Σύντροφοι, το κείμενο για το σοσιαλισμό έχει σωστές θέσεις για το ζήτημα του νόμου της αξίας, το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ του 1936 και διορθώνει, στις θέσεις 32-34, την αντίληψη που υπάρχει στο πρώτο κείμενο για τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθορίζοντάς τη σαφώς εξαρτημένη. Μπαίνουν, όμως, ζητήματα στη θέση 27 για την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ) και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Αναφέρεται στη σελ. 31 ότι υπήρχαν προβλήματα ενότητας καθ' όλη τη διάρκεια της ΚΔ. Στην υποσημείωση 44 γράφεται το εξής: «Αρχικά η Γραμματεία της EE της ΚΔ στις 9 Σεπτέμβρη του 1939 χαρακτήριζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό ληστρικό και από τις δύο πλευρές, καλώντας τα τμήματα της ΚΔ στις χώρες που εμπλέκονταν στον πόλεμο να παλέψουν ενάντια σε αυτόν». Ομως, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1938, υπεγράφη η «Συμφωνία του Μονάχου» ανάμεσα σε Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία. Με αυτή τη συμφωνία, η Τσεχοσλοβακία (και παρά την ύπαρξη συμφωνίας της με τη Γαλλία) δινόταν στους ΝΑΖΙ. Η ΕΣΣΔ δήλωσε ότι δεχόταν να συμφωνήσει με την Τσεχοσλοβακία και να τη βοηθήσει, αν χρειαστεί σε περίπτωση γερμανικής εισβολής, αλλά οι Τσεχοσλοβάκοι ηγέτες απέρριπταν τις σοβιετικές προτάσεις. Η «Συμφωνία του Μονάχου» είχε το σκοπό να διασφαλίσει και ο Χίτλερ τα δυτικά του νώτα και οι Δυτικοί να μην εμπλακούν ακόμα σε πόλεμο, υπολογίζοντας ότι οι ΝΑΖΙ θα επιτίθεντο στην ΕΣΣΔ, γρήγορα θα την κέρδιζαν και έπειτα αυτοί θα κέρδιζαν εύκολα τους κουρασμένους Γερμανούς. Η ΕΣΣΔ έπρεπε να κερδίσει χρόνο, να προετοιμαστεί πολεμικά ακόμα περισσότερο. Ο πόλεμος φαινόταν λοιπόν ότι θα είχε αντιφασιστικό χαρακτήρα και για να υπάρξει σύναψη συμφωνίας μη επίθεσης με τους Γερμανούς έπρεπε αυτοί να πειστούν ότι οι Σοβιετικοί δεν προετοιμάζονταν για πόλεμο, αφού αυτός θα χαρακτηριζόταν ιμπεριαλιστικός, σύμφωνα με την απόφαση του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ: ως τέταρτος όρος για την πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης στο Συνέδριο οριζόταν η «άρνηση υποστήριξης της εθνικής αστικής τάξης σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο». Εφόσον οι Σοβιετικοί ήθελαν να πείσουν ότι είχαν «ειλικρινείς» προθέσεις έναντι των Γερμανών, έπρεπε να δείξουν ότι και η Διεθνής αντιμετώπιζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, αφαιρώντας έτσι κάθε δυνατότητα από τους ΝΑΖΙ να βρουν αφορμή να σπάσουν το Σύμφωνο γρήγορα. Αυτό έγινε και έτσι κέρδισε χρόνο η ΕΣΣΔ. Αν ένα κείμενο λίγες μέρες μετά την υπογραφή του Συμφώνου αναφερόταν σε προετοιμασία πολέμου κατά του φασισμού, αυτομάτως θα ακυρωνόταν αυτό και η ΕΣΣΔ θα αντιμετώπιζε σοβαρότατο κίνδυνο.
Στην ίδια σελίδα αναφέρεται: «Οι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Κομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Μπουχάριν, ως πρόεδρος της ΚΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την ΚΔ που υπερέβαλλαν τη "σταθεροποίηση του καπιταλισμού" και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη "αριστερή" κλπ.». Σε ό,τι αφορά τους τροτσκιστές, αυτοί εξοστρακίστηκαν οριστικά από την ΚΔ στο 6ο Συνέδριο, το 1928, όταν η μαρξιστική - λενινιστική αντίληψη έκανε λόγο για την «τρίτη περίοδο» του καπιταλισμού, περίοδο που αυτός οδηγείτο στο θάνατο. Τότε πάρθηκαν οι αποφάσεις για πιο γρήγορο προχώρημα της κολεκτιβοποίησης και ασκήθηκε η πιο σκληρή κριτική στους σοσιαλδημοκράτες. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε και η επέμβαση στο ΚΚΕ, το οποίο και μπολσεβικοποιήθηκε. Γι' αυτήν την περίοδο, ο Δημητρόφ, στο κλείσιμο των εργασιών του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, έλεγε: «Αλλωστε, τώρα έχουμε μία κατάσταση που διαφέρει από αυτή που υπήρχε, π.χ., στην εποχή της σταθεροποίησης του καπιταλισμού. Εκείνη τη στιγμή ο φασιστικός κίνδυνος δεν ήταν τόσο οξύς όσο είναι σήμερα. Εκείνη τη στιγμή ήταν η αστική δικτατορία στη μορφή της αστικής δημοκρατίας που οι επαναστάτες εργάτες αντιμετώπιζαν σε έναν αριθμό χωρών και ήταν εναντίον της αστικής δημοκρατίας, εκεί συγκέντρωναν τα πυρά του. Στη Γερμανία, πολεμούσαν κατά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι επειδή ήταν μία δημοκρατία, αλλά επειδή ήταν μία αστική δημοκρατία που εμπλεκόταν στο να συντρίψει το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ιδίως στα χρόνια 1918-20 και το 1923». Προκύπτει, δηλαδή, ότι δεν ήταν αντίληψη του Μπουχάριν το 1928, αλλά της Διεθνούς, και καλώς. Μετά τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, το επαναστατικό κίνημα δέχθηκε πολλές ήττες στη δεκαετία του 1920, με πιο χαρακτηριστικές αυτές στη Γερμανία - όπου έγιναν και πολλά ρεφορμιστικά λάθη - και στην Κίνα κτλ. Το ότι το είπε ο Μπουχάριν τότε δε συνιστά λάθος. Πέραν αυτού, θεωρώ πως υπερεκτιμάται η προσωπικότητά του, κάτι που δεν απαντά τη μαρξιστική αντίληψη για την προσωπικότητα. Πρέπει να αναζητήσουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση των ΚΚ και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις χώρες των κομμάτων που το κείμενο λέει ότι αυτός επηρέαζε. Η σωστή κριτική είναι ότι το ρεύμα σκέψης του Μπουχάριν καθίσταται ξεκάθαρα ρεφορμιστικό από τη στιγμή που το ξέσπασμα της κρίσης του 1929 ριζοσπαστικοποιεί πιο μεγάλες μάζες του εργατικού πληθυσμού και όχι μόνο, μαζικοποιούνται τα ΚΚ, όχι βέβαια σε ικανό ακόμα βαθμό αλλά κατά εντυπωσιακό, οπότε οι δυνατότητες για την ανάπτυξη μίας επαναστατικής πολιτικής των ΚΚ είναι σημαντικές και αποκρυσταλλώνονται στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ.
Για την απουσία του ενιαίου κέντρου πριν το 1943, αυτό ήταν απολύτως φυσικό. Από το 1935-36 και έπειτα, η μισή Ευρώπη ήταν υπό τη φασιστική μπότα. Αρκεί να θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα ξεχαρβαλώθηκε ολοσχερώς ο κομματικός μηχανισμός από τον Μανιαδάκη και, με την απουσία αστικοδημοκρατικών ελευθεριών, ήταν αδύνατο να υπάρξει σοβαρή σύνδεση με το Διεθνές κέντρο, ακόμα και αν αυτό διατηρούσε τις δομές των περιφερειακών γραμματειών.
Στην ίδια σελίδα έχουμε τα ζητήματα της διάλυσης της κόκκινης συνδικαλιστικής διεθνούς κτλ. Ερχεται να ολοκληρώσει τη σειρά ζητημάτων που μπαίνουν για τις αποφάσεις της ΚΔ. Εχει μεγάλη σημασία το τι ερωτήματα θέτει κανείς για αυτό το ζήτημα, γιατί άλλες απαντήσεις αναζητά και θα πάρει αν αμφισβητεί τις αποφάσεις της ΚΔ και άλλες αν αναζητά το κατά πόσον οι αποφάσεις αυτές εφαρμόστηκαν από τα κόμματα. Γιατί, αν αναζητήσει το κατά πόσον τα κόμματα εφάρμοσαν τις αποφάσεις, θα φτάσει να ρωτήσει έπειτα: Γιατί η γραμμή εφαρμόστηκε επιτυχώς στη Γιουγκοσλαβία και οδήγησε στη νίκη - άσχετα πού κατέληξε η Γιουγκοσλαβία - και γιατί στην Ελλάδα, ενώ υπήρχαν οι δυνατότητες για νικηφόρα έκβαση ως το τέλος, τελικά ηττηθήκαμε; Και γιατί στη δυτική Ευρώπη δεν κουνήθηκε φύλλο, τρόπος του λέγειν; Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηριχτεί ότι οι αποφάσεις της ΚΔ ήταν λάθος, ιδίως του 7ου Συνεδρίου. Ο Δημητρόφ εισηγητικά ξεκαθαρίζει το όρια και των κυβερνήσεων του μετώπου και σαφώς δεν τις ορίζει ως στάδιο: «Οριστική λύση αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να φέρει. Δεν είναι σε θέση να ρίξει την κυρίαρχη τάξη των εκμεταλλευτών και για αυτόν το λόγο δεν μπορεί οριστικά να απομακρύνει τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητη η προετοιμασία για τη σοσιαλιστική επανάσταση».
Στη σελίδα 34 αναφέρεται: «H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της "αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης", μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. H στρατηγική αυτή αρχικά στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχε "σχέση υποτέλειας και εξάρτησης" κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA. Ωστόσο, υιοθετήθηκε ακόμα και από το KK HΠA, δηλαδή της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα». Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι είναι λάθος η θεωρία της εξάρτησης. Συνιστά παρερμηνεία της.
Βαγγέλης Καραδήμας
ΚΟΒ Πολυγώνου - Τουρκοβουνίων - Άνω Αμπελοκήπων, συνεργάτης ΚΜΕ
Ριζοσπάστης - 31 Ιανουαρίου 2009