February 14, 2009

ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ - Για την αναζωογόνηση του οράματος του σοσιαλισμού

Η συλλογική προσπάθεια που καταβάλλουμε για την εμβάθυνση στα αίτια ανατροπής των σοσιαλιστικών κρατών είναι, νομίζω, αξιόλογη. Το κείμενο που συζητάμε μόνο σαν συνέχεια και συμπλήρωμα των επεξεργασιών της πανελλαδικής συνδιάσκεψης του 1995 μπορεί να κατανοηθεί και αυτό έχει εξέχουσα σημασία για να μην οδηγηθούμε σε μονομερείς προσεγγίσεις. Θα ήθελα να συμβάλω στους προβληματισμούς του Κόμματος με τις ακόλουθες σκέψεις.

1. Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εμβαθύνουμε περισσότερο στις αιτίες που οδήγησαν στις λαθεμένες οικονομικές πολιτικές που άνοιξαν με τη σειρά τους το δρόμο στην ενδυνάμωση των εμπορευματικών σχέσεων και, προοπτικά, στην ανατροπή του σοσιαλισμού.

Υπήρξαν βέβαια ιδεολογικές αιτίες όπως αυτές που επισημαίνονται στη θέση 22. Νομίζω όμως ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος ιδεαλιστικής ερμηνείας αν μείνουμε μόνο στην αναζήτηση των ιδεολογικών αιτιών. Οι ιδεολογικές αδυναμίες και παρεκκλίσεις, παρά το γεγονός ότι η ιδεολογία έχει τη σχετική της αυτοτέλεια, έχουν ωστόσο υλική βάση και εξήγηση. Γιατί πώς αλλιώς θα εξηγηθεί το ότι οι λαθεμένες οικονομικές αποφάσεις και οι ιδεολογικές παρεκκλίσεις δε διορθώθηκαν;

Εδώ πρέπει να προστρέξουμε σε μια σειρά παραγόντων που επέδρασαν, πολλούς από τους οποίους έχουμε εντοπίσει ήδη στο κείμενο του 1995. Καθοριστικής σημασίας νομίζω πως είναι, τόσο από την άποψη της ιστορικής εμπειρίας, όσο και από την άποψη των διδαγμάτων για το μέλλον, η σχέση του κόμματος με την εργατική τάξη και το λαό και η σχέση της ηγεσίας με τη βάση.

Ιδιαίτερες αντικειμενικές δυσκολίες, όπως η καπιταλιστική περικύκλωση και επιθετικότητα, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη Ρωσία, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του λαού οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη ενός υπερβολικού συγκεντρωτισμού προκειμένου να μπορέσει το νεαρό επαναστατικό κράτος να επιβιώσει.

Η αναγκαία αυτή συγκέντρωση της εξουσίας δημιούργησε μη ηθελημένες παρενέργειες. Για αυτές μίλησαν οι ίδιοι οι σοβιετικοί ιθύνοντες, από τον Λένιν ξεκινώντας. Η εισήγηση του Ζντάνοφ που δημοσιεύτηκε στο τεύχ. 4/2008 της ΚΟΜΕΠ είναι επίσης χαρακτηριστική των προβλημάτων και των κινδύνων γραφειοκρατικής απόσπασης της ηγεσίας από τη λαϊκή βάση. Η εισήγηση εκφράζει πρόδηλη αγωνία για φαινόμενα εκφυλιστικά της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ανεξάρτητα αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίλυση των προβλημάτων (Σύνταγμα του 1936 κλπ.), αποδείχτηκαν αποτελεσματικά ή όχι.

Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, η πορεία προς τον κομμουνισμό είναι, ανάμεσα στα άλλα, η διαδικασία υπέρβασης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, η διαδικασία εξάλειψης της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εξάλειψης του διαχωρισμού σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους. Η πορεία αυτή έχει στόχο «όλοι να μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή» (Λένιν, Κράτος και επανάσταση, σ. 102).

Μέχρι όμως να υπάρξουν οι υλικές, πνευματικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο, υπάρχει ο κίνδυνος αυτονόμησης αυτών που ασκούν τη διοίκηση. Οι τελευταίοι μπορεί να λαμβάνουν λαθεμένες αποφάσεις στο όνομα των συμφερόντων της εργατικής τάξης και, ακόμη χειρότερα, να λαμβάνουν από το κοινωνικό προϊόν μεγαλύτερο μέρος από αυτό που δικαιούνται, εξασφαλίζοντας παχυλούς μισθούς και προνομιακή μεταχείριση. Αυτός ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο τα ανώτατα διευθυντικά στελέχη της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Δεν αφορά μόνο τους διευθυντές των εργοστασίων αλλά την ίδια την ηγεσία του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος, όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία.

2. Καθοριστική επομένως σημασία έχει η ολοένα και πλατύτερη και ουσιαστικότερη λαϊκή συμμετοχή στη λήψη όλων των αποφάσεων, τοπικών και κεντρικών, καθώς και ο έλεγχος εφαρμογής των αποφάσεων και των δημόσιων λειτουργών όλων των επιπέδων. Το κριτήριο του λαού (χωρίς να υποτιμάται ο ρόλος της ιδεολογικο-πολιτικής πρωτοπορίας και της επιστήμης) μπορεί να προφυλάξει από πολλές κακοτοπιές, μπορεί να βοηθήσει στην ανάδειξη προβλημάτων και κινδύνων, μπορεί να αποτρέψει τους ηγέτες από την υποβόσκουσα συχνά αλαζονεία.

Εξάλλου, η λαϊκή συμμετοχή, το αίσθημα ότι λαμβάνεις ουσιαστικά μέρος στις αποφάσεις είναι το βασικό κίνητρο στο σοσιαλισμό για την άνοδο της παραγωγικότητας. Ακόμη και οι αναγκαίες, σε διάφορες φάσεις, θυσίες μπορούν να γίνουν μόνο αν ο ίδιος ο λαός πειστεί και αποφασίσει γι' αυτές με δημοκρατικές διαδικασίες, συνελεύσεις, στους χώρους δουλειάς και διαβίωσης.

3. Συναφές είναι το ζήτημα της τήρησης της σοσιαλιστικής νομιμότητας, των δημοκρατικών διαδικασιών της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και των νόμων από όλους ανεξαιρέτως. Η τήρηση της νομιμότητας είναι όπλο ενάντια στην αντεπανάσταση αλλά και όπλο στις υποκειμενικές αυθαιρεσίες. Αποτελεί προστασία της εργατικής τάξης έναντι της πιθανής γραφειοκρατικής απόσπασης της ηγεσίας ή των οργάνων καταστολής. Στη λογική αυτή, ο Λένιν πρότεινε να τιμωρούνται από τα σοσιαλιστικά δικαστήρια αυστηρότερα οι κομμουνιστές που παραβιάζουν τους νόμους («Απαντα», τ. 45, σ. 53).

4. Εχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι όχι μόνο δεν ωραιοποιούμε τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες αλλά ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε ανοιχτό το μέτωπο στο μηδενισμό, όποιες μορφές και αν λαμβάνει. Με αυτή την έννοια, πρέπει πιο καθαρά να προασπίσουμε την προσφορά της ΕΣΣΔ και των πρώην σοσιαλιστικών κρατών και μετά το 1956, ανεξάρτητα από τον εντοπισμό των προβλημάτων που οδήγησαν στην ανατροπή. Δεν μπορούμε να μην υπογραμμίζουμε τα επιτεύγματα αλλά και την ανιδιοτελή, διεθνιστική βοήθεια στις επαναστάσεις στο Βιετνάμ, στην Κούβα, στην Αφρική, στην Ασία, στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στο κίνημα των Αδεσμεύτων.

5. Παράλληλα, έχει σημασία να αποφύγουμε τυχόν υπερβολές. Πραγματικά, κατά την περίοδο Χρουστσόφ ιδιαίτερα, ο τρόπος εφαρμογής της πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης οδήγησε σε επιμέρους εσφαλμένες τοποθετήσεις. Ομως την ίδια περίοδο, δόθηκε αποφασιστική, όχι μόνο ηθική και διπλωματική, αλλά υλική βοήθεια σε δεκάδες επαναστατημένους λαούς, αντιμετωπίστηκε ο ιμπεριαλισμός με σθένος όπως στην περίπτωση της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα, παρά τις όποιες αδυναμίες επισημαίνουν ορθά οι σύντροφοι Κουβανοί.

Πολύ περισσότερο, είναι εντελώς αστήρικτος και συκοφαντικός ο χαρακτηρισμός της ΕΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους μαοϊκούς και το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και δε νομίζω ότι ταιριάζει να επανερχόμαστε σε αυτόν όπως συνέβη σε ένα κείμενο του διαλόγου.

Η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης, και ο ίδιος ο όρος, είναι δημιούργημα του Λένιν (βλ. π.χ. «Απαντα» τ. 40, σ. 145, τ. 41, σ. 133) ο οποίος υπογράμμιζε την ανάγκη αγώνα για αποτροπή του πολέμου ανάμεσα στα δύο κοινωνικο-κρατικά συστήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει την υποστολή της ταξικής πάλης ή την παραγνώριση του γεγονότος ότι η διπλωματία και η διπλωματική γλώσσα δεν μπορεί να ταυτίζεται πλήρως με την ιδεολογική αντιπαράθεση (βλ. π.χ. τις οδηγίες προς τους διπλωματικούς αντιπροσώπους στη διάσκεψη της Γένοβα το 1922, όπου έλεγε πως «είναι αυτονόητο πως δεν πάμε στη Γένοβα σαν κομμουνιστές, αλλά σαν έμποροι», «Απαντα», τ. 45, σ. 34 - 40, 63, 70).

«Ειρηνική συνύπαρξη των κρατών δε σημαίνει, όπως ισχυρίζονται οι ρεβιζιονιστές, παραίτηση από την ταξική πάλη. Η συνύπαρξη κρατών με διαφορετικό κοινωνικό καθεστώς είναι μια μορφή ταξικής πάλης» (υλικά της διεθνούς διάσκεψης κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων του 1960, Αθήναι 1960, σ. 30).

6. Οι αναφορές στη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (θέση 27) πρέπει, και εδώ νομίζω συμφωνούμε όλοι, να διευκρινίζουν ότι η όποια ιστορική μελέτη και αναζήτηση λαθεμένων επιλογών δε θα αμφισβητεί τα θεμέλια του κομμουνιστικού κινήματος όπως αυτά εγγράφηκαν στις αποφάσεις της Διεθνούς (1ο, 2ο, 3ο, και 4ο Συνέδριο) με την αποφασιστική συμβολή και σφραγίδα του Λένιν. Πρέπει, επίσης, να μην υποτιμήσουμε την ιστορική σημασία των επόμενων συνεδρίων και ιδίως του 7ου που, με την αποφασιστική συμβολή του Στάλιν και του Δημητρώφ, έδωσε τη δυνατότητα στα ΚΚ να βγουν από την απομόνωση και να γίνουν μαζικά επαναστατικά κόμματα, να αναπτύξουν κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της εποχής. Τυχόν λάθη εφαρμογής, που σίγουρα έγιναν από διάφορα κόμματα, δεν μπορούν να βαρύνουν τη Διεθνή.

Είμαι βέβαιος, και αισιόδοξος, ότι η συζήτηση θα μας οδηγήσει σε ακόμη περισσότερο άρτιες επεξεργασίες.

Δημήτρης Καλτσώνης

Ριζοσπάστης - 9 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, ΠΑΥΛΟΣ - Θέσεις για το Σοσιαλισμό

Ως τέκνο πολιτικών προσφύγων που γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα και εργάστηκα στη φιλόξενη Τσεχοσλοβακία, όπου εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Ελληνες μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Μια χώρα, αλλά και οι άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου μας αγκάλιασαν με στοργή, αγάπη και θαυμασμό. Μας παρείχαν όλα τα αναγκαία, απαραίτητα εφόδια, για να ξεκινήσουν οι γονείς μας μια καινούργια ζωή.

Γρήγορα προσαρμόστηκαν. Οι ανάγκες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μεγάλες! Οι περισσότεροι πήγαν να εργαστούν σε βαριά βιομηχανία και οικοδομή! Για πρώτη φορά όμως δουλεύανε 8ωρο, 6ήμερο και από τα μέσα του 1960 5ήμερο! Επίσης, το κράτος τούς παρείχε πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη, σταθερό μισθό, οι γέροι και οι ανάπηροι συνταξιοδοτήθηκαν! Ζούσανε σε σπίτια με κεντρική θέρμανση, ζεστό νερό χειμώνα - καλοκαίρι, φυσικό αέριο για μαγείρεμα. Πράγματα πρωτόγνωρα για τους έλληνες!!! Εμείς, τα παιδιά που γεννηθήκαμε σ' αυτές τις χώρες, ενσωματωθήκαμε και προσαρμοστήκαμε πιο εύκολα στις νέες συνθήκες! Πηγαίναμε κανονικά από προσχολική αγωγή έως πανεπιστήμιο με πλήρη δικαιώματα όπως οι πολίτες των χωρών αυτών. Μέσα στα σχολεία, στις φοιτητικές εστίες μάς παρείχαν δωρεάν γεύματα. Λειτουργούσε ολοήμερο σχολείο. Γενικά οι παροχές ήταν εξαιρετικές!!!

Δε γνωρίσαμε πείνα, φτώχεια, μπαλωμένα παντελόνια. Δε χρειαζόταν καμιά ΜΚΟ, Εκκλησία ή Δήμος, για όλα φρόντιζε το σοσιαλιστικό κράτος.

Μεγαλώνοντας τα θεωρούσαμε όλα δεδομένα και υποχρέωση του κράτους. Είχαμε γνώμη για όλα, αλλά όχι γνώση! Επηρεαζόμασταν από τους μεγαλύτερους, ακούγαμε διαφορετικές απόψεις για τον σοσιαλισμό, σημαδεύοντάς μας αρνητικά! Ιδίως μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και την «εισβολή» του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968, όπως τη βάφτισαν οι οπορτουνιστικές δυνάμεις, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Παρασυρόμασταν από τα «επιτεύγματα» της Δύσης σε ΙΧ, ρούχα κλπ. Δηλαδή παρασυρόμασταν από τη βιτρίνα! Εδώ νομίζω είναι το κλειδί. Η έλλειψη (μάλλον σκοπιμότητα) της σωστής προπαγάνδας και εκλαΐκευσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Κατηγορούμε - σωστά - τα ιδιωτικά ΜΜΕ ότι δε μας προβάλλουν. Εμείς είχαμε όλα τα ΜΜΕ στα χέρια μας και χωρίς αντίπαλο, δεν περάσαμε την ανώτερη ιδεολογία για την οποία δώσανε τη ζωή τους εκατομμύρια κομμουνιστές. Κατά την άποψή μου αυτό οφείλεται στις συνεχείς διαφωνίες για το τι Σοσιαλισμό θέλουμε. Ο ίδιος ο «δικτάτορας» και «σφαγέας» Στάλιν επέτρεψε τη συζήτηση για σχεδόν 30 χρόνια! Τι ειρωνεία... πόσο δικτάτορας μπορεί να είναι κάποιος που επί σειρά ετών συζητάει με τους αντίπαλους του; Αυτό συνεχίστηκε και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Οι καπιταλιστικές χώρες είχαν ένα σωρό ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς: ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΑΣΑ, παρουσιαζόταν «ενιαίος» με έναν και μοναδικό σκοπό, την εδραίωσή του, καταπολέμηση της κάθε απόπειρας ανατροπής του. Απεναντίας το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ίδια «Γλώσσα». Το αποδεικνύουν οι μεγάλες διαφορές στην Α, Β, Γ Διεθνή. Κυρίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διαφορετικές στάσεις των ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης, της Αλβανίας, της Κίνας και της Λατινικής Αμερικής. Δεν υπήρχε ένα Διεθνές «Standart», παρ' όλο που γίνεται προσπάθεια, λείπει ένα διεθνές καθοδηγητικό κομμουνιστικό όργανο.

Δεν αναπτύχθηκε σοβαρά η θεωρία του Λένιν για τις «Ηνωμένες Πολιτείες Ευρώπης των λαών». Μετά τη συγκρότηση του ΣΟΑ, τα σοσιαλιστικά κράτη έκαναν προσπάθεια να αναπτύξουν συνεργασία και οικονομικές σχέσεις. Ομως υπήρχε μεγάλη ανισομετρική ανάπτυξη στις χώρες αυτές. Διαφορετικό το βιοτικό επίπεδο στην Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, ΓΛΔ και διαφορετικό στη ΒΛΔ, ΡΛΔ! Παρ' όλη τη συνεργασία, το κάθε σοσιαλιστικό κράτος εμπορευόταν με τη Δύση ξεχωριστά! Εδινε στον αντίπαλο την ευκαιρία να διαλέγει ποιον θα στηρίζει περισσότερο. Υπήρχε όμως και διαφορετικός σοσιαλισμός. Διαφορετικός στην Πολωνία, Ουγγαρία που επιτρεπόταν η ιδιωτική πρωτοβουλία στον αγροτικό τομέα, ενώ στην Τσεχοσλοβακία, ΣΕ και ΓΛΔ, ΟΧΙ! Ηρθε και η πλήρης απομόνωση της Αλβανίας και Κίνας που βάδιζαν το δικό τους δρόμο, πολλές ήττες στο διεθνές απελευθερωτικό κίνημα, διαφορετικές στάσεις των «Ευρωκομμουνιστών» και έτσι συσσωρευόταν η απογοήτευση στις τάξεις των κομμουνιστών.

Μετά τις μεταρρυθμίσεις στις εμπορευματοοικονομικές σχέσεις και ειδικά τα λεγόμενα «πριμ» η κατάσταση χειροτέρευε. Για να πάρεις πριμ έπρεπε να καλύψει το εργοστάσιο το πλάνο! Πολλές φορές αυτό γινόταν στα χαρτιά. Συγχρόνως, δημιουργούσε μια απάθεια στα ηγετικά στελέχη, γιατί έπαιρναν υπερβολικά πολλά πριμ σε σχέση με τους εργάτες. Δημιουργούσαν μια «αστική τάξη» μέσα στο Κόμμα. Χανόταν ο έλεγχος της εργατικής τάξης ή επαναστατικότητά της. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν τα οπορτουνιστικά στελέχη που σιγά - σιγά αναρριχήθηκαν σε ηγετικές μορφές του ΚΚ καλλιεργόταν αυταπάτη ότι όλα πάνε καλά, ο κόσμος τα έβλεπε, αλλά δεν αντιδρούσε. Οι συνελεύσεις στα εργοστάσια είχαν διαδικαστικό χαρακτήρα.

Υπήρχαν πολλά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα π.χ. η Τσεχοσλοβακία ήταν κορυφή στα κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα, τρακτέρ, τρένα, μοτοσικλέτες, φορτηγά, Ι.Χ SKODA, αλλά έλειπε το «DESING» και έτσι ο κόσμος παρασυρόταν από του δυτικού τύπου προϊόντα, θεωρώντας τα καλύτερα. Ενώ φαινότανε ελλείψεις σε ορισμένα προϊόντα κατά τη διάρκεια της Σοσιαλιστικής Οικοδόμησης, την επόμενη μέρα μετά την αντεπανάσταση - παλινόρθωση, ξαφνικά όλα τα μαγαζιά γέμισαν όλων των ειδών τα προϊόντα! Αυτό είναι ένα δείγμα πώς λειτουργούσαν και τι επιδίωκαν πολλά από τα ηγετικά στελέχη.

Πιστεύω ότι το ΚΚΕ δεν προσέγγισε τους πολιτικούς πρόσφυγες από τις Λαϊκές Δημοκρατίες όσο θα έπρεπε. Πολλούς απ' αυτούς τους «καταβρόχθισε» το ΠΑΣΟΚ, εκμεταλλευόμενο την ανάγκη για εργασία, επιβίωση. Τους μεγαλύτερους σε ηλικία μετά τη σύναψη της συμφωνίας με σοσιαλιστικές χώρες για συντάξεις! Λες και τα πλήρωσε από την τσέπη του. Πολλοί απ' αυτούς «ξεχνάνε» την προσφορά και τη στοργή που τους προσέφεραν οι σοσιαλιστικές χώρες!
Στην Ελλάδα επαναπατρίστηκα το 1980 σε ηλικία 25 ετών! Επρεπε να μάθω τι είναι ανεργία, χαμηλός μισθός, εργασία χωρίς ένσημα, να πληρώνεις την παιδεία, υγεία, δάνεια για κατοικία, και πολλά άλλα «επιτεύγματα» του «ελεύθερου κόσμου», του δημοκρατικού καπιταλισμού για να μπορέσω να κρίνω. Παρ' όλες τις αδυναμίες, τα λάθη, τις ελλείψεις, ο σοσιαλισμός ως προθάλαμος του Κομμουνισμού, είναι ανώτερος!

Είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Βρίσκεται στο χέρι (γλώσσα) όλων των κομμουνιστών το πώς θα το προβάλουμε, το πώς θα το παλέψουμε!!!

Καλή πορεία στο μέλλον

Ζήτω το ΚΚΕ

Παύλος Καπαγιαννίδης
Μέλος του ΔΣ Συνδικάτου εργαζομένων Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης

Ριζοσπάστης - 9 Ιανουαρίου 2009

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΓΙΩΤΗΣ - ΚΚΕ και ΚΚΣΕ

A. H ιδεολογική και πολιτική συμπόρευσή μας με το ΚΚΣΕ. Η απουσία επαρκούς επαναστατικής επαγρύπνησης και των αντίστοιχων αντανακλαστικών κατά την εμφάνιση των δεξιών αναθεωρητικών παρεκκλίσεων παρουσιάζεται ταυτόχρονα και στο ΚΚΕ. Το φαινόμενο επισήμανε και η αντίδραση και το αξιοποίησε, όπως αναμενόταν, εντάσσοντάς το στην καταγγελία περί «πρακτορείου της Μόσχας». Απαντήσεις και «πειστικές» εξηγήσεις δόθηκαν κατά καιρούς:
1. Η φυσική θεωρητική ανωριμότητα του νεαρού ΚΚΕ στα πρώτα χρόνια
2. Στη συνέχεια η θεωρητική καθυστέρηση που σ' ένα βαθμό προκάλεσαν οι συνθήκες παρανομίας κι ασταμάτητων διώξεων. Κάτω απ' αυτούς τους όρους οι πιεστικές ανάγκες για άμεση πρακτική δράση συντελούν στη διαμόρφωση πρακτικίστικης νοοτροπίας. Η τελευταία θεοποιεί την πρακτική δράση - αντιδιαλεκτικά αγνοώντας την αλληλεξάρτηση με τη θεωρία - και το πολύ πολύ κρύβεται στο καταφύγιο «οι σύντροφοι εκεί, μέσα στη φωτιά, ξέρουν καλύτερα».
3. Η εκτυφλωτική ακτινοβολία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους και του μπολσεβίκικου κόμματος.
4. Η υπαρκτή, επείγουσα πάντα και αδιαπραγμάτευτη - γι' αυτό και άνευ όρων - υπεράσπιση του σοβιετικού κράτους και του κόμματός του που βάλλονταν από θεούς και δαίμονες. Εν προκειμένω όσοι μετά Χριστόν προφήτες εύκολα επικρίνουν την έμμονη αυτή υπεράσπιση ας σκεφτούν ότι πολλοί κομμουνιστές στην Ελλάδα θα γλίτωναν το απόσπασμα, αν απλώς «μασούσαν τα λόγια τους» σ' ό,τι αφορούσε τη Σοβιετική Ενωση. Πρόκειται για τον προλεταριακό διεθνισμό σ' όλο του το μεγαλείο και την ακόλουθη ακρότητά του. Αρνητικό σύμπτωμα αυτής της ακρότητας είναι το θόλωμα της κριτικής σκέψης και μια χιουμοριστική απόδειξη ότι είχαμε συνείδηση της ακρότητας ήταν η σχετική ανεκδοτολογία, έργο των ίδιων των κομμουνιστών.
5. Η διάλυση της Γ΄ Διεθνούς επέδρασε αρνητικά και σ' αυτό τον τομέα. Η Γ΄ Διεθνής ήταν ο φυσικός χώρος ανταλλαγής και κάποτε σύγκρουσης απόψεων πάνω στα διάφορα ζητήματα και η επιδιωκόμενη ενιαία θεωρητική αντιμετώπιση προέκυπτε από την ιδεολογική διαπάλη. Μετά τη διάλυση της Γ΄ Διεθνούς κέντρο θεωρητικής επεξεργασίας έγινε εξ αντικειμένου η Μόσχα, ενώ μέχρι τότε το μπολσεβίκικο κόμμα αναδείχνονταν με τη συμβολή του - κι όχι εκ των πραγμάτων - κεντρικός θεωρητικός φορέας. Η Κόμινφορμ, τα «Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού», οι κατά καιρούς διασκέψεις κ.ά. δεν κάλυψαν ποτέ το κενό της Γ΄ Διεθνούς.
6. Μετά τη διάλυση επικράτησε σιωπηρά η αντίληψη της μη ανάμειξης στα εσωτερικά αδελφού κόμματος (εδώ πρωτοποριακό ρόλο έπαιξαν Γάλλοι και Ιταλοί σύντροφοι), που είχε εύκολη - και άρα σαθρή - την ηθική θεμελίωση (κάθε κομμουνιστικό κόμμα έχει ευθύνη απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό της χώρας του και σ' αυτούς δίνει λόγο. Καμιά φορά «ξεχνούσαν» και το «εργατική τάξη») και σαθρή, σαθρότατη, ιδεολογική (κάθε κομμουνιστικό κόμμα, ζώντας τις - διαβόητες - εθνικές ιδιομορφίες, μπορεί να βρίσκει τους καλύτερους και συντομότερους δρόμους προς το σοσιαλισμό. Εδώ «ξεχνούσαν» όλο και συχνότερα τον όρο Επανάσταση, ενώ οι δρόμοι με τον καιρό έγιναν δρόμος κι αυτός σιγά σιγά και ντροπαλά κοινοβουλευτικός αποκλειστικά). Η παραπάνω αντίληψη εκφυλίστηκε σε περιορισμό μέχρι θανάτου της συντροφικής κριτικής, η άσκηση της οποίας θεωρήθηκε στη συνέχεια επαρκής λόγος για «ρήξη» μεταξύ των κομμάτων. Την αποφυγή της συντροφικής κριτικής τροφοδότησε και ο υπαρκτός (αλλά πότε σωστά και πότε λαθεμένα αξιολογούμενος) κίνδυνος εκμετάλλευσής της από τον ταξικό εχθρό.
7. Σχετικά με τα κομμουνιστικά κόμματα της Δ. Ευρώπης - ιδιαίτερα τα λεγόμενα μεγάλα - αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι διαφωνίες τους μόνο διορθωτικές δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αφού ξεκίνησαν ως δεξιές αναθεωρητικές - με διάφανο πέπλο καλυπτόμενες - και έκλεισαν με το μακαρίτη ευρωκομμουνισμό. Δεν άφησαν οι αναθεωρητές της Δύσης δολιοφθορέα που να μη θεοποίησαν, όπως, λ.χ., τον Ντούμπτσεκ, ή να μην ανέχτηκαν ή βοήθησαν τη θεοποίησή του, όπως, λ.χ., του γελοίου Βαλέσα. Μελετώντας τα ντοκουμέντα του Κόμματος διαπιστώνει κανείς την ιδεολογική συμπόρευσή του με το ΚΚΣΕ. Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι συμπορευτήκαμε σε όλα τα μεγάλα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής (στη «σταλινική» περίοδο, στην «αποσταλινοποίηση», στους χρουστσοφικούς πειραματισμούς στον τομέα της οικονομίας, στα ζητήματα ειρηνικής συνύπαρξης, στη διαμάχη με το κινέζικο κόμμα, στην περεστρόικα...). Οι προαναφερόμενοι - και άλλοι - λόγοι δε δικαιολογούν καμιά «ντροπή» για την παραδοχή της συμπόρευσης. Αντίθετα, θα 'ταν στρουθοκαμηλισμός να «κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε» και ν' αποφεύγουμε τις αναφορές στο ζήτημα. Τραβώντας στα άκρα θα 'λεγε κανείς ότι με μιαν έννοια ο δισταγμός αυτός εκφράζει την ανάγκη ν' απολογηθούμε στους ξεφωνημένους πουλημένους υποταχτικούς των ξένων αφεντικών για τη γελοία - και στα μάτια των αστών σήμερα - συκοφαντία περί «πρακτορείου της Μόσχας».
Β. Αντιστάσεις στις δεξιές αναθεωρητικές παρεκκλίσεις. Τόσο μέσα από την προσεκτική μελέτη των ντοκουμέντων του Κόμματος, όσο κι από την πείρα της κομματικής ζωής των παλιότερων, βγαίνει και μια άλλη διαπίστωση. Σε μεγάλα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής υπήρξαν σοβαρές αντιστάσεις στελεχών και απλών μελών στις δεξιές αναθεωρητικές παρεκκλίσεις. Ενδεικτικά αξίζει ν' αναφερθούν:
1. Η διαφοροποίηση των «Ζαχαριαδικών» στην «αποσταλινοποίηση» - διαφοροποίηση που έκοψε στα δύο το Κόμμα μέσα κι έξω από την Ελλάδα και που ίχνη της είναι ορατά και σήμερα.
2. Οι δυσκολίες στην κατανόηση κι αποδοχή από τη μεριά των κομματικών μελών της πολιτικής ειρηνικής συνύπαρξης ως επαναστατικής πολιτικής.
3. Οι αντιρρήσεις στους πειραματισμούς γύρω από τη «σοσιαλιστική αγορά».
4. Η διάχυτη πικρία από τη διαμάχη με το κινέζικο κόμμα, πικρία που τροφοδότησε για μεγάλο διάστημα τις μαοϊκές ομαδούλες.
5. Το γεγονός ότι ο ευρωκομμουνισμός, παρότι διαπέρασε τις γραμμές του Κόμματος, δεν κατάφερε ποτέ να πάρει το πάνω χέρι (ασφαλώς εδώ ρόλο έπαιξε και η - χλιαρή, έστω - απόρριψη του ευρωκομμουνισμού από το ΚΚΣΕ).
6. Οι αντιστάσεις στην προπαγάνδιση της περεστρόικα.
Γ. Συμπεράσματα - διδάγματα
Με την πρώτη κιόλας εντύπωση που προσφέρουν οι απαριθμημένες αντιστάσεις οδηγούμαστε στα παρακάτω, ηθικά κατ' αρχήν, συμπεράσματα - διδάγματα:
1. Το ανοσοποιητικό σύστημα του κομματικού οργανισμού λειτούργησε και μέσα στις πιο δυσμενείς γι' αυτόν συνθήκες.
2. Η αλήθεια, όπως κι η ελευθερία, «θέλει αρετήν και τόλμην».
3. Το Κόμμα πρέπει να βρει τρόπο ν' αξιοποιεί έγκαιρα και σωτήρια τις φωνές που «φαντάζουν» εκτός γραμμής. Δε χωράει συζήτηση ότι η καταστατική κατοχύρωση μιας σχετικής ασφαλιστικής δικλίδας θ' αποτελούσε ιστορική ειρωνεία. Γιατί, ενώ πάει να μας προστατέψει από τη - γεροντική και γι' αυτό παραλυτική και θανατηφόρα - ασθένεια των δεξιών παρεκκλίσεων, τα μέτρα που έρχονται άμεσα στο νου συνιστούν τα ίδια δεξιά παρέκκλιση (λ.χ., η οριζόντια ενημέρωση, η δημοσιοποίηση των μειοψηφουσών απόψεων κ.ά. που μας καταταλαιπώρησαν στην τελευταία διάσπαση). Βάζουν σε κίνδυνο μ' άλλα λόγια τον πυρήνα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, την πεμπτουσία δηλαδή του επαναστατικού κόμματος νέου τύπου. Υπάρχει πρόβλημα λοιπόν και μάλιστα δυσεπίλυτο. Αλλά πότε η διαλεκτική ήταν απλή αριθμητική; Δικαιολογημένος επομένως ο φόβος ότι θα ξαναβρεθούμε, όπως κατά το παρελθόν, μπροστά στα ίδια - και κάθε φορά «καινούρια» - ερωτήματα του τύπου «από ποια θέση και προς ποια κατεύθυνση θα δώσουμε τη μάχη;». Το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά μας είναι βέβαια οι πρόσφατες, ασύγκριτα πικρότερες και διδακτικότερες, εμπειρίες μας. Τουλάχιστον ας ξεκινήσουμε με τη συμφωνία ότι κάθε άποψη πρέπει να παίρνεται υπόψη, να φτάνει μέχρι την κεντρική καθοδήγηση, να την ξαναφέρνουμε έγκαιρα για μελέτη, όταν η δοκιμασία της ζωής το επιβάλλει, να ξεπερνάμε την «ντροπή» που την απορρίψαμε, όταν η ζωή αποδείχνει τη μερική ή ολική ορθότητά της, και πάντως να ξεπεράσουμε - στην πράξη - την αντίληψη ότι το «ναι» στην καθοδήγηση είναι παντού και πάντα ό,τι καλύτερο. Καταλήγουμε. Ολα οδηγούν στο ανέφικτο έτοιμης λύσης-νίκης. Τέτοια, όπως φαίνεται, δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως όπλα για τη νίκη. Ανάμεσά τους τα ιδεολογικά, που απαιτούν ορθή χρήση, η επαγρύπνηση, που δεν πρέπει να εκφυλίζεται σε καχυποψία, και το ταξικό ένστικτο της εργατικής τάξης, που δε γίνεται ατιμωρητί να υποτιμιέται. Η κατάληξη αυτή φιλοδοξεί να θεωρηθεί διαλεκτική και πάντως θυμίζει τη σοφή - για τη σοφιστική υπεκφυγή της - απάντηση του Στάλιν στο ερώτημα «πού βλέπει τον κίνδυνο; Δεξιά ή αριστερά;». Η απάντηση ήταν «εκεί που υπάρχει».
Γιώτης Νικολαΐδης
Καλαμάτα, ΚΟΒ Νότιας και Δυτικής Πόλης

Ριζοσπάστης - 9 Ιανουαρίου 2009

ΤΣΙΜΟΥΡΑΣ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ - 90 χρόνια στην υπεράσπιση του σοσιαλισμού

Το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το σοσιαλισμό αποτελεί αναμφισβήτητα ιδιαίτερης αξίας ντοκουμέντο, όχι μόνο για τους Ελληνες κομμουνιστές και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για κάθε προοδευτικό άνθρωπο που στο σήμερα ψάχνει εναλλακτική λύση απέναντι στη βάρβαρη καπιταλιστική πραγματικότητα.

Μεστός λόγος, καθαρή ανάλυση, ορθολογικά συμπεράσματα μακριά από υποκειμενισμούς και απλουστεύσεις είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του κειμένου. Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως μέσω αυτών (και όχι μόνο) των χαρακτηριστικών αναδεικνύεται το υψηλό επίπεδο της κομματικής ιδεολογικής στάθμης, κατόρθωμα σύσσωμου του κομματικού και Κνίτικου δυναμικού με μπροστάρη και καθοδηγητή, βέβαια, την ΚΕ.

Οι Θέσεις, βέβαια, παρουσιάζουν και ελλείψεις. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί η ελλιπής αναφορά στο εποικοδόμημα της σοσιαλιστικής κοινωνίας (Δικαιοσύνη, μορφές εργατικής εξουσίας, προνόμια στελεχών κ.ά.). Αλλωστε, οι στρεβλώσεις στο εποικοδόμημα δεν αποτελούσαν απλές αντανακλάσεις των οικονομικών στρεβλώσεων που αναφέρονται αναλυτικά στο κείμενο, αλλά με τη σειρά τους αλληλεπίδρασαν και στην οικονομία. Γι' αυτά τα ζητήματα υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία και Σοβιετικών, αλλά και των λεγόμενων Δυτικών μαρξιστών. Στο επίπεδο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή νομίζω πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα όποια θετικά στοιχεία και συμπεράσματα προσφέρουν οι αναλύσεις του δεύτερου θέματος.

Επίσης, ζητήματα που άπτονται της διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν αναλύονται επαρκώς στο κείμενο. Η στρέβλωση της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τοποθετείται στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ωστόσο, με αυτήν την ανάλυση μένουν αναπάντητα σημαντικά ερωτήματα για τη στρατηγική μεγάλων και ηρωικών ΚΚ της Δύσης (κυρίως Γαλλίας και Ιταλίας). Δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί πώς ο Παλμίρο Τολιάτι (σαν ΓΓ της ΚΕ του PCI) μετεξελίχθηκε μέσα σε 10 χρόνια από τον ηρωικό «Ερκολι» του Ισπανικού Εμφυλίου σε πατέρα του ευρωκομμουνισμού.

Οι αστοί, και δυστυχώς αρκετοί προοδευτικοί διανοούμενοι (που πέφτουν στην παγίδα τους), πολεμούν το Κόμμα μας και τη σοσιαλιστική εμπειρία από δύο κυρίως αλληλοσυμπληρούμενα μέτωπα: τη «λαθολογία» και τη «σταλινολογία». Αναφορικά με το πρώτο, νομίζω πως η αντεπίθεσή μας δεν είναι τόσο πλήρης όσο θα έπρεπε. Συγκεκριμένα, ενώ διαφαίνεται στα κείμενά μας και στην αρθογραφία του «Ρ», δεν προβαίνουμε ξεκάθαρα σε έναν βασικό διαχωρισμό. Τα λάθη στρατηγικής και τα λάθη στην τακτική ενός ΚΚ ή μιας σοσιαλιστικής χώρας. Λάθη πάντοτε γίνονταν και θα συνεχίσουν να γίνονται. Λάθη γίνονταν και επί Λένιν. Το ζήτημα έγκειται στο τι είδους λάθη είναι αυτά. Ο χαρακτηρισμός π.χ. της αποχής απ' τις εκλογές του Μάρτη του '46 σαν λάθος στρατηγικής έκρυβε από πίσω του όχι μόνο οπορτουνιστική σκουριά (τα περί ειρηνικής εξέλιξης του Παρτσαλίδη) αλλά και έδινε βασικά όπλα στην αντίδραση. Ο σημερινός χαρακτηρισμός του λάθους αυτού που περιέχεται στο Δοκίμιο Ιστορίας Τόμος Α΄ βάζει το ζήτημα αντικειμενικά και στη σωστή του βάση. Απ' το παραπάνω παράδειγμα νομίζω πως φαίνεται η σημασία του χαρακτηρισμού της φύσης ενός λάθους σε συνάρτηση με την αυτοκριτική που πρέπει να κάνει πάντοτε το Κόμμα. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο: Η αστική τάξη καραδοκεί, για να αξιοποιήσει προς το δικό της συμφέρον τα όποια «παραστρατήματα» των κομμουνιστών. Αλλωστε, μην ξεχνάμε πως «στην ταξική πάλη χατίρια δε γίνονται, κι όποιος φταίει, αυτός πληρώνει τα σπασμένα».

Σχετικά με τη λεγόμενη «σταλινολογία» πρέπει να παρατηρήσουμε πως αποτελεί μια πραγματική λερναία ύδρα στο αστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Εχει τόσες εκφάνσεις και παραλλαγές που ο βομβαρδισμός είναι κυριολεκτικά αδυσώπητος. Εκδηλώνεται αρχικά ύπουλα με την προσφιλή τακτική του διαχωρισμού της πολιτικής της ΕΣΣΔ σε «λενινιστική» και σε «σταλινική» περίοδο. Πολλές φορές μάλιστα δε διστάζουν να καθαγιάσουν σχεδόν τον αριστερό, ρομαντικό, ουμανιστή (και δεν ξέρω γω τι άλλο) επαναστάτη Λένιν σε αντιπαραβολή με τον αυταρχικό, βίαιο, έκφυλο, δικτάτορα Στάλιν. Σ' αυτή τους την τακτική βοήθησε, βέβαια, και το διεθνές πρακτορείο του τροτσκισμού, επιβεβαιώνοντας το ρόλο του οπορτουνισμού σαν παραπληρωματικής δύναμης της αστικής τάξης. Η απάντηση σ' αυτό τους έρχεται, δυστυχώς, από δύο μεριές: τον ίδιο τον Λένιν μέσω της εκτίμησης που είχε κάνει για το πώς η αστική τάξη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί (όταν μπορεί) τους θανόντες μεγάλους επαναστάτες, αλλά και από τον Στάλιν μέσω του μνημειώδους έργου του «Ζητήματα Λενινισμού». Αρκούντως, λοιπόν, αποδέδεικται πως στις βασικές της γραμμές και παρά τα λάθη η μπολσεβίκικη επαναστατική στρατηγική παρουσίαζε άκαμπτη συνέχεια (τουλάχιστον μέχρι το 1956). Οταν έχουμε να αντιπαλέψουμε τέτοιες επιστημονικοφανείς αναλύσεις, νομίζω ότι θα αποτελούσε χάσιμο χρόνου να ασχοληθούμε με σταλινικά μεταλλαγμένα καβούρια (sic) που απειλούν να... κατασπαράξουν τον κόσμο (βλ. προ ολίγων ετών δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα») ή εκκαθαρίσεις και εθνοκαθάρσεις που έγιναν από ...πείσμα και εξαιτίας ενός ...μέθυσου πατέρα. Το ζήτημα δε χρήζει περισσότερης ανάλυσης, καθώς προ ετών ένας βετεράνος κομμουνιστής και αναγνωρισμένος αγωνιστής του λαού μας, ο Κώστας Κάππος, το τοποθέτησε λιτά και συγκεκριμένα: «Η στάση απέναντι στον Στάλιν είναι Λυδία λίθος για να κρίνουμε αν ένας είναι κομμουνιστής ή όχι. Οποιος τάσσεται εχθρικά προς τον Στάλιν είναι δειλός αντικομμουνιστής. Κριτική και αυτοκριτική για τον Στάλιν είναι δεκτή, αλλά όχι ξεθεμέλιωμα των πάντων και ταύτιση με τον Χίτλερ. Αν δεν υπήρχε ο Σοβιετικός Λαός με επικεφαλής τον Στάλιν η γερμανική σημαία μπορεί να κυμάτιζε ακόμα στην Ακρόπολη. Αυτά και καλά κρασιά! (Ελευθεροτυπία, 28/7/2004)».

Ενώ, όμως, οι Θέσεις ξεκαθαρίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πολλές λεπτές πτυχές της πολιτικής του ΚΚΣΕ, δε συμβαίνει το ίδιο με την πολιτική του ΚΚΕ στην ίδια περίοδο (κυρίως δηλαδή απ' το 1956 κι έπειτα). Αναφέρομαι χαρακτηριστικά στη Θέση 30 που αποτελεί ουσιαστικά την αυτοκριτική του Κόμματος. Ο συνδυασμός της έλλειψης θεωρητικής επάρκειας με την «ανοχή», την «προσαρμογή» και την «τυπικότητα» στις σχέσεις των δύο Κομμάτων δεν προσφέρει επαρκείς εξηγήσεις για την πολιτική του ΚΚΕ απ' το 1956 κι έπειτα. Και δε θα μπορούσε, άλλωστε, να προσφέρει, καθώς αν θεωρήσουμε δεδομένη την έλλειψη ιδεολογικοπολιτικής επάρκειας δεν μπορούν να σταθούν με αξιόλογες προοπτικές πειθούς οι όροι ανοχή και προσαρμογή. Ειδικά, όταν γίνεται δεκτό ότι τη δεκαετία του '50 υπήρχε έντονη εσωκομματική διαπάλη (βλ. Μάκη Μαΐλη: Το κομματικό οργανωτικοπολιτικό πρόβλημα στα χρόνια 1950 - 1967, κυρίως σελ. 224 - 229, ΚΟΜΕΠ τ. 6 2008). Η εμπειρία έχει δείξει ότι η εσωκομματική διαπάλη, ειδικά για ζητήματα στρατηγικής, μπορεί να μην επιλύεται πάντοτε με διάσπαση, αλλά σίγουρα, δεν επιλύεται με ανοχή μιας γραμμής ή με προσαρμογή σ' αυτήν. Ισως ο όρος προσαρμογή θα μπορούσε πειστικά να σταθεί, εάν γίνονταν σαφή και τα μέσα που την επέφεραν. Και, δυστυχώς, αυτά τα μέσα ήταν αναμείξεις στο εσωτερικό του Κόμματος από μέρους του ΚΚΣΕ, αντικαταστατική εκπαραθύρωση της νόμιμα εκλεγμένης ηγεσίας του και αντικατάστασή της από διορισμένους οπορτουνιστές (6η «Ολομέλεια», Μάρτης του 1956), πογκρόμ (Τασκένδη, Σεπτέμβρης του 1955), παράνομες διαγραφές χιλιάδων μελών του Κόμματος κ.ά. Βεβαίως, έχει χυθεί πολύ μελάνι σε όλους σχεδόν τους προσυνεδριακούς διαλόγους μετά το 1991 γι' αυτό το θέμα, αλλά είναι, νομίζω, φυσικό πέτρα που δεν κυλά να χορταριάζει. Αισιόδοξες προοπτικές για οριστική επίλυση του ζητήματος προσφέρουν αδιαμφισβήτητα η μέχρι τώρα αρθρογραφία στελεχών σε «Ρ» και «ΚΟΜΕΠ», αλλά και η επερχόμενη έκδοση του Β΄ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ. (Παραμένει πάντως -χρονικά έστω - παράδοξο το γεγονός ότι ήδη τοποθετηθήκαμε επίσημα για την 12η Ολομέλεια του '68 που κι αυτή ανήκει χρονολογικά - μάλιστα έπεται 12 χρόνια της 6ης - στην ύλη που θα καλύπτει ο νέος τόμος του Δοκιμίου.)

Κλείνοντας, το Κόμμα μας με τις Θέσεις δε διάλεξε μία απ' τις πολλές εναλλακτικές που μερικοί νομίζουν ότι απλώνονταν μπροστά του, την υπεράσπιση δηλαδή ή την απόρριψη του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Η υπεράσπιση των κατακτήσεων της οικοδόμησης ήταν και είναι μονόδρομος για το Κόμμα μας. Κι αυτό για ένα λόγο. Γιατί μονόδρομος είναι για το Κόμμα μας η πάλη για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, η πάλη για μια δίκαιη κοινωνία. Το Κόμμα με τις Θέσεις βροντοφωνάζει: «Hier stehe ich, ich kann nicht anders» («Εδώ στέκω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», Μαρτίνος Λούθηρος). Και εδώ θα στέκουμε μέχρι να κυματίσει η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στην Αθήνα μας και σ' όλο τον κόσμο. Κι αυτή τη φορά ανεπίστρεπτα.

Βαγγέλης Τσιμούρας
Μέλος του ΚΚΕ, Αχτίδα ΑΕΙ - ΤΕΙ της ΚΟΘ

Ριζοσπάστης - 4 Ιανουαρίου 2009

ΛΑΖΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ - Για το 2ο θέμα

Παρακαλώ τους σεβαστούς αντιπροσώπους που πορεύονται με αισιοδοξία, επιμονή και υπομονή, όρθιοι, κόντρα στην ενσωμάτωση, προς το 18ο Συνέδριο του Κόμματός μας, να σκύψουν με ενδιαφέρον και να αντιμετωπίσουν με το δέοντα σεβασμό τους συντρόφους που έχουν διαφορετική προσέγγιση σε διάφορα σημεία των Θέσεων της ΚΕ για το σοσιαλισμό. Γιατί είναι πολύ φυσικό πρώτα απ' όλα. Η ίδια η ΚΕ ομολογεί ότι πρώτη φορά, σε μια διαδικασία πολλών ετών, με κόπους και όσες θεωρητικές δυνάμεις είχε και έχει και συνεπικουρούμενη, κατέληξε σε αυτό το ενδιαφέρον ντοκουμέντο. Και πάλι μπορεί να μείνουν ανοιχτά ζητήματα, όπως λέει.

Η παράκλησή μου αφορά την αναπάντεχη τροπή και «στοίχιση» στην αρθρογραφία, απ' αφορμή το αιχμηρό σημείωμα, πράγματι, του Γ. Ρούση. Αλλο πράγμα η ιδεολογική αντιμετώπιση (και αυτό το ρόλο παίζει η Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ) και άλλο ο προσωπικός χαρακτηρισμός απ' όπου κι αν προέρχεται. Πολλώ μάλλον απαξιωτικές αναφορές. Ας μην πονάμε άλλο, όταν δεν πρέπει.
  • ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
κοινωνικοποιεί τα μέσα παραγωγής (κοινωνική παραγωγή), καταργεί κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο (κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής), ελευθερία δραστηριότητας του ανθρώπου και όχι καταναγκαστική εργασία, σχεδιασμένη κεντρικά η παραγωγή (χρήσιμων αξιών), προσανατολισμένη στην ικανοποίηση των όλο και αυξανόμενων, ποσοτικά και ποιοτικά, αναγκών της κοινωνίας, με κράτος πορευόμενο προς «χαλάρωση» μέχρι την απονέκρωση τελικά, με ανώτερο επίπεδο δημοκρατίας (συμμετοχή - έλεγχος των εργατών), μείωση δραστική της διαφοράς χωριού - πόλης, πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας και μείωση επομένως των διαφοροποιήσεων στην κατανομή.

-- Δηλαδή, ο σοσιαλισμός είναι ανώτερο στάδιο κοινωνίας ασφαλώς, σε επίπεδο παραγωγής - κατανομής - δημοκρατίας - συνείδησης. Νέα κοινωνία - νέος άνθρωπος, απαλλαγμένος από τα του εποικοδομήματος του καπιταλισμού.

-- Για να οικοδομήσει και να φτάσει μέχρις εκεί (που πάλι δεν είναι το τελικό στάδιο του κομμουνισμού) η σχεδιασμένη πολιτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, έχει δρόμο. Αυτός ο δρόμος δεν ΠΡΕΠΕΙ να είναι μακρύς. Οσο μακραίνει τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος παλινόρθωσης ή ταλαιπωρίας της επανάστασης. Σωστό είναι, ότι είναι ανάλογος με την κληρονομιά και τη δύναμη του ιμπεριαλισμού. Δηλαδή, αν ηττηθεί ο ιμπεριαλισμός παγκόσμια, τότε και χώρες καθυστερημένες δε θα χρειαστεί να ολοκληρώσουν ή να αναπτύξουν αισθητά τις καπιταλιστικές σχέσεις για να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό.

-- Την επομένη λοιπόν της νίκης της επανάστασης δεν έχουμε σοσιαλισμό, θεμελιώνει... Η παρουσία του παλαιού είναι έντονη σε όλα τα επίπεδα. Γι' αυτό, αυτή η περίοδος έχει έντονο ανταγωνισμό και απαιτεί γνώση - καθοδήγηση σε συνάρτηση με τον αντικειμενικό παράγοντα. Μέσα από αυτή τη σκληρή διαπάλη για τη λύση των αντιθέσεων διαφορετικού χαρακτήρα ποσοτικά και ποιοτικά πλέον, προχωράει η θεμελίωση. Πιθανόν με στρεβλώσεις και αναγκαστικές απεκκρίσεις.

Για την ΕΣΣΔ οι Θέσεις λένε ότι ενώ καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια για συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, στην κατεύθυνση μείωσης του εμπορευματικού της χαρακτήρα, με κοινωνικοποιημένη τη βιομηχανική παραγωγή, ακολουθήθηκε οπορτουνιστική πολιτική στην οικονομία, που οδήγησε στη νίκη της αντεπανάστασης. Τούτο κυρίως επικεντρώνεται μετά το '56. Δε χωράει συζήτηση ότι το 20ό Συνέδριο έβαλε τις βάσεις για να πιάσει το καράβι ξέρα. Ωστόσο, δεν αρκεί αυτό το ανάθεμα. Το 20ό θεμελιώθηκε σε υπάρχον, πρόσφορο έδαφος υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων. Δε νικάει έτσι εύκολα ο οπορτουνισμός και σε μια νύχτα βγάζει εγκληματία τον ηγέτη του ΚΚΣΕ. Μέχρι τότε το κόμμα θεμελίωσε αρκετά καλά αλλά και εδραίωσε πολλές στρεβλώσεις, ικανές για οπορτουνιστική στροφή.

-- Εξ ανάγκης, λόγω έλλειψης στελεχών στην παραγωγή, εδραιώθηκε η μονιμότητά τους, η αρκετά μεγαλύτερη αμοιβή τους, η μη ανακλητότητά τους, άρα ο μη έλεγχος, μη συμμετοχή, μη εργατική δημοκρατία = γραφειοκρατία (απομάκρυνση του λαού). Οταν κλήθηκε και ο Αϊζενστάιν στη μάχη για την κολεκτιβοποίηση και έκανε το θαυμάσιο έργο «Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ», ήδη καυτηρίαζε τη γραφειοκρατία. Η αντιπολίτευση της περιόδου της επανάστασης μεταφέρθηκε και στο πρακτικό επίπεδο. Αντιμετωπίστηκε, με φόντο τον πόλεμο, με σκληρά μέτρα. Ομως οι αντιπρόσωποι, τα μέλη της ΚΕ που εξοντώθηκαν (προπολεμικοί κομμουνιστές) και όποιες άλλες παραβιάσεις δε συνιστούν σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Είναι αδυναμία, όχι δύναμη και πρέπει να τις καυτηριάζουμε, να παίρνουμε αποστάσεις. Δεν μπαίνει κανένας στο στρατόπεδο του οπορτουνισμού επειδή υπερασπίζεται τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Παρότι η νίκη ενάντια στο φασισμό είναι μεγάλη, φαίνεται πως ο δρόμος του μεταβατικού σταδίου στην ΕΣΣΔ ήταν επίσης μακρύς. Δεν ήταν ποτέ αναπτυγμένος σοσιαλισμός. Και αυτό έχει την αξία του. Γιατί παρόλο που δεν ήταν τέτοιος, προσέφερε πολλά στο λαό και σε όλη την ανθρωπότητα. Δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει γιατί το μικρό ποσοτικά αλλά ισχυρό στρώμα που διαμορφώθηκε από τα προνομιούχα κρατικά και κομματικά στελέχη, που τελικά πήρε ταξική μορφή (από τη θέση στην παραγωγή και τη διανομή), δεν ήταν δυνατό να ενδιαφερθεί για τη σοσιαλιστική διεύρυνση, αλλά για τη δική της διευρυμένη πολιτική έκφραση, που πέτυχε τελικά αφού φυσικά όλος ο «οργανισμός είχε αρρωστήσει» και οι «υγιείς», ακόμα, δεν πίστευαν πλέον στην προωθητική δύναμη του συστήματος και υιοθετούσαν μέτρα παλινόρθωσης του καπιταλισμού στο όνομα του σοσιαλισμού. Λήθαργος και όταν θεμελιωνόταν η ατομική ιδιοκτησία! Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι δεν αντέδρασε κανένας! Και αυτοί που μάθανε μαρξισμό στα σχολεία τόσα χρόνια; Τίποτα; Αυτό δείχνει ότι η αφασία κρατούσε χρόνια πολλά. Και είναι το αποτέλεσμα: του «Λαού στη γωνία». Η υπόθεση ήταν υπόθεση ολίγων. Το κόμμα μας επίσης δεν πήρε είδηση τι γινόταν, αφού μεταπολεμικά ποτέ σχεδόν δε διαμόρφωσε επαναστατικό πρόγραμμα - στρατηγική και ταχτική προσεγγίζοντας πότε το «κέντρο» και πότε το «ΠΑΣΟΚ» στερούμενο τη δική του φυσιογνωμία. (Φτάσαμε να δίνουμε εξηγήσεις γιατί δεν αγοράζαμε το κατάπτυστο βιβλίο του Γκορμπατσόφ). Γι' αυτό είπα σύντροφοι στην αρχή «με προσοχή», όχι χαρακτηρισμούς. Δε χρειαζόμαστε πιστοποιητικά και δεν περισσεύει κανένας, χωρίς φυσικά σκόντο στις αρχές μας.

-- Εχουμε χρέος να υπερασπιστούμε την Οχτωβριανή Επανάσταση. Ομως έχουμε επίσης χρέος να μην ταυτιστούμε με τον «υπαρκτό». Γιατί όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι άλλο ήθελαν να οικοδομήσουν οι επαναστάτες και άλλο βγήκε. Αλλωστε εκ του αποτελέσματος κρίνεται το ορθό. Η ΚΕ και τα συνέδρια του κόμματος με τη συνδρομή κάθε επαναστάτη διανοούμενου, άλλων κομμάτων κλπ. ας έχουν μπροστά τους πάντα την πρόταση για τον 21ο αιώνα.

*Αξίζει η εξέταση της παρόμοιας πορείας και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Κίνας, Βιετνάμ κλπ. Πώς γίνεται και τα ΚΚ εξουσίας μετατρέπονται σε φορείς της αντεπανάστασης; (Να εξεταστεί η σχέση κόμματος - κράτους - συνδικάτων - πρόσβαση στην κατανομή - χρήμα κλπ.).

Λάζος Θανάσης

Ριζοσπάστης - 4 Ιανουαρίου 2009

ΤΣΙΛΙΓΚΙΡΙΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ - Για την κατανομή και το χρόνο εργασίας στο σοσιαλισμό

Στη θέση 7 αναφέρεται: «Ο μαρξισμός προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο εργασίας ως το μέτρο της ατομικής συμμετοχής του παραγωγού στην κοινή εργασία. Επομένως, ο χρόνος εργασίας προσδιορίζεται και ως μέτρο του μέρους που του αναλογεί από το προϊόν που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση και διανέμεται ανάλογα με την εργασία. Ενα άλλο μέρος (Παιδεία, Υγεία κλπ.) ήδη διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες».

Σε ένα εργοστάσιο, 7 ώρες εργασίας τορναδόρου θα αμείβονται το ίδιο με 7 ώρες φύλακα ή με 7 ώρες τηλεφωνητή; Ενας οικοδόμος θα αμείβεται όσο και ένας πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών για ίσες ώρες εργασίας; Ο χρόνος στα ΒΑΕ θα αμείβεται το ίδιο με το χρόνο απλής εργασίας γραφείου; Σε ένα νοσοκομείο ο γιατρός, ο βοηθός, ο νοσοκόμος που συμμετέχουν σε μια εγχείρηση θα αμείβονται το ίδιο;

Ο Μαρξ στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» γράφει:

«...Επομένως ο κάθε ατομικός παραγωγός - ύστερα από τις κρατήσεις - παίρνει πίσω, ακριβώς ό,τι της δίνει. Αυτό που της δίνει είναι η ατομική ποσότητα εργασίας. ... Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της δουλειάς τους. Η ισότητα βρίσκεται στο ότι μετρούν με το ίδιο μέτρο, με την εργασία... η εργασία για να χρησιμεύει σαν μέτρο, πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη διάρκεια, ή με την έντασή της, αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο. ... Με ίση απόδοση της εργασίας και επομένως με ίση συμμετοχή στο κοινωνικό καταναλωτικό απόθεμα, ο ένας παίρνει στην πραγματικότητα περισσότερα από τον άλλον, ... αυτές οι ελλείψεις δεν μπορούν να αποφευχθούν στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως έχει ακριβώς βγει ύστερα από μακροχρόνια κοιλοπονήματα, από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία. ...Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ... στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!».

Πιστεύω ότι στον σοσιαλισμό δεν μπορεί να αποτελεί μόνο ο χρόνος το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς, αλλά και άλλα χαρακτηριστικά της εργασίας (απόδοση, ένταση). Ο κίνδυνος ατομικής ιδιοποίησης κοινωνικού προϊόντος στην πορεία οικοδόμησης του κομμουνισμού (παραγωγική βάση, συνείδηση, κτλ.) αντιμετωπίζεται με τον σταδιακό περιορισμό του μέρους του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται σύμφωνα με την εργασία και παράλληλη αύξηση του μέρους που κατανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες.

Αν η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκινήσει από υψηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, τότε, και σε συνδυασμό με ανάπτυξη κομμουνιστικής συνείδησης, το μέρος της εργασίας που αμείβεται με βάση το χρόνο εργασίας θα μπορεί να είναι μικρό ποσοστό του συνολικού ατομικού «εισοδήματος» και σύντομα θα μπορεί να εκμηδενιστεί καθώς θα οικοδομείται ο κομμουνισμός. Αν η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκινήσει από χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, το ποσοστό του ατομικού «εισοδήματος» που αμείβεται με βάση τις ανάγκες θα είναι μικρότερο, αφού η κοινωνία δε θα μπορεί ακόμη να καλύπτει μεγάλο μέρος, και το ποσοστό που αμείβεται με βάση τη συμμετοχή στην εργασία μεγαλύτερο. Το μέρος αυτό θα εξαλειφθεί πιο αργά και τα καθήκοντα σχεδιασμού της αναλογίας «ανάγκες/εργασία» και της αντιμετώπισης κινδύνων ατομικού πλουτισμού, σε συνδυασμό και με την καλλιέργεια κομμουνιστικής συνείδησης, θα είναι πιο δύσκολα.

Παρακάτω στη Θέση 7: «Ο "χρόνος εργασίας" είναι το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο "Κεφάλαιο": "Στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση. Η κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Οι παραγωγοί θα μπορούν, αν θέλετε, να παίρνουν χάρτινα εντάλματα, με τα οποία θα παίρνουν από τα αποθέματα ειδών κατανάλωσης της κοινωνίας μια ποσότητα ανάλογη με το χρόνο που εργάστηκαν. Τα εντάλματα αυτά δεν είναι χρήμα. Δεν κυκλοφορούν"».

Το εδάφιο αυτό αναφέρεται στην κατάργηση του χρηματικού κεφαλαίου για την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και όχι στο πώς καθορίζεται ο χρόνος εργασίας. Το εδάφιο αυτό δεν μπορεί να στηρίζει τη θέση που ακολουθεί ότι: «Η πρόσβαση στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται "ανάλογα με την εργασία" καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς να διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι. Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η "ατομική" εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση».
  • Αν εξαιρέσουμε ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, η συσχέτιση του χρόνου εργασίας (δηλ. της ατομικής προσφοράς άρα και της κατανομής) με στόχους, σημαίνει ότι ανάλογα με την επίτευξη των στόχων αυτών θα έχουμε είτε διαφορετικές αμοιβές για τον ίδιο χρόνο εργασίας είτε διαφορετικούς χρόνους εργασίας για ίδια αμοιβή. Και στις δύο περιπτώσεις η αμοιβή ανά μονάδα χρόνου εργασίας (1 ώρα, 1 ημέρα, κτλ.) θα είναι διαφορετική. Αυτό σημαίνει ότι η εργασία (και η αμοιβή της) διαχωρίζεται με βάση την παραγωγικότητά της, γιατί όλοι οι προαναφερθέντες στόχοι εκεί τελικά στοχεύουν, στη δαπάνη όλο και λιγότερων πόρων ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος στη μονάδα του εργάσιμου χρόνου. Αν δεν εννοούν αυτό οι Θέσεις, τι εννοούν;
  • Στην περίπτωση εφαρμογής παραγωγικότερων τεχνολογιών, οι εργαζόμενοι σε μονάδα εξοπλισμένη με παραγωγικότερη τεχνολογία θα αμείβονται διαφορετικά από αυτούς που εργάζονται σε λιγότερο παραγωγική εργασία του ίδιου κλάδου; Η τεχνολογία δε θα μπορεί ενδεχομένως να αλλάζει ταυτόχρονα σε όλες τις μονάδες ενός κλάδου, πολύ περισσότερο όλης της οικονομίας. Μήπως κάθε μονάδα μόνη της θα ενδιαφέρεται για παραγωγικότερη τεχνολογία; Και θα αμείβεται διαφορετικά γι' αυτό; Γιατί;
  • Η ατομική συνεισφορά στην ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας είναι ζητούμενο και συναρτάται με την άνοδο της κομμουνιστικής συνείδησης. Η έκταση όμως της ορθολογικότερης οργάνωσης της εργασίας και οι δυνατότητές της σε επιστημονικά καθοδηγούμενη οικονομία, εξαρτώνται κυρίως από τον κεντρικό σχεδιασμό, που μεταξύ άλλων θα έχει και την ευθύνη για συνεχή γενίκευση εφαρμογών της και προσαρμογών της, όπου οι συνθήκες το απαιτούν.
  • Ο στόχος της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση είναι περίεργο γιατί συσχετίζεται με το χρόνο εργασίας.

Με βάση τα παραπάνω πιστεύω ότι ο κεντρικός σχεδιασμός θα πρέπει να καθορίζει τις αναλογίες των διάφορων λειτουργιών της κοινωνικής παραγωγής ώστε να ικανοποιούνται οι κοινωνικές ανάγκες αλλά και το μέτρο του χρόνου σε κάθε ξεχωριστή λειτουργία βάσει του οποίου θα μετριέται η ατομική προσφορά.

Επίσης στη θέση 7 αναφέρεται: «Ο "χρόνος εργασίας", ως μέτρο της εργασίας στη σοσιαλιστική παραγωγή, πρέπει να αντιμετωπίζεται "μόνο σαν παραλληλισμός με την εμπορευματική παραγωγή"».

Επειδή η αλλαγή της σειράς λέξεων αλλά και η αποκομμένη από το συνολικό κείμενο χρήση τους μπορεί να διαφοροποιεί το νόημα, σημειώνω ότι ο Μαρξ σε μια υπόθεση εργασίας αναφέρει: «Ας φανταστούμε τέλος για λόγους ποικιλίας ένα σύλλογο ελεύθερων ανθρώπων, που εργάζονται με κοινά μέσα παραγωγής και ξοδεύουν αυτοσυνείδητα τις πολλές τους ατομικές εργατικές δυνάμεις σαν μια κοινωνική εργατική δύναμη. ... Το συνολικό προϊόν του συλλόγου είναι κοινωνικό προϊόν. Ενα μέρος αυτού του προϊόντος χρησιμεύει ξανά σαν μέσο παραγωγής. Το μέρος αυτό παραμένει κοινωνικό. Ενα άλλο μέρος καταναλίσκεται από τα μέλη του συλλόγου σαν μέσο συντήρησης. Γι' αυτό πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ τους. Ο τρόπος αυτής της διανομής θ' αλλάζει όταν αλλάζει ο ιδιαίτερος τρόπος του ίδιου του κοινωνικού παραγωγικού οργανισμού και το αντίστοιχο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγών. Μόνο σαν παραλληλισμό με την εμπορευματική παραγωγή προϋποθέτουμε ότι μερτικό του κάθε παραγωγού στα μέσα συντήρησης καθορίζεται από το χρόνο της εργασίας του».

Γιώργος Τσιλιγκιρίδης
Μέλος Γραφείου ΚΟΘ

Ριζοσπάστης - 4 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ - Η διαλεκτική της Ιστορίας μας

«Εμπρός της γης οι κολασμένοι/ της πείνας σκλάβοι εμπρός, εμπρός/. Το δίκιο απ' τον κρατήρα βγαίνει/ σα βροντή, σαν κεραυνός».

Τα 90 χρόνια ΚΚΕ στη χώρα μας: Το χθες, το σήμερα, το αύριο της Ελλάδας. Εχουν αξία να μνημονευτούν οι αγώνες, οι θυσίες, τα οράματα, η Ιστορία μας.

Το εργατικό κίνημα: Οι άνθρωποι - του πνεύματος, της εργασίας, η αγροτιά, η νεολαία. Πρωτοπόροι στις ιδέες. Η Ελλάδα τότε (1918), «κατακτούσε» τη μεσαία θέση στην καπιταλιστική βαθμίδα: Η ανάπτυξη της άρχουσας τάξης, οι οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες - τα εθνικά ζητήματα, το βαλκανικό τοπίο. Το ΚΚΕ, κλήθηκε να διαδραματίσει τον Ιστορικό ρόλο. Η εργατική τάξη, ο πολιτικός της εκφραστής, ήταν το ΚΚΕ. Πέρασε διά πυρός και σιδήρου. Μπροστά στο καθήκον, η λαϊκή ενότητα, ενάντια στο φασισμό, τον ιμπεριαλισμό, την εκμετάλλευση. ΚΚΕ: συνώνυμο με τις λέξεις, εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, κοινωνική πρόοδο, αλληλεγγύη των λαών. Τάραξε τα νερά. Βγήκε στο προσκήνιο - ένα χρόνο από τη μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση.

Γι' αυτό πολεμήθηκε αγρίως από την άρχουσα τάξη. Γιατί, εξέφραζε τους πόθους του λαού μας, την κοινωνική αλλαγή. Οι εξορίες, δικτατορίες, τα άγρια κυνηγητά, βασανιστήρια, οι φυσικές εξοντώσεις, δε γίνονταν μονάχα από τα αντιδραστικά κόμματα, αλλά και το «φιλελεύθερο» κομμάτι αυτής («ιδιώνυμο»). Η κατοχή, ο πόλεμος. Το ιστορικό φαινόμενο του ΚΚΕ: Το 1918 η εργατική τάξη ήταν 450 χιλ. (ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 7 εκατ.). Το ΚΚΕ αγκάλιασε με τα πρώτα συνδικάτα 300 χιλ. μέλη (αγρότες, εργάτες). Ο A. Inden, απέδιδε στο ΕΑΜ το 75%, οι «Τάιμς του Λονδίνου» το 90%. Το ΚΚΕ αποδείχτηκε μπροστάρης του λαού, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΕΠΟΝ, μέχρι την απελευθέρωση. Κατέδειξε τι είναι διαλεκτική. Είναι αυτό που δίδει ονόματα σε βάσανά μας και ποια ασφαλώς είναι η λύση. (Ταξική πάλη, διεθνισμός).

Τα εργαλεία μας: Ο ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός. Η δύναμη. Από την άλλη μεριά η διαιώνιση του συστήματος, το «απάνθρωπο τοπίο» μέχρι το '67, με τη χούντα των συνταγματαρχών. Το ΚΚΕ ήταν η φωνή του λαού, της οργανωμένης αντίστασης. Μέχρι το '73. Το Πολυτεχνείο.

Το θετικό σήμερα είναι ότι αναγνωρίζεται η πολιτική θέση απ' όλα τα στρώματα, η εθνική συμβολή του ΚΚΕ στην υπηρεσία της Πατρίδας. Οι στρατιές των «ανωνύμων αγίων», ο εκλεκτός σπόρος. Τα ονόματα. Το αίμα τους δίχως φειδώ. Η προσφορά τους στην παγκόσμια ειρήνη.

Στην πολιτιστική κουλτούρα το ΚΚΕ προσέφερε τα μέγιστα. Πέρα, βεβαίως, από την πολιτική κουλτούρα στον τόπο μας. (Οργάνωση συνδικάτων, συνεταιρισμών, διαχείριση κλπ). Η πολιτική σχέση του απέναντι στην οργάνωση της εργασίας - το συνδικαλιστικό κίνημα, απέδειξε ότι είναι συστατικό, του ταξικού και αντιιμπεριαλιστικού μετώπου. Οι τομείς της πάλης. Ο άνθρωπος, ο πολιτισμός. Το άνοιγμα του σύγχρονου νου, της φιλοσοφίας σε ανθρωπινότερες συνθήκες ζωής. Η παγκόσμια ειρήνη. Ο διεθνισμός, με ισχυρό πολιτικό στήριγμα το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου - ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Με κείμενα μνημεία, στη διαδρομή της πολιτικής/ της πολιτιστικής ιστορίας του τόπου μας, εμπλούτισε την παγκόσμια αισθητική γραμματεία. Διατριβές με ανθρώπους του πνεύματος, του λαού, πάνω σε θέματα, φιλοσοφικά - παιδαγωγικά - εκπαιδευτικά - ιστορικά - γλωσσικά - εργατικά - κοινωνιολογικά, εν τέλει πολιτικά. Ετσι πορεύτηκε το ΚΚΕ. Αφουγκραζόμενο την ανάσα του λαού μας. Ανοιξε δρόμους, κατέδειξε ότι η κεφαλή της Ιστορίας, είναι η ταξική πάλη. Η πολιτική φιλοσοφία, και η καρδιά της, είναι ο εργάτης. Κατέδειξε με την ιστορική του τη δράση το ΚΚΕ στον πολιτιστικό τομέα, σ' όλη τη διαδρομή του, με την απλότητα, υπέρ των αδυνάτων: Οσο η τέχνη στηρίζεται στη βία «και στο εξασκείν» την τέχνη σε προνόμια, τότε τα έργα γίνονται «φυλακές». Επίσης, καταδίκασε τον οικονομικό, αστικό διανοουμενισμό. Οτι σήμερα δηλαδή τα μείζονα κείμενα του αιώνα μας, προετοιμάζονται για την εξόντωση της αυτονομίας τους, προϊόν της «μοιχείας» τους με την ιδιωτική οικονομία. Για το ΚΚΕ η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ανύψωση του προλεταριάτου. «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξυψωθεί χωρίς την πραγματοποίηση της φιλοσοφίας» (Μαρξ).

Για την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες της Σοβιετίας, ας θυμηθούμε την προτροπή του Ενγκελς: «Ποιος πυρσός του πνεύματος έσβησε/ πια να κτυπάει, σταμάτησε η καρδιά...». Η Ιστορία συνεχίζεται. Με όπλο τη διαλεκτική, μπορούμε να κάνουμε αυτοκριτική. Γιατί, η αλήθεια πάντοτε διορθώνει, σώζει την ελευθερία, σ' αυτήν την ιστορική «τραγωδία» του 20ού αιώνα. Οι όποιες κριτικές αναφορές, ας εμπλουτίζονται όχι με αφορισμούς, αλλά με προτάσεις, του «αγαθώς αιτούμαι...», με ύφος και ήθος: «ήθος ανθρώπου δαίμων» (Ηράκλειτος). Να γίνουμε πιο «ελκυστικοί», όπως έλεγε ο Λένιν, με τις ιστορικές θέσεις, της διαλεκτικής και του προλεταριακού διεθνισμού, το ριζοσπαστισμό μας.

ΚΚΕ: το μεγάλο βουερό ποτάμι της Ιστορίας. Οδηγεί σε αταλάντευτο αγώνα, καθοδηγεί το λαό για το δυνάμωμα του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, σ' όλα τα επίπεδα, όλο και πιο ψηλά. Με το ΠΑΜΕ επικεφαλής της ταξικής πάλης.

Με αυτά τα ιδεολογικά όπλα, την Ιστορία του, επεξεργάζεται το ΚΚΕ τα δεδομένα προς το 18ο Συνέδριο. Για το Λαό - τη Λαϊκή Συμμαχία, το Σοσιαλισμό. Το ΚΚΕ παραμένει ό,τι «ιερό και όσιο» για την εργατική τάξη. Για το «Αντισταθείτε»! Είναι η διαρκής προτροπή για τη μη απώλεια της εν εγρηγόρσει καταστάσεως του Ανθρώπου.

Παναγιώτης Καραβασίλης

Ριζοσπάστης - 3 Ιανουαρίου 2009

ΚΑΤΡΙΒΑΝΟΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ - Για τα οικονομικά του Κόμματος

Αγαπητοί σύντροφοι,

Στο Καταστατικό που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο τα οικονομικά του Κόμματος αναφέρονται στο κεφάλαιο VII στα άρθρα 45 έως και 49. Στις διατάξεις αυτών των άρθρων αναφέρονται οι οικονομικοί πόροι του Κόμματος, ο αποφασιστικός ρόλος της ΚΕ, για το ύψος της συνδρομής των μελών, για την έγκριση του προϋπολογισμού του Κόμματος και για τη γενικότερη διαχείριση των οικονομικών και της περιουσίας του ΚΚΕ, ο τρόπος οικονομικής διαχείρισης που ασκούν οι Κομματικές Οργανώσεις και τέλος τιμωρούνται με διαγραφή αυτοί που δεν καταβάλλουν τη συνδρομή τους επί εξάμηνο ή καταχρώνται τα οικονομικά του Κόμματος.

Στο άρθρο 47 μπήκε μια καινούργια διάταξη, η οποία δεν υπήρχε στα καταστατικά του 1973 και 1991, σύμφωνα με την οποία η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ που διαχειρίζεται τα οικονομικά και την περιουσία του Κόμματος είναι υποχρεωμένη να ενημερώνει τακτικά τα μέλη του Κόμματος για τη γενική πορεία των οικονομικών. Η νέα αυτή διάταξη είναι φανερό ότι μπήκε στο καταστατικό του 1996 λόγω των οικονομικών ατασθαλιών που είχαν συμβεί από στελέχη του ΚΚΕ, τα οποία ζημίωσαν από πρόθεση το Κόμμα τα χρόνια 1989 - 1991, με αποτέλεσμα το Κόμμα μας να κινδυνεύσει με οικονομική καταστροφή από την οποία διεσώθη χάρις στον οικονομικό και όχι μόνο αγώνα που έκαναν τα μέλη και τα στελέχη του, που παρέμειναν πιστά στις αρχές και έμειναν στο Κόμμα τον Ιούνη του 1991. Μπήκε για να ενισχυθεί ο έλεγχος των οικονομικών του Κόμματος από τα κάτω, από τα μέλη του δηλαδή, έτσι ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό οι πιθανότητες νέων ατασθαλιών στο μέλλον. Σημειώνω εδώ πως η διάταξη αυτή είναι η μοναδική που υποχρεώνει την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος να ενημερώνει για κάποιο ζήτημα κατ' ευθείαν τα μέλη του Κόμματος. Πουθενά στο ισχύον καταστατικό δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση της Κεντρικής Επιτροπής να ενημερώνει κατ' αυθείαν τα μέλη του Κόμματος. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις η ενημέρωση στα μέλη του Κόμματος γίνεται ιεραρχικά μέσω άλλων οργάνων.

Οι Θέσεις της ΚΕ του Κόμματος για το 18ο Συνέδριο τελειώνουν με την παράγραφο 108 που αναφέρεται στα οικονομικά του Κόμματος. Σημειώνω ότι τα οικονομικά του Κόμματος παρουσιάζονται ενιαία. Δεν ξεχωρίζει ο απολογισμός της προηγούμενης τετραετίας από τον προγραμματισμό της επόμενης μέχρι το 19ο Συνέδριο. Κατά την άποψή μου έπρεπε να υπήρχε στο 6ο κεφάλαιο των Θέσεων ειδική μνεία για τα οικονομικά του Κόμματος, η οποία μάλιστα να είχε και αναλυτικά στοιχεία και στο 7ο κεφάλαιο στην παράγραφο 108 να έμπαινε ο προγραμματισμός για την επόμενη τετραετία.

Στην παράγραφο 108 γίνεται επίσης μνεία για ένα εσωτερικό ενημερωτικό σημείωμα το οποίο απέστειλε η ΚΕ στις ΚΟΒ και το οποίο δεν αποτέλεσε σε όλες τις περιπτώσεις αντικείμενο ουσιαστικής συζήτησης και προβληματισμού. Ετσι αναφέρεται στις Θέσεις. Εγώ το μόνο κείμενο που θυμάμαι ήταν μια ενημέρωση της ΚΕ προς τα μέλη των Γραφείων Περιοχών, το οποίο ειπώθηκε να μελετήσουμε και εμείς τα απλά μέλη ως εσωτερικό σημείωμα τον Απρίλη 2007. Αλλο κείμενο της ΚΕ προς τα μέλη του Κόμματος για ολόκληρο το διάστημα από το 17ο Συνέδριο δεν υπήρξε, το δε περιεχόμενο του σημειώματος δεν ήταν τόσο συγκεκριμένο όσο θα έπρεπε. Εμένα μου έδινε την εντύπωση ότι κατέβηκε έτσι για τα μάτια του κόσμου, ίσα - ίσα για να φύγει η υποχρέωση.

Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες που έχει η δημοσιοποίηση αναλυτικών οικονομικών στοιχείων του Κόμματος προς τα έξω, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η ΚΕ δεν εφαρμόζει το καταστατικό του Κόμματος με τα αναλυτικά σημειώματα ανά τακτά διαστήματα προς τα μέσα. Πώς ένα απλό μέλος του Κόμματος θα συμμετάσχει στην εκάστοτε οικονομική εξόρμηση που είναι αναγκαία για την επιβίωση του Κόμματος, χωρίς να έχει μια σωστή, κατά τακτά χρονικά διαστήματα εμπεριστατωμένη οικονομική ενημέρωση για τα έσοδα και τα έξοδα του Κόμματος που στο κάτω - κάτω της γραφής είναι καταστατική υποχρέωση της ΚΕ προς τα μέλη; Να γνωρίζει πού πάνε τα χρήματα που μάζεψε.

Αγαπητοί σύντροφοι,

Η μαρξιστική κριτική, όπως γνωρίζετε καλύτερα από μένα, δε σταματά στη διαπίστωση ενός λάθους ή μιας παράλειψης, ούτε στην εξήγηση γιατί έγινε το λάθος ή η παράλειψη, ούτε πάντοτε συνδέεται με πρόταση. Κριτική χωρίς πρόταση για τους κομμουνιστές δεν υπάρχει. Επομένως, προτείνω τα εξής:

1. Απ' ό,τι γνωρίζω, η Κεντρική Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου θα καταθέσει στους συνέδρους προς έγκριση έκθεση των οικονομικών πεπραγμένων του Κόμματος για το διάστημα από το 17ο Συνέδριο μέχρι το 18ο. Προτείνω, λοιπόν, η έκθεση αυτή να αποτελέσει ως εσωτερικό κείμενο ενημέρωσης και έγκρισης από όλες τις ΚΟΒ παράλληλα με τη συζήτηση και των αποφάσεων του 18ου Συνεδρίου (Πολιτική Απόφαση, Απόφαση για το Σοσιαλισμό και όποια άλλη απόφαση ψηφιστεί).

2. Κάθε χρόνο, η ΚΕ να στέλνει προς τις ΚΟΒ αναλυτική ενημέρωση σε εσωτερικό επίπεδο πάντοτε, ώστε να ξέρουμε τι μας γίνεται και να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι, και

3. Τα παραπάνω να αποτελέσουν ειδική παράγραφο που θα περιλαμβάνεται στις αποφάσεις του Συνεδρίου.

Χρήστος Κατριβάνος
Αχτίδα Δικηγόρων της ΚΟΑ

Ριζοσπάστης - 3 Ιανουαρίου 2009

Θ. - Θέλει το ΚΚΕ κόμμα της διαχείρισης του συστήματος

Στην «Αυγή» της 24ης του Δεκέμβρη δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με υπογραφή Γιάννης Γούναρης και τίτλο «Προς την Οργανωτική Επιτροπή του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ». Ο υπογράφων το άρθρο σημειώνει ότι το είχε στείλει στον προσυνεδριακό διάλογο και δε δημοσιεύτηκε. Πράγματι έτσι είναι. Και η εξήγηση είναι απλή. Τη δίνει ο ίδιος στο κείμενό του. Αντιγράφουμε: «Ο μόνος τρόπος που μπορεί να περάσει και να εφαρμοστεί η Λαϊκή Εξουσία είναι διά της επαναστατικής οδού. Αλλά με ποιες δυνάμεις; Με το 7%; Και από αυτό το ποσοστό, το 60% είναι από 70 χρόνων και πάνω. Γι' αυτό σύντροφοι ας σοβαρευτούμε και να παρατηθούμε από τέτοιου είδους αντιλήψεις και ας δούμε κατάματα τον λαό με τα σημερινά προβλήματά του». Κι αμέσως παρακάτω: «Γι' αυτό, σύντροφοι του ΚΚΕ, με τη διασπαστική τακτική και με το εχθρικό μίσος προς τις αριστερές δυνάμεις, αφήνουμε τους επαγγελματίες ρουσφετολόγους να κρατάνε την κεντρική εξουσία». Ενώ όπως λέει «τώρα... είναι η ευκαιρία να βρεθούμε στην κεντρική σκηνή της εξουσίας και να δώσουμε στον λαό αυτά που χρόνια διεκδικεί, όμως από κυβερνητική πλέον θέση».

Αλλά έχουν κάποια σχέση αυτά με τη συζήτηση για το πώς το ΚΚΕ θα γίνει ισχυρότερο έτσι που να συμβάλει από καλύτερες θέσεις στην ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος, στην ενίσχυση της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης, στην αντεπίθεση, με το χτίσιμο του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού;

Απ' αυτά και μόνο τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε ο αρθρογράφος κάνει φανερό πως ενδιαφέρεται για το αντίθετο. Απαιτεί από το ΚΚΕ να εγκαταλείψει τον επαναστατικό του χαρακτήρα, το Πρόγραμμά του, τη στρατηγική του. Προτείνει στο ΚΚΕ να υιοθετήσει τη στρατηγική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, απαιτώντας από το ΚΚΕ να γίνει ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. `Η και ΠΑΣΟΚ. Απαιτεί από το ΚΚΕ να σταματήσει να αγωνίζεται για το σοσιαλισμό και να συμβάλει στη διαχείριση του καπιταλισμού. Καλεί το ΚΚΕ σε συνεργασία με τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει κυβερνήσεις συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ στη λογική της «κεντροαριστεράς» που απέτυχε όπου εφαρμόστηκε ως κυβέρνηση ή ακόμη και της όψιμα εκφρασμένης «κυβέρνησης της αριστεράς» με κεϋνσιανή διαχείριση του καπιταλισμού, όπου την εξουσία θα συνεχίζει να την έχει το κεφάλαιο. Ολ' αυτά όμως είναι σε κόντρα με το ΚΚΕ, τις θέσεις του και τη στρατηγική του. Είναι σε πλήρη αντίθεση με το 18ο Συνέδριο.

Ο προσυνεδριακός διάλογος όμως διεξάγεται με συγκεκριμένες αρχές και πάνω απ' όλα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, τις «Θέσεις της ΚΕ για το 18ο Συνέδριο» και τις «Θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό». Και όχι σε καθολική αντίθεση μ' αυτές, ενάντια σ' αυτές, όπως κάνει ο συγκεκριμένος αρθρογράφος. Με στόχο την ισχυροποίηση του ΚΚΕ για την αντεπίθεση της εργατικής τάξης, τη συμμαχία της με τ' άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, την πάλη τους για τη λαϊκή εξουσία, το σοσιαλισμό και όχι με στόχο τη μετατροπή του ΚΚΕ σε κόμμα του συστήματος για τη διαχείρισή του, δηλαδή να συμβάλει και το ΚΚΕ ώστε ο λαός να βρίσκεται μόνιμα στο «λάκκο των λεόντων», όπως θέλει ο συγκεκριμένος αρθρογράφος.

Θ.

Ριζοσπάστης - 3 Ιανουαρίου 2009

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Παρέμβαση για το σοσιαλισμό

Είναι έκδηλη η εξιδανίκευση μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου στις Θέσεις της ΚΕ για το δεύτερο θέμα, αυτό του σοσιαλισμού. Η ιστορική αυτή περίοδος, δηλαδή, από το 1924 έως το 1956, ήταν πράγματι επιτυχής από την άποψη της προσπάθειας οικοδόμησης μιας βιομηχανικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική βάση. Ηταν η περίοδος της εκτατικής ανάπτυξης, των εργασιακών ηρωισμών, της νίκης ενάντια στο φασισμό, αλλά και των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, διώξεων που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αυτές οι διώξεις και φρικαλεότητες της περιόδου 1936-1938 δυσφήμισαν όσο τίποτε άλλο το σοσιαλισμό. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Ο συγκεντρωτισμός, οικονομικός και πολιτικός, οι περιορισμοί της δημοκρατίας και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όχι μόνο διατηρήθηκαν, αλλά και «αιτιολογήθηκαν» ιδεολογικά, ώστε διαμορφώθηκε ένα σύστημα δογματικών αντιλήψεων, που ήταν αντίθετο με βασικές αξίες του σοσιαλισμού. Υποτιμήθηκε ο μακρόχρονος χαρακτήρας των κοινωνικών μετασχηματισμών. Και ενώ στο 12ο και 13ο Συνέδριο μιλούσαμε για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στο σοσιαλιστικό σύστημα, ώστε το κομμουνιστικό όραμα να γίνει πιο θελκτικό, σήμερα πάμε μερικά βήματα πίσω και διαφαίνεται πως παρουσιάζουμε ως το πιο αυθεντικό σοσιαλιστικό πρότυπο, αυτό της περιόδου 1924-1956! Οι εξελίξεις αυτές, στις σημερινές συνθήκες το μόνο που θα επιτύχουν θα είναι να κάνουν μη ελκυστικό το κομμουνιστικό όραμα, παρουσιάζοντας τη σοσιαλιστική δημοκρατία σαν ένα καθεστώς ανελευθερίας.

Ακυρώνεται, έτσι, η θέση 38 που αναφέρεται στην απρόσκοπτη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις ανωτέρων οργάνων, όπως και ενάντια σε γραφειοκρατική στάση στελεχών. Αν εφαρμοστεί ένα τέτοιο μοντέλο σοσιαλισμού η δυνατότητα άσκησης κριτικής θα γίνει παρελθόν.

Βιώνουμε την αποτυχία της πρώτης προσπάθειας εφαρμογής του σοσιαλισμού. Οι λόγοι που οδήγησαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό σε αποτυχία, ήταν πρωτίστως οικονομικοί και πολιτικοί, δηλαδή συστημικοί. (Το να πιστεύουμε ότι θα φτάσουμε στο σοσιαλισμό διά μέσου μιας μεταβατικής περιόδου γενικευμένης κρατικοποίησης είναι μία αυταπάτη διότι αυτή η εξέλιξη γεννά νέες κοινωνικές δομές, που διάκεινται εχθρικά προς το σοσιαλιστικό σχέδιο). Στους οικονομικούς π.χ. περιλαμβάνονται η μέτρια κατάσταση της αγροτικής οικονομίας και ο γραφειοκρατικός τρόπος διοίκησης των επιχειρήσεων που δεν κατάφερε να συγχρονιστεί με τους τρόπους διοίκησης που εφάρμοζαν αντίστοιχες επιχειρήσεις των προηγμένων δυτικών κρατών. Ο θεωρητικός δογματισμός, που θα τον ονομάζαμε αριστερό οπορτουνισμό, δεν ήταν δυνατό να δεχτεί μαθήματα από άλλες χώρες που πετύχαιναν οικονομικά. Το στερεότυπο σχέδιο κατάληψης της εξουσίας από ένα «επαναστατικό» κόμμα και η εν συνεχεία γενική κρατικοποίηση της οικονομικής ζωής δε μας οδηγεί στο σοσιαλισμό, αλλά σε ένα γραφειοκρατικό κράτος που έχει την τάση να δυναμώνει τον εαυτό του και όχι να το οδηγεί σε μαρασμό..

Ο ίδιος ο Γ. Αντρόποφ εκμυστηρεύτηκε το 1983 στον Χ. Φλωράκη ότι η Σοβιετική Ενωση είχε προβλήματα μεγάλα σε τρεις κρίσιμους τομείς: στην οικονομία, στο κράτος και στο κόμμα. Επρεπε να γίνουν μεταρρυθμίσεις. Η παραγωγή βρισκόταν σε φθίνουσα πορεία, τα σοβιετικά προϊόντα έχαναν την ανταγωνιστικότητά τους, τα ελλείμματα αυξάνονταν, και η γραφειοκρατία είχε καταστεί ανοιχτή πληγή, αφού δεν παρήγαγε πολιτική, αλλά υποκαθιστούσε τα συνδικάτα, τις τράπεζες, την αυτοδιοίκηση, όλα. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να βρεθούν στη θέση των πραγματικών ιδιοκτητών της παραγωγής, οι πραγματικοί συλλογικοί ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, να περνούσαν σε καθεστώς αυτοδιαχείρισης των επιχειρήσεων, να ήταν αυτοί οι κύριοι των όρων της παραγωγής και όχι οι γραφειοκράτες του κράτους, για τους οποίους ο Λένιν εξέφρασε τους χαρακτηρισμούς: σαπίλα, βρωμιά, σκουριά κλπ. Το σύστημα έφερε έντονα τα γνωρίσματα του κρατικού ή γραφειοκρατικού σοσιαλισμού. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής υστερούσαν ή δεν εναρμονίζονταν με τις παραγωγικές δυνάμεις.

Είναι γεγονός ότι από το 1950 και μετά, ως το 1980 περίπου, η κατάσταση στη ΣΕ ήταν σχετικά καλή και στον τομέα της κοινωνικής ευημερίας. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι στον τομέα αυτόν έμοιαζαν με τις ευημερούσες δυτικές χώρες. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούμε στις σημαντικές κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους στις χώρες της βόρειας Ευρώπης (σκανδιναβικές και άλλες), όπως επίσης ότι οι κατακτήσεις αυτές έγιναν πράξη από τη σοσιαλδημοκρατία από το 1928. Μιλάμε για το κράτος ευημερίας (welfare state). Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι η καλύτερη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υφίσταται πρώτιστα σε αυτές τις χώρες τις δυτικοευρωπαϊκές και αυτό θα πρέπει να μας χαροποιεί. Η σοσιαλδημοκρατία έχει μια αξιοπρόσεκτη διάρκεια και αποτελεσματικότητα στην πολιτική της, την οποία δεν έχει να επιδείξει ο υπαρκτός, αφού δεν υπάρχει πλέον. Ολα τούτα τα γεγονότα οδηγούν στη σκέψη μας το συμπέρασμα: οι λόγοι της κατάρρευσης ήταν και πολιτικοί. Ο μονοκομματισμός των καθεστώτων, η έλλειψη αντιπολίτευσης, η λογοκρισία της τέχνης, η απαγόρευση των εργατικών κινητοποιήσεων οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια το σύστημα στο πολιτικό τέλος. Την ίδια τύχη θα έχει και κάθε παρόμοιο σύστημα αν εφαρμοστεί με τα ίδια χαρακτηριστικά. Και για να θυμηθούμε τον αρχαίο Ελληνα φιλόσοφο Κλεόβουλο, «μέτρον άριστον»... Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δε θα υπάρξει. Το ζητούμενο τελικά είναι η διαμόρφωση πραγματικών σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτός είναι και ο πιο βαθύς λόγος που δεν υπάρχει σήμερα ο υπαρκτός.

Αποδείχνεται λοιπόν, ότι η διαδοχή των κοινωνικών συστημάτων δεν είναι μια γραμμική ευθύγραμμη διαδικασία. Οι κοινωνικές εξελίξεις και μεταβολές είναι πολύ πιο σύνθετα φαινόμενα, έτσι που να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στοιχεία ενός συστήματος αναπτύσσονται εντός του άλλου ή και επιβιώνουν επί μακρόν στο άλλο. Ισως, δηλαδή, να διαφανεί στο μέλλον ότι ο σοσιαλισμός είναι ένας ιστορικά αυτόνομος σχηματισμός, που δεν καθοδηγείται για τις πράξεις του από το τελικό όραμα του κομμουνισμού. Για αυτόν τον λόγο, αλλά και για άλλους (βλ. Λένιν στο «Ο αριστερισμός...») είναι λανθασμένη η Θέση του 17ου συνεδρίου για την ανυπαρξία ενδιάμεσων σταδίων στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός θα είναι ένας σχηματισμός στον οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν ταξικοί ανταγωνισμοί, και στον οποίο η εμπορευματική παραγωγή χωρίς να είναι κυρίαρχη, υφίσταται επί μακρόν. Ισως, δηλαδή, αποδειχθεί ότι η πορεία της ανθρωπότητας προς ένα καλύτερο μέλλον θα είναι μια αργή εξελικτική διαδικασία εξαιρετικά μακρόχρονη, όχι δίχως συγκρούσεις. Ο σοσιαλισμός του μέλλοντος θα πρέπει να υπερβεί διαλεκτικά τον υπαρκτό, και να προσφέρει στους πολίτες αξιόλογη ευημερία, περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία σε σχέση με τον καπιταλισμό. Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει να διατηρήσει πολλά στοιχεία από τον καπιταλισμό και να τον υπερβεί μόνο στο σημείο της αναντιστοιχίας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι οι άνθρωποι να συμμετέχουν ως ιδιοκτήτες και κάτοχοι στον παραγόμενο πλούτο. Προφανώς σε ένα πολύ πιο υψηλό επίπεδο οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης από το σημερινό. «Κανένα κοινωνικό σύστημα δεν εξαφανίζεται», έλεγε ο Μαρξ «αν δεν αναπτύξει μέσα του όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί αυτό να χωρέσει». Και για να έχουμε υπόψη τι περίπου είναι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ας γνωρίζουμε ότι ο Μαρξ μιλώντας σε Δυτικοευρωπαίους εργάτες, τους προέτρεπε να εξαγοράσουν τις επιχειρήσεις από τα αφεντικά και να τις διαχειριστούν μόνοι τους, συλλογικά, περνώντας ειρηνικά στο νέο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό. Προς το παρόν και όσον αφορά τη χώρα μας χρειάζεται η συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου, για την έξοδο από την κρίση με οφέλη για το λαό. Βάζοντας όρο μόνο την καλυτέρευση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων. Είναι προκλητικά τα εισοδήματα της νέας και παλαιάς πλουτοκρατίας και ειδικά στη χώρα μας, και χρειάζεται αύξηση της φορολόγησης, πάταξη της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, αύξηση των μισθών και συντάξεων των χαμηλόμισθων, αλλά και των άλλων κατηγοριών εργαζομένων. Και κάτι ακόμη: δεν είναι μπορετό κάποια από αυτά τα 28 δισ. που θα δοθούν (ελπίζω υπό όρους) στις τράπεζες, να δίνονταν στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων για να ξεχρεωθούν;

Κωνσταντινόπουλος Γεώργιος
Εκπαιδευτικός, απόγονος αγωνιστή της Εθνικής Αντιστασης

Ριζοσπάστης - 3 Ιανουαρίου 2009

February 12, 2009

ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗΣ, ΜΑΚΗΣ - Για τον αντικομμουνισμό που γνωρίσαμε

Ομολογώ πως, ως άμαθος στην αρθρογραφία, αντιμετώπισα μια σχετική δυσκολία στο πώς να προλογίσω το παρθενικό μου αυτό άρθρο. Ωστόσο, τα πράματα είναι απλούστερα. Δεν έχω παρά να μιμηθώ αυτούς που αρέσκονται σε πανηγυρικές εισόδους με ηχηρά τσιτάτα τύπου «ο Marx είπε», διασφαλίζοντας εξαρχής το κομμουνιστικό κύρος που θα ντύσει τα κατοπινά τους λεγόμενα. Ο λόγος για το άρθρο που εμφανίστηκε στο σαββατιάτικο «Ριζοσπάστη» της 13ης Δεκέμβρη (σελ. 18) με την υπογραφή του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας Αλέξανδρου Χρυσή. Στο άρθρο του, ο αγαπητός σύντροφος, πέρα απ' τις όποιες προθέσεις του, φαίνεται να επιδίδεται σε μια κριτική στις θέσεις του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, που θα ήταν επιεικές αν τη χαρακτηρίζαμε καλοπροαίρετη. Κι όσο «καλοπροαίρετη» είναι η γλώσσα του αγαπητού συντρόφου στο κύριο θέμα του άρθρου του, άλλο τόσο ισχύει αυτό και για το ...μετριοπαθές του φινάλε, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, προβλέπει πολλά δεινά για το ΚΚΕ, εφόσον το κόμμα συνεχίσει σαν εκπρόσωπος της «Αριστεράς του Δήθεν», όπως ο ίδιος λέει κατά λέξη. Συνεχίζοντας, λοιπόν, δεν έχω παρά να επικαλεστώ το αγαπημένο μου τσιτάτο: «κρίνε για να κριθείς».

Ο αγαπητός σύντροφος αρέσκεται στο να κατασκευάζει σκιάχτρα και να τα πυροβολεί. Ετσι, μεταξύ των άλλων, αναφωνεί αγανακτισμένος: «Αν όντως η ταξική πάλη δεν υπήρχε πια στην ΕΣΣΔ το 1936, πώς να εξηγήσουμε ότι μόλις ένα χρόνο αργότερα ξεσπά το μεγάλο κύμα των δικών και των εκκαθαρίσεων, αυτές οι υπερβολές(!) - η λέξη μεταφέρεται αυτούσια απ' τις θέσεις, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος - που οδηγούν στην εξόντωση, μεταξύ πολλών άλλων, και της πλειοψηφίας των μελών της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ);» Περίεργος, ανοίγω τις θέσεις για το σοσιαλισμό. Στη σελίδα 17, λοιπόν, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού». Και αναφέρεται σε σχετική υποσημείωση ότι «αυτό αποδείχτηκε τεκμηριωμένα στην αποκάλυψη αντεπαναστατικών κέντρων στα μέσα της δεκαετίας του '30. Παρά τις όποιες υπερβολές στην αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, στις δίκες του '36 και του '37, αποκαλύφτηκαν συνεννοήσεις αυτών των κέντρων με τμήματα του στρατού και με μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ. Ακόμα, πηγές καπιταλιστικών κρατών επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων σχεδίων και τη συμμετοχή σ' αυτά ηγετικών στελεχών, όπως ο Μπουχάριν». Οπως εύκολα διακρίνει κανείς, το ΚΚΕ (σε αντίθεση μ' αυτό που θέλει να «νομίζει» ο κ. καθηγητής) δεν αντιμετωπίζει συνολικά τις δίκες σαν υπερβολές. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι είχαν ένα σοβαρό περιεχόμενο. Τα υπόλοιπα είναι συρραφή λέξεων που έκανε ο αγαπητός σύντροφος κατά πώς τον βόλευε, με σκοπό να ξεδιπλώσει την αντισταλινική του οργή.

Στη συνέχεια, η οργή μετουσιώνεται σε ειρωνεία. Ετσι, κοροϊδεύει κι υποτιμάει τις «επίσημες κομματικές εκδόσεις, σύμφωνα με τις οποίες, πρώην επαναστάτες, όπως ο Μπουχάριν, ο Τρότσκι, ο Ζηνόβιεφ, ο Ράντεκ, κατέληξαν λακέδες του ιμπεριαλισμού». Και με το ίδιο απαξιωτικό ύφος αμφισβητεί την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Αμερικανού πρέσβη στη Μόσχα την περίοδο των δικών. Αντε κι ας δεχτούμε ότι το ΚΚΕ μας πουλάει φούμαρα. Εσείς κύριε αξιότιμε καθηγητή και κάτοχε της απόλυτης αλήθειας, γιατί μας αφήνετε στο σκοτάδι; Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας τις πολύτιμες γνώσεις σας ή τζάμπα χαλαλίζουμε την αγωνία μας; Γιατί αν μπορείτε, είναι δελεαστικό να προσφύγω στο επόμενο τσιτάτο: «σοφός να 'σαι μαζί μας».

Παρακάτω, ο αγαπητός σύντροφος θέτει το καίριο ερώτημα: «Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να προβληματιστούμε επιτέλους για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα; Μήπως, όπως ακριβώς κι ο Λένιν, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο εφικτό της (προσωρινής) νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και στο ανέφικτο οικοδόμησής του, αν η σοσιαλιστική επανάσταση δεν προσλάβει διεθνή χαραχτήρα, επικρατώντας σε μιαν αλυσίδα χωρών, μέσα στο, κατά περίπτωση, κρίσιμο χρονικό διάστημα;». Αυτό βέβαια είναι ένα ερώτημα που θέτει εύλογα ο κ. καθηγητής, αλλά δε μας το απαντά. Ποιο είναι, αγαπητέ σύντροφε, αυτό το «κατά περίπτωση κρίσιμο χρονικό διάστημα» και τι θα έπρεπε να κάνει μια σοσιαλιστική χώρα μετά την παρέλευσή του; Στην επόμενή του παρατήρηση, ο κ. καθηγητής παραδίνει μαθήματα διαλεχτικής στο ΚΚΕ, στηλιτεύοντάς το για τον «επιφανειακό τρόπο, με τον οποίο το κόμμα αντιπαραθέτει σχηματικά δυο περιόδους, πριν και μετά το 1956, με κρίσιμο σημείο καμπής το 20ό Συνέδριο, μη βλέποντας το κόμμα τη βαθύτερη σχέση συνέχειας μεταξύ της λεγόμενης σταλινικής και της λεγόμενης χρουστσοφικής περιόδου». Και φτάνει ο αγαπητός σύντροφος να κατηγορεί το ΚΚΕ ότι, «ανεξάρτητα από προθέσεις», με τον τρόπο που εξετάζει τις δυο περιόδους, «αντιστρέφει μηχανιστικά, κι έτσι αναπαράγει, το σχήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας». «Ενώ, λοιπόν», όπως λέει, «η αστική τάξη αγκαλιάζει το Χρουστσόφ και καταδικάζει το Στάλιν, στο κείμενο των θέσεων επιχειρείται το αντίστροφο. Αυτό δεν είναι λύση. Είναι αδιέξοδο». Θα ήταν, εκτός από μακροσκελές, ανούσιο να επιδοθούμε στην ολοκληρωμένη απάντηση αυτής της άποψης. Το πιο απλό που μπορώ να κάνω είναι να προτρέψω τους αναγνώστες του «Ρ» να διαβάσουν τις θέσεις για το σοσιαλισμό και να βρουν τη φράση (σελ. 13) όπου λέγεται το εξής: «Ως σημείο στροφής, ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σ' αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής, του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων». Οπως βλέπει κανείς, το ΚΚΕ δεν ισχυρίζεται ότι το 20ό Συνέδριο είναι το σημείο καμπής, αλλά ότι σ' αυτό το συνέδριο φαίνονται τα πρώτα σημάδια υιοθέτησης οπορτουνιστικών θέσεων. Σε καμία περίπτωση δεν μπαίνει το ζήτημα σχηματικά και, πέρα απ' οποιεσδήποτε πιθανές ελλείψεις, οι θέσεις, στη συνέχεια, ασχολούνται με τις υλικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στην επικράτηση τέτοιων απόψεων στο ΚΚΣΕ. Το συμπέρασμα όμως συνεχίζει να είναι ξεκάθαρο για τον κύριο καθηγητή: «Η αστική τάξη αγκαλιάζει το Χρουστσόφ. Το ΚΚΕ αγκαλιάζει το Στάλιν». Κι αυτός απορρίπτει συλλήβδην την ύπαρξη σοσιαλιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, μιας και σε σχεδόν κάθε του παράγραφο βρίσκουμε τη φράση: «ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός». Κι ύστερα νομίζει τι; Οτι δεν αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία; Να του θυμίσουμε ότι η αστική τάξη δε χειροκρότησε το θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσόφ, αλλά την ανατροπή του σοσιαλισμού στα τέλη του 20ού αιώνα. Δικό σας, λοιπόν, το ψευτοδίλημμα, αγαπητέ σύντροφε.

Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει, είναι πώς αυτός ο καθηγητής, ενώ βλέπει τη «βαθύτερη σχέση συνέχειας» μεταξύ των δυο παραπάνω περιόδων, δεν μπορεί να δει τη βαθύτερη σχέση συνέχειας μεταξύ του Μπουχάριν του 1917 και του Μπουχάριν του 1936 κ.α. Μάλλον τελικά τη βλέπει και πολύ καλά. Γι' αυτό απορεί πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι από επαναστάτες να πέρασαν στους κόλπους της αντεπανάστασης. Σωστά, αγαπητέ σύντροφε. Υπάρχει κι εδώ μια βαθύτατη σχέση συνέχειας: Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ!!!

Εδώ θα πρέπει τελικά να δούμε αν και κατά πόσο ο αγαπητός σύντροφος και καθηγητής πληροί ο ίδιος το τσιτάτο του Marx που έθεσε στην αρχή του άρθρου του ως βλοσυρό συνήγορο στα κατηγορώ του απέναντι στο ΚΚΕ. Ετσι, βρίσκει ότι «υπάρχει άμεση ανάγκη για μιαν ουσιαστική διεπιστημονική έρευνα για τη φύση, την πορεία και την κατάληξη των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού». Υστερα, ακολουθεί η κλασική αερολογία ότι το ΚΚΕ διεξάγει τις έρευνές του «κεκλεισμένων των θυρών», «περιχαρακωμένα» κλπ., πράματα που έχουμε ζαλιστεί να διαβάζουμε στο «Βήμα» και στην «Ελευθεροτυπία». Ας σταθώ κι εγώ σ' αυτό το «διεπιστημονική», το τόσο ωραίο και εύηχο. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την «τετράπλατα ανοιγμένων των θυρών» λεξούλα; Ας μας πει τέλος πάντων ο απεριχαράκωτος καθηγητής ποιοι θα συμμετέχουν στη διεξαγωγή αυτών των «διεπιστημονικών» ερευνών. Μήπως όμοιοι μ' αυτόν διανοούμενοι, που περιφέρονται στις αστικές φυλλάδες ως θλιμμένες Μαγδαληνές, κατηγορώντας το ΚΚΕ για το «σταλινισμό» και την «αντιδιαλεκτική του αντιμετώπιση στα ζητήματα της οικοδόμησης»;

Επιτέλους! Από τη θεωρία στην πράξη! Το τσιτάτο του Marx βρίσκει τελικά τη δικαίωσή του στο πρόσωπο του ίδιου του κ. Καθηγητή και λεγόμενου αγαπητού συντρόφου, ο οποίος και φαίνεται και είναι. Τι όμως;

Μάκης Γεωργακακής
ΟΒ Μαθηματικού ΑΠΘ

Ριζοσπάστης - 31 Δεκεμβρίου 2008

ΣΦΥΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ - Παρατηρήσεις στο κείμενο για το σοσιαλισμό

Το κείμενο για το σοσιαλισμό δεν εμπλουτίζει, αλλά αλλάζει ριζικά σε λαθεμένη κατά τη γνώμη μου κατεύθυνση το Πρόγραμμα του Κόμματος.

Οσον αφορά στην αμοιβή της εργασίας, στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται «Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας», ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης της ποιότητας ενώ η απάλειψή της συνιστά ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό, ο Στάλιν στα «ζητήματα Λενινισμού» γράφει: «Ο Μαρξ και ο Λένιν λένε ότι η διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και στην ανειδίκευτη εργασία θα υπάρχει ακόμα και στο σοσιαλισμό, ακόμα και ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων, ότι μονάχα στον κομμουνισμό πρέπει να εξαφανιστεί η διαφορά αυτή και ότι γι' αυτό ο μισθός της εργασίας και στο σοσιαλισμό ακόμα πρέπει να διαφέρει ανάλογα με τη δουλειά και όχι ανάλογα με τις ανάγκες. Οι ισοπεδωτές μας όμως από τα στελέχη της οικονομίας και των συνδικάτων δε συμφωνούν με αυτή τη θέση και νομίζουν ότι η διαφορά αυτή έχει εξαλειφθεί πια στο σοβιετικό μας καθεστώς. Ποιος έχει δίκιο, ο Μαρξ και ο Λένιν, οι ισοπεδωτές; Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δίκιο έχουν ο Μαρξ και Λένιν. Από αυτό όμως βγαίνει ότι αυτός που οργανώνει το μισθολογικό σύστημα πάνω στις "αρχές" της ισοπέδωσης, χωρίς να παίρνει υπόψη του τη διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία, ξεκόβει από το Μαρξισμό και τον Λενινισμό».

Η ισοπέδωση της αμοιβής που παραβιάζει τη βασικότερη αρχή του σοσιαλισμού «στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του» συμβάλλει καθοριστικά στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δουλειά, στην απροθυμία εισαγωγής νέων τεχνολογιών, σε ένα γενικότερο μινιμαλισμό με συνέπεια τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας που ήταν έντονη στην ΕΣΣΔ.

Η αλλαγή αυτή θα έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στη δράση των κομμουνιστών στα συνδικάτα που, με βάση τη στρατηγική μας, θα πρέπει να περιορίζεται στο βασικό μεροκάματο ή μισθό και να υποβαθμίζεται για τις τριετίες, τα επιστημονικά επιδόματα, τα εισαγωγικά και μισθολογικά κλιμάκια που αφορούν στην εξειδικευμένη και επιστημονική εργασία.

Στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται ότι «κοινωνικοποιείται η γη», δηλαδή ολόκληρη η γη ακόμα και η μικροϊδιοκτησία, ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται ότι «Εθνικοποιείται η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων με βάση τα οποία μια ιδιοκτησία χαρακτηρίζεται μεγάλη καπιταλιστική, ενώ η κοινωνικοποίηση και της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας είναι ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό ο Στάλιν «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» αναφέρει: «Ούτε μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ως απάντηση τη γνώμη άλλων αξιοθρήνητων μαρξιστών που νομίζουν ότι θα πρέπει ίσως να καταλάβουμε την εξουσία και να προχωρήσουμε στην απαλλοτρίωση των κτημάτων των μικρών και μεσαίων παραγωγών στο χωριό και να κοινωνικοποιήσουμε τα μέσα παραγωγής της. Ούτε αυτόν τον ανόητο και εγκληματικό δρόμο μπορούν να ακολουθήσουν οι μαρξιστές γιατί τέτοιος δρόμος θα υπονόμευε κάθε δυνατότητα να νικήσει η προλεταριακή επανάσταση, θα έριχνε την αγροτιά για μεγάλο χρονικό διάστημα στο στρατόπεδο των εχθρών του προλεταριάτου». Η θέση του Στάλιν που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες είναι επίκαιρη για τη χώρα μας με μέσο κλήρο 48 στρέμματα και 823.000 αγροτικά νοικοκυριά.

Στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας με βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής».

Η θέση αυτή ταυτίζεται απόλυτα με τη θέση του Στάλιν για την «εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό» που αναλύεται «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

Αντίθετα, στο κείμενο για το σοσιαλισμό είναι διάχυτη η θέληση εξάλειψης των εμπορευματικών σχέσεων και του νόμου της αξίας από τα πρώτα βήματα του σοσιαλισμού χωρίς να παίρνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες, γι' αυτό προτείνονται η κοινωνικοποίηση ολόκληρης της γης και η ισοπέδωση των αμοιβών.

Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «Αναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη διαμόρφωση με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών ενός πλατιού κινήματος των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα». Η θέση αυτή δεν είναι σωστή, επειδή στην ΕΣΣΔ το 1950 υπήρχαν 237.000 κολχόζ και το 1981 26.000 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 36.038 στρέμματα. Αντίθετα, τα σοβχόζ από 4.000 το 1940 έφτασαν στα 21.000 το 1981 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 52.381 στρέμματα. Η παραχάραξη αυτή οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι η χαμηλή παραγωγικότητα των κολχόζ και σοβχόζ είχε διαρθρωτικές και όχι λειτουργικές αιτίες με βασικότερη τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής, και εξ αντικειμένου υποβαθμίζει τα «αγοραία» κίνητρα λειτουργίας που υιοθετήθηκαν μετά το 20ό Συνέδριο στα κολχόζ και σοβχόζ αλλά και στη βιομηχανία.

Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «ενισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή της προς τη διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Ομως οι κολχόζνικοι αγρότες όχι μόνο δεν πλούτιζαν, αλλά τα εισοδήματά τους ήταν μικρότερα των σοβχόζνικων και ακόμα μικρότερα των εργατών. Γι' αυτό η ΕΣΣΔ το 1975 έβαλε στόχο τη σταδιακή εξίσωση των εισοδημάτων των κολχόζνικων σε πρώτη φάση με τα εισοδήματα των σοβχόζνικων και σε δεύτερη με των εργατών.

Η παραχάραξη αυτή εξ αντικείμενου μετατρέπει σε θύτες τα θύματα της αντεπανάστασης και συγκαλύπτει τον μοναδικό υπεύθυνο, που ήταν το κοινωνικό στρώμα των ανώτερων κομματικών - κρατικών στελεχών και της Κομσομόλ που είχε αυτονομηθεί από την εργατική τάξη και τους αγρότες. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κανένας αγρότης δεν έγινε καπιταλιστής, ενώ όλοι οι καπιταλιστές ήταν πρώην ανώτερα κομματικά - κρατικά στελέχη.

Η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας από την εργατική τάξη στην οποία έπρεπε να λογοδοτεί και η μετατροπή της σε αντεπαναστατική δύναμη έγινε σταδιακά αμέσως μετά το θάνατο του Λένιν και οφειλόταν σε δύο βασικές αιτίες. Η πρώτη αφορούσε στην αδιαφορία των εργατών και αγροτών για την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομία γενικότερα, που είχε σαν κύρια αιτία τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής παρά τις αντίθετες διακηρύξεις και προσπάθειες που σκόνταφταν στο ιδεολόγημα της «ισότητας». Η δεύτερη αφορούσε στη σταδιακή υποβάθμιση της προσπάθειας του Κόμματος να κατακτά την πρωτοπορία με ιδεολογικοπολιτική πάλη και στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους να επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία του στα Σοβιέτ, στα συνδικάτα, στα κολχόζ και σοβχόζ τα οποία μετέτρεψε από κοινωνικές οργανώσεις σε κομματικά παραρτήματα, στερώντας από τους εργάτες και αγρότες οποιονδήποτε μηχανισμό ελέγχου του κόμματος και της κυβέρνησης.

Η χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους και στην εσωκομματική διαπάλη συρρίκνωσε δραστικά την εσωκομματική δημοκρατία και εκφύλισε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε αυταρχισμό της ηγεσίας επί της βάσης και ολοκλήρωσης της κοινωνίας, η οποία παθητικά αποδέχονταν οποιαδήποτε απόφαση ακόμα και την αντεπανάσταση.

Γιάννης Σφυρής
ΚΟΒ Υπ. Γεωργίας

Ριζοσπάστης - 31 Δεκεμβρίου 2008

Π., Θ. - Ο σοσιαλισμός για τον οποίο αγωνιζόμαστε

Το Σοσιαλιστικό Σύστημα που γνωρίσαμε, που δημιουργήθηκε από τη συγκλονιστική λαϊκή δύναμη που απελευθέρωσε, σε παγκόσμια κλίμακα, η Οκτωβριανή Επανάσταση, απέδειξε ότι ο Σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπία. Απέδειξε, την ιδεολογική υπεροχή του Μαρξισμού - Λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ο αναντικατάστατος ρόλος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στην επαναστατική διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού και δημιουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Ομως πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Η νίκη του καπιταλισμού είναι η οδυνηρή πραγματικότητα. Και η ανατροπή έγινε δυνατή, παρά τις συνεχείς πολιτικές και οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού. Μεγάλες οικονομικές κρίσεις, μέχρι τις μέρες μας, παγκόσμιοι «καπιταλιστικοί» πόλεμοι, κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος και προ παντός η δημιουργία του Σοσιαλιστικού Συστήματος και η μεγάλη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο. Γιατί λοιπόν οι ανατροπές, αντί για την ανάπτυξη σε έκταση και βάθος του Σοσιαλιστικού Συστήματος; Σίγουρα πρέπει να απαντήσουμε.

Ομως, είμαστε σε θέση να απαντήσουμε ικανοποιητικά; Γνωρίζουμε τα ιστορικά γεγονότα με πληρότητα; Εχουμε συζητήσει αρκετά; Στις χώρες που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός υπάρχουν διχογνωμίες, ανεπάρκειες ή και αδυναμία να αναλύσουν τα γεγονότα. Η σχετική πληροφόρηση στη χώρα μας, για τα γεγονότα από το 1917 και έπειτα, καθώς και σχετικά με τις θυελλώδεις συζητήσεις και προβληματισμούς, στις ίδιες τις χώρες του Σοσιαλισμού, είναι ανεπαρκέστατη.

Το Κόμμα έκανε μια αξιόλογη προσπάθεια το 1995. Αλλά επανήλθε μετά από 14 χρόνια, με αποτέλεσμα, ίσως, η συζήτηση για το Σοσιαλισμό να κυριαρχήσει στο συνέδριο και να αποπροσανατολίσει. Ηδη η μεγάλη πλειοψηφία των επιστολών για το διάλογο, αφορά το 2ο θέμα. Ενα Σώμα σαν την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 θα ήταν ίσως πιο κατάλληλο αν μάλιστα όλα αυτά τα χρόνια γινόταν ένας εκτεταμένος δημόσιος διάλογος. Διάλογος όχι μόνο για τις αιτίες των ανατροπών, αλλά για όλα τα σοβαρά ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διαχρονικά και για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτός ο διάλογος μπορεί να γίνει και τώρα, να πάρει μόνιμη μορφή, ίσως μέσα από ένα έντυπο πολιτικού προβληματισμού.

Τα συμπεράσματα που περιέχονται στις Θέσεις βασίζονται κυρίως στην εμπειρία της ΕΣΣΔ. Επομένως, είναι πρόωρο να βγουν τελικά συμπεράσματα. Θα πρέπει να συζητηθεί οπωσδήποτε η εμπειρία και των άλλων Σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης, όπως της Κίνας, Βιετνάμ κλπ. Επίσης, πρέπει να συζητηθεί η περίπτωση του ΣΟΑ καθώς και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Σημαντική θέση στις εκτιμήσεις έχει το 20ό Συνέδριο. Εκ των πραγμάτων, η συζήτηση οδηγεί στον Στάλιν και δυστυχώς, μερικές φορές, τη θέση των επιχειρημάτων παίρνουν οι χαρακτηρισμοί. Ομως έχουμε ανάγκη από προτάσεις, όχι από αφορισμούς. Οποιος διαφωνεί, δε σημαίνει ότι αποδέχεται τις αστικές απόψεις. Δε χρειάζεται να κάνουμε τον Στάλιν άγιο, ούτε δαίμονα. Κατ' αρχήν πρέπει να τον γνωρίσουμε. Πότε έγινε πολιτική συζήτηση για την, πράγματι σημαντική, περίοδο του Στάλιν; Γιατί τον θυμηθήκαμε σήμερα; Ποιες είναι οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου; Τι ακριβώς πρέπει να απορρίψουμε; Γιατί το ΚΚΣΕ και οι Σοβιετικοί πολίτες αποδέχτηκαν τις κατευθύνσεις του 20ού Συνεδρίου; Πόσοι γνωρίζουν την έκθεση που έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» για το θέμα της προσωπολατρίας; Γιατί την αποδέχτηκαν τα μέλη του ΚΚΣΕ που είχαν ζήσει και διαπαιδαγωγηθεί με τον Στάλιν; Λύθηκαν τα προβλήματα ή απλώς χρησιμοποιήθηκαν οι «καταγγελίες», για να διαμορφωθούν νέες ισορροπίες στα ηγετικά κλιμάκια;

Ο οπορτουνισμός δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Φορείς των όποιων απόψεων, είναι τα μέλη του κόμματος, γι' αυτό και έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος εκλογής, λειτουργίας και ελέγχου στα κομματικά, κρατικά και συνδικαλιστικά όργανα. Οι ανεπάρκειες αφήνουν περιθώρια για υιοθέτηση οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Τι πρέπει να κάνουμε ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε έγκαιρα τις παρεκκλίσεις, δεξιές και «αριστερές» και όχι μετά από 40 ή 50 χρόνια; (με την ευκαιρία πότε θα εκτιμήσουμε τη στάση του ΑΚΕΛ στο θέμα της ΕΕ και ειδικά του δημοψηφίσματος για την Ευρωσυνθήκη;).

Η εποχή μετά τον Λένιν είναι βεβαίως καθοριστική για την εδραίωση του Σοσιαλισμού. Πρέπει όμως να διακρίνουμε τα θετικά από τα αρνητικά, να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του παρελθόντος, κοιτώντας το μέλλον. Οταν ο ίδιος ο Μαρξ αρνιόταν «να δώσει συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος», γιατί εμείς θα πρέπει να περιοριστούμε σε «μοντέλα» και «περιόδους»;

Οι Θέσεις αναφέρονται στη διάλυση της Γ΄ Διεθνούς. Ποιος τη διέλυσε και με ποια αιτιολογία; Το ότι σε καμία χώρα της Δ. Ευρώπης δεν αξιοποιήθηκαν οι, ευνοϊκές για την επανάσταση, συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου πού οφείλεται; Σε πρόσφατη ΚΟΜΕΠ υπάρχει εισήγηση του Ζντάνωφ σε ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ το 1937. Εκεί επισημαίνονται πολλά προβλήματα, κομματικά (μη τήρηση του καταστατικού, διορισμοί αντί εκλογών, οργανωτική χαλαρότητα, γραφειοκρατία, καριερισμός, κατάπνιξη κριτικής...) και κρατικά (τυπική εκλογή, μη συμμετοχή στα Σοβιέτ, οικογενειοκρατία, μειωμένος λαϊκός έλεγχος...). Φυσικά, υπήρχαν προβλήματα, δεν είναι αυτό το θέμα. Πιστεύει όμως κανείς ότι πρόλαβαν να λυθούν στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι τον πόλεμο; Αντίθετα, επιβαρύνθηκαν και μεταφέρθηκαν στη μεταπολεμική εποχή.

Ο ρόλος του Κόμματος, η συγχώνευση Κόμματος και κράτους, η μείωση του ρόλου των συνδικάτων, η μείωση του ρόλου των σοβιέτ, ο περιθωριακός ρόλος των εργαζομένων στη διοίκηση (και όχι απλώς στον έλεγχο) των επιχειρήσεων, ο σχεδιασμός - προγραμματισμός, οι στρεβλώσεις στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, το αγροτικό ζήτημα, το πρόβλημα των εθνοτήτων, είναι μερικά από τα προβλήματα που είχαν τη βάση τους στην προπολεμική εποχή και η διαχρονική τους εξέλιξη και η αδυναμία επίλυσης, οδήγησε στις ανατροπές και όχι οι εμπορευματικές σχέσεις.

Γιατί δε λύθηκαν βασικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα; Υπήρξε πραγματική εξουσία των εργαζομένων, ή ήταν τυπική; Η εξουσία της εργατικής τάξης ταυτίζεται με την εξουσία του κόμματος; Τα Σοβιέτ ήταν πράγματι όργανα λαϊκής εξουσίας; Γιατί δεν αντέδρασαν στις ανατροπές, το Κόμμα, τα Σοβιέτ, τα Συνδικάτα, ο Σοβιετικός λαός; Γιατί οι ανατροπές επεκτάθηκαν και στις άλλες χώρες; Γιατί σήμερα υπάρχει αυτή η αποκαρδιωτική πολιτική κατάσταση; Γιατί η λαϊκή εξουσία της Κούβας άντεξε;

Για τις εμπορευματικές σχέσεις πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν ταυτίζονται με την ελεύθερη αγορά, δεν οδηγούν αυτόματα στην ελεύθερη αγορά, ούτε καταργούνται με νόμους. Οι εμπ/κές σχέσεις είναι μέρος των παραγωγικών σχέσεων και υπάρχουν τόσο στον καπιταλισμό όσο και σε προκαπιταλιστικά συστήματα καθώς και στη μεταβατική περίοδο οικοδόμησης του Σοσιαλισμού. Τα χαρακτηριστικά τους όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Στο σοσιαλισμό μπορεί να υπάρχουν εμπορευματικές σχέσεις, αλλά δεν είναι καπιταλιστικές: Δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Οι επιχειρήσεις, η γη, οι πρώτες ύλες είναι κοινωνική ιδιοκτησία. Δεν υπάρχει παραγωγή υπεραξίας και ατομική ιδιοποίησή της. Η έκταση και το βάθος των τομέων όπου υπάρχει εμπορευματική παραγωγή είναι περιορισμένο, ελεγχόμενο και ρυθμιζόμενο. Η παραγωγή και διακίνηση των εμπ/των, οι τιμές, τα εισοδήματα, το χρήμα, ρυθμίζεται από το ΣΧΕΔΙΟ και όχι από την αγορά. Πρέπει και μπορεί να περιορίζονται οι εμπ/κές σχέσεις, στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις και βαθαίνουν οι σοσιαλιστικές σχέσεις. Αυτό βέβαια είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων. Αν υπάρχει πολιτική ανεπάρκεια, δε φταίει η εμπορευματική παραγωγή. Οπως δε φταίει και το ΣΧΕΔΙΟ αν κάποιοι δεν μπορούν να σχεδιάσουν και να προγραμματίσουν και νομίζουν ότι το ΣΧΕΔΙΟ είναι αυτόματος πιλότος. Χρειάζεται επαγρύπνηση, λαϊκή συμμετοχή, προσαρμογή, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Οταν τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα δε λύνονται σε σοσιαλιστική προοπτική, καταλήγουμε να συζητάμε σήμερα, πάλι, για την ανατροπή του καπιταλισμού, αντί να συζητάμε για την ανάπτυξη του Σοσιαλισμού.

Θ. Π.

Ριζοσπάστης - 31 Δεκεμβρίου 2008

ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ, ΑΝΝΕΚΕ - Θέσεις για το σοσιαλισμό

Οι Θέσεις για το σοσιαλισμό δείχνουν, ότι τα τελευταία χρόνια το Κόμμα έχει μελετήσει περισσότερο την ιστορία των σοσιαλιστικών χωρών και παρ' όλο που μένουν ακόμα πολλά να μελετηθούν - όπως τονίζεται σε διάφορα σημεία - περισσότερες απόψεις έχουν αποκρυσταλλωθεί απ' ό,τι σε προηγούμενα Συνέδρια. Και μόνο το γεγονός, ότι υπάρχει ξεχωριστό κείμενο για το σοσιαλισμό - πριν ήταν πάντα ενσωματωμένος στις Θέσεις της ΚΕ για τα άλλα ζητήματα - αποτελεί ένδειξη για το ότι «έχουμε τώρα περισσότερα να πούμε», αν και το γεγονός αυτό μοιάζει - μέχρι τώρα τουλάχιστον - να έχει οδηγήσει τους κατά πολύ περισσότερους στο να παρέμβουν σχετικά με αυτό το θέμα, ώστε να είναι σοβαρά εξασθενισμένη η παρέμβαση για το 1ο Θέμα.

Πρέπει να δούμε τη Θέση 4 (σελ. 7, 1η παράγραφος) για τη λεγόμενη μεταβατική περίοδο, τη διάρκειά της και το μη αυτόνομο χαρακτήρα της σε σχέση με τη Θέση 32.

Διότι στη φάση αυτή «η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των κομμουνιστικών σχέσεων που μόλις ξεκινά η οικοδόμησή τους ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί. Η χρονική διάρκεια αυτής της περιόδου εξαρτάται από την καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό».

Και στη Θέση 32 (σελ. 37) «Ο βαθμός όμως της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης δυσκολεύει ανάλογα τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη του νέου με το παλαιό. Η ταχύτητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επηρεάζεται απ' αυτό που κληρονομεί».

Στην υποσημείωση 54 στην ίδια σελίδα αναφέρεται η θέση του Λένιν, ότι στις χώρες με «μεσοαδύνατο» επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι «πιο εύκολο να αρχίσεις, πιο δύσκολο να συνεχίσεις» τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βαθιά κουβέντα. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, αν επομένως σε αναπτυγμένες χώρες είναι πιο δύσκολο να αρχίσεις και πιο εύκολο να συνεχίσεις. Για το πρώτο σκέλος έχουμε αποδείξεις. Δεν έχει γίνει μέχρι τώρα σοσιαλιστική επανάσταση σε αναπτυγμένη χώρα και αυτό σίγουρα στερεί από τους ερευνητές μια σημαντική διάσταση. Η ιστορία του σοσιαλισμού είναι η ιστορία των χωρών, στις οποίες εφαρμόστηκε και ο ερευνητής θα στραφεί στην πραγματοποιημένη δυνατότητα και όχι στην απραγματοποίητη. Μπορούμε λογικά να φανταστούμε ότι - αν γινόταν - θα ήταν πιο εύκολο να τη συνεχίσεις, μια και, όπως τόνιζε ο Λένιν επίσης (και αναφέρεται στη Θέση 4) ότι «στις χώρες όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις». Και επιπλέον θα είχαν ξεκαθαριστεί ένα σωρό ζητήματα του εποικοδομήματος (θρησκεία, οικογένεια, σχέσεις των δύο φύλων κλπ.), που οπωσδήποτε διευκολύνει μια ευρύτερη κατανόηση για το τι πάει να πει νέα κοινωνία και νέος άνθρωπος.

Με τη σημερινή εμπειρία του πισωγυρίσματος μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε, ότι οι χώρες που τη στιγμή της σοσιαλιστικοποίησής τους ήταν πιο αναπτυγμένες, κατρακύλησαν λιγότερο από τις χώρες που ήταν λιγότερο - πόσο μάλλον αν δεν ήταν καθόλου - αναπτυγμένες τη στιγμή του περάσματος.

Στη Θέση 4 θίγεται ουσιαστικά το ζήτημα της ταξικής πάλης, που οξύνεται αρχικά την πρώτη περίοδο, όταν οι καινούριες σχέσεις παλεύουν για να αντικαταστήσουν τις παλαιές. Το θέμα της όξυνσης της ταξικής πάλης έχει κατά καιρούς παρερμηνευθεί και απολυτοποιηθεί ακόμα και από μέλη του Κόμματος με το επιχείρημα, ότι «τόπε ο ίδιος ο Στάλιν» στα μέσα της δεκαετίας του '30 (το Σύνταγμα του '36 ήταν μια έκφραση αυτής της νέας κατάστασης): «ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλιστικού συστήματος σ' όλες τις σφαίρες της λαϊκής οικονομίας» και «σβήνουν τα σύνορα ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, όπως και ανάμεσα σ' αυτές τις τάξεις και στη διανόηση και εξαλείφεται η παλαιά ταξική αποκλειστικότητα» και παρακάτω: «χάνονται οι οικονομικές, αλλά και οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα σ' αυτές τις κοινωνικές ομάδες» (Στάλιν, Ζητήματα Λενινισμού, Εκδόσεις «Καμπίτση», σελ. 675 και 679).

Ενώ σε μια αντιπαράθεση με τον Μπουχάριν, προς το τέλος της δεκαετίας του '20 για την όξυνση της ταξικής πάλης στην πρώτη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο Στάλιν τονίζει, ότι αυτή οξύνεται τότε, γιατί ο σοσιαλισμός επιτίθεται με επιτυχία στα καπιταλιστικά στοιχεία, τα οποία - λογικά - δυναμώνουν την αντίστασή τους, βεβαίως υποστηριζόμενα από τον παγκόσμιο καπιταλισμό (στο ίδιο, σελ. 303/304).

Αλλο η δεκαετία του '20, άλλο του '30! Τα πράγματα εξετάζονται διαλεκτικά στην εξέλιξή τους ανάλογα με τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση στην ΕΣΣΔ όσο προχωρούσαν οι σοσιαλιστικοί σχεδιασμοί. Η απόλυτη γενίκευση της όξυνσης, όσο και της μη όξυνσης είναι εξίσου απλοϊκή. Το να εξετάζουμε τις πηγές επιλέγοντας το τσιτάτο που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας ή απλώς εξοστρακίζοντας ηγέτες, δεν προσφέρει τίποτα σε μια αντικειμενική συζήτηση για την περίοδο οικοδόμησης της πρώτης σοσιαλιστικής προσπάθειας στην παγκόσμια ιστορία.

Στις Θέσεις 21 και 22 διαπιστώνεται, ότι τελικά η ιδεολογική αδυναμία της καθοδήγησης είναι η αιτία που ευκολότερα εισχωρούν οπορτουνιστικές απόψεις στο κομμουνιστικό κίνημα (στη μέση): «..., η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του ΚΚ είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη».

Και συμπεραίνει στο τέλος της Θέσης αυτής την αναγκαιότητα της ψηλής θεωρητικής στάθμης του ίδιου του Κόμματος. Στενά συνδεδεμένα με αυτά είναι η εκτίμηση της στάσης του ΚΚΕ στη Θέση 30, όπου γίνεται λόγος για τη θεωρητική επάρκεια για να αποφεύγεται στο μέλλον η άκριτη υιοθέτηση θέσεων μιας άλλης δύναμης, χωρίς να ξεχωρίζεις (σαν Κόμμα - εννοείται - γιατί αρκετά μέλη είχαν εντοπίσει από τότε τους οπορτουνιστικούς κινδύνους) την ιδεολογική κατεύθυνση που παίρνει.

Στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα Θέση 22 επισημαίνεται όχι μόνο ποια είναι η υλική βάση του οπορτουνισμού, αλλά ότι υπήρξε τη δεκαετία του '50 μια «σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Κόμματος». Και λίγο παρακάτω: «Η νέα φάση μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Κόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο....» κλπ.

Η προσέγγιση στο θέμα αυτό τονίζει κάπως μονόπλευρα το στοιχείο της ιδεολογικής ανεπάρκειας και των λαθών - είναι ένα κλίμα που διέπει το όλο κείμενο - ενώ τα ιστορικά γεγονότα μας παραπέμπουν έντονα στη σκοπιμότητα (και όχι στα λάθη!) της οπορτουνιστικής πορείας του κομμουνιστικού κόμματος-καθοδηγητή, πού έβρισκε συμμάχους, αλλά και αφελείς. Και το τελευταίο βέβαια, οφείλεται και στη θεωρητική ανεπάρκεια.

Για το έδαφος που ισχυροποιεί τον οπορτουνισμό παραπέμπω στην παρέμβασή μου στην ΚΟΜΕΠ για το 1ο Θέμα, όπου σχολιάζω πιο αναλυτικά το ζήτημα του εδάφους ισχυροποίησης του οπορτουνισμού με αφορμή την εκεί Θέση 54, η οποία τουλάχιστον δεν είναι πλήρης και έρχεται κατά τη γνώμη μου σε αντίθεση με τη Θέση 21 για το 2ο Θέμα. Ενώ όλη η λογική των Θέσεων για το σοσιαλισμό παραπέμπει στο αποδυνάμωμα του επαναστατικού φορέα ως έδαφος ισχυροποίησης των οπορτουνιστικών τάσεων, η Θέση 54 του 1ου Θέματος παραπέμπει κυρίως στη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Καλό είναι να τονίζεται για άλλη μια φορά το πρόβλημα της ελλιπούς θεωρητικής στάθμης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος, που είναι καθοριστικός παράγοντας για το πού θα γείρει η ζυγαριά σε συνθήκες αποδυναμώματος του Κόμματος. Για να αντιμετωπίσεις τον οπορτουνισμό, πρέπει πρώτα να είσαι σε θέση να τον εντοπίσεις! Αφού νομοτελειακό φαινόμενο δεν είναι (Θέση 22, σελ. 27).

Για τις δυνατότητες του σοσιαλισμού σε μία χώρα οι κλασικοί του μαρξισμού είναι σαφείς. Σ' αυτούς, αλλά και στην έως τώρα πείρα, στηρίζεται το Κόμμα, όπως προκύπτει και από τη σύντομη, αλλά πλήρη διατύπωση στη Θέση 31 (σελ. 36 κάτω και σελ. 37).

Και μια τελευταία παρατήρηση: κατά τη γνώμη μου ο αριθμός των λέξεων θα έπρεπε να ήταν το αντίστροφο. Δηλαδή, οι περισσότερες για το 1ο Θέμα, αφού πρόκειται για Θέσεις για όλα τα θέματα, που αφορούν το «διά ταύτα» της τακτικής και στρατηγικής του Κόμματος.

Αννεκε Ιωαννάτου

Ριζοσπάστης - 30 Δεκεμβρίου 2008