Το ερώτημα αυτό ταλανίζει το παγκόσμιο εργατικό κίνημα και είναι απολύτως απαραίτητο να απαντηθεί πειστικά, για να δώσει προοπτική στον αγώνα της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό της εποχής μας, να ξέρουν οι εργαζόμενοι γιατί θα αγωνιστούν και ποια μορφή θα έχει ο σοσιαλισμός, ώστε να μην επανέλθει η σκλαβιά της μισθωτής εργασίας. Πειστική απάντηση δε σημαίνει ότι θα γίνει αποδεκτή απ' όλα τα τμήματα της Αριστεράς, τα οποία οφείλουν να μάθουν να συνυπάρχουν, ώστε ο κόσμος της εργασίας να έχει τη δυνατότητα να κριτικάρει στην πράξη τα εργατικά κόμματα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαντά ταυτόχρονα και στο τι σοσιαλισμό θέλουμε.
Με το διάλογο για την πορεία του σοσιαλισμού γίνεται ένα τεράστιο βήμα στην κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στη σήψη και εν τέλει στην αναίμακτη ανατροπή του σοσιαλισμού, τον οποίο δεν υπεράσπισε η σοβιετική εργατική τάξη, σ' αντίθεση με τη λυσσαλέα υπεράσπισή του και τις τεράστιες θυσίες κατά τον Β΄ ΠΠ αλλά και πιο μπροστά, στον Εμφύλιο. Η αιτία που έπεσε ο Σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ και τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται ξεκάθαρα, αν απαντηθεί το ερώτημα «ποιος κατείχε τα μέσα παραγωγής». Πρέπει, συνεπώς, να μελετηθεί πρωτίστως η ταξική συγκρότηση της σοβιετικής κοινωνίας, κατά πόσο οι σχέσεις παραγωγής υπήρξαν ανταγωνιστικές και πώς εκφραζόταν αυτή η σύγκρουση στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Ο ρόλος των κομμάτων και των παρατάξεων, στα πλαίσια της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης της οικονομικής βάσης και του εποικοδομήματός της, είναι θεμελιώδης. Τα κόμματα (και οι παρατάξεις) αποτελούν την πολιτική έκφραση κοινωνικών τάξεων και αντιστρόφως οι κοινωνικές τάξεις είναι αδύνατο να παραμείνουν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση· γι' αυτό επιδρούν σημαντικά στις σχέσεις παραγωγής ορίζοντας το πλαίσιο στο οποίο κινούνται.
Στην ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε και εξελίχθηκε η κοσμοϊστορική προσπάθεια της εργατικής τάξης για την εδραίωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, με το πέρασμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στην εργατική τάξη συνολικά. Η μοναδική αιτία της διάβρωσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν η ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων που επιδίωκαν να καρπώνονται για λογαριασμό τους την παραγωγή. Αφού η ΕΣΣΔ ξεπέρασε τη θεμελιώδη αντίθεση του καπιταλισμού κεφαλαίου - εργασίας βρέθηκε μπροστά σε άλλες αντιθέσεις που η πολιτική οικονομία της τις βάφτισε μη ανταγωνιστικές ενώ στην πραγματικότητα ήταν: την αντίθεση χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας και δευτερευόντως την αντίθεση πόλης - χωριού. Σε μια ΕΣΣΔ κατεστραμμένη δύο φορές, την πρώτη από τον Α΄ ΠΠ και τον Εμφύλιο και τη δεύτερη από το Β΄ ΠΠ υπήρξε αναγκαία η επικράτηση της πνευματικής εργασίας πάνω στη χειρωνακτική, ώστε να οργανωθεί η παραγωγή. Πάνω σ' αυτή την αντίθεση δομήθηκε ένα νέο στρώμα της εργατικής τάξης της ΕΣΣΔ, η εργατική αριστοκρατία, αποτελούμενη, όπως και στον καπιταλισμό, από εργαζόμενους οι οποίοι έχουν αποκοπεί από την παραγωγή έχοντας συμφέρον να μην επιστρέψουν σ' αυτή, καθόσον θα χειροτερεύουν οι όροι διαβίωσής τους. Η εργατική αριστοκρατία διαμορφώθηκε ακριβώς διότι αλλοιώθηκε το σοβιετικό σύστημα διοίκησης, θεμέλιο του οποίου υπήρξε η παραγωγική μονάδα, η εκλογή και ο άμεσος έλεγχος των κρατικών οργάνων, χωρίς αυτά να αποκόπτονται από την παραγωγή. Στα πρώτα σοβιέτ όλοι όσοι διαχειρίζονταν δημόσια εξουσία ήταν αιρετοί, από τους δημόσιους υπάλληλους, μέχρι τους δικαστές και από τους αξιωματικούς του στρατού έως τους διευθυντές των επιχειρήσεων. Λόγω της επείγουσας ανάγκης δημιουργίας σοβιετικής βιομηχανίας και του επισιτισμού της εργατικής τάξης και όλα αυτά σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, αλλοιώθηκε η λειτουργία των σοβιέτ, ώστε να επιβιώσει συνολικά η ΕΣΣΔ και οι μέχρι τότε εργατικές κατακτήσεις. Η αλλοίωση αυτή είχε ως συνέπεια το διορισμό διευθυντών στις επιχειρήσεις αντί της εκλογής, το προσωποπαγές των στρατιωτικών βαθμών, την ανάπτυξη εκτεταμένου μηχανισμού καταστολής αντισοβιετικών ενεργειών, την κατάργηση των αιρετών δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων, τη θέσπιση καταναλωτικών προνομίων και προνομιακών κοινωνικών υπηρεσιών των κομματικών στελεχών. Η ΕΣΣΔ περνούσε μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση, ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα συνεχιζόταν σ' όλη τη 10ετία του 20 και μέχρι την ολοκλήρωση της κολεκτιβοποίησης, υπήρχε άμεση ανάγκη στελέχωσης των επιχειρήσεων ώστε να είναι παραγωγικές και έπρεπε να περιφρουρηθούν οι κατακτήσεις των εργαζόμενων. Η μη πραγματοποίηση των ανωτέρω αναδιαρθρώσεων στο σοβιετικό διοικητικό σύστημα, οι οποίες αποτέλεσαν αναγκαία προσαρμογή στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του σοσιαλισμού ήδη από τα '30, η ΕΣΣΔ δε θα έφτανε καν στον Β΄ ΠΠ, οπότε ο διάλογος για το σοσιαλισμό θα είχε άλλο αντικείμενο, θα ήταν πράγματι για το «σοσιαλισμό που δε γνωρίσαμε». Αυτή η αναγκαία τακτική υποχώρηση δεν επισημάνθηκε ως τέτοια, με αποτέλεσμα να καταστεί μόνιμη. Ετσι τα διευθυντικά στελέχη της βιομηχανίας, τα ανώτερα στελέχη του διοικητικού μηχανισμού και των δυνάμεων καταστολής, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν ταυτόχρονα και κομματικά μέλη, από κοινού με τα ανώτερα κομματικά στελέχη που από τη φύση της θέσης τους ήταν επιφορτισμένα με επαγγελματική κομματική δουλειά, αποτέλεσαν την κοινωνική βάση της εργατικής αριστοκρατίας της ΕΣΣΔ που προήλθε, στην πλειοψηφία της, όχι από την ηττηθείσα αστική τάξη αλλά μέσα από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης, δείχνοντας, ακριβώς, ότι η ταξική πάλη δε σταματά όσο υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις.
Το πρόβλημα της καταστολής της εργατικής αριστοκρατίας επιχειρήθηκε να λυθεί στα '30 με βίαιο τρόπο, ο οποίος αντικατόπτριζε την ανασφάλεια της νεαρής σοβιετικής εργατικής τάξης που προέκυπτε από το δυσμενή διεθνή συσχετισμό δυνάμεων αλλά και την απειρία της στην ταξική πάλη σε συνδυασμό με τις ιστορικές και πολιτιστικές της καταβολές. Ομως, επειδή δεν αποκαταστάθηκε η πρωταρχική λειτουργία των σοβιέτ, η εργατική αριστοκρατία αναγεννήθηκε, ως δοτή από τα πάνω και όχι ως εκλεγμένη από τη βάση, με τα σοβιέτ μεταλλαγμένα από παραγωγικά σε τοπικά, να παίζουν ρόλο τυπικού διεκπεραιωτή.
Η σοβιετική αριστοκρατία ήταν απολύτως φυσικό να εκφραστεί και πολιτικά. Καθώς ο μόνος νόμιμος πολιτικός θεσμός ήταν το ΚΚ εκφράστηκε μέσα απ' αυτό και μάλιστα πολύ εύκολα αφού ήδη το διοικούσε. Ο μονοκομματικός χαρακτήρας του εργατικού κράτους από κινητήρια δύναμη της νεαρής ΕΣΣΔ μετατράπηκε πολύ εύκολα και σε νεκροθάφτη του σοσιαλισμού και αποτέλεσε τη θεμελιώδη αντίφαση του σοβιετικού εποικοδομήματος. Η σοβιετική εργατική τάξη δεν αντιλήφθηκε ότι ο μονοκομματισμός, ολοκληρώνοντας τον ιστορικό ρόλο της σταθεροποίησης της ΕΣΣΔ, έπρεπε να τερματιστεί αμέσως μετά τη νίκη του Β΄ ΠΠ, ακριβώς λόγω της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και της παγκόσμιας εργατικής τάξης, και να δοθεί η δυνατότητα στην εργατική τάξη να σχηματίζει κόμματα με σκοπό τη διαχείριση της δικτατορίας του προλεταριάτου κατά αποτελεσματικότερο τρόπο.
Ο μονοκομματισμός προέκυψε ως ιστορική αναγκαιότητα της επανάστασης, λόγω της πόλωσης που προκάλεσε ο Εμφύλιος και διαχώρισε ξεκάθαρα τα επαναστατικά από τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Κατά την πρώτη περίοδο της επανάστασης θεωρούνταν αδιανόητη η λειτουργία μονοκομματικών Σοβιέτ, αντίθετα θεωρούνταν φυσιολογική η εναλλαγή στην εξουσία των σοβιετικών κομμάτων ως μοναδικός τρόπος άσκησης της σοβιετικής εξουσίας. Ο μονοκομματισμός, καθώς δεν είναι σε θέση να αποτρέψει την πολιτική έκφραση όλων των κοινωνικών τάξεων, οδήγησε σε μια σειρά εκκαθαρίσεων στα '30 επί δικαίων και αδίκων, στην τελική άλωση του ΚΚ στα '50 από την εργατική αριστοκρατία, που σταδιακά μετατράπηκε σε αντεπαναστατική αστική τάξη, και την αναπόφευκτη λειτουργία φραξιών που επιδίωκαν τη διατήρηση του εργατικού χαρακτήρα του ΚΚ.
Ξεπερνώντας τη μηχανιστική, και ουσιαστικά θεολογική, ερμηνεία του ιστορικού υλισμού, ότι τάχα κάθε τάξη μπορεί να εκφράζεται μόνο από ένα κόμμα, είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι ο μονοκομματισμός στην ΕΣΣΔ, αφού εκπλήρωσε τον ιστορικό ρόλο νίκης της επανάστασης, αποτέλεσε αναπόφευκτα μέσο πολιτικής έκφρασης της εργατικής αριστοκρατίας, που μεσοπρόθεσμα μετατράπηκε σε αστική τάξη, με συνέπεια την ήττα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Γι' αυτό και είναι απαραίτητο να διακηρυχτεί ότι στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία επιβάλλεται η λειτουργία πολλών εργατικών κομμάτων, όπως συνέβη στην Κομμούνα και στα πρώτα χρόνια των Σοβιέτ.
Ανδρέας Αντύπας
Οπαδός του ΚΚΕ, Αλεξανδρούπολη
Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009