Το κείμενο για το σοσιαλισμό δεν εμπλουτίζει, αλλά αλλάζει ριζικά σε λαθεμένη κατά τη γνώμη μου κατεύθυνση το Πρόγραμμα του Κόμματος.
Οσον αφορά στην αμοιβή της εργασίας, στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται «Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας», ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης της ποιότητας ενώ η απάλειψή της συνιστά ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό, ο Στάλιν στα «ζητήματα Λενινισμού» γράφει: «Ο Μαρξ και ο Λένιν λένε ότι η διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και στην ανειδίκευτη εργασία θα υπάρχει ακόμα και στο σοσιαλισμό, ακόμα και ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων, ότι μονάχα στον κομμουνισμό πρέπει να εξαφανιστεί η διαφορά αυτή και ότι γι' αυτό ο μισθός της εργασίας και στο σοσιαλισμό ακόμα πρέπει να διαφέρει ανάλογα με τη δουλειά και όχι ανάλογα με τις ανάγκες. Οι ισοπεδωτές μας όμως από τα στελέχη της οικονομίας και των συνδικάτων δε συμφωνούν με αυτή τη θέση και νομίζουν ότι η διαφορά αυτή έχει εξαλειφθεί πια στο σοβιετικό μας καθεστώς. Ποιος έχει δίκιο, ο Μαρξ και ο Λένιν, οι ισοπεδωτές; Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δίκιο έχουν ο Μαρξ και Λένιν. Από αυτό όμως βγαίνει ότι αυτός που οργανώνει το μισθολογικό σύστημα πάνω στις "αρχές" της ισοπέδωσης, χωρίς να παίρνει υπόψη του τη διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία, ξεκόβει από το Μαρξισμό και τον Λενινισμό».
Η ισοπέδωση της αμοιβής που παραβιάζει τη βασικότερη αρχή του σοσιαλισμού «στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του» συμβάλλει καθοριστικά στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δουλειά, στην απροθυμία εισαγωγής νέων τεχνολογιών, σε ένα γενικότερο μινιμαλισμό με συνέπεια τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας που ήταν έντονη στην ΕΣΣΔ.
Η αλλαγή αυτή θα έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στη δράση των κομμουνιστών στα συνδικάτα που, με βάση τη στρατηγική μας, θα πρέπει να περιορίζεται στο βασικό μεροκάματο ή μισθό και να υποβαθμίζεται για τις τριετίες, τα επιστημονικά επιδόματα, τα εισαγωγικά και μισθολογικά κλιμάκια που αφορούν στην εξειδικευμένη και επιστημονική εργασία.
Στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται ότι «κοινωνικοποιείται η γη», δηλαδή ολόκληρη η γη ακόμα και η μικροϊδιοκτησία, ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται ότι «Εθνικοποιείται η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων με βάση τα οποία μια ιδιοκτησία χαρακτηρίζεται μεγάλη καπιταλιστική, ενώ η κοινωνικοποίηση και της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας είναι ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό ο Στάλιν «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» αναφέρει: «Ούτε μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ως απάντηση τη γνώμη άλλων αξιοθρήνητων μαρξιστών που νομίζουν ότι θα πρέπει ίσως να καταλάβουμε την εξουσία και να προχωρήσουμε στην απαλλοτρίωση των κτημάτων των μικρών και μεσαίων παραγωγών στο χωριό και να κοινωνικοποιήσουμε τα μέσα παραγωγής της. Ούτε αυτόν τον ανόητο και εγκληματικό δρόμο μπορούν να ακολουθήσουν οι μαρξιστές γιατί τέτοιος δρόμος θα υπονόμευε κάθε δυνατότητα να νικήσει η προλεταριακή επανάσταση, θα έριχνε την αγροτιά για μεγάλο χρονικό διάστημα στο στρατόπεδο των εχθρών του προλεταριάτου». Η θέση του Στάλιν που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες είναι επίκαιρη για τη χώρα μας με μέσο κλήρο 48 στρέμματα και 823.000 αγροτικά νοικοκυριά.
Στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας με βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής».
Η θέση αυτή ταυτίζεται απόλυτα με τη θέση του Στάλιν για την «εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό» που αναλύεται «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Αντίθετα, στο κείμενο για το σοσιαλισμό είναι διάχυτη η θέληση εξάλειψης των εμπορευματικών σχέσεων και του νόμου της αξίας από τα πρώτα βήματα του σοσιαλισμού χωρίς να παίρνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες, γι' αυτό προτείνονται η κοινωνικοποίηση ολόκληρης της γης και η ισοπέδωση των αμοιβών.
Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «Αναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη διαμόρφωση με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών ενός πλατιού κινήματος των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα». Η θέση αυτή δεν είναι σωστή, επειδή στην ΕΣΣΔ το 1950 υπήρχαν 237.000 κολχόζ και το 1981 26.000 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 36.038 στρέμματα. Αντίθετα, τα σοβχόζ από 4.000 το 1940 έφτασαν στα 21.000 το 1981 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 52.381 στρέμματα. Η παραχάραξη αυτή οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι η χαμηλή παραγωγικότητα των κολχόζ και σοβχόζ είχε διαρθρωτικές και όχι λειτουργικές αιτίες με βασικότερη τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής, και εξ αντικειμένου υποβαθμίζει τα «αγοραία» κίνητρα λειτουργίας που υιοθετήθηκαν μετά το 20ό Συνέδριο στα κολχόζ και σοβχόζ αλλά και στη βιομηχανία.
Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «ενισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή της προς τη διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Ομως οι κολχόζνικοι αγρότες όχι μόνο δεν πλούτιζαν, αλλά τα εισοδήματά τους ήταν μικρότερα των σοβχόζνικων και ακόμα μικρότερα των εργατών. Γι' αυτό η ΕΣΣΔ το 1975 έβαλε στόχο τη σταδιακή εξίσωση των εισοδημάτων των κολχόζνικων σε πρώτη φάση με τα εισοδήματα των σοβχόζνικων και σε δεύτερη με των εργατών.
Η παραχάραξη αυτή εξ αντικείμενου μετατρέπει σε θύτες τα θύματα της αντεπανάστασης και συγκαλύπτει τον μοναδικό υπεύθυνο, που ήταν το κοινωνικό στρώμα των ανώτερων κομματικών - κρατικών στελεχών και της Κομσομόλ που είχε αυτονομηθεί από την εργατική τάξη και τους αγρότες. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κανένας αγρότης δεν έγινε καπιταλιστής, ενώ όλοι οι καπιταλιστές ήταν πρώην ανώτερα κομματικά - κρατικά στελέχη.
Η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας από την εργατική τάξη στην οποία έπρεπε να λογοδοτεί και η μετατροπή της σε αντεπαναστατική δύναμη έγινε σταδιακά αμέσως μετά το θάνατο του Λένιν και οφειλόταν σε δύο βασικές αιτίες. Η πρώτη αφορούσε στην αδιαφορία των εργατών και αγροτών για την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομία γενικότερα, που είχε σαν κύρια αιτία τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής παρά τις αντίθετες διακηρύξεις και προσπάθειες που σκόνταφταν στο ιδεολόγημα της «ισότητας». Η δεύτερη αφορούσε στη σταδιακή υποβάθμιση της προσπάθειας του Κόμματος να κατακτά την πρωτοπορία με ιδεολογικοπολιτική πάλη και στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους να επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία του στα Σοβιέτ, στα συνδικάτα, στα κολχόζ και σοβχόζ τα οποία μετέτρεψε από κοινωνικές οργανώσεις σε κομματικά παραρτήματα, στερώντας από τους εργάτες και αγρότες οποιονδήποτε μηχανισμό ελέγχου του κόμματος και της κυβέρνησης.
Η χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους και στην εσωκομματική διαπάλη συρρίκνωσε δραστικά την εσωκομματική δημοκρατία και εκφύλισε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε αυταρχισμό της ηγεσίας επί της βάσης και ολοκλήρωσης της κοινωνίας, η οποία παθητικά αποδέχονταν οποιαδήποτε απόφαση ακόμα και την αντεπανάσταση.
Γιάννης Σφυρής
ΚΟΒ Υπ. Γεωργίας
Ριζοσπάστης - 31 Δεκεμβρίου 2008