Με τα δύο κείμενα, τις Θέσεις της ΚΕ για το 18o Συνέδριο και τις Θέσεις για το σοσιαλισμό, το Kόμμα μας κάνει μια πολύ σημαντική προσπάθεια για την ιδεολογική και πολιτική ισχυροποίησή του από τη μια μεριά και για τη διερεύνηση των αιτιών που οδήγησαν στο σταδιακό πισωγύρισμα στον καπιταλισμό από την άλλη. Θεωρώ και τα δύο κείμενα σημαντικά και είμαι βέβαιος ότι και από το δημόσιο διάλογο και μέσα στο Συνέδριο θα βελτιωθούν παραπέρα. Ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις μου είναι βελτιωτικού χαρακτήρα.
Αρχικά θα ήθελα να παρακαλέσω τους φίλους και συντρόφους να κρατήσουμε το διάλογο στο πιο δυνατό υψηλό επίπεδο, δείχνοντας ανεκτικότητα και σεβασμό και σε σκέψεις που δε μας βρίσκουν σύμφωνους. Ο σεβασμός στην άλλη άποψη, ο νηφάλιος και εμπεριστατωμένος αντίλογός μας είναι αναντικατάστατα όπλα πειθούς για την ορθότητα της δικής μας άποψης.
Στο πρώτο θέμα,
Κεφ. 6, παρ. Β, θέσεις 75-81, και παρ. Γ, θέσεις 82-86.
Φρονώ ότι η άνοδος της επιρροής του κόμματος δε βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ολοένα και μεγαλύτερη δικαίωση της πολιτικής του. Δεν αξιοποιούμε πολύπλευρα τη σημερινή κατάρρευση του συστήματος. Βρισκόμαστε σε άμυνα στο ζήτημα των συμμαχιών (κατηγορούμαστε για σεχταρισμό). Βρισκόμαστε σε άμυνα στο πώς αντιμετωπίζουμε τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων (κατηγορούμαστε ότι τα παραπέμπουμε στο διηνεκές). Πρέπει να μελετηθούν ζητήματα που αφορούν στη στρατηγική και στην τακτική μας. Δεν εννοώ επανεκτίμηση πλευρών τους, αλλά δράση και εξειδίκευση με βάση τις εξελίξεις και αντεπίθεση παντού για πολιτική και κοινωνική ανατροπή. Χρειάζεται μελέτη της αντίληψης του κόσμου για το τι είμαστε και το τι θα ήθελε να είμαστε. Πέρα από το βάθεμα των σχέσεων με τους εργαζόμενους, χρειάζεται βελτίωση της επαφής με συντρόφους και φίλους και πιο ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση. Ιδιαίτερα, οι βουλευτές, οι νομαρχιακοί και δημοτικοί σύμβουλοι πρέπει να έχουν στενή, συχνή και όχι τυποποιημένη επαφή με την περιφέρειά τους σε μικρές συγκεντρώσεις για ουσιαστικό διάλογο. Χρειάζεται εκλαΐκευση της πολιτικής μας με σύγχρονους τρόπους και μέσα, με λόγο δημιουργικό, κατανοητό και όχι στερεότυπο. Αυτό αφορά και στα δικά μας μέσα ενημέρωσης. Κατά την άποψή μου χρήζουν σημαντικής βελτίωσης, ειδικά ο «902 ΤV». Πρέπει να κατανοηθεί ότι η εικόνα παίζει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση άποψης. Παρά τη βελτίωσή του τελευταία, κυρίως στο περιεχόμενο, η γενική του εικόνα (φόρμα και μορφή, συντελεστές, ντύσιμο κλπ.) είναι μια κακή αντιγραφή των αστικών ΜΜΕ. Αντί να κυριαρχεί το λιτό και το απέριττο, που εμπερικλείουν μέσα τους τεράστια αποθέματα ομορφιάς και ευγένειας, κυριαρχεί η απομίμηση. Σωστά καταγγέλλουμε ότι μας αποσιωπούν τα ΜΜΕ, να μας προβληματίσει όμως και το γιατί ο κόσμος δεν παρακολουθεί τα δικά μας.
Στο δεύτερο θέμα,
Θέσεις Γ. 9, 11, 16, 17, 21.
Ο όρος κατάρρευση είναι λανθασμένος. Οχι μόνο από ιδεολογική σκοπιά, αλλά γιατί δεν έχει αντικειμενική βάση. Δεν είναι όμως και ικανοποιητικός ο όρος αντεπανάσταση, γιατί παραπέμπει σε μια ταξική σύγκρουση μέσα στην κοινωνία, που δεν υπήρξε (επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις γίνονται από τάξεις). Μάλλον πιο ακριβής είναι η έκφραση σταδιακό πισωγύρισμα στον καπιταλισμό.
Φρονώ ότι πρέπει να μελετηθεί καλύτερα η σύμφυση κόμματος - κράτους και ο ρόλος που έπαιξε στην ανάπτυξη της διαφθοράς και στην αλλοίωση της σοσιαλιστικής συνείδησης σε συσχετισμό με την κατάργηση ή μη της εμπορευματικής παραγωγής. Πιστεύω επίσης ότι ο νόμος της αξίας και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις πρέπει να μελετηθούν καλύτερα, όπως και η κατάργηση του κεφαλαίου στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή στο σοσιαλισμό (σελίδα 9, «το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση»). Στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σωστά οι Θέσεις δίνουν μεγαλύτερο βάρος στις χρονικές περιόδους παρά στα πρόσωπα. Οσο καλοπροαίρετη κι αν είναι η κριτική των φίλων μας για την εποχή Στάλιν, δεν έχει αντικειμενική βάση. Οχι μόνο γιατί τα αποτελέσματα είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά και για πολλούς άλλους λόγους, αρκετούς από τους οποίους πολύ εμπεριστατωμένα και παραστατικά αναφέρουν οι σύντροφοι Λ. Κ. και Αν. Γκίκας στο «Ριζοσπάστη» της Κυριακής 23/11/08 και 30/11/08 αντίστοιχα.
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ακόμη. Πρώτον, ότι η σκέψη μας αναπόφευκτα επηρεάζεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία στοχοπροσηλώνει εκεί που τη φοβίζει, ή για να δημιουργεί μια εικόνα που τη βολεύει, συνήθως ψεύτικη ή για να δαιμονοποιεί πρόσωπα (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Βενεζουέλα, Κούβα, κλπ.). Δεύτερον, όταν οξύνεται η ταξική πάλη, η σοσιαλιστική επανάσταση αναγκάζεται και οφείλει να υπερασπίζει τον εαυτό της. Αυτή η αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας εμπερικλείει μέσα της και την πιθανότητα της παρεκτροπής. Ο σοσιαλισμός σαν κοινωνικό σύστημα πανανθρώπινων αξιών αυτόματα δρα ενάντια αυτής της πιθανότητας, δεν μπορεί όμως να την εξαλείψει ολοσχερώς. Εξήγηση της παρεκτροπής δε σημαίνει και αποδοχή της, πολύ περισσότερο όμως στο όνομά της δεν πρέπει να μηδενίζεται ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε παρά τα λάθη και τις ατέλειές του.
Τέλος, η αστική τάξη (εγχώρια και διεθνής ) ούτε δικαιούται και λόγω των εγκλημάτων της ούτε διαθέτει ηθικά ερείσματα για οποιαδήποτε κριτική. Αυτή την κριτική αποτίμηση θα την κάνουμε εμείς οι κομμουνιστές, για να βγάλουμε συμπεράσματα και διδάγματα από τη θετική και αρνητική πείρα από την πρώτη προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ώστε να ανοίξουμε το δρόμο για μια σοσιαλιστική κοινωνία διεξόδου, εναλλακτική στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Δρ. Γ. Παντής
Καθηγητής Φυσικής, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ριζοσπάστης - 21 Δεκεμβρίου 2008