1. Ερμηνεύοντας το «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και προσδιορίζοντας τις βασικές γραμμές του σοσιαλισμού για τον οποίο αγωνίζεται ένα κομμουνιστικό κόμμα σφραγίζει ουσιαστικά την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητά του, αν και δεν πρέπει να ξεχνούμε, εν προκειμένω, τα λόγια του Marx: «Οπως στην ιδιωτική ζωή κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε κείνο που ένας άνθρωπος λέει ή σκέφτεται για τον εαυτό του και σε εκείνο που πραγματικά είναι και κάνει, έτσι ακόμα πιο πολύ πρέπει στους ιστορικούς αγώνες να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα λόγια και τις δοξασίες των κομμάτων και στον πραγματικό τους οργανισμό και τα πραγματικά τους συμφέροντα, ανάμεσα σε εκείνο που φαντάζονται και σε εκείνο που πραγματικά είναι».
2. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, η ουσιαστική οικοδόμηση του σοσιαλισμού, οργανική προέκταση της σχετικά σύντομης μεταβατικής περιόδου που προηγήθηκε, ξεκίνησε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '30. Υπό την καθοδήγηση του Στάλιν, ηγέτη του «συνεπούς ρεύματος της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής», όπως επί λέξει τον χαρακτηρίζουν οι Θέσεις, εκτυλίσσεται η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου, που, σύμφωνα με το κομματικό κείμενο, αποτελεί «όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές».
Αν όμως στο πλαίσιο της δικτατορίας του προλεταριάτου η ταξική πάλη συνεχιζόταν με άλλα μέσα και άλλες μορφές, τότε πώς, ήδη το Σύνταγμα του 1936, που ψηφίζεται με εισήγηση του ίδιου του Στάλιν, έρχεται να διακηρύξει τερματισμένη την πάλη των τάξεων; Πώς να πιστέψουμε τον ηγέτη του πιο «συνεπούς ρεύματος της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής», όταν στην εισηγητική ομιλία του για την ψήφιση του ίδιου Συντάγματος, υποστηρίζει απερίφραστα ότι «εξαλείφθηκαν όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις» και βεβαιώνει ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές τάξεις»;
Αν ήταν έτσι, αν όντως ταξική πάλη δεν υπήρχε πια στην ΕΣΣΔ το 1936, πώς να εξηγήσουμε ότι μόλις ένα χρόνο αργότερα ξεσπά το μεγάλο κύμα των δικών και των εκκαθαρίσεων, αυτές οι υπερβολές(!) - η λέξη μεταφέρεται αυτούσια από τις Θέσεις - που οδηγούν στην εξόντωση, μεταξύ πολλών άλλων, και της πλειοψηφίας των μελών της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ);
Υπήρχε, βέβαια, και η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, ο ταξικός αντίπαλος στο διεθνές επίπεδο, που κατόρθωσε να στρατολογήσει στις τάξεις των πρακτόρων του, σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη και άλλες επίσημες κομματικές εκδόσεις, τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι, τον Ζηνόβιεφ, τον Ράντεκ, και τόσους άλλους πρώην επαναστάτες, και, στη συνέχεια λακέδες του ιμπεριαλισμού!!!
Αλλά ας αφήσουμε τους πράκτορες στον πεμπτοφαλαγγίτικο ρόλο που τους αναγνώρισε και ο υπεράνω πάσης υποψίας ...αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα στην περίοδο των δικών, και ας επιστρέψουμε στην Ιστορία. Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού αποδείχτηκε πράγματι κρίσιμος. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να προβληματιστούμε επιτέλους για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα; Μήπως, όπως ακριβώς και ο Λένιν, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο εφικτό της (προσωρινής) νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και στο, εν τέλει, ανέφικτο οικοδόμησής του, αν η σοσιαλιστική επανάσταση δεν προσλάβει διεθνή χαρακτήρα, επικρατώντας σε μια αλυσίδα χωρών, μέσα στο, κατά περίπτωση, κρίσιμο χρονικό διάστημα;
3. Αγαπητοί σύντροφοι, αν υιοθετήσει κανείς τη λογική των Θέσεων, πρέπει και να δεχτεί ότι δήθεν μέχρι το θάνατο του Στάλιν το 1953, ή, έστω μέχρι το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, προχωρούσε, έστω και με κάποια προβλήματα και «υπερβολές», η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μέχρι τότε, όμως διότι τότε, στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως κατά γράμμα εκτιμούν οι Θέσεις, συντελείται η οπορτουνιστική στροφή, που, σε ένα βάθος τριάντα περίπου χρόνων, θα οδηγήσει στην ανατροπή του σοσιαλισμού και στη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Θα συμφωνήσουμε, χωρίς να μηδενίζουμε το ρόλο των λεγόμενων «μεγάλων ανδρών», ότι δεν είναι, πάντως, μαρξιστικό να ερμηνεύουμε την Ιστορία με βάση την άνοδο και την πτώση μιας ισχυρής προσωπικότητας. Αλλά στο όνομα ποιας μαρξιστικής διαλεκτικής μπορεί κανείς να συμφωνήσει στη σχηματική αντιπαράθεση δύο περιόδων της σοβιετικής ιστορίας με σημείο καμπής το συνέδριο του 1956; Ανεξάρτητα από προθέσεις, στις Θέσεις αντιστρέφεται μηχανιστικά, και έτσι αναπαράγεται, το σχήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αν η αστική τάξη αγκαλιάζει τον Χρουστσόφ και καταδικάζει τον Στάλιν, στο κείμενο των Θέσεων επιχειρείται το αντίστροφο. Αυτό δεν είναι λύση. Είναι αδιέξοδο.
Ανάμεσα στη λεγόμενη σταλινική και στη λεγόμενη χρουστσοφική περίοδο υπάρχει μια βαθύτερη σχέση συνέχειας, η υποτίμηση της οποίας δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές συνέπειες για το σήμερα και το αύριο ενός κόμματος που δε θέλει μόνο να λέγεται, αλλά και να είναι κομμουνιστικό. Η απουσία εργατικού ελέγχου μέσα στους χώρους της παραγωγής, η μετάλλαξη του θεσμού των σοβιέτ από κύτταρο σοσιαλιστικής δημοκρατίας σε τυπικό μηχανισμό διεκπεραίωσης προειλημμένων από την κομματική ηγεσία αποφάσεων, εξελίξεις που, έστω και αποσπασματικά, επισημαίνονται αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν ερμηνεύονται στις Θέσεις, καθώς και η ποινικοποίηση της κριτικής στο πλαίσιο της κομματικής και κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση φαινόμενα ευτελισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης στην καθημερινότητα των λεγόμενων σοσιαλιστικών κοινωνιών, δεν ξεκίνησαν από το τέλος της δεκαετίας του '50, αλλά τουλάχιστον από τη δεκαετία του '30.
4. Αγαπητοί σύντροφοι, ένα κόμμα που δε θέλει να ερμηνεύει το χθες, υπονομεύοντας το αύριο του εργατικού κινήματος, δεν μπορεί να ταυτίζει την κριτική στη λεγόμενη σταλινική περίοδο με τον αντικομμουνισμό, ούτε ασφαλώς να συνεχίζει να νομιμοποιεί ακόμη την κρατική/ αντεπαναστατική βία κομματικών ηγεσιών, που το ίδιο χαρακτηρίζει πλέον, και κατόπιν εορτής, ρεβιζιονιστικές και οπορτουνιστικές. Υποστήριξα και στο παρελθόν, τόσο στον κομματικό Τύπο, όσο και με κείμενά μου προς την καθοδήγηση του Κόμματος, υποστηρίζω και τώρα ότι υπάρχει άμεση ανάγκη για μια ουσιαστική διεπιστημονική έρευνα για τη φύση, την πορεία και την κατάληξη των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Αλλωστε, η όποια απόπειρα προσέγγισης αυτού του θεμελιώδους ζητήματος πρέπει βεβαίως να γίνεται συντεταγμένα, αλλά δεν μπορεί να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Οι όποιες τάσεις εσωστρέφειας και περιχαράκωσης είναι σαφές ότι ούτε την ερευνητική προσπάθεια ούτε την άσκηση επαναστατικής πολιτικής διευκολύνουν. Και τελικά, η έρευνα δεν μπορεί να είναι ταπεινή ακόλουθος, αλλά ουσιαστικός παράγοντας διαμόρφωσης της κομματικής πολιτικής. Σε καιρούς χαλεπούς, για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, και σε όλο τον κόσμο, οι κολασμένοι της μισθωτής εργασίας, η νεολαία, οι άνεργοι, απαιτούν καθαρές εξηγήσεις για το τι έφταιξε και αγωνιούν για το τι θα γίνει, ιδιαίτερα σήμερα που ο παγκόσμιος καπιταλισμός βυθίζεται σε βαθιά κρίση. Η κομμουνιστική Αριστερά δεν μπορεί να είναι μια Αριστερά του δήθεν, αλλά ούτε της νοσταλγίας ενός σοσιαλισμού που εξαιτίας κάποιων «λαθών» και «παρεκκλίσεων» εξόντωσε μαζί με αστούς της πόλης και κουλάκους, αθώους σοβιετικούς πολίτες, ακόμη και το πολιτικό και πνευματικό άνθος της ίδιας της μπολσεβίκικης ηγεσίας. Αργά ή γρήγορα, ένας κόσμος μαχόμενος ή, έστω μάχιμος, που ακόμη σιωπά, ένας κόσμος που αρνείται να εγκλωβιστεί σε ψευτοδιλήμματα του τύπου «Στάλιν ή Χρουστσόφ», θα μιλήσει, και τότε, πολύ φοβούμαι, ότι με αυτές τις εκτιμήσεις για το σοσιαλισμό το κόμμα θα βρεθεί σε δεινή θέση. Τότε θα γίνει σαφές ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι αντικείμενο νοσταλγίας, γιατί δεν είναι το χθες, αλλά το αύριο του κόσμου.
Αλέξανδρος Α. Χρύσης
Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ριζοσπάστης - 13 Δεκεμβρίου 2008