Σύντροφοι,
Η προσωπική μου εκτίμηση από την ανάγνωση του κειμένου για το σοσιαλισμό, είναι ότι κινείται σε μια σωστή ιδεολογική κατεύθυνση επισημαίνοντας εκείνα τα βασικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η σοσιαλιστική οικοδόμηση.
1) Κατά τη γνώμη μου το πλέον θετικό στοιχείο του κειμένου αποτελεί η ξεκάθαρη καταδίκη των πολιτικών και ιδεολογικών αποφάσεων του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956) που σηματοδότησαν την επικράτηση δεξιών οπορτουνιστικών αντιλήψεων στην κομματική καθοδήγηση ενώ οι θεωρίες που αυτό το συνέδριο πρόκρινε, όπως οι απόψεις περί «παλλαϊκού κράτους» και «ειρηνικής συνύπαρξης σοσιαλισμού και ιμπεριαλιστικού συστήματος», αδυνάτισαν την κομματική και πολιτική επαγρύπνηση του κόμματος, άνοιξαν το δρόμο για τη νόθευση της σύστασής του από μικροαστικά στοιχεία ή άτομα αστικής καταγωγής και αντισοσιαλιστικής νοοτροπίας και υπονόμευσαν τη σταθερότητα του προλεταριακού χαρακτήρα των οργάνων και των θεσμών της σοβιετικής πολιτικής εξουσίας, καθώς επίσημα διακηρύχτηκε πως δεν υπήρχαν πια στο εσωτερικό της σοβιετικής κοινωνίας οι συνθήκες δημιουργίας ταξικών αντιθέσεων. Το 20ό Συνέδριο συνιστούσε σε επίπεδο πολιτικού εποικοδομήματος ένα σταμάτημα της εμβάθυνσης του κομμουνιστικού χαρακτήρα του σοσιαλιστικού συστήματος. Από εκεί και πέρα άρχισε σταδιακά το ξεθεμελίωμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και στο επίπεδο της οικονομικής βάσης της σοβιετικής κοινωνίας. Επιπλέον, το πνεύμα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση δεξιών οπορτουνιστικών αντιλήψεων μέσα στο εσωτερικό πολλών άλλων κομμουνιστικών κομμάτων, όσον αφορούσε την πολιτική στρατηγική τους, το πώς αντιλαμβάνονταν τον αντικαπιταλιστικό αγώνα και την τακτική των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών τους. Πρόκειται για το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» με την αποθέωση του «ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» χωρίς το επαναστατικό τσάκισμα του αστικού κράτους, όπως δίδαξε ο Λένιν, και τον εγκλωβισμό της τακτικής πολλών κομμάτων αποκλειστικά στις εκλογικές διαδικασίες και τον κοινοβουλευτικό αγώνα.
2) Κατά την άποψή μου χρειάζεται μια μεγαλύτερη εμβάθυνση της ανάλυσης για το ρόλο του 20ού Συνεδρίου στις σελίδες 26-27, καθώς δεν εξηγείται με σαφήνεια ποιες ακριβώς ήταν οι πολιτικές και κοινωνικές αιτίες που επέτρεψαν αυτή την αναθεωρητική στροφή. Το 20ό Συνέδριο υπήρξε ο «Θερμιδώρ» της ρωσικής σοσιαλιστικής επανάστασης, συνιστούσε μια καταρχήν πολιτική νίκη των αντεπαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων που υπήρχαν στη Σοβιετική Ενωση στο νευραλγικότερο τομέα του σοσιαλιστικού εποικοδομήματος, αυτόν της κεντρικής κομματικής καθοδήγησης.
Εκκινώντας από την αναγνώριση ότι στη δεκαετία του 1930 κυρίως με την κολεκτιβοποίηση έχουμε μια ποσοτική επέκταση του σοσιαλιστικού τομέα οργάνωσης της παραγωγής ούτως ώστε για πρώτη φορά στη σοβιετική ιστορία η κοινωνικοποιημένη παραγωγή να καταστεί κυρίαρχη στο επίπεδο των υλικών, παραγωγικών δυνάμεων έναντι της ατομικής ή ομαδικής μικρομεσαίας εμπορευματοπαραγωγής, τότε η προέλευση αυτού του μικροαστικού κοινωνικού στρώματος που στήριξε αυτή τη στροφή, πρέπει να αναζητηθεί στο παρελθόν στην περίοδο της ΝΕΠ.
Στη χρονική περίοδο που ακολούθησε (χρόνια Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης) αυτή η ομάδα μικροαστικής καταγωγής και συνείδησης εκμεταλλευόμενη τις δυσκολίες και τις περιστάσεις του πολέμου αναρριχήθηκε σε κομματικά και πολιτικά αξιώματα, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο πόλεμος κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες σε μέλη του ΚΚΣΕ, και έτσι αν και ποσοτικά ολιγάριθμη απέκτησε πολιτική βαρύτητα.
3) Το μοναδικό σημείο του κειμένου με το οποίο έχω ενστάσεις αφορά την αξιολόγηση του ρόλου της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο μεσοπόλεμο και ιδίως στη δεκαετία του 1930, όταν η Κομιντέρν προώθησε τη δημιουργία των Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων (σελίδα 31- παράγραφος 27), όπου ουσιαστικά θεωρείται η διάλυση της Διεθνούς ως κομβική αιτία του μεταγενέστερου λανθασμένου ιδεολογικού προσανατολισμού των ΚΚ και όπου προβάλλεται η άποψη ότι η συνεργασία τους με τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις μετά το 7ο Συνέδριο του 1935 αλλοίωσε τον ορθό τους προσανατολισμό αναφορικά με το ζήτημα της επανάστασης και της κατάληψης της εξουσίας.
Πρώτη παρατήρηση: Υπάρχει, ήδη, πολύ καλά θεμελιωμένη, η αιτιολόγηση της απόφασης για αυτοδιάλυση της Κομιντέρν. Οσο και αν δε μας αρέσει, όσο και αν τούτο αντικειμενικά δυσκόλευε τη συνεργασία και την εκπλήρωση του επαναστατικού καθήκοντος των ΚΚ, η αυτοδιάλυση της Διεθνούς ήταν μια πράξη ιστορικά επιβεβλημένη από τις συνθήκες που επέβαλε ο παγκόσμιος πόλεμος. Σωστά η ΕΕ της Διεθνούς έκρινε πως η ναζιστική κατοχή, η απομόνωση και η αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας των ΚΚ λόγω της εχθρικής κατοχής, η ανάγκη προώθησης του αντιφασιστικού αγώνα στις καθορισμένες συνθήκες της κάθε χώρας αποτελούσαν παράγοντες που καθιστούσαν αναγκαία την προσωρινή αυτοδιάλυσή της ως ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου.
Δεύτερη παρατήρηση: Οι θέσεις μοιάζουν στα παραπάνω σημεία να διολισθαίνουν σε μια αντιδιαλεκτική και μη υλιστική εξήγηση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων, καθώς προτάσσουν ως καθοριστική για τις μετέπειτα ιδεολογικές παρεκκλίσεις κομμάτων της Διεθνούς την επίδραση που ασκούσε ο Μπουχάριν σε όλο το διάστημα της προεδρικής του θητείας στην καθοδήγηση της Κομιντέρν. Μια τέτοια ερμηνευτική αντίληψη, που υπερβάλλει το ρόλο της προσωπικότητας στον καθορισμό της ιστορικής εξέλιξης, δεν ταιριάζει με τη μαρξιστική-υλιστική αντίληψη για το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο Μπουχάριν και οι οπαδοί του φαντάζουν εδώ σαν παντοδύναμοι αρχηγοί που ελέγχουν απόλυτα τη Διεθνή και επιβάλλουν τη γραμμή τους στα υπόλοιπα ΚΚ. Και εδώ προκύπτει, σύντροφοι, ένα ερώτημα: Μόνος του στη δεκαετία του 1920 ο Μπουχάριν καθόριζε τη γραμμή της Διεθνούς;
Για τα λάθη των ΚΚ πριν και κυρίως μετά το 1940 η ευθύνη δεν πρέπει να αναζητηθεί τόσο στη Διεθνή, όπως διαφαίνεται στο κείμενο, αλλά σε δικές τους υποκειμενικές ιδεολογικές αδυναμίες εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών.
Τρίτη παρατήρηση: Νομίζω πως εδώ υπάρχει ασάφεια που μπορεί να παρερμηνευτεί, υποβάλλοντας σε ορισμένους την ιδέα ότι το κείμενο προσάπτει την κατηγορία στην ηγεσία της Διεθνούς κατά τη δεκαετία του '30 πως συμβιβάστηκε με τη σοσιαλδημοκρατία (π.χ., διάλυση Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς και συγχώνευση νεολαιών και μαζικών εργατικών ενώσεων κομμουνιστών και σοσιαλιστών σε Ισπανία και αλλού), και αυτή η πολιτική επιλογή λίγες γραμμές παρακάτω μοιάζει να προβάλλεται ως βασική αιτία που τα ΚΚ δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τον αντιφασιστικό αγώνα και την πάλη κατά της ναζιστικής κατοχής σε αγώνα για την επιτυχή κατάληψη της εξουσίας. Δυστυχώς, όσο και αν μας δυσαρεστεί το γεγονός, το επαναστατικό εργατικό κίνημα της περιόδου, παρά τις επιτυχίες του, βρισκόταν σε όλη την Ευρώπη του μεσοπολέμου σε θέση άμυνας, ηττημένο στα 1919-20 στη Δύση και έχοντας να αντιμετωπίσει μετά το 1929, όταν μπήκαν οι βάσεις μιας νέας επαναστατικής κρίσης, τη λαίλαπα του φασισμού-ναζισμού ως μαζικού πολιτικού κινήματος προληπτικής αντεπανάστασης της αστικής τάξης. Και δυστυχώς ο φασισμός τσάκισε την πρωτοπορία του κομμουνιστικού κινήματος στη Δύση, το γερμανικό ΚΚ. Ας υπενθυμίσουμε και τα εξής: Το σταμάτημα της δράσης της Συνδικαλιστικής Διεθνούς δεν ήταν μια υποκειμενική λάθος απόφαση της Διεθνούς στα 1937, αλλά συνιστούσε αντικειμενικό γεγονός, ανεξάρτητα από τη θέλησή της, επειδή απλούστατα τα τμήματά της είχαν στις περισσότερες χώρες τεθεί εκτός νόμου και είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από το φασισμό και τις στρατιωτικές δικτατορίες.
Και κάτι τελευταίο: Λόγω των παραπάνω ασαφών προτάσεων είναι πιθανός ο κίνδυνος κάποιος να προκρίνει την άποψη πως τα Λαϊκά Μέτωπα συνιστούσαν μια μάλλον επιζήμια για το εργατικό κίνημα τακτική, επειδή νοθεύτηκε ο επαναστατικός χαρακτήρας των ΚΚ από ρεφορμιστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Τότε πρακτικά και αντικειμενικά δικαιώνεται, ως μοναδική εναλλακτική τακτική της Διεθνούς σε εκείνη τη συγκυρία, το πρόγραμμα της τροτσκιστικής και της λεγόμενης «αριστερής αντιπολίτευσης» περί «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» και «άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλες τις χώρες με άρνηση υπεράσπισης της πατρίδας έναντι της επικείμενης ναζιστικής επίθεσης». Ομως, η τροτσκιστική γραμμή απεδείχθη ιστορικά λανθασμένη και επί της ουσίας εξελίχθηκε σε μια ανοιχτά αντεπαναστατική-αντικομμουνιστική κίνηση, όπως έδειξε η εμπειρία του πολέμου.
Φίλιππος Αθανασόπουλος
ΚΟΒ Εκπαιδευτικών Αθήνας
Ριζοσπάστης - 28 Ιανουαρίου 2009