Οι Θέσεις για το σοσιαλισμό δείχνουν, ότι τα τελευταία χρόνια το Κόμμα έχει μελετήσει περισσότερο την ιστορία των σοσιαλιστικών χωρών και παρ' όλο που μένουν ακόμα πολλά να μελετηθούν - όπως τονίζεται σε διάφορα σημεία - περισσότερες απόψεις έχουν αποκρυσταλλωθεί απ' ό,τι σε προηγούμενα Συνέδρια. Και μόνο το γεγονός, ότι υπάρχει ξεχωριστό κείμενο για το σοσιαλισμό - πριν ήταν πάντα ενσωματωμένος στις Θέσεις της ΚΕ για τα άλλα ζητήματα - αποτελεί ένδειξη για το ότι «έχουμε τώρα περισσότερα να πούμε», αν και το γεγονός αυτό μοιάζει - μέχρι τώρα τουλάχιστον - να έχει οδηγήσει τους κατά πολύ περισσότερους στο να παρέμβουν σχετικά με αυτό το θέμα, ώστε να είναι σοβαρά εξασθενισμένη η παρέμβαση για το 1ο Θέμα.
Πρέπει να δούμε τη Θέση 4 (σελ. 7, 1η παράγραφος) για τη λεγόμενη μεταβατική περίοδο, τη διάρκειά της και το μη αυτόνομο χαρακτήρα της σε σχέση με τη Θέση 32.
Διότι στη φάση αυτή «η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των κομμουνιστικών σχέσεων που μόλις ξεκινά η οικοδόμησή τους ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί. Η χρονική διάρκεια αυτής της περιόδου εξαρτάται από την καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό».
Και στη Θέση 32 (σελ. 37) «Ο βαθμός όμως της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης δυσκολεύει ανάλογα τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη του νέου με το παλαιό. Η ταχύτητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επηρεάζεται απ' αυτό που κληρονομεί».
Στην υποσημείωση 54 στην ίδια σελίδα αναφέρεται η θέση του Λένιν, ότι στις χώρες με «μεσοαδύνατο» επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι «πιο εύκολο να αρχίσεις, πιο δύσκολο να συνεχίσεις» τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βαθιά κουβέντα. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, αν επομένως σε αναπτυγμένες χώρες είναι πιο δύσκολο να αρχίσεις και πιο εύκολο να συνεχίσεις. Για το πρώτο σκέλος έχουμε αποδείξεις. Δεν έχει γίνει μέχρι τώρα σοσιαλιστική επανάσταση σε αναπτυγμένη χώρα και αυτό σίγουρα στερεί από τους ερευνητές μια σημαντική διάσταση. Η ιστορία του σοσιαλισμού είναι η ιστορία των χωρών, στις οποίες εφαρμόστηκε και ο ερευνητής θα στραφεί στην πραγματοποιημένη δυνατότητα και όχι στην απραγματοποίητη. Μπορούμε λογικά να φανταστούμε ότι - αν γινόταν - θα ήταν πιο εύκολο να τη συνεχίσεις, μια και, όπως τόνιζε ο Λένιν επίσης (και αναφέρεται στη Θέση 4) ότι «στις χώρες όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις». Και επιπλέον θα είχαν ξεκαθαριστεί ένα σωρό ζητήματα του εποικοδομήματος (θρησκεία, οικογένεια, σχέσεις των δύο φύλων κλπ.), που οπωσδήποτε διευκολύνει μια ευρύτερη κατανόηση για το τι πάει να πει νέα κοινωνία και νέος άνθρωπος.
Με τη σημερινή εμπειρία του πισωγυρίσματος μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε, ότι οι χώρες που τη στιγμή της σοσιαλιστικοποίησής τους ήταν πιο αναπτυγμένες, κατρακύλησαν λιγότερο από τις χώρες που ήταν λιγότερο - πόσο μάλλον αν δεν ήταν καθόλου - αναπτυγμένες τη στιγμή του περάσματος.
Στη Θέση 4 θίγεται ουσιαστικά το ζήτημα της ταξικής πάλης, που οξύνεται αρχικά την πρώτη περίοδο, όταν οι καινούριες σχέσεις παλεύουν για να αντικαταστήσουν τις παλαιές. Το θέμα της όξυνσης της ταξικής πάλης έχει κατά καιρούς παρερμηνευθεί και απολυτοποιηθεί ακόμα και από μέλη του Κόμματος με το επιχείρημα, ότι «τόπε ο ίδιος ο Στάλιν» στα μέσα της δεκαετίας του '30 (το Σύνταγμα του '36 ήταν μια έκφραση αυτής της νέας κατάστασης): «ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλιστικού συστήματος σ' όλες τις σφαίρες της λαϊκής οικονομίας» και «σβήνουν τα σύνορα ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, όπως και ανάμεσα σ' αυτές τις τάξεις και στη διανόηση και εξαλείφεται η παλαιά ταξική αποκλειστικότητα» και παρακάτω: «χάνονται οι οικονομικές, αλλά και οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα σ' αυτές τις κοινωνικές ομάδες» (Στάλιν, Ζητήματα Λενινισμού, Εκδόσεις «Καμπίτση», σελ. 675 και 679).
Ενώ σε μια αντιπαράθεση με τον Μπουχάριν, προς το τέλος της δεκαετίας του '20 για την όξυνση της ταξικής πάλης στην πρώτη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ο Στάλιν τονίζει, ότι αυτή οξύνεται τότε, γιατί ο σοσιαλισμός επιτίθεται με επιτυχία στα καπιταλιστικά στοιχεία, τα οποία - λογικά - δυναμώνουν την αντίστασή τους, βεβαίως υποστηριζόμενα από τον παγκόσμιο καπιταλισμό (στο ίδιο, σελ. 303/304).
Αλλο η δεκαετία του '20, άλλο του '30! Τα πράγματα εξετάζονται διαλεκτικά στην εξέλιξή τους ανάλογα με τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση στην ΕΣΣΔ όσο προχωρούσαν οι σοσιαλιστικοί σχεδιασμοί. Η απόλυτη γενίκευση της όξυνσης, όσο και της μη όξυνσης είναι εξίσου απλοϊκή. Το να εξετάζουμε τις πηγές επιλέγοντας το τσιτάτο που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας ή απλώς εξοστρακίζοντας ηγέτες, δεν προσφέρει τίποτα σε μια αντικειμενική συζήτηση για την περίοδο οικοδόμησης της πρώτης σοσιαλιστικής προσπάθειας στην παγκόσμια ιστορία.
Στις Θέσεις 21 και 22 διαπιστώνεται, ότι τελικά η ιδεολογική αδυναμία της καθοδήγησης είναι η αιτία που ευκολότερα εισχωρούν οπορτουνιστικές απόψεις στο κομμουνιστικό κίνημα (στη μέση): «..., η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του ΚΚ είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη».
Και συμπεραίνει στο τέλος της Θέσης αυτής την αναγκαιότητα της ψηλής θεωρητικής στάθμης του ίδιου του Κόμματος. Στενά συνδεδεμένα με αυτά είναι η εκτίμηση της στάσης του ΚΚΕ στη Θέση 30, όπου γίνεται λόγος για τη θεωρητική επάρκεια για να αποφεύγεται στο μέλλον η άκριτη υιοθέτηση θέσεων μιας άλλης δύναμης, χωρίς να ξεχωρίζεις (σαν Κόμμα - εννοείται - γιατί αρκετά μέλη είχαν εντοπίσει από τότε τους οπορτουνιστικούς κινδύνους) την ιδεολογική κατεύθυνση που παίρνει.
Στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα Θέση 22 επισημαίνεται όχι μόνο ποια είναι η υλική βάση του οπορτουνισμού, αλλά ότι υπήρξε τη δεκαετία του '50 μια «σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Κόμματος». Και λίγο παρακάτω: «Η νέα φάση μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Κόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο....» κλπ.
Η προσέγγιση στο θέμα αυτό τονίζει κάπως μονόπλευρα το στοιχείο της ιδεολογικής ανεπάρκειας και των λαθών - είναι ένα κλίμα που διέπει το όλο κείμενο - ενώ τα ιστορικά γεγονότα μας παραπέμπουν έντονα στη σκοπιμότητα (και όχι στα λάθη!) της οπορτουνιστικής πορείας του κομμουνιστικού κόμματος-καθοδηγητή, πού έβρισκε συμμάχους, αλλά και αφελείς. Και το τελευταίο βέβαια, οφείλεται και στη θεωρητική ανεπάρκεια.
Για το έδαφος που ισχυροποιεί τον οπορτουνισμό παραπέμπω στην παρέμβασή μου στην ΚΟΜΕΠ για το 1ο Θέμα, όπου σχολιάζω πιο αναλυτικά το ζήτημα του εδάφους ισχυροποίησης του οπορτουνισμού με αφορμή την εκεί Θέση 54, η οποία τουλάχιστον δεν είναι πλήρης και έρχεται κατά τη γνώμη μου σε αντίθεση με τη Θέση 21 για το 2ο Θέμα. Ενώ όλη η λογική των Θέσεων για το σοσιαλισμό παραπέμπει στο αποδυνάμωμα του επαναστατικού φορέα ως έδαφος ισχυροποίησης των οπορτουνιστικών τάσεων, η Θέση 54 του 1ου Θέματος παραπέμπει κυρίως στη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Καλό είναι να τονίζεται για άλλη μια φορά το πρόβλημα της ελλιπούς θεωρητικής στάθμης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος, που είναι καθοριστικός παράγοντας για το πού θα γείρει η ζυγαριά σε συνθήκες αποδυναμώματος του Κόμματος. Για να αντιμετωπίσεις τον οπορτουνισμό, πρέπει πρώτα να είσαι σε θέση να τον εντοπίσεις! Αφού νομοτελειακό φαινόμενο δεν είναι (Θέση 22, σελ. 27).
Για τις δυνατότητες του σοσιαλισμού σε μία χώρα οι κλασικοί του μαρξισμού είναι σαφείς. Σ' αυτούς, αλλά και στην έως τώρα πείρα, στηρίζεται το Κόμμα, όπως προκύπτει και από τη σύντομη, αλλά πλήρη διατύπωση στη Θέση 31 (σελ. 36 κάτω και σελ. 37).
Και μια τελευταία παρατήρηση: κατά τη γνώμη μου ο αριθμός των λέξεων θα έπρεπε να ήταν το αντίστροφο. Δηλαδή, οι περισσότερες για το 1ο Θέμα, αφού πρόκειται για Θέσεις για όλα τα θέματα, που αφορούν το «διά ταύτα» της τακτικής και στρατηγικής του Κόμματος.
Αννεκε Ιωαννάτου
Ριζοσπάστης - 30 Δεκεμβρίου 2008