Σύντροφοι,
Αν και συμφωνώ ουσιαστικά με τα πολιτικά καθήκοντα που θέτουν οι Θέσεις, όπως και με τις περισσότερες επιμέρους διαπιστώσεις των Θέσεων, φρονώ ότι στο κείμενο υπάρχουν ορισμένα προβληματικά στοιχεία, τα οποία είναι πιθανό στο μέλλον να αποτελέσουν εφαλτήριο παρερμηνειών των αποφάσεων του προγραμματικού Συνεδρίου του Κόμματός μας, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο 15ο Συνέδριο (1996).
Στη σελίδα 23, στη θέση 26 αναφέρεται ότι «στο διάστημα που μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο ενισχύθηκε η εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στη ΝΑ Ευρώπη, καθώς και η ενεργός συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις για τον έλεγχο των αγορών». Αυτό που δεν ξεκαθαρίζεται στις θέσεις είναι αν η συμμετοχή αυτή από πλευράς ελληνικού κεφαλαίου αποτελεί στοιχείο αυτοδύναμης πρωτοβουλίας και πολιτικής ή αν αποτελεί στοιχείο πρόσδεσης της χώρας σε κάποιο ιμπεριαλιστικό κέντρο. Δηλαδή, η αστική τάξη της Ελλάδας επιδιώκει την οικονομική και πολιτική αναβάθμισή της από τη θέση μιας αυτόνομης ιμπεριαλιστικής δύναμης, η οποία ανταγωνίζεται στα ίσα τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ή αντιθέτως συμμετέχει ως ουραγός στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, προσδοκώντας οικονομικά οφέλη από τη θέση ενός περιφερειακού μοχλού διείσδυσης κάποιων ιμπεριαλιστικών κέντρων;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα φαίνεται ότι δίνεται στην επόμενη παράγραφο των θέσεων: «Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης ο ελληνικός καπιταλισμός διατηρεί την αναβαθμισμένη θέση του στα Βαλκάνια που πραγματοποιήθηκε μετά την καπιταλιστικοποίησή τους, ενώ δε μεταβάλλεται η ενδιάμεση θέση του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα».
Είναι εμφανές ότι από τις παρούσες Θέσεις έχει απαλειφθεί οποιαδήποτε αναφορά στον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, μολονότι το αντίθετο διαπιστώνεται από το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου.
Βέβαια, πουθενά στο κείμενο των Θέσεων δεν καταγράφεται ρητά η Ελλάδα ως «ιμπεριαλιστική δύναμη», αλλά ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο χαρακτήρας της διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια συνιστά έναν τρόπο ερμηνείας που παραπέμπει στα χαρακτηριστικά μιας ιμπεριαλιστικής διείσδυσης.
Μια πιθανή ερμηνεία του όρου «εξάρτηση» είναι να εκλαμβάνεται ως οικονομική αλληλεπίδραση ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες στα πλαίσια των διεθνών αγορών. Ως εκ τούτου ο όρος μπορεί να εξαλειφθεί γιατί δεν αποτελεί κάποιο σημαίνον ποιοτικά γνώρισμα της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής βαθμίδας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ομως η παραπάνω ερμηνεία δεν αποτελεί λενινιστική θεώρηση της έννοιας «εξάρτηση», καθώς για τον Λένιν βασικό χαρακτηριστικό του παγκόσμιου καπιταλισμού στην κρατικομονοπωλιακή, ιμπεριαλιστική βαθμίδα ανάπτυξής του είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη των εθνικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Σε τελευταία ανάλυση, ανισόμετρη ανάπτυξη σημαίνει ότι μέσα στα πλαίσια της διεθνούς ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κάποια κράτη αποτελούν ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ κάποια άλλα είναι χώρες και οικονομίες εξαρτημένες οικονομικά από τα πρώτα. Δηλαδή είναι σαφές ότι ο ιμπεριαλισμός, ως τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, αποτελεί παγκόσμιο σύστημα με ανισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα κράτη - οικονομίες - αστικές τάξεις αυτής της αλυσίδας και όχι μία βαθμίδα οικονομικής - υλικής συσσώρευσης στην οποία φτάνει κάποια στιγμή ο κάθε εθνικός καπιταλισμός ξεχωριστά..
Επιπλέον, εάν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια χώρα ως ιμπεριαλιστική, δηλαδή μη εξαρτημένη, πρέπει οπωσδήποτε αυτή να πληροί και τις πέντε προϋποθέσεις - γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, όπως έχουν αναλυθεί από τον Λένιν (συγκέντρωση κεφαλαίων και παραγωγής, ώστε να έχουμε μονοπώλια, κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου από τη συγχώνευση βιομηχανικού και τραπεζικού, προτεραιότητα στην εξαγωγή κεφαλαίων και δημιουργία διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων που προχωρούν στο εδαφικό μοίρασμα της γης και της παγκόσμιας αγοράς). Ακόμα και αν παραβλέψουμε το ότι αυτά τα γνωρίσματα αναφέρονται για τον ιμπεριαλισμό ως παγκόσμια αλυσίδα και όχι ως βαθμίδα ανάπτυξης μιας εθνικής, μεμονωμένης καπιταλιστικής οικονομίας, και πάλι η ελληνική οικονομία δε χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία όλων των παραπάνω γνωρισμάτων ταυτόχρονα. Και αυτό επειδή, αν και υπάρχουν μονοπώλια και πραγματοποιείται ως ένα βαθμό και εξαγωγή κεφαλαίων, η ελληνική αστική τάξη αντικειμενικά δε διαθέτει τις οικονομικές, διπλωματικές και στρατιωτικές δυνάμεις για να διεκδικήσει αυτόνομα και από μόνη της την αναβάθμισή της στη διεθνή αγορά. Επιπλέον οι ελληνικές εταιρείες που εξάγουν κεφάλαια με τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό, όπως ο ΟΤΕ και η Εθνική Τράπεζα, σε μεγάλο βαθμό ελέγχονται από ξένους μονοπωλιακούς ομίλους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εξαγοράς του ΟΤΕ από τη γερμανική «Deutsce Telekom».
Ενα αμφιλεγόμενο στοιχείο των Θέσεων, σχετικό με τις προηγούμενες επισημάνσεις, βρίσκεται στη σελίδα 28, στο κεφάλαιο 34, όπου καταγράφεται ότι υπάρχει πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση της χώρας μας από τις ΗΠΑ. Ομως σε αυτό το σημείο χρησιμοποιούμε τον όρο «εξάρτηση» όχι με την οικονομική του διάσταση, αλλά μόνο με την πολιτική, όπως ακριβώς κάνουν οι οπορτουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμενοι στις σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ.
Τελειώνοντας, μολονότι είναι γνωστό πως στο παρελθόν η παραδοχή της οικονομικής εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε με λανθασμένο τρόπο για τη δικαιολόγηση συμμαχιών, και απαράδεκτων, συμβιβασμών με τμήματα της αστικής τάξης από το κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα θα ήταν εξίσου λανθασμένο το να αρνηθούμε την οικονομική εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού, επειδή αυτή συνιστά μια αντικειμενική υλική πραγματικότητα που μπορεί να εξαλειφθεί μόνο μαζί με την κατάργηση του ζυγού της μισθωτής εργασίας από την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ζήτω τα 90 χρόνια του ηρωικού ΚΚΕ!
Φίλιππος Αθανασόπουλος
ΚΟΒ Εκπαιδευτικών Αθήνας
Ριζοσπάστης - 24 Ιανουαρίου 2009