Σύντροφοι,
Στην παρέμβασή μου και δεδομένου του αναγκαστικά περιορισμένου χώρου, θα αποφύγω να αναφερθώ στα αρκετά αξιόλογα σημεία του κειμένου, διότι θεωρώ την κριτική ως σημαντικότερη ατομική συνεισφορά προς το κομματικό γίγνεσθαι.
Σε αυτήν την κατεύθυνση θα ήθελα να τονίσω πως το βασικό θεωρητικό πρόβλημα που ανακύπτει από το κείμενο είναι η σχέση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού παράγοντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μένει μετέωρο και ίσως τελικά αναπάντητο τι είναι αυτό που σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Το κείμενο εντοπίζει το σημείο, όπου ξεκίνησε αυτή η αντίστροφη μέτρηση (20ό Συνέδριο, μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν, κλπ.) και τούτο σε μια πρώτη - περιγραφική - προσέγγιση είναι σημαντικό, ωστόσο δεν είναι σαφή τα, σε τελική ανάλυση, αίτια αυτής της εξέλιξης. Θέλω να πω, ότι δημιουργείται η αίσθηση μιας κυκλικής επεξήγησης. Η απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΣΕ και τα δεξιά οπορτουνιστικά στοιχεία φέρονται ως αιτία των οικονομικών αλλαγών (χαλάρωση της σχεδιοποίησης, κλπ.) και από την άλλη οι οικονομικές αλλαγές φέρονται ως αιτία της απώλειας των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΣΕ.
Βεβαίως, αυτές οι σχέσεις δεν μπορεί παρά να είναι διαλεκτικές, αμφίδρομες, ωστόσο δεν μπορεί η διαλεκτική να απολήγει στην κυκλικότητα. Οι διαλεκτικές σχέσεις είναι σχέσεις επικαθορισμού και τούτο συμβαίνει και στη σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα. Ο υποκειμενικός παράγοντας εξακολουθεί να επικαθορίζεται από τον αντικειμενικό και στη φάση του σοσιαλισμού, η αλλαγή έγκειται πως με το σοσιαλισμό η πορεία και η τύχη της ανθρωπότητας διαμεσολαβείται περισσότερο από την ανθρώπινη συνείδηση. Η συνείδηση διαδραματίζει αναβαθμισμένο ρόλο στο σοσιαλισμό, τούτο όμως δε σημαίνει πως αποκόπτεται από το κοινωνικό Είναι.
Για να αναφερθώ σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα, σύμφωνα με το κείμενο «Ο άνθρωπος γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Από εδώ απορρέει και ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα, σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων» (θ. 21). Τούτη η πρόταση χρήζει ορισμένων παρατηρήσεων, με τον κίνδυνο, ίσως, να κομίσω γλαύκα στην Αθήνα.
Κατ' αρχάς, ο Μαρξ μιλώντας για βασίλειο της ελευθερίας αναφέρεται στην ελευθερία του οικονομικού και φυσικού (από τη Φύση) καταναγκασμού, δεν πρόκειται για μία «ελευθερία» σε σχέση με τη λειτουργία του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι «ελεύθερος» από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, με μια έννοια ελευθερίας αστική.
Δεδομένου αυτού, αν δούμε, όπως και πρέπει, τον υποκειμενικό παράγοντα ως επικαθοριζόμενο από τον αντικειμενικό, το προαναφερθέν απόσπασμα σημαίνει πως με το πέρασμα στο σοσιαλισμό, οι κοινωνικές διαδικασίες διαμεσολαβούνται ολοένα και περισσότερο από την ανθρώπινη συνείδηση. Η συνείδηση εξακολουθεί να υπόκειται στον προσδιορισμό του κοινωνικού Είναι, με τη διαφορά πως το τελευταίο κάνει την εμφάνισή του ολοένα και περισσότερο μέσα από τη συνείδηση.
Αντίθετα, αν πέσουμε στην παγίδα να θεωρήσουμε τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα ως δύο ξεχωριστές κατηγορίες, το παραπάνω απόσπασμα σημαίνει πως με το πέρασμα στο σοσιαλισμό ισχύει ένας οιονεί ιδεαλισμός, όπου οι κομμουνιστικές ιδέες «υπερίπτανται» της κοινωνίας. Στο βαθμό που ισχύει η διάκριση αντικειμενικού/υποκειμενικού παράγοντα και δεν έχει αναιρεθεί από τη σύνθεσή τους (με την εγελιανή έννοια), ο αντικειμενικός παράγοντας έχει πάντα τον επικαθοριστικό ρόλο.
Σε αυτή τη βάση αδυνατώ να κατανοήσω διαβάζοντας το κείμενο, τι ήταν αυτό που έκανε το ΚΚΣΕ να χάσει (ή να χάνει) τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, πέραν της γενικής και αφηρημένης (όσο και σωστής) επισήμανσης πως «παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη» (θ. 22). Αντιλαμβάνομαι τη σημασία που μπορεί να δίνει ένα παρόμοιο κομματικό ντοκουμέντο στις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, ωστόσο οφείλουμε να δούμε τους κινδύνους παρερμηνείας τέτοιων εξηγήσεων.
Επίσης, ενώ είναι δυνατό να κατανοήσω το πώς η διατήρηση μορφών ομαδικής ή ατομικής ιδιοκτησίας, αποτελώντας την υλική βάση του οπορτουνισμού, οδήγησαν το ΚΚΣΕ, τη δεκαετία του 1950 κι αργότερα, σε ρεφορμιστικές θέσεις αναγνώρισης του γενικευμένου ρόλου του νόμου της αξίας, αδυνατώ να κατανοήσω (στη βάση της παραπάνω ανάλυσης για τη σχέση αντικειμενικού/υποκειμενικού παράγοντα) το πώς ήταν δυνατό να γίνει το αντίστροφο. Δηλαδή, πώς θα μπορούσε μια συνειδητή πολιτική από μέρους του ΚΚΣΕ, να εξοβελίσει από τη σοβιετική οικονομία το νόμο της αξίας, τη στιγμή που αν δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη των κολχόζ, ήταν τουλάχιστον αναγκαίο το εξωτερικό εμπόριο.
Αδυνατώ να κατανοήσω γιατί «σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμημάτων της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα» είχαν λόγο να είναι δυσαρεστημένα (θ. 20) από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Είναι εγγενές το «αντιδραστικό» αυτών των τμημάτων για κάθε κοινωνία ή απλά στη Σοβιετική Ενωση προέκυψε το πρόβλημα;
Ενα ακόμη ζήτημα το οποίο θεωρώ ότι χρήζει μεγαλύτερης προσοχής από ένα παρόμοιο κομματικό κείμενο και για το οποίο η αστική προπαγάνδα και ο οπορτουνισμός έχουν κάνει μεγάλη σπέκουλα, είναι τα ζητήματα δημοκρατίας και ελευθερίας. Επισημαίνεται βέβαια πως «η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, μιλώντας για αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα καθεστώτα, προβάλλει τις έννοιες "δημοκρατία" και "ελευθερία" με το αστικό τους περιεχόμενο...» (θ. 1). Ωστόσο, δε γίνεται σαφές πως η σοσιαλιστική δημοκρατία και ελευθερία δεν είναι απλώς μια άρνηση της αστικής, είναι μια διαλεκτική άρνηση. Τούτο σημαίνει πως ενσωματώνει τις όποιες κατακτήσεις της αστικής ελευθερίας και δημοκρατίας και τις διευρύνει. Γι' αυτό το λόγο ο σοσιαλισμός συνιστά γνήσια πρόοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας, από την άποψη τόσο της οικονομικής βάσης, όσο και του εποικοδομήματος.
Δεδομένου αυτού, είναι αναγκαίο να εντοπιστούν και να αναλυθούν συγκεκριμένα προβλήματα δημοκρατίας και ελευθερίας και όχι να μένουμε σε γενικόλογες αναφορές περί υπερβολών. Πρέπει να ανιχνευτεί το αν και πότε ξεκίνησε να εκτρέφεται το φαινόμενο της γραφειοκρατίας, το αν και πότε σημειώθηκαν φαινόμενα περιορισμού των ελευθεριών που απάδουν προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Πέραν της επισήμανσής τους θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα να συσχετιστούν με το προ-σοσιαλιστικό καθεστώς της Ρωσίας, μιας χώρας που λίγα χρόνια πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση όχι μόνο δεν είχε κατακτήσει πλήρεις αστικές ελευθερίες, αλλά κυβερνιόταν από έναν ελέω θεού Καίσαρα (ή Τσάρο στα ρώσικα). Να μελετηθούν στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ώστε να συνυπολογιστούν στην προσπάθεια κατανόησης του πώς τεράστιες μάζες του σοβιετικού λαού έμειναν αδρανείς μπροστά στην αντεπανάσταση του 1989-1991.
Επιπροσθέτως, να δούμε το αν και πότε εμφανίστηκαν φαινόμενα γραφειοκρατίας, όχι μονάχα από την άποψη του εποικοδομήματος, αλλά και σε συνάρτηση με την οικονομική βάση. Δεδομένου πως μετά την αντεπανάσταση, αυτοί που αποτέλεσαν την αστική τάξη της σημερινής Ρωσίας δεν είναι παρά τα υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού της πρώην ΕΣΣΔ και όχι οι αγρότες που κατείχαν ατομική ή ομαδική ιδιοκτησία στα κολχόζ.
Ολα τα παραπάνω, σύντροφοι, τα θέτω όχι ως ζητήματα μιας «αποστειρωμένης» θεωρητικής συζήτησης. Εχουν να κάνουν, ιδίως η σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα, με την πολιτική πρακτική του κόμματος στο σήμερα. Είναι επισημάνσεις που αποζητούν από το κόμμα μας όχι μόνο να διαμορφώνει την πολιτική του πρόταση, αλλά και να προσδιορίζει τον κοινωνικό μηχανισμό που θα επιτρέψει την υλοποίησή της. Να προσδιορίζει τη λειτουργία του Μετώπου και τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους της συγκρότησής του, μέσα από τη λεπτομερή εξέταση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και της ταξικής της διάρθρωσης, να εξειδικεύει την παρέμβασή του σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι επισημάνσεις προς την κατεύθυνση του να δούμε πέρα από τον πολιτικό μας στόχο τον «κοινωνικό αλγόριθμο» που θα μας οδηγήσει εκεί.
Θοδωρής Δημητράκος
ΟΒ Μεταπτυχιακών ΜΙΘΕ - Φιλοσοφικής
Ριζοσπάστης - 13 Δεκεμβρίου 2008