Το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το σοσιαλισμό αποτελεί αναμφισβήτητα ιδιαίτερης αξίας ντοκουμέντο, όχι μόνο για τους Ελληνες κομμουνιστές και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για κάθε προοδευτικό άνθρωπο που στο σήμερα ψάχνει εναλλακτική λύση απέναντι στη βάρβαρη καπιταλιστική πραγματικότητα.
Μεστός λόγος, καθαρή ανάλυση, ορθολογικά συμπεράσματα μακριά από υποκειμενισμούς και απλουστεύσεις είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του κειμένου. Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως μέσω αυτών (και όχι μόνο) των χαρακτηριστικών αναδεικνύεται το υψηλό επίπεδο της κομματικής ιδεολογικής στάθμης, κατόρθωμα σύσσωμου του κομματικού και Κνίτικου δυναμικού με μπροστάρη και καθοδηγητή, βέβαια, την ΚΕ.
Οι Θέσεις, βέβαια, παρουσιάζουν και ελλείψεις. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί η ελλιπής αναφορά στο εποικοδόμημα της σοσιαλιστικής κοινωνίας (Δικαιοσύνη, μορφές εργατικής εξουσίας, προνόμια στελεχών κ.ά.). Αλλωστε, οι στρεβλώσεις στο εποικοδόμημα δεν αποτελούσαν απλές αντανακλάσεις των οικονομικών στρεβλώσεων που αναφέρονται αναλυτικά στο κείμενο, αλλά με τη σειρά τους αλληλεπίδρασαν και στην οικονομία. Γι' αυτά τα ζητήματα υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία και Σοβιετικών, αλλά και των λεγόμενων Δυτικών μαρξιστών. Στο επίπεδο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή νομίζω πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα όποια θετικά στοιχεία και συμπεράσματα προσφέρουν οι αναλύσεις του δεύτερου θέματος.
Επίσης, ζητήματα που άπτονται της διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν αναλύονται επαρκώς στο κείμενο. Η στρέβλωση της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τοποθετείται στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ωστόσο, με αυτήν την ανάλυση μένουν αναπάντητα σημαντικά ερωτήματα για τη στρατηγική μεγάλων και ηρωικών ΚΚ της Δύσης (κυρίως Γαλλίας και Ιταλίας). Δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί πώς ο Παλμίρο Τολιάτι (σαν ΓΓ της ΚΕ του PCI) μετεξελίχθηκε μέσα σε 10 χρόνια από τον ηρωικό «Ερκολι» του Ισπανικού Εμφυλίου σε πατέρα του ευρωκομμουνισμού.
Οι αστοί, και δυστυχώς αρκετοί προοδευτικοί διανοούμενοι (που πέφτουν στην παγίδα τους), πολεμούν το Κόμμα μας και τη σοσιαλιστική εμπειρία από δύο κυρίως αλληλοσυμπληρούμενα μέτωπα: τη «λαθολογία» και τη «σταλινολογία». Αναφορικά με το πρώτο, νομίζω πως η αντεπίθεσή μας δεν είναι τόσο πλήρης όσο θα έπρεπε. Συγκεκριμένα, ενώ διαφαίνεται στα κείμενά μας και στην αρθογραφία του «Ρ», δεν προβαίνουμε ξεκάθαρα σε έναν βασικό διαχωρισμό. Τα λάθη στρατηγικής και τα λάθη στην τακτική ενός ΚΚ ή μιας σοσιαλιστικής χώρας. Λάθη πάντοτε γίνονταν και θα συνεχίσουν να γίνονται. Λάθη γίνονταν και επί Λένιν. Το ζήτημα έγκειται στο τι είδους λάθη είναι αυτά. Ο χαρακτηρισμός π.χ. της αποχής απ' τις εκλογές του Μάρτη του '46 σαν λάθος στρατηγικής έκρυβε από πίσω του όχι μόνο οπορτουνιστική σκουριά (τα περί ειρηνικής εξέλιξης του Παρτσαλίδη) αλλά και έδινε βασικά όπλα στην αντίδραση. Ο σημερινός χαρακτηρισμός του λάθους αυτού που περιέχεται στο Δοκίμιο Ιστορίας Τόμος Α΄ βάζει το ζήτημα αντικειμενικά και στη σωστή του βάση. Απ' το παραπάνω παράδειγμα νομίζω πως φαίνεται η σημασία του χαρακτηρισμού της φύσης ενός λάθους σε συνάρτηση με την αυτοκριτική που πρέπει να κάνει πάντοτε το Κόμμα. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο: Η αστική τάξη καραδοκεί, για να αξιοποιήσει προς το δικό της συμφέρον τα όποια «παραστρατήματα» των κομμουνιστών. Αλλωστε, μην ξεχνάμε πως «στην ταξική πάλη χατίρια δε γίνονται, κι όποιος φταίει, αυτός πληρώνει τα σπασμένα».
Σχετικά με τη λεγόμενη «σταλινολογία» πρέπει να παρατηρήσουμε πως αποτελεί μια πραγματική λερναία ύδρα στο αστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Εχει τόσες εκφάνσεις και παραλλαγές που ο βομβαρδισμός είναι κυριολεκτικά αδυσώπητος. Εκδηλώνεται αρχικά ύπουλα με την προσφιλή τακτική του διαχωρισμού της πολιτικής της ΕΣΣΔ σε «λενινιστική» και σε «σταλινική» περίοδο. Πολλές φορές μάλιστα δε διστάζουν να καθαγιάσουν σχεδόν τον αριστερό, ρομαντικό, ουμανιστή (και δεν ξέρω γω τι άλλο) επαναστάτη Λένιν σε αντιπαραβολή με τον αυταρχικό, βίαιο, έκφυλο, δικτάτορα Στάλιν. Σ' αυτή τους την τακτική βοήθησε, βέβαια, και το διεθνές πρακτορείο του τροτσκισμού, επιβεβαιώνοντας το ρόλο του οπορτουνισμού σαν παραπληρωματικής δύναμης της αστικής τάξης. Η απάντηση σ' αυτό τους έρχεται, δυστυχώς, από δύο μεριές: τον ίδιο τον Λένιν μέσω της εκτίμησης που είχε κάνει για το πώς η αστική τάξη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί (όταν μπορεί) τους θανόντες μεγάλους επαναστάτες, αλλά και από τον Στάλιν μέσω του μνημειώδους έργου του «Ζητήματα Λενινισμού». Αρκούντως, λοιπόν, αποδέδεικται πως στις βασικές της γραμμές και παρά τα λάθη η μπολσεβίκικη επαναστατική στρατηγική παρουσίαζε άκαμπτη συνέχεια (τουλάχιστον μέχρι το 1956). Οταν έχουμε να αντιπαλέψουμε τέτοιες επιστημονικοφανείς αναλύσεις, νομίζω ότι θα αποτελούσε χάσιμο χρόνου να ασχοληθούμε με σταλινικά μεταλλαγμένα καβούρια (sic) που απειλούν να... κατασπαράξουν τον κόσμο (βλ. προ ολίγων ετών δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα») ή εκκαθαρίσεις και εθνοκαθάρσεις που έγιναν από ...πείσμα και εξαιτίας ενός ...μέθυσου πατέρα. Το ζήτημα δε χρήζει περισσότερης ανάλυσης, καθώς προ ετών ένας βετεράνος κομμουνιστής και αναγνωρισμένος αγωνιστής του λαού μας, ο Κώστας Κάππος, το τοποθέτησε λιτά και συγκεκριμένα: «Η στάση απέναντι στον Στάλιν είναι Λυδία λίθος για να κρίνουμε αν ένας είναι κομμουνιστής ή όχι. Οποιος τάσσεται εχθρικά προς τον Στάλιν είναι δειλός αντικομμουνιστής. Κριτική και αυτοκριτική για τον Στάλιν είναι δεκτή, αλλά όχι ξεθεμέλιωμα των πάντων και ταύτιση με τον Χίτλερ. Αν δεν υπήρχε ο Σοβιετικός Λαός με επικεφαλής τον Στάλιν η γερμανική σημαία μπορεί να κυμάτιζε ακόμα στην Ακρόπολη. Αυτά και καλά κρασιά! (Ελευθεροτυπία, 28/7/2004)».
Ενώ, όμως, οι Θέσεις ξεκαθαρίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πολλές λεπτές πτυχές της πολιτικής του ΚΚΣΕ, δε συμβαίνει το ίδιο με την πολιτική του ΚΚΕ στην ίδια περίοδο (κυρίως δηλαδή απ' το 1956 κι έπειτα). Αναφέρομαι χαρακτηριστικά στη Θέση 30 που αποτελεί ουσιαστικά την αυτοκριτική του Κόμματος. Ο συνδυασμός της έλλειψης θεωρητικής επάρκειας με την «ανοχή», την «προσαρμογή» και την «τυπικότητα» στις σχέσεις των δύο Κομμάτων δεν προσφέρει επαρκείς εξηγήσεις για την πολιτική του ΚΚΕ απ' το 1956 κι έπειτα. Και δε θα μπορούσε, άλλωστε, να προσφέρει, καθώς αν θεωρήσουμε δεδομένη την έλλειψη ιδεολογικοπολιτικής επάρκειας δεν μπορούν να σταθούν με αξιόλογες προοπτικές πειθούς οι όροι ανοχή και προσαρμογή. Ειδικά, όταν γίνεται δεκτό ότι τη δεκαετία του '50 υπήρχε έντονη εσωκομματική διαπάλη (βλ. Μάκη Μαΐλη: Το κομματικό οργανωτικοπολιτικό πρόβλημα στα χρόνια 1950 - 1967, κυρίως σελ. 224 - 229, ΚΟΜΕΠ τ. 6 2008). Η εμπειρία έχει δείξει ότι η εσωκομματική διαπάλη, ειδικά για ζητήματα στρατηγικής, μπορεί να μην επιλύεται πάντοτε με διάσπαση, αλλά σίγουρα, δεν επιλύεται με ανοχή μιας γραμμής ή με προσαρμογή σ' αυτήν. Ισως ο όρος προσαρμογή θα μπορούσε πειστικά να σταθεί, εάν γίνονταν σαφή και τα μέσα που την επέφεραν. Και, δυστυχώς, αυτά τα μέσα ήταν αναμείξεις στο εσωτερικό του Κόμματος από μέρους του ΚΚΣΕ, αντικαταστατική εκπαραθύρωση της νόμιμα εκλεγμένης ηγεσίας του και αντικατάστασή της από διορισμένους οπορτουνιστές (6η «Ολομέλεια», Μάρτης του 1956), πογκρόμ (Τασκένδη, Σεπτέμβρης του 1955), παράνομες διαγραφές χιλιάδων μελών του Κόμματος κ.ά. Βεβαίως, έχει χυθεί πολύ μελάνι σε όλους σχεδόν τους προσυνεδριακούς διαλόγους μετά το 1991 γι' αυτό το θέμα, αλλά είναι, νομίζω, φυσικό πέτρα που δεν κυλά να χορταριάζει. Αισιόδοξες προοπτικές για οριστική επίλυση του ζητήματος προσφέρουν αδιαμφισβήτητα η μέχρι τώρα αρθρογραφία στελεχών σε «Ρ» και «ΚΟΜΕΠ», αλλά και η επερχόμενη έκδοση του Β΄ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ. (Παραμένει πάντως -χρονικά έστω - παράδοξο το γεγονός ότι ήδη τοποθετηθήκαμε επίσημα για την 12η Ολομέλεια του '68 που κι αυτή ανήκει χρονολογικά - μάλιστα έπεται 12 χρόνια της 6ης - στην ύλη που θα καλύπτει ο νέος τόμος του Δοκιμίου.)
Κλείνοντας, το Κόμμα μας με τις Θέσεις δε διάλεξε μία απ' τις πολλές εναλλακτικές που μερικοί νομίζουν ότι απλώνονταν μπροστά του, την υπεράσπιση δηλαδή ή την απόρριψη του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Η υπεράσπιση των κατακτήσεων της οικοδόμησης ήταν και είναι μονόδρομος για το Κόμμα μας. Κι αυτό για ένα λόγο. Γιατί μονόδρομος είναι για το Κόμμα μας η πάλη για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, η πάλη για μια δίκαιη κοινωνία. Το Κόμμα με τις Θέσεις βροντοφωνάζει: «Hier stehe ich, ich kann nicht anders» («Εδώ στέκω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», Μαρτίνος Λούθηρος). Και εδώ θα στέκουμε μέχρι να κυματίσει η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στην Αθήνα μας και σ' όλο τον κόσμο. Κι αυτή τη φορά ανεπίστρεπτα.
Βαγγέλης Τσιμούρας
Μέλος του ΚΚΕ, Αχτίδα ΑΕΙ - ΤΕΙ της ΚΟΘ
Ριζοσπάστης - 4 Ιανουαρίου 2009