Η αντίληψη που κυριαρχεί για την αντιμετώπιση των λοιπών δυνάμεων της Αριστεράς από το ΚΚΕ είναι η οπορτουνιστική αναφορά τους. Μ' αυτή την άποψη πορεύτηκε για την επίτευξη της στρατηγικής της συγκρότησης Λαϊκού Μετώπου, δηλαδή της σύμπραξης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με στόχο την κοινή αντιμονοπωλιακή & αντιιμπεριαλιστική δράση.
Η στρατηγική των Μετώπων για τη συσπείρωση των λαϊκών τάξεων υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη σ' όλη την πορεία του εργατικού κινήματος. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ήταν η ύπαρξη οργανωτικής συγκρότησης, δηλαδή οργανώσεων βάσης και εκλεγμένης ηγεσίας μέσα από συγκεκριμένη θεσμική διαδικασία, στενότερη ή ευρύτερη.
Σε μια πολιτικά οργανωμένη ταξική κοινωνία είναι αδύνατον οι κοινωνικές τάξεις να μην εκφράζονται από κόμματα, είτε αυτοτελώς είτε μέσω πολιτικών συμμαχιών, τούτο διδάσκει ο ιστορικός υλισμός, μάλιστα δε η άποψη αυτή γίνεται δεκτή από ορισμένους εξωμαρξιστικούς ή ημιμαρξιστικούς πολιτικούς κύκλους. Τα μαρξιστικά κόμματα θεωρούν τον εαυτό τους κόμματα ταξικά, εκφραστές της εργατικής τάξης, και ότι τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα εκφράζουν άλλες τάξεις ή στρώματα, λόγω των αστικών επιρροών τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα: Οι κοινωνικές τάξεις εκφράζονται πολιτικά από κόμματα που έχουν ονοματεπώνυμο και τούτο φαίνεται άμεσα στο πολιτικό πρόγραμμά τους.
Κατά συνέπεια, όταν προσδιορίζεται ως στρατηγική η δημιουργία Μετώπου, είναι σαφές ότι αυτό δε συγκροτείται μόνο από διαδικασίες βάσης, δηλαδή την κινητοποίηση των κοινωνικών τάξεων μέσα στους βιοτικούς χώρους τους αλλά και μέσα από διαδικασίες εποικοδομήματος, που υλοποιούν την πολιτική έκφρασή τους. Ιστορικά, μάλιστα, τα Μέτωπα συγκροτήθηκαν κυρίως από διαδικασίες κορυφής παρά βάσης. Οι κοινωνικές τάξεις που επιδιώχτηκε να συσπειρωθούν από τα Λαϊκά Μέτωπα ήταν οι μισθωτοί, οι μικροπαραγωγοί αγρότες, οι μικροεργοδότες & αυτοαπασχολούμενοι της πόλης, και οι διανοούμενοι, ενώ στον χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης καπιταλισμό συμπεριλαμβανόταν και η «εθνική αστική τάξη».
Από το 1996 δεν κατέστη δυνατή η συγκρότηση Μετώπου ως πραγματικού και οργανωμένου πολιτικού σχηματισμού. Η συγκρότηση του Μετώπου ήταν επόμενο να αποτύχει διότι το ΚΚΕ, αν και όρισε τα κοινωνικά στρώματα που θα το συγκροτούσαν, απέφυγε, κατά διαλεκτική υπέρβαση, να ορίσει και τους πολιτικούς εκφραστές τους, καθώς θα ήταν αντιφατικό να αποδεχτεί α) για τον εαυτό του, που του επιφυλάσσει την έκφραση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ότι επιπλέον εκφράζει και διαφορετική τάξη από την εργατική, β) για τα άλλα τμήματα της Αριστεράς ότι απομένει η έκφραση των μικροαστικών στρωμάτων, για το ΣΥΝ των ανερχόμενων και τμήματος της εργατικής αριστοκρατίας, ο οποίος οδηγείται συνεπώς σε αποκλεισμό από το Μέτωπο, τη «ΡΙΖ.Α.» (εκ του ΣΥΡΙΖΑ) των φθινόντων και το ΜΕ.Ρ.Α. των άρτι «εκπεσόντων» στην τάξη του προλεταρίου. Με τέτοια, όμως, παραδοχή θα όφειλε να έρθει σε διαπραγμάτευση με ορισμένα τμήματα της Αριστεράς προκειμένου να εκπληρώσει τη στρατηγική του, γεγονός για το οποίο έδειξε ιδιαίτερη απροθυμία για λόγους που δεν αναλύονται στην παρούσα λόγω έλλειψης χώρου.
Η απουσία διαλόγου δείχνει ότι η επιθυμία για τη συγκρότηση του Μετώπου υπήρξε λιγότερο ειλικρινής σε σχέση με το ψηφισμένο πρόγραμμα, στην πραγματικότητα το ΚΚΕ όχι μόνο δεν επιδίωξε να συγκροτήσει το Μέτωπο, αντίθετα επιδίωξε το ιδεολογικό και οργανωτικό του ξεκαθάρισμα, που ίσως δικαιολογείται ως αναγκαιότητα της 10ετίας του '90 όχι όμως και του 2000.
Αποτέλεσμα της απουσίας διαλόγου για τη δημιουργία του Μετώπου ήταν να περιοριστεί το ΠΑΜΕ, που ιδρύθηκε ως Μέτωπο, και να απολέσει δυνάμεις που αρχικά συσπείρωσε (ΔΗΚΚΙ, ΑΚΟΑ) απομακρύνοντας οποιαδήποτε προοπτική Μετώπου. Η τακτική των ξεχωριστών συγκεντρώσεων αποδείχτηκε αναποτελεσματική, το ΠΑΜΕ απέτυχε, κατά το υπερβολικά μεγάλο διάστημα της δεκαετίας, να συσπειρώσει την εργατική τάξη, η οποία στις κρίσιμες ώρες (ασφαλιστικό) προσέτρεξε στις συγκεντρώσεις της ΓΣΕΕ, αποκλείοντας από το ΠΑΜΕ, που συσπείρωσε το πιο μαχητικό τμήμα εργαζομένων, τη δυνατότητα να ζυμώσει τις θέσεις του σε ευρύτερο κύκλο, αποκόπτοντάς το από τα πρωτοβάθμια σωματεία στα οποία ήταν μειοψηφία.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται μέσα από το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η ανατροπή του καπιταλισμού είναι ενδεχόμενο εγγύτερο απ' ό,τι πολλοί αναλυτές και κόμματα νομίζουν, δυστυχώς όμως για τη ραστώνη μας δε θα ανατραπεί αυτόματα. Αυτό που απαιτείται να πραγματοποιηθεί είναι η συγκρότηση ενός νέου εργατοαγροτικού Μετώπου με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, ουσιαστικού αυτή τη φορά, με οργανωτική δομή και εκλεγμένη ηγεσία, που δε θα χαϊδεύει τ' αυτιά των μικροαστών αλλά θα δημιουργεί τους όρους για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της πολυκομματικής εργατικής εξουσίας. Σ' αυτό το Μέτωπο οι μικροεργοδότες θα προσχωρήσουν ως φθίνουσα τάξη χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης, η δε άμεση στόχευσή του θα είναι η ενεργοποίηση των εργαζομένων στους τόπους δουλειάς με τη δημιουργία και λειτουργία επιχειρησιακών σωματείων, την υποχρεωτική εναλλαγή προσώπων στη διοίκησή τους και με πολιτικό στόχο την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το Μέτωπο πρέπει να είναι οργανωμένο κυρίως σε οριζόντια παρά σε πυραμιδωτή βάση, εκμεταλλευόμενο τις δυνατότητες οργάνωσης και κινητοποίησης μέσω των νέων μορφών επικοινωνίας, οι οποίες αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στις τελευταίες διαμαρτυρίες για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, με ζυμώσεις, άμεση δημοκρατία & επικοινωνία όλων των μελών του, συγκροτημένου από πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται ρήξη με τον καπιταλισμό αντί του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες σήμερα υπάρχουν τόσο εντός του ΣΥΡΙΖΑ όσο και εντός του ΜΕΡΑ.
Ανδρέας Αντύπας
Οπαδός του ΚΚΕ, Αλεξανδρούπολη
Ριζοσπάστης - 30 Ιανουαρίου 2009