Το δεύτερο ντοκουμέντο του 18ου Συνεδρίου για το σοσιαλισμό αποτελεί σίγουρα ένα βήμα στην αντίληψη του Κόμματος στη βάση της στρατηγικής και του προγράμματος, αλλά δεν είναι άτοπο να πούμε ότι είναι και ένα παραπέρα βήμα στην ανάπτυξη της μαρξιστικής - λενινιστικής κοσμοθεωρίας. Είναι όχι μόνο αναγκαίο, αλλά θα ήταν αντίθετο προς τη διαλεκτική υλιστική αντίληψη, αν το Κόμμα δεν επιχειρούσε αυτό το βήμα.
Αλλωστε, σύμφωνα με τον Μαρξ, «η ανθρωπότητα δε βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα που μπορεί να λύσει», έτσι και το Κόμμα βάζει μπροστά του αυτό που έχει χρέος να λύσει. Μάλιστα, το κείμενο δεν περιορίζεται σε μια απαρίθμηση των συν και των πλην κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση, αλλά επεκτείνεται και στο πώς αυτά τα συμπεράσματα θα εισαχθούν στο σήμερα, θα υλοποιηθούν στο μέλλον. Το Κόμμα, δηλαδή, μένει πιστό στη θέση του Μαρξ ότι «το ζήτημα δεν είναι μόνο να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά και πώς θα τον αλλάξουμε».
Οι βάσεις για την έναρξη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού (δηλαδή τις κομμουνιστικές σχέσεις) θεμελιώνονται με την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πρώτα και κύρια με την κατάργηση της ατομικής - ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής (θέση 13). Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει άμεσα πέρασμα σε κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.
Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται, όσο οι νέες σχέσεις δεν επεκτείνονται και δεν ολοκληρώνονται με την κατανομή. Αλλωστε, κάθε προηγούμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα ξεκινούσε με τις σχέσεις ιδιοκτησίας στην παραγωγή και έφτανε στο ανώτερο στάδιό του με τις σχέσεις κατανομής, δηλαδή τον καταμερισμό της εργασίας και την κατανομή του παραγόμενου προϊόντος και εμπορεύματος. Αν, δηλαδή, οι σχέσεις στην παραγωγή αποτελούν τη βάση, τότε οι σχέσεις στην κατανομή αποτελούν το επιστέγασμα των κομμουνιστικών σχέσεων. Αρα, ως μία από τις βασικές προϋποθέσεις, ο κομμουνισμός θα περάσει στην ανώτερη βαθμίδα του με την ολοκλήρωση της «κομμουνιστικής κατανομής».
Να πάρουμε με τη σειρά τις φάσεις των νέων κομμουνιστικών σχέσεων στο προτσές της παραγωγής:
- Πρώτα και κύρια η παραγωγή κοινωνικοποιείται, καταργείται κάθε ατομική και ομαδική ιδιοκτησία. Αυτό μπορεί στην αρχή να μην καλύπτει όλο το φάσμα των μέσων παραγωγής, ανάλογα βέβαια με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι, όμως, ανάγκη να επεκτείνεται η κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία κάθε φορά που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις σε ένα ανώτερο στάδιο.
- Η φάση της ανταλλαγής παύει να υπάρχει. Ετσι τα προϊόντα δεν προορίζονται για ανταλλαγή και δεν είναι εμπορεύματα. Αυτό γίνεται βαθμιαία ανάλογα και με τη μείωση της ατομικής ιδιοκτησίας, την επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και τον περιορισμό των μεταξύ τους αναγκαίων μέχρι κάποια χρονική στιγμή ανταλλαγών. Αντίστοιχα, βαθμιαία εκλείπει και η ανάγκη ύπαρξης του χρήματος.
- Η φάση της κατανομής είναι αυτή, στην οποία, κατά τη γνώμη μου, γίνεται το νέο θεωρητικό βήμα.
α) Από τη μια περιλαμβάνει τον κεντρικό σχεδιασμό, που «δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής...» (θέση 6). Εξασφαλίζει, κατά τη γνώμη μου, αφενός τον καταμερισμό της εργασίας με στόχο την κατάργηση του ίδιου του καταμερισμού (μέσω της ικανότητας για εξειδικευμένη εργασία και της εναλλαγής στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας) και αφετέρου τη σοσιαλιστική συσσώρευση. Αυτό, βέβαια, εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό η ασύγκριτη με τον καπιταλισμό ταχύτητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
β) Από την άλλη, περιλαμβάνει τη σχεδιασμένη κατανομή - διανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Στον καπιταλισμό, ο μισθός είναι η αξία της εργατικής δύναμης, στο σοσιαλισμό η θέση «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» σημαίνει το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος (θέση 7). Για το εισόδημα υπολογίζεται η εργασία και όχι η αξία της εργατικής δύναμης, παρόλο που μπορεί φαινομενικά μόνο να μοιάζουν. Και αυτό όμως πρέπει να περιορίζεται και θα περιορίζεται κάθε φορά που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, ώστε να καλύπτουν τις νέες συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες με άλλους τρόπους και άλλα μέσα έμμεσων και άμεσων απολαβών.
γ) Να επισημάνω και το ρόλο των θεσμών του εργατικού ελέγχου, όχι μόνο ως στοιχείο του εποικοδομήματος, αλλά ως σημαντικού παράγοντα της αναγκαίας επίδρασης του υποκειμενικού στοιχείου πάνω στο αντικειμενικό - σε αντίθεση με το αυθόρμητο και άναρχο της καπιταλιστικής παραγωγής. Δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο ως έλεγχος στους θεσμούς του εποικοδομήματος και του κράτους, ως προσπάθεια για κάλυψη των πλάνων, αλλά και ως ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων στον καθορισμό των αναγκών, στο σχεδιασμό ανά κλάδο και τόπο (με βάση πάντα το κεντρικό σχέδιο), στην προετοιμασία τους για εναλλαγή στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας που οφείλει να περιλαμβάνει και τον τομέα του κεντρικού σχεδιασμού, στη σχεδιασμένη τοπική ή ευρύτερη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, για κάθε εργάτη και εργάτρια...
Βάσει, λοιπόν, του κεντρικού σχεδιασμού και της σχεδιασμένης κατανομής - διανομής του κοινωνικού προϊόντος, περιορίζεται η έκταση της ισχύος του νόμου της αξίας μόνο στην ελεγχόμενη εμπορευματική παραγωγή και στις ανταλλαγές αυτής με το κεντρικό κρατικό σχέδιο. Ο νόμος της αξίας, λοιπόν, είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής, υπάρχει όσο υπάρχει αυτή και περιορίζεται όσο περιορίζεται αυτή.
- Τελικά, ο κύκλος ολοκληρώνεται με τη φάση της κατανάλωσης (ατομική ή κοινωνική), αφού έχει εφαρμοστεί σε όλες τις προηγούμενες φάσεις ο βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής για τη σχεδιασμένη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (θέση 6). Εδώ είναι απαραίτητο να τονιστεί η διαλεκτική κατηγορία της ανάγκης σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Πιστεύω, γίνεται φανερό ότι όλο το προτσές ανάπτυξης και του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής διέπεται από την αέναη πάλη μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αναντιστοιχίας των παραγωγικών σχέσεων. Τελικά, αυτές οι δεύτερες είναι που πρέπει να αντιστοιχηθούν με τις πρώτες και όχι το αντίθετο, όπως κάνει ο καπιταλισμός για να ξεπεράσει προσωρινά μόνο την κάθε κρίση του ή όπως επιχείρησε η οπορτουνιστική στροφή και η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ.
Τελικά, αυτή η αντίθεση εκφράζεται όπως και στον καπιταλισμό έτσι και στον ανώριμο κομμουνισμό με την ταξική πάλη, αλλά όχι απαραίτητα ανάμεσα σε αστούς και προλετάριους, αλλά ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της από τη μια και στα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που υπερασπίζονται την καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση για ίδιο όφελος από την άλλη. Θα αναφέρω την ουσία κατά τη γνώμη μου: «Η εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω από όλα με το κόμμα της» (θέση 21). Πολλοί αντιδρούν σε αυτό είτε γιατί απλά εχθρεύονται το κόμμα, είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονται σαν κομμάτι της εργατικής τάξης (βλέπε απόψεις περί νομενκλατούρας και σεχταρισμού). Αντίθετα, όχι μόνο είναι κομμάτι της εργατικής τάξης, αλλά είναι και το πιο πρωτοπόρο τμήμα της, που οφείλει να είναι μπροστά από τη συνείδηση αυτής. Αυτή η αντίληψη δεν είναι βουλησιαρχική, αλλά βαθύτατα υλιστικοδιαλεκτική.
Στο παραπάνω εκφράζεται και ο ρόλος που πρέπει να διαδραματίσει το κομμουνιστικό κόμμα για να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά το σύνθημα «πρωτοπόρα θεωρία - πρωτοπόρα πράξη». Σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία είναι το μεγαλύτερο δυνατό άνοιγμα στην εργατική τάξη και το λαό της χώρας μας, στα κομμουνιστικά κόμματα και τις καταδυναστευμένες τάξεις των άλλων χωρών. Να δείξει το κόμμα το βαθιά διεθνιστικό του ρόλο και χαρακτήρα, σύμφωνα και με τα συμπεράσματα για την ανάγκη συγκρότησης διακριτού κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (θέση 107 στις Θέσεις του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο).
Γάζος Έκτορας
ΚΟΒ Υγείας, Γραφείο Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης, Αχτίδα ΑΕΙ - ΤΕΙ ΚΟΘ
Ριζοσπάστης - 25 Ιανουαρίου 2009