Τσιανάκας
Αγ. Αθανάσιος Θεσσαλονίκης

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΜΙΧΑΛΗΣ - "Κοίτα, οι άλλοι έχουν κινήσει..."

Νομίζω ότι καλά κάνουμε και ψάχνουμε τις αιτίες ανατροπής της Σοβιετικής Ενωσης με σκοπό να εμπλουτίσουμε την αντίληψή μας για το Σοσιαλισμό. Στα πλαίσια αυτής της κουβέντας θα ήθελα να σταθώ (ελπίζω εποικοδομητικά) κριτικά σε 3 σημεία.

1) Σε πολλά σημεία του το κείμενο αντιμετωπίζει την ιστορία του ΚΚΣΕ ως σύγκρουση ομάδων και ρευμάτων. Κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό μεθοδολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στάλιν υποβαθμίζεται από γγ του ΚΚΣΕ σε ηγέτη του «συνεπούς ρεύματος της μαρξιστικής διανόησης» (Θέση 17). Ο Στάλιν (και ο κάθε γγ) ήταν γγ και όχι «ηγέτης ρεύματος». Και ως τέτοιος πρέπει να κρίνεται. Αντίστοιχα, το ΚΚΣΕ ήταν Κόμμα νέου τύπου. Και, ως τέτοιο, κρίνεται από τις συλλογικές του αποφάσεις και τις πράξεις του και όχι από το τι έλεγε το ένα ή το άλλο στέλεχος του. Αν τη δεκαετία του 1980 «οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις [...] δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν εμφανή πόλο υπεράσπισης του Σοσιαλισμού» το πρόβλημα δεν έγκειται στην αποτυχία συγκρότησης ομάδας με σωστή πλατφόρμα αλλά στο ότι φτάσαμε να καθίσταται αναγκαία η συγκρότηση ομάδας. Αυτό, νομίζω, πρέπει να είναι και το συμπέρασμα της κρίσης στο Κόμμα το 1991.

2) Αυτά που αναφέρει το κείμενο της ΚΕ για το νόμο της αξίας και την εμπορευματική παραγωγή, έρχονται τουλάχιστον σε αντίθεση με αυτά που γράφει ο Στάλιν στο έργο του «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952)1. Το συγκεκριμένο έργο δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Ακόμα και ένας σύντροφος με χαμηλή μαρξιστική παιδεία μπορεί να το διαβάσει και να το καταλάβει. Προβληματίζομαι ιδιαίτερα πάνω στο γιατί το κείμενο αποδίδει στον Στάλιν πράγματα που ουδέποτε είπε. Ελλείψει χώρου παραθέτω μόνο μικρά αποσπάσματα προσπαθώντας να μην αλλάξω το γενικό νόημα.

Για την εμπορευματική παραγωγή: «Λένε πως, [..] η ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής έπαψε να έχει νόημα,[...] πως θα έπρεπε να καταργηθεί η εμπορευματική παραγωγή. Αυτό, επίσης, είναι λάθος.[...]

Για το λόγο αυτό, η εμπορευματική παραγωγή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων παρουσιάζονται σήμερα στη χώρα μας τόσο απαραίτητα όσο ήταν, ας πούμε, πριν τριάντα χρόνια, όταν ο Λένιν διακήρυξε την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο έπακρο η ανάπτυξη του εμπορίου».

Για το νόμο της αξίας: «Μερικές φορές ρωτούν: υπάρχει, άραγε, και ενεργεί στη χώρα μας, στο σοσιαλιστικό μας καθεστώς, ο νόμος της αξίας;

Ναι, υπάρχει και ενεργεί. Εκεί όπου υπάρχουν εμπορεύματα και εμπορευματική παραγωγή δεν μπορεί να μην υπάρχει και ο νόμος της αξίας. [...] Εδώ, στην περιοχή αυτή, ο νόμος της αξίας διατηρεί, φυσικά μέσα σε ορισμένα όρια, το ρόλο του ρυθμιστή.

Ομως, η ενέργεια του νόμου της αξίας δεν περιορίζεται στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Επεκτείνεται, επίσης, στην παραγωγή. Είναι αλήθεια ότι ο νόμος της αξίας δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική μας παραγωγή, παρ' όλα αυτά, όμως, επιδρά πάνω στην παραγωγή κι αυτό δεν μπορεί να μην το πάρει κανείς υπόψη του στη διεύθυνση της παραγωγής. [...] Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις μας δεν μπορούν να ενεργούν και δεν πρέπει να ενεργούν δίχως να παίρνουν υπόψη τους το νόμο της αξίας. Είναι, άραγε, καλό αυτό; Λεν είναι και κακό. Στις τωρινές συνθήκες μας αυτό πραγματικά δεν είναι κακό, γιατί διαπαιδαγωγεί τους οικονομολόγους μας στο πνεύμα της ορθολογιστικής διεύθυνσης της παραγωγής και τους διδάσκει [...] να υπολογίζουν τα παραγωγικά μεγέθη, [...] να ερευνούν, να βρίσκουν και να χρησιμοποιούν λανθάνουσες δυνατότητες που είναι κρυμμένες μέσα στην παραγωγή και να μην τις ποδοπατούν [...] να βελτιώνουν συστηματικά τις μεθόδους παραγωγής, να κατεβάζουν το κόστος παραγωγής, να καταστρώνουν τον οικονομικό προϋπολογισμό και να πετυχαίνουν την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Είναι ένα καλό πρακτικό σχολειό, που επιταχύνει την ανάπτυξη των οικονομικών μας στελεχών και τη μετατροπή τους σε πραγματικούς καθοδηγητές της σοσιαλιστικής παραγωγής στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης. Το κακό δεν είναι ότι ο νόμος της αξίας επιδρά στην παραγωγή μας. Το κακό είναι ότι οι οικονομολόγοι μας και αυτοί που φτιάχνουν τα πλάνα, με λίγες εξαιρέσεις, δεν ξέρουν καλά τις επιδράσεις του νόμου της αξίας, δεν τις μελετούν και δεν ξέρουν να τις παίρνουν υπόψη τους στους υπολογισμούς τους».

Για την αντίθεση μεταξύ εργατών και των διοικητών των εργοστασίων (με βάση τη Θέση 18 οι τελευταίοι αποτελούν την κοινωνική βάση της «οπορτουνιστικής στροφής»): «Τώρα οι άνθρωποι της σωματικής εργασίας και το διοικητικό προσωπικό δεν είναι εχθροί, αλλά σύντροφοι και φίλοι, μέλη μιας ενιαίας παραγωγικής κολεκτίβας, που εξίσου ενδιαφέρονται για την επιτυχία και τη βελτίωση της παραγωγής. Από την παλιά έχθρα ανάμεσά τους δεν έμεινε ούτε ίχνος».

Δηλαδή, ο Στάλιν ισχυρίζεται α) Οτι οι κοινωνικές σχέσεις και πολύ περισσότερο οι νόμοι που τις διέπουν δεν αλλάζουν βουλησιαρχικά και β) ότι το 1952 οι αντικειμενικές συνθήκες για την κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής δεν ήταν ώριμες. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν οφείλουμε (όπως άλλωστε είναι εμφανές ότι υποστήριζε και ο Στάλιν ως ηγέτης του ΚΚΣΕ) να παλεύουμε για τη δημιουργία των όρων για την κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής. Απλώς αυτή δεν μπορεί να γίνει βολονταριστικά, «εδώ και τώρα». Αυτά δεν αποτελούν ασήμαντες πλευρές της θέσης του Στάλιν στις οποίες μπορεί να κάνει κάποιος κριτική υιοθετώντας τις γενικές αντιλήψεις που εξέφραζε, αλλά την καρδιά της θέσης του.

3) Για την «οπορτουνιστική στροφή».

α) Για το «στροφή». Η συγκεκριμένη θέση ενδεχομένως να παρερμηνευτεί (όπως έχει ήδη γίνει από συντρόφους στον προσυνεδριακό) και να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι «μέχρι το 1956 τα πράγματα πήγαιναν μάλλον καλά και μετά το 1956 οπορτουνιστικά». Η Θέση 9 περί μη δικαίωσης «της συνολικής στάσης του μαοϊκού ρεύματος» (σοσιαλιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ, προσέγγιση με ΗΠΑ κλπ.) αφήνει την πόρτα ανοιχτή να παρερμηνευτεί ως εκ των υστέρων μερική δικαίωση της ειδικής του στάσης για το 20ό συνέδριο και μόνο.

β)Για το «οπορτουνιστική».

i) Αν δεχτούμε ότι το 1956 συντελέστηκε συγκροτημένη «οπορτουνιστική» στροφή συμπεραίνουμε ότι δεν έγινε ένα απλό λάθος αλλά «κυριάρχησε ένα οπορτουνιστικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα»: Το ΚΚΣΕ ήταν οπορτουνιστικό Κόμμα για τα μισά χρόνια ύπαρξής του. Δε συμφωνώ με κάτι τέτοιο γιατί νομίζω ένα Κόμμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οπορτουνιστικό ακόμα και από μια σειρά λάθος αποφάσεις, ακόμα και αν κάποια από τα εκατομμύρια μέλη του κατέληξαν στυγνοί καπιταλιστές. Δεν ήταν οπορτουνιστικό το Κόμμα που στήριζε αγωνιζόμενους λαούς από την Κούβα μέχρι το Βιετνάμ, που πάλευε για την παγκόσμια ειρήνη, που έλυσε προβλήματα στην υγεία και στην παιδεία που ο καπιταλισμός ακόμα να λύσει, που 15 χρόνια μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της ΕΣΣΔ έστειλε άνθρωπο στο διάστημα, που παρείχε διεθνιστική βοήθεια ενάντια στον οπορτουνισμό σε χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία και το Αφγανιστάν. Αντίστοιχα το Κόμμα μας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οπορτουνιστικό την περίοδο '89-'91 επειδή σειρά στελεχών εξέφραζαν οπορτουνιστικές αντιλήψεις.

Η παραπάνω εκτίμηση του κειμένου σε συνδυασμό με την υποτίμηση του ρόλου που έπαιξε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση μιας και η ανατροπή «δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση αλλά από μέσα και από τα πάνω, με την πολιτική του ΚΚ» (Θέση 10) καθιστά τυπική τη διαφορά των όρων «κατάρρευση» και «ανατροπή».

ii) Η συγκεκριμένη θέση υπονομεύει την πάγια και διακηρυγμένη και στο κείμενο θέση ότι ο σοσιαλισμός ανατράπηκε το 1991. Είναι αυτονόητο ότι ένα οπορτουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να οικοδομεί σοσιαλισμό για τρεις δεκαετίες. Η θέση ότι και Σοσιαλισμό οικοδομούσαν και ήταν οπορτουνιστικό Κόμμα θυμίζει τη λαϊκή ρήση «Να σε κάψω Κώστα μ' να σ' αλείψω μέλι».

iii) Από το κείμενο συμπεραίνουμε ότι δεδομένου ότι αφού «σε μεγάλο βαθμό ως Κόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του ΚΚΣΕ» (Θέση 30) ότι τα 35 χρόνια από τις «9 δεκαετίες» έχουν στοιχεία «οπορτουνιστικής σκουριάς». Μια τέτοια εκτίμηση δε με βρίσκει σύμφωνο και είναι ποιοτικά διαφορετική από την αυτοκριτική στάση σε ορισμένες από τις επιλογές του παρελθόντος.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ

ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΗΡΩΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΚΣΕ

«Το ΚΚΣΕ είναι ο οργανωτής όλων των επιτυχιών μας», Γιούρι Γκαγκάριν 1961

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Ι.Β. Στάλιν, «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» εκδόσεις ΣΕ. Το κείμενο κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο.

Μιχάλης Βασιλείου
ΚΟΒ Εξαρχείων, Αχτίδα Α' Αθήνας

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

ΑΝΤΥΠΑΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ - Το μέτωπο απέθανε, ζήτω το μέτωπο

Η αντίληψη που κυριαρχεί για την αντιμετώπιση των λοιπών δυνάμεων της Αριστεράς από το ΚΚΕ είναι η οπορτουνιστική αναφορά τους. Μ' αυτή την άποψη πορεύτηκε για την επίτευξη της στρατηγικής της συγκρότησης Λαϊκού Μετώπου, δηλαδή της σύμπραξης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με στόχο την κοινή αντιμονοπωλιακή & αντιιμπεριαλιστική δράση.

Η στρατηγική των Μετώπων για τη συσπείρωση των λαϊκών τάξεων υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη σ' όλη την πορεία του εργατικού κινήματος. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ήταν η ύπαρξη οργανωτικής συγκρότησης, δηλαδή οργανώσεων βάσης και εκλεγμένης ηγεσίας μέσα από συγκεκριμένη θεσμική διαδικασία, στενότερη ή ευρύτερη.

Σε μια πολιτικά οργανωμένη ταξική κοινωνία είναι αδύνατον οι κοινωνικές τάξεις να μην εκφράζονται από κόμματα, είτε αυτοτελώς είτε μέσω πολιτικών συμμαχιών, τούτο διδάσκει ο ιστορικός υλισμός, μάλιστα δε η άποψη αυτή γίνεται δεκτή από ορισμένους εξωμαρξιστικούς ή ημιμαρξιστικούς πολιτικούς κύκλους. Τα μαρξιστικά κόμματα θεωρούν τον εαυτό τους κόμματα ταξικά, εκφραστές της εργατικής τάξης, και ότι τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα εκφράζουν άλλες τάξεις ή στρώματα, λόγω των αστικών επιρροών τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα: Οι κοινωνικές τάξεις εκφράζονται πολιτικά από κόμματα που έχουν ονοματεπώνυμο και τούτο φαίνεται άμεσα στο πολιτικό πρόγραμμά τους.

Κατά συνέπεια, όταν προσδιορίζεται ως στρατηγική η δημιουργία Μετώπου, είναι σαφές ότι αυτό δε συγκροτείται μόνο από διαδικασίες βάσης, δηλαδή την κινητοποίηση των κοινωνικών τάξεων μέσα στους βιοτικούς χώρους τους αλλά και μέσα από διαδικασίες εποικοδομήματος, που υλοποιούν την πολιτική έκφρασή τους. Ιστορικά, μάλιστα, τα Μέτωπα συγκροτήθηκαν κυρίως από διαδικασίες κορυφής παρά βάσης. Οι κοινωνικές τάξεις που επιδιώχτηκε να συσπειρωθούν από τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν οι μισθωτοί, οι μικροπαραγωγοί αγρότες, οι μικροεργοδότες & αυτοαπασχολούμενοι της πόλης, και οι διανοούμενοι, ενώ στον χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης καπιταλισμό συμπεριλαμβανόταν και η «εθνική αστική τάξη».

Από το 1996 δεν κατέστη δυνατή η συγκρότηση Μετώπου ως πραγματικού και οργανωμένου πολιτικού σχηματισμού. Η συγκρότηση του Μετώπου ήταν επόμενο να αποτύχει διότι το ΚΚΕ, αν και όρισε τα κοινωνικά στρώματα που θα το συγκροτούσαν, απέφυγε, κατά διαλεκτική υπέρβαση, να ορίσει και τους πολιτικούς εκφραστές τους, καθώς θα ήταν αντιφατικό να αποδεχτεί α) για τον εαυτό του, που του επιφυλάσσει την έκφραση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ότι επιπλέον εκφράζει και διαφορετική τάξη από την εργατική, β) για τα άλλα τμήματα της Αριστεράς ότι απομένει η έκφραση των μικροαστικών στρωμάτων, για το ΣΥΝ των ανερχόμενων και τμήματος της εργατικής αριστοκρατίας, ο οποίος οδηγείται συνεπώς σε αποκλεισμό από το Μέτωπο, τη «ΡΙΖ.Α.» (εκ του ΣΥΡΙΖΑ) των φθινόντων και το ΜΕ.Ρ.Α. των άρτι «εκπεσόντων» στην τάξη του προλεταρίου. Με τέτοια, όμως, παραδοχή θα όφειλε να έρθει σε διαπραγμάτευση με ορισμένα τμήματα της Αριστεράς προκειμένου να εκπληρώσει τη στρατηγική του, γεγονός για το οποίο έδειξε ιδιαίτερη απροθυμία για λόγους που δεν αναλύονται στην παρούσα λόγω έλλειψης χώρου.

Η απουσία διαλόγου δείχνει ότι η επιθυμία για τη συγκρότηση του Μετώπου υπήρξε λιγότερο ειλικρινής σε σχέση με το ψηφισμένο πρόγραμμα, στην πραγματικότητα το ΚΚΕ όχι μόνο δεν επιδίωξε να συγκροτήσει το Μέτωπο, αντίθετα επιδίωξε το ιδεολογικό και οργανωτικό του ξεκαθάρισμα, που ίσως δικαιολογείται ως αναγκαιότητα της 10ετίας του '90 όχι όμως και του 2000.

Αποτέλεσμα της απουσίας διαλόγου για τη δημιουργία του Μετώπου ήταν να περιοριστεί το ΠΑΜΕ, που ιδρύθηκε ως Μέτωπο, και να απολέσει δυνάμεις που αρχικά συσπείρωσε (ΔΗΚΚΙ, ΑΚΟΑ) απομακρύνοντας οποιαδήποτε προοπτική Μετώπου. Η τακτική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων αποδείχτηκε αναποτελεσματική, το ΠΑΜΕ απέτυχε, κατά το υπερβολικά μεγάλο διάστημα της δεκαετίας, να συσπειρώσει την εργατική τάξη, η οποία στις κρίσιμες ώρες (ασφαλιστικό) προσέτρεξε στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ, αποκλείοντας από το ΠΑΜΕ, που συσπείρωσε το πιο μαχητικό τμήμα εργαζομένων, τη δυνατότητα να ζυμώσει τις θέσεις του σε ευρύτερο κύκλο, αποκόπτοντάς το από τα πρωτοβάθμια σωματεία στα οποία ήταν μειοψηφία.

Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται μέσα από το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η ανατροπή του καπιταλισμού είναι ενδεχόμενο εγγύτερο απ' ό,τι πολλοί αναλυτές και κόμματα νομίζουν, δυστυχώς όμως για τη ραστώνη μας δε θα ανατραπεί αυτόματα. Αυτό που απαιτείται να πραγματοποιηθεί είναι η συγκρότηση ενός νέου εργατοαγροτικού Μετώπου με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, ουσιαστικού αυτή τη φορά, με οργανωτική δομή και εκλεγμένη ηγεσία, που δε θα χαϊδεύει τ' αυτιά των μικροαστών αλλά θα δημιουργεί τους όρους για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της πολυκομματικής εργατικής εξουσίας. Σ' αυτό το Μέτωπο οι μικροεργοδότες θα προσχωρήσουν ως φθίνουσα τάξη χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης, η δε άμεση στόχευσή του θα είναι η ενεργοποίηση των εργαζομένων στους τόπους δουλειάς με τη δημιουργία και λειτουργία επιχειρησιακών σωματείων, την υποχρεωτική εναλλαγή προσώπων στη διοίκησή τους και με πολιτικό στόχο την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το Μέτωπο πρέπει να είναι οργανωμένο κυρίως σε οριζόντια παρά σε πυραμιδωτή βάση, εκμεταλλευόμενο τις δυνατότητες οργάνωσης και κινητοποίησης μέσω των νέων μορφών επικοινωνίας, οι οποίες αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στις τελευταίες διαμαρτυρίες για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, με ζυμώσεις, άμεση δημοκρατία & επικοινωνία όλων των μελών του, συγκροτημένου από πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται ρήξη με τον καπιταλισμό αντί του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες σήμερα υπάρχουν τόσο εντός του ΣΥΡΙΖΑ όσο και εντός του ΜΕΡΑ.

Ανδρέας Αντύπας
Οπαδός του ΚΚΕ, Αλεξανδρούπολη

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

ΑΣΗΜΑΚΗΣ, ΚΩΣΤΑΡΑΣ - Για το δεύτερο θέμα

Σύντροφοι, οι Θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό είναι μια μεγάλη προσφορά, όχι μόνο για το Κομμουνιστικό Κίνημα στη χώρα μας, αλλά και για το παγκόσμιο συνεπές κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό δείχνει την ωρίμανση του Κόμματός μας που με τη βαθιά μελέτη της πορείας της κομμουνιστικής οικοδόμησης στη Σοβιετική Ενωση με βάση τις αρχές του Μαρξισμού - Λενινισμού, φωτίζει πολλές άγνωστες πλευρές του Σοσιαλισμού που γνώρισε η ανθρωπότητα τον 20ό αιώνα.

Σύντροφοι, πρέπει να τονίσουμε ξανά και ξανά να γίνει συνείδηση σε κάθε μαρξιστή λενινιστή, κάθε συνεπή κομμουνιστή, αυτό που πονάει την αστική τάξη της χώρας μας, αλλά και την παγκόσμια αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό γενικότερα, είναι η περίοδος Λένιν - Στάλιν. Ιδιαίτερα δε την περίοδο που επικεφαλής του Κόμματος των Μπολσεβίκων ήταν ο Στάλιν, τέθηκαν οι βάσεις για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση της χώρας, αφού πρώτα απαλλοτριώθηκαν οι καπιταλιστικές ιδιοκτησίες στα εργοστάσια, στις τράπεζες, μέσα μεταφοράς, τη γη. Με λίγα λόγια, καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία των πλουτοκρατών. Είναι η κολεκτιβοποίηση 25 εκ. ατομικών μικροϊδιοκτητών αγροτών, αυτή δε την περίοδο η βιομηχανική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ενωσης ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τα καπιταλιστικά κράτη κατά 50 - 100 χρόνια. Ο Σοβιετικός λαός θα 'πρεπε αυτό το διάστημα να το καλύψει σε 10 χρόνια. Αν αυτό δεν επιτυγχάνονταν, οι καπιταλιστές θα τον συνέτριβαν και έτσι άρχισε η βιομηχανοποίηση της χώρας με την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, τον εξηλεκτρισμό, την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου. Κατασκευάστηκαν γιγαντιαία εργοστάσια, ηλεκτρικοί σταθμοί, βελτιώθηκε ριζικά το βιοτικό επίπεδο του λαού και ανέβηκε η εκπολιτιστική του διαπαιδαγώγηση. Ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζονται πανεπιστήμια, σχολεία, νοσοκομεία, λέσχες, λαϊκές κατοικίες. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, επεξεργάζονταν πεντάχρονα σχέδια ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας. Σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ενωση αναπτύχθηκε μια γιγαντιαία δημιουργική εργασία. Σ' αυτήν την ηρωική εποχή, τους πάντες είχε καταλάβει ένας πρωτοφανής ενθουσιασμός (Σταχανοφικό Κίνημα) για δουλειά, που ο ρυθμός της ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Στην αγροτική οικονομία, η κολεκτιβοποίηση γινόταν κάτω από συνθήκες σκληρού αγώνα κατά των εχθρών του κολχόζνικου συστήματος. Οι κουλάκοι αντιστέκονταν, φτάνοντας πολλές φορές μέχρι το έγκλημα. Κατέστρεφαν αγροτομηχανές, έκαιγαν κτίρια του κολχόζ, δηλητηρίαζαν ζώα, κατέστρεφαν τις σοδειές σταριού, σκότωναν δραστήρια μέλη, τους εργάτες που έρχονταν από τις πόλεις για βοήθεια. Εκαναν αντισοβιετικές ενέργειες, δεν πουλούσαν στάρι στο σοβιετικό κράτος και το άφηναν να σαπίζει. Οι δε κουλάκοι της Σιβηρίας είχαν τεράστιες ποσότητες σταριού στις αποθήκες, που έφτανε για αρκετά χρόνια, ενώ οι πόλεις, τα βιομηχανικά κέντρα, ο στρατός ήταν διαρκώς κάτω από την απειλή της πείνας. Ο κάθε καλόπιστος άνθρωπος αντιλαμβάνεται κάτω από ποιες συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης γινόταν η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Και το ερώτημα που μπαίνει είναι τι έπρεπε να κάνει η Σοβιετική εξουσία, πώς θα αντιμετώπιζε τους αντεπαναστάτες, τους Τροτσκιστές, Μπουχαρινιστές, Ζηνοβιστές, που εναντιωνόντουσαν με όλα τα μέσα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Γι' αυτό το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, ο ιμπεριαλισμός, η αστική τάξη της χώρας μας με τους κονδυλοφόρους της, οι θλιβεροί αποστάτες του κομμουνιστικού κινήματος, αναθεωρητές εγχώριοι και ξένοι ξερνούν το δηλητήριό τους ενάντια σ' αυτή την ηρωική εποχή. Και στο πρόσωπο του Ι.Στάλιν κτυπούν τον κομμουνισμό. Ολα αυτά τα χρόνια, έχουν ρίξει τόνους λάσπης σ' έναν γιγάντιο ηγέτη του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, για να τον αφανίσουν, να τον σβήσουν από τη μνήμη εκατομμυρίων εργατών όλου του κόσμου. Ο θλιβερός Χρουστσώφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, άρχισε το καταστρεπτικό του έργο, δηλώνοντας ότι κριτικάρει τον Στάλιν για να αποκατασταθεί ο Λενινισμός στην αρχική του αγνότητα και να βελτιωθεί το κομμουνιστικό σύστημα. Το ίδιο έκανε και ο ανεκδιήγητος Γκορμπατσώφ με το πρόσχημα της επιστροφής στον Λένιν. Επαναφέρανε τον Τσάρο και αναστήσανε τον άγριο καπιταλισμό.

Σύντροφοι, την 35χρονη ηρωική αυτή εποχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η Σοβιετική Ενωση με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, έκανε αστρονομικά άλματα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αν σκεφτεί κανείς σε τι κατάσταση ήταν η τσαρική Ρωσία, επρόκειτο για μια απόλυτη μεσαιωνική φεουδαρχική εξουσία με ένα κατά κύριο λόγο αγροτικό και αναλφάβητο πληθυσμό, που ζούσε στον σκοταδισμό και την πιο μαύρη εξαθλίωση, σε μια κατάσταση χρόνιου υποσιτισμού. Το ηρωικό κόμμα των Μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Ι. Στάλιν, του μεγάλου στρατηλάτη του πατριωτικού πολέμου, που τσακίζοντας τις ορδές του Ναζισμού παρέλαβε την τσαρική Ρωσία με το ξύλινο αλέτρι και την έφτασε στο διάστημα και στο ατομικό όπλο. Ο,τι και να λένε γι' αυτόν και να λυσσομανούν οι ιμπεριαλιστές και τα φερέφωνά τους, τέτοιους ηγέτες η Ιστορία και οι Λαοί δεν τους λησμονούν. Ακόμα και ο Τσόρτσιλ στην ομιλία του στη Βουλή των Λόρδων στις 28-12-1959 για τα 80 χρόνια από τη γέννηση του Στάλιν, μεταξύ των άλλων είπε τα εξής: Μεγάλη ευτυχία για τη Σοβιετική Ρωσία ήταν ότι στα χρόνια των σκληρών δοκιμασιών καθοδήγησε ο μεγαλοφυής και ακλόνητος στρατηλάτης Ι.Β.Στάλιν. Ηταν εξέχουσα προσωπικότητα, πολυμορφωμένος, ακατάβλητος, ισχυρής θέλησης. Η συνάντηση μαζί του προκαλούσε μέγιστη εντύπωση. Η επιρροή του στους ανθρώπους ήταν ακαταμάχητη. Στη διάσκεψη της Γιάλτας, όταν έμπαινε στην αίθουσα συνεδριάσεων, όλοι εμείς που συμμετείχαμε σηκωνόμασταν όρθιοι. Σάμπως να μας διέταζε κάποιος και είναι αξιοπερίεργο και ανεξήγητο γιατί στεκόμασταν σε στάση προσοχής. Κατείχε βαθιά και συνετή σοφία. Ηταν ανυπέρβλητος μάστορας, που τα κατάφερνε να βρίσκει στις δύσκολες στιγμές διέξοδο από την πιο αδιέξοδο κατάσταση στις τραγικές στιγμές. Αυτή σύντροφοι η ανυπέρβλητη προσωπικότητα μετά τον Λένιν προκαλούσε το δέος και τον θαυμασμό ακόμα και στους εχθρούς του και τους αντιπάλους του.

Σύντροφοι, φρονώ ότι αφετηρία στην οπισθοδρόμηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, στάθηκε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το 1956 η ανάδειξη του Χρουστσώφ στην ηγεσία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, η δαιμονολογία στο πρόσωπο του Στάλιν, η διαγραφή χιλιάδων Μπολσεβίκων, ο ιδεολογικός οπορτουνισμός, είχε στην πορεία τα γνωστά αποτελέσματα. Στις ηγεσίες των περισσότερων Κομμουνιστικών Κομμάτων αναρριχώνται ή επιβάλλονται ανανεωτές. Αρχίζουν οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις απέναντι στον Ιμπεριαλισμό. Καλλιεργούνται αυταπάτες για το ειρηνικό πέρασμα. Η Σοβιετική δημοκρατία γίνεται δημοκρατία όλου του λαού. Τους ιλιγγιώδους ρυθμούς ανάπτυξης της ΕΣΣΔ της εποχής του Στάλιν, διαδέχονται η στασιμότητα, η διαφθορά, ο παράνομος πλουτισμός. Αναπτύχθηκε η δεύτερη οικονομία. Τα κείμενα των θέσεων για το Σοσιαλισμό δίνουν απάντηση και φωτίζουν τις αιτίες των ανατροπών. Πως στο κόμμα των Μπολσεβίκων αναπτύχθηκαν αριβιστές, μικροαστικά στοιχεία, οπορτουνιστές. Ενας από τους κύριους λόγους ήταν ότι το ΚΚΣΕ πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος στα πεδία των μαχών με το Ναζισμό. Χιλιάδες πρωτοπόρα στελέχη και μέλη, ο ανθός του κόμματος χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν με άπειρα και καριερίστικα στοιχεία. Η πορεία του πάλαι ποτέ ηρωικού και δοξασμένου ΚΚΣΕ ήτο προδιαγραμμένη, το οδήγησε στον έσχατο ξεπεσμό και στον εκφυλισμό του. Οσοι πίστευαν ότι με την ανατροπή ήρθε το τέλος της Ιστορίας είναι βαθιά νυχτωμένοι. Τα συνεπή Κομμουνιστικά Κόμματα κάθε χώρας θα βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα, αντλώντας πολύτιμη πείρα από την οικοδόμηση του Σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση και στις άλλες χώρες. Χωρίς στρεβλώσεις και παρεκκλίσεις από τα Μαρξιστικά - Λενινιστικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διαφυλάττει σαν κόρη οφθαλμού κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ο 21ος αιώνας θα 'ναι αιώνας επαναστάσεων για την απελευθέρωση της παγκόσμιας εργατικής τάξης από τα δεσμά του κεφαλαίου.

Ζήτω το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ.

Κωστάρας Ασημάκης
Αιγάλεω

Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009

February 24, 2009

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ - Για πιο ισχυρό ΚΚΕ

Το Κόμμα, οι οργανωμένες δυνάμεις του, μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο, να λειτουργούν αποτελεσματικά μόνο όταν αποτελούν στην ουσία την πρωτοπορία του χώρου τους. Και αυτό έχει να κάνει με το πόσο η κάθε ΚΟ είναι δεμένη με τους εργαζόμενους του χώρου της. Κατά πόσο οι κομμουνιστές πρωτοστατούν στην οργάνωση των αγώνων και την πάλη για τα προβλήματα του κλάδου. Μόνο τότε μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων, να τους κάνουν να πειστούν ότι έχουν δίπλα τους ένα σταθερό συμπαραστάτη. Και αυτό δεν είναι κάτι που κερδίζεται έτσι απλά. Αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, απαιτεί καλή γνώση του χώρου, ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε έγκαιρα το κλίμα σε κάθε χώρο, να ανταποκρινόμαστε στις διαθέσεις των εργαζομένων.

Αποτελεί αδυναμία μας ότι αυτό δεν το έχουμε κερδίσει σε πολλούς κλάδους ή το έχουμε κερδίσει σε μικρό όμως βαθμό. Τα πρακτικά μέτρα που παίρνουμε δεν αρκούν. Προσέξαμε πως με την περίπτωση της δολοφονίας του 15χρονου, μια σειρά κόσμος, από αυτούς που θεωρούμε αμέτοχους και αδιάφορους κατέβηκε στο δρόμο, είτε στο πλευρό μας, είτε μόνος του ή επηρεασμένος από άλλες δυνάμεις. Φάνηκαν ορισμένες υπαρκτές αδυναμίες Κομματικών Οργανώσεων στην οργάνωση και καθοδήγηση αυτού του κόσμου. Ή στο πώς οι ίδιες οι ΚΟΒ δημιουργούν κλίμα στο χώρο τους αναδεικνύοντας τα προβλήματα π.χ. συμμετοχή των εργαζομένων του κλάδου στην απεργία.

Χρειάζεται να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, να γίνουμε ικανοί να ανταποκρινόμαστε, ειδικά σε συνθήκες όξυνσης. Να έχουμε σταθερή επαφή με τις μάζες. Και το βάρος της δουλειάς μας πρέπει να πέσει στους μεγάλους κλάδους. Εκεί που συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός εργαζομένων και κυρίως στους στρατηγικούς τομείς που πρέπει να αποτελούν πεδίο σοβαρής αντιπαράθεσης.

Πιο συγκεκριμένα, στο μεγαλύτερο κλάδο παραγωγής στην περιοχή μας που είναι η ΔΕΗ, πρέπει να είμαστε προσηλωμένοι για το πώς θα ενισχύσουμε τη δράση και την παρέμβασή μας, πώς θα ενισχύσουμε τις δυνάμεις μας που δρουν στο χώρο της ΔΕΗ.

Αυτό ακριβώς γιατί βλέπουμε πώς επιδρούν οι αρνητικοί συσχετισμοί που υπάρχουν τόσο σε πολιτικό όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο:

1. Στον ίδιο τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, αφού αποτελεί ένα στρατηγικό τομέα, σχετίζεται με το σύνολο της παραγωγικής βάσης, αλλά και με τις διεθνείς σχέσεις, την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας.

2. Στους εργαζόμενους της επιχείρησης καθώς η απελευθέρωση όξυνε ακόμη περισσότερο τις ήδη άθλιες εργασιακές σχέσεις, τις άσχημες συνθήκες εργασίας, τις επαγγελματικές ασθένειες και εργατικά «ατυχήματα», την εργολαβοποίηση κλπ.

3. Γενικότερα στη λαϊκή οικογένεια που ακριβοπληρώνει το ρεύμα για την οικιακή κατανάλωση.

4. Στην τοπική κοινωνία, με την ένταση της περιβαλλοντικής καταστροφής, τις αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις οικισμών που συχνά ήταν βίαιες και χωρίς επαρκείς αποζημιώσεις.

5. Το ρόλο της εργατικής αριστοκρατίας που χρόνια τώρα αναπαράγεται και συντηρείται από την άρχουσα τάξη και αξιοποιείται στην προώθηση στελεχών στην τοπική αυτοδιοίκηση, με στήσιμο ρουσφετολογικών μηχανισμών, παρεμβάσεις σε άλλα συνδικάτα κλπ. Η αλλαγή των συσχετισμών στο χώρο της ΔΕΗ που απασχολεί πάνω από 9.000 εργαζόμενους στο Λεκανοπέδιο θα φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις και ανέβασμα της ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα, θα δώσει άλλη πνοή στο εργατικό - λαϊκό κίνημα.

Βασικές προϋποθέσεις για να αλλάξουν οι συσχετισμοί είναι:

1. Η ολόπλευρη στήριξη του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, του ΠΑΜΕ Ενέργειας και του ταξικού Συνδικάτου Ενέργειας (ΣΕΕΕΝ).

2. Ανάδειξη των ευθυνών των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών ΔΑΚΕ - ΠΑΣΚΕ και του άθλιου ρόλου των οπορτουνιστών της ΣΑΔ/ΣΥΝασπισμού στα σωματεία καθώς έχουν αναγορευτεί σε φορείς ταξικής συνεργασίας και χυδαίου αντικομμουνισμού.

3. Συνέπεια και αγωνιστικότητα στους χώρους δουλειάς.

4. Στήριξη και ενίσχυση του Συντονιστικού για το περιβάλλον και ανάληψη πρωτοβουλιών για ανάδειξη των καταστροφικών αποτελεσμάτων που έχει η λειτουργία της ΔΕΗ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή τη λογική του κέρδους της πλουτοκρατίας.

5. Εκλαΐκευση των θέσεων του Κόμματος για την ενέργεια πλατιά στο λαό ενταγμένη στη συνολική πρόταση για τη λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία.

6. Παράλληλη ιδεολογικοπολιτική δουλειά, με αυτοτελή παρέμβαση του Κόμματος, για να απαντιούνται ιδεολογήματα και θεωρίες της αστικής τάξης, να κερδίζονται οι εργαζόμενοι με την πολιτική του ΚΚΕ. Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη να γνωρίζουν πως δίπλα τους υπάρχει μια αταλάντευτη δύναμη που με συνέπεια παλεύει για τα δικαιώματά τους. Η ισχυροποίηση των οργανώσεων και συνολικά του Κόμματος, περνάει πρώτα μέσα από την πάλη για την κατάκτηση της εμπιστοσύνης των μαζών, την αναγνώριση του πρωτοπόρου ρόλου των κομμουνιστών.

Δημήτρης Παπαδόπουλος
ΑΕ Πτολεμαΐδας

Ριζοσπάστης - 29 Ιανουαρίου 2009

ΛΙΟΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ - Σοσιαλισμός και γραφειοκρατία

Το κείμενο της ΚΕ για τις αιτίες ανατροπής του σοσιαλισμού, σωστά επικεντρώνει στην οικονομία. Ωστόσο, υπάρχει ένας παράγοντας της καπιταλιστικής παλινόρθωσης με τον οποίο ελάχιστα ασχολείται. Αναφέρομαι στο ζήτημα της γραφειοκρατίας (που συνδέεται και με την οικονομία).

1. Ο Λένιν ασχολήθηκε επισταμένα με τον κίνδυνο της γραφειοκρατίας. Εγραφε: «ο εχθρός μας, αν πρόκειται να μιλήσουμε για εσωτερικό εχθρό, είναι τώρα όχι τόσο ο καπιταλιστής και ο τσιφλικάς [...] ο εχθρός μας είναι και οι κερδοσκόποι και οι γραφειοκράτες» και «μας κατατρώει η γραφειοκρατία, που είναι πολύ δύσκολο να κατανικηθεί. Πρέπει να την καταπολεμήσουμε εντατικά, πρέπει να βάλουμε στα ιδρύματα πιο πολλούς εργάτες». Επίσης: «...μιλάμε για ένα μερικό ξαναζωντάνεμα της γραφειοκρατίας μέσα στο σοβιετικό καθεστώς» και «δεν μπορείς να ξεκάνεις τον καπιταλισμό μονομιάς, αυτός ξαναγεννιέται με τη μορφή των "σοβιετογραφειοκρατών", της σοβιετικής γραφειοκρατίας...». Ακόμα: «στη μάζα των συνδικάτων δημιουργήθηκε ένα πνεύμα δυσαρέσκειας απέναντι στα λάθη μας, από τη γραφειοκρατία που αφήσαμε να αναπτυχθεί στα ανώτερα κλιμάκια και από εμένα τον ίδιο» και «είναι ευνόητο πως η γραφειοκρατία που έχει αναβιώσει στις κρατικές υπηρεσίες, δεν μπορούσε παρά να έχει ολέθρια αποτελέσματα και μέσα στις κομματικές οργανώσεις, γιατί οι κορυφές του κόμματος είναι και κορυφές του κρατικού μηχανισμού: είναι το ίδιο πράγμα».

2. Ο Στάλιν δεν παρέκκλινε από τη λενινιστική λογική. Οι αναφορές του πάμπολλες: «Ενας από τους πιο σκληρούς εχθρούς της πορείας μας προς τα μπρος είναι η γραφειοκρατία. Ο εχθρός αυτός ζει μέσα σε όλες τις οργανώσεις μας και στις κομματικές και στις κομσομόλικες και στις συνδικαλιστικές και στις οικονομικές [...] Ο κομμουνιστής γραφειοκράτης είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος γραφειοκράτη. Γιατί; Γιατί καμουφλάρει τη γραφειοκρατία του με τον τίτλο του κομματικού μέλους και τέτοιους γραφειοκράτες δεν έχουμε δυστυχώς λίγους». Επιπλέον, επιχειρώντας να δώσει ερμηνεία σε σημάδια ηθικής κατάπτωσης μέσα στο κόμμα, γράφει: «εξηγούνται (σ.σ. τα σημάδια ηθικής κατάπτωσης) με το γεγονός ότι εκεί έφτασαν το μονοπώλιο του κόμματος ως τον παραλογισμό, έπνιξαν τη φωνή της βάσης, εκμηδένισαν την εσωκομματική δημοκρατία και εγκαθίδρυσαν τη γραφειοκρατία». Ερμηνεύοντας το φαινόμενο της γραφειοκρατίας υποστηρίζει ότι «οι επιτυχίες κάποτε φέρνουν ίλιγγο. Οχι σπάνια γεννούν υπερβολική έπαρση και κομπασμό. Αυτό μπορεί να συμβεί ιδιαίτερα εύκολα στους εκπροσώπους ενός κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία [...] Και μιλάω εδώ όχι μόνο για τα τοπικά στελέχη, μα και για ορισμένα στελέχη των περιοχών και ακόμα για ορισμένα στελέχη της ΚΕ».

3. Εκτός των παραπάνω υπάρχουν αποφάσεις σχετικές με τη γραφειοκρατία και σε κομματικά σώματα. Το 1937 στην εισήγηση του Ζντάνοφ στην ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος, επισημαίνονται πλευρές του γραφειοκρατικού φαινομένου: η μη προσέλευση και η μη λογοδοσία των κομματικών στελεχών στις ολομέλειες των Σοβιέτ, η αδυναμία διάκρισης της εχθρικής από τη φιλική κριτική, η ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων με το σύστημα της κοπιτάτσιας, η κριτική και αυτοκριτική ως τυπική διαδικασία και ως εμπαιγμός των κομματικών μελών, η υποτίμηση της γνώμης της βάσης, η έλλειψη σεβασμού στη γνώμη των εξωκομματικών κλπ.

Ομοίως, το 1952 στο 19ο Συνέδριο του κόμματος η εισήγηση του Μαλένκοφ εκτιμά ότι «δημιουργήθηκε ένας ορισμένος κίνδυνος απόσπασης των κομματικών οργανώσεων από τις μάζες και μετατροπής τους από όργανα πολιτικής καθοδήγησης, από μαχητικές και πρωτόβουλες οργανώσεις σε ιδιόμορφες διοικητικές-διευθυντικές υπηρεσίες, ανίκανες να αντιταχθούν στις κάθε λογής τοπικιστικές, στενά υπηρεσιακές και άλλες αντικρατικές τάσεις [...] Στις κομματικές οργανώσεις υπάρχει ακόμα υποτίμηση του ρόλου της κριτικής και αυτοκριτικής στη ζωή του κόμματος και του κράτους, γίνεται ανεκτή η δίωξη και η καταδίωξη εκείνων που κάνουν κριτική. Πολλές φορές μπορεί κανείς να συναντήσει στελέχη που διακηρύχνουν διαρκώς την αφοσίωσή τους στο κόμμα, μα που στην πράξη δεν ανέχονται την κριτική από τα κάτω, την πνίγουν, εκδικούνται αυτούς που τους κάνουν κριτική. Είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις, που η γραφειοκρατική στάση απέναντι στην κριτική και αυτοκριτική προξένησε μεγάλη ζημιά στην υπόθεση του κόμματος, έπνιξε την πρωτοβουλία της κομματικής οργάνωσης, υπέσκαψε το κύρος της καθοδήγησης στις κομματικές μάζες κι έκανε να δυναμώσουν στη ζωή ορισμένων κομματικών οργανώσεων τα αντικομματικά ήθη των γραφειοκρατών, άσπονδων εχθρών του κόμματος. Το κόμμα δεν μπορεί να μην παίρνει υπόψη του ότι εκεί που καταπιέζεται η κριτική και αυτοκριτική, εκεί που είναι αδύνατος ο έλεγχος των μαζών πάνω στη δράση των οργανώσεων και ιδρυμάτων, εκεί παρουσιάζονται αναπόφευκτα τέτοια αρρωστιάρικα φαινόμενα, όπως ο γραφειοκρατισμός, το σάπισμα, ακόμα και η αποσύνθεση ορισμένων κρίκων του μηχανισμού μας».

4. Η γραφειοκρατία αποδείχτηκε, όμως, ότι δε συνδεόταν μόνο με ζητήματα σοσιαλιστικής δημοκρατίας κι εσωκομματικής λειτουργίας. Αφορούσε και τη βάση, με την έννοια ότι δημιουργήθηκε ένα στρώμα με ιδιαίτερα υλικά προνόμια με κίνδυνο κοινωνικοταξικής διαφοροποίησης από την εργατική τάξη. Ο Μαρξ αναφερόμενος στην εμπειρία της Κομμούνας, πρότεινε η αμοιβή των μελών της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους να είναι αυτή του εργατικού μισθού. Ο Λένιν ομοίως προτείνει η αμοιβή όλων των υπαλλήλων, που θα είναι όλοι τους αιρετοί σε κάθε στιγμή, να μην ξεπερνά την αμοιβή ενός καλού εργάτη. Και κριτικάρει εκείνους τους Μπολσεβίκους που στα δημοτικά συμβούλια προτείνουν την καθιέρωση υψηλών μισθών. Η θέσπιση μεγάλων μισθών σε επιστημονικό και ειδικευμένο προσωπικό, θεωρεί ο Λένιν, ότι είναι μια προσωρινή υποχώρηση μέσα σε δύσκολες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες.

5. Η τοποθέτηση του Στάλιν, όμως, σε αυτό το σημείο είναι διαφοροποιημένη. Ο Στάλιν κατακρίνει βέβαια τα κομματικά στελέχη που κλέβουν το κολχόζνικο βιος και παραβιάζουν κατάφωρα τους σοβιετικούς νόμους. Στην έκθεση δράσης της ΚΕ του κόμματος στο 19ο Συνέδριο, καταγράφονται φαινόμενα σύμφωνα με τα οποία ορισμένα στελέχη κρύβουν από το κράτος, τους υλικούς πόρους. Παράλληλα, σε μια καταγραφή των μισθών των κομματικών μελών, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν μέλη που λαμβάνουν κάτω από 500 ρούβλια κι άλλα που λαμβάνουν πάνω από 2.000 ρούβλια. Παίρνοντας υπόψη το «κάτω» και το «πάνω», η αναλογία των μισθών ήταν τουλάχιστον 1 προς 4, άρα ίσως 1 προς 5, 1 προς 6 ή και περισσότερο (σε συνθήκες, μάλιστα, απουσίας της ΝΕΠ). Ο Στάλιν, τελικά, δε μιλάει για τον προσωρινό χαρακτήρα των μισθολογικών διαφορών, αλλά μιλάει για την άρση τους στην αταξική κοινωνία. Θυμίζω, επιπλέον, το παράδειγμα του Λένιν, όταν το 1918 επέπληξε έντονα τον υπεύθυνο, επειδή αύξησε το μισθό του και κάλεσε σε ανάκληση της απόφασης.

Τα παραπάνω δεν υπονοούν μια άποψη ανάλογη με αυτή των «ισοπεδωτών» που υποστήριζαν τη μη διαφοροποίηση ανάμεσα στην ειδικευμένη κι ανειδίκευτη εργασία, κάτι που θα οδηγούσε σε αδιαφορία στους εργασιακούς χώρους. Το πρόβλημα έγκειται στη μονιμοποίηση των διαφορών καθώς και στη ΜΕΓΑΛΗ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΨΑΛΙΔΑ και μάλιστα όταν αυτή αφορά τα κομματικά στελέχη σε σχέση με τον εργατικό μισθό.

Κατόπιν όλων αυτών, θεωρώ ότι οι Θέσεις:

Α) Υποτιμούν φαινόμενα όπως τα παραπάνω, που δεν αποτελούν προσωπικές εκτιμήσεις, αλλά διαπιστώσεις των Μπολσεβίκων.

Β) Είναι «πίσω» και από το κείμενο του 1995 στο οποίο υπάρχει μια πιο συγκροτημένη άποψη για τη γραφειοκρατία.

Γ) Παραβλέπουν το γεγονός ότι την περίοδο της ηγεσίας Στάλιν, η μισθολογική διαφορά, κατά κάποιο τρόπο, θεωρητικοποιήθηκε (και βεβαίως διατηρήθηκε και τη μετά Στάλιν εποχή).

Δ) Δεν τις απασχολεί, όσο θα έπρεπε, η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας: Υλοποιήθηκαν οι κατευθύνσεις της Παρισινής Κομμούνας; Εγινε πράξη η εκλογή και η ανάκληση των δημόσιων λειτουργών, η εργατική σύνθεση των διοικητικών οργάνων, το πλαφόν στους μισθούς των κρατικών υπαλλήλων, η εναλλαγή, η κατάργηση των προνομίων των ανώτερων αξιωματούχων του κράτους; Γιατί ενώ από το 1917 ως το 1939 πραγματοποιήθηκαν δεκατρία συνέδρια, το επόμενο συνέδριο έγινε το 1952;

Δεν είναι σωστό να εξηγούμε την αντεπανάσταση περίπου μονοπαραγοντικά. Το ζήτημα της γραφειοκρατίας δεν πρέπει να μας φοβίζει επειδή το έχει καταχραστεί ο τροτσκισμός που έτσι κι αλλιώς είναι υπόλογος. Ο ίδιος ο Τρότσκι ανέπτυξε μερικές από τις πιο γραφειοκρατικές ιδέες (κρατικοποίηση των συνδικάτων, στρατιωτικοποίηση της εργασίας κλπ.).

Το συνέδριο έχει μπροστά του μια ιστορική ευθύνη. Να κάνει επιστημονική ανάλυση με τα εργαλεία του μαρξισμού-λενινισμού για ένα κορυφαίο ζήτημα του κινήματος. Ας μην απολέσουμε αυτή την ευκαιρία, αφήνοντας οπορτουνιστές, αστούς και γκρουπίδια χωρίς κοινωνική αναφορά να σπεκουλάρουν στο ζήτημα του σοσιαλισμού, πατώντας σε δικές μας αδυναμίες, ελλείψεις και λάθη. Η εξιχνίαση, άλλωστε, τέτοιων ζητημάτων θα κάνει ακόμα πιο συνεπή την υπεράσπιση του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.

Συντροφικά

Λιόσης Βασίλης

Ριζοσπάστης - 29 Ιανουαρίου 2009