1) Παρότι οι (πρώτες) εκτιμήσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995 ισχύουν και το Κείμενο για το σοσιαλισμό έρχεται ως συνέχειά τους, στις δημόσιες τοποθετήσεις για την περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, τη δεκαετία του 1930, δεν αναφερόμαστε καθόλου σε πλευρές που είχαμε επισημάνει το '95. Οπου εκτιμούσαμε ότι: «Ενα συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και το βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων. Η τελευταία λέξη για τα πραγματικά προβλήματα, τη συνολική πείρα και τις αρνητικές πλευρές της περιόδου αυτής δεν έχει ειπωθεί. Απαιτείται βαθύτερη μελέτη της περιόδου (...)».
2) Ενώ συζητάμε τις Θέσεις για το σοσιαλισμό, σε επίσημες εκδόσεις του Κόμματος λέγονται άλλα από τις εκτιμήσεις που περιέχονται στο Κείμενο. Πιο συγκεκριμένα:
α) Στον πρόλογο της έκδοσης «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός» (έκδοση του 2005) γίνεται η εκτίμηση ότι «η πολεμική απέναντι στη συγκροτημένη και προδοτική σοσιαλδημοκρατία εκ μέρους του κομμουνιστικού κινήματος (...) από τη δεκαετία του 1930, σταδιακά αμβλύνθηκε (...), ιδιαίτερα στη νέα καμπή και κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που έφερε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος». Και στην εισαγωγή στην έκδοση για τα 90χρονα του Κόμματος «Η Κομμουνιστική Διεθνής - Θέσεις και Καταστατικό του 2ου Συνεδρίου» γίνεται ένα βήμα παραπέρα: «Η καθαρή ταξική γραμμή του 2ου Συνεδρίου (ενν.: της ΚΔ) απέναντι στον προδοτικό χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας (...) δεν άντεξε στη διαδρομή των 23 χρόνων της ιστορίας της».
Αυτή η άποψη αμφισβητεί ευθέως την πολιτική του ΠΚΚ (μπ.) την περίοδο που Γραμματέας ήταν ο Στάλιν, στην ουσία τη λενινιστική πολιτική. Εμμέσως αλλά σαφώς δικαιώνεται η άποψη του Ζινόβιεφ ότι «κύριος αντίπαλος είναι η αριστερή σοσιαλδημοκρατία» ή οι όροι «σοσιαλφασίστες» και «σοσιαλφασισμός». Σχηματικά, με βάση την άποψη αυτή, είχε σωστή ταξική γραμμή η Διεθνής όσο επικεφαλής ήταν ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν, «έμπαζε» όταν επικεφαλής ήταν ο Στάλιν και ο Δημητρόφ.
β) Στην εισαγωγή στην ΚΔ περιέχονται και μια σειρά εκτιμήσεις για τη στρατηγική του Διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, σε διάσταση με όσα αναφέρονται στις Θέσεις και που αναθεωρούν εκ βάθρων βασικές εκτιμήσεις του κομμουνιστικού κινήματος και του Κόμματός μας.
- Υποστηρίζεται η άποψη ότι «απομακρύνθηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα» από τις Διακηρύξεις της Διεθνούς (πριν από την αυτοδιάλυσή της). Γίνεται λόγος για «Διακηρύξεις που αυτοαναιρέθηκαν με την απόφαση αυτοδιάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μέσα στο καμίνι του πιο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου».
- Οτι η γραμμή του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ «λειτούργησε πυροσβεστικά ως προς το στρατηγικό στόχο της πάλης για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας». Οτι «στην πορεία η εμφάνιση του φασισμού αιχμαλώτισε την επαναστατική γραμμή του εργατικού κινήματος στα δίκτυα των αστικών πολιτικών αντιθέσεων». Εδώ βάλλεται ευθέως η συνολική στρατηγική και τακτική που χάραξε η ΚΔ επί Στάλιν, και όχι απλώς κάποιες πλευρές της ή η εφαρμογή της από ορισμένα ΚΚ. Παραγνωρίζεται η συμβολή του 7ου Συνεδρίου στην υπεράσπιση του μοναδικού τότε σοσιαλιστικού κράτους, στην ήττα και συντριβή του φασισμού και των δυνάμεων του Αξονα, στη μαζικοποίηση των ΚΚ και στη διεύρυνση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
- Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίζεται ως «ο πιο γενικευμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος». Αντικαθίσταται έτσι η εκτίμηση του Διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (βλ., λ.χ., λόγο του Στάλιν στις 9 Φλεβάρη 1948) ότι ο χαρακτήρας του πολέμου σταδιακά μεταβλήθηκε με την είσοδο σε αυτόν της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά και νωρίτερα, στο βαθμό που τα αντιφασιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των κατεχόμενων από τον Αξονα χωρών ανέπτυσσαν τη δράση τους.
Είναι σαφές ότι οι απόψεις αυτές δεν υιοθετούνται από το Ντοκουμέντο (κάποιες ίσως δεν απορρίπτονται, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν υιοθετούνται). Αν αυτές εκφράζονταν στο πλαίσιο του Προσυνεδριακού Διαλόγου, θα ήταν θεμιτό, ίσως και επιβεβλημένο. Ομως, η δημοσιοποίησή τους μέσα από επίσημες εκδόσεις του Κόμματος αποτελεί ανοιχτή παραβίαση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Πώς, όμως, εξηγείται ότι εμφανίζονται σε βιβλία «γραμμής», την περίοδο που συλλογικά ανοίγει η ΚΕ τη συζήτηση για το Σοσιαλισμό; `Η πρόκειται για προσωπικές απόψεις που ανεπίτρεπτα δημοσιεύονται ως θέσεις «γραμμής». `Η πρόκειται για συλλογικές εκτιμήσεις και επεξεργασίες, σε συμφωνία με το Προσυνεδριακό Κείμενο για το Σοσιαλισμό, οι οποίες όμως, για κάποιο λόγο, δεν περιλήφθηκαν στο Προσυνεδριακό Κείμενο, ώστε να συζητηθούν από όλο το Κόμμα. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, το οποίο είναι αδιανόητο, άλλα έρχονται για συζήτηση και άλλα υιοθετούμε.
Και επί της ουσίας, τέτοια διαβρωτική κριτική στην περίοδο που Γραμματέας του ΚΚ στη Σοβιετική Ενωση ήταν ο Στάλιν, όχι για το πρόσωπο, αλλά για την πολιτική γραμμή που ακολουθήθηκε και μάλιστα όχι σε κάποιες επί μέρους πλευρές αλλά στο σύνολό της, είναι απαράδεκτη. Τέτοιες απόψεις, αντικειμενικά, «γλιστράνε» προς τον τροτσκισμό.
3) Για την ειρηνική συνύπαρξη: Στο Ντοκουμέντο ο όρος τίθεται σε εισαγωγικά, δηλαδή αφήνεται να εννοηθεί ότι δεν υιοθετείται. Επιπλέον, ενώ γίνεται κριτική στο πώς αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και κυρίως στο 20ό Συνέδριο, δε γίνεται καμία αναφορά στο αν υπάρχει τέτοια πολιτική και, σε αυτήν την περίπτωση, ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενό της.
Η πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης είναι λενινιστική θέση (βλ. και Εκτιμήσεις '95, σελ. 25: «η λενινιστική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης»). Και μάλιστα αποτέλεσε σταθερή πολιτική της ΕΣΣΔ και επί Στάλιν. Χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις για το ζήτημα του πολέμου που ψήφισε το 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1928), στις οποίες τονιζόταν ότι «η φιλειρηνική λενινιστική πολιτική του προλεταριακού κράτους σε καμία περίπτωση δε δείχνει ότι η Σοβιετική εξουσία "συμβιβάστηκε με τον καπιταλισμό". Οτι η πολιτική αυτή είναι μόνο μια άλλη - και στις τότε συνθήκες, μάλιστα, η πιο συμφέρουσα - μορφή πάλης κατά του καπιταλισμού, την οποία η ΕΣΣΔ ακολουθεί με συνέπεια από τον καιρό της Οχτωβριανής Επανάστασης». Και ότι στο κέντρο της πάλης ενάντια στον κίνδυνο του πολέμου πρέπει να είναι η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι όποιες παρεκκλίσεις σημειώθηκαν δεν πρέπει να οδηγούν στο άλλο άκρο, στην απόρριψη μιας ορθής θέσης και πολιτικής.
4) Εχει επισημανθεί ότι σε δύο σημεία (την εθνικοποίηση της γης και την αμοιβή της εργασίας στην πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής) το Πρόγραμμα του Κόμματος δεν εμπλουτίζεται, αλλά στην πραγματικότητα τροποποιείται με το Ντοκουμέντο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με προγραμματικό Συνέδριο και με όρους που προβλέπει το Καταστατικό. Σ' αυτό δεν μπορεί να υπάρχει δεύτερη γνώμη.
Για το αγροτικό ζήτημα δεν πρέπει να ξεχνάμε τις υποδείξεις του Λένιν σχετικά με τα λάθη στη λύση του κατά την ουγγρική επανάσταση του 1919. Ελεγε χαρακτηριστικά ότι η Σοβιετική εξουσία πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιήσει τους φτωχούς σε βάρος των μεγάλων τσιφλικιών. «Διαφορετικά, ο μικρός αγρότης δε θα δει τη διαφορά ανάμεσα σε εκείνο που υπήρχε πριν από τη σοβιετική δικτατορία και μετά την εγκαθίδρυσή της. Αν η προλεταριακή εξουσία δεν εφαρμόσει αυτήν την πολιτική, δε θα μπορέσει να κρατηθεί». Αυτή ήταν και η ταξική βάση της νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, κόντρα στις απόψεις του Τρότσκι «για το αδύνατο της νίκης της προλεταριακής επανάστασης σε μια χώρα χωρίς την υποστήριξη της παγκόσμιας επανάστασης».
Τα ζητήματα του σοσιαλισμού χρειάζονται σοβαρή μελέτη και, κυρίως, ξεκάθαρη συζήτηση. Συζήτηση όχι απλώς στη βάση της μιας ή της άλλης διατύπωσης, αλλά επί της ουσίας. Στη βάση της υπεράσπισης της προσφοράς του σοσιαλισμού και της κριτικής αποτίμησης με όπλο το μαρξισμό - λενινισμό.
Ανδρέας Βασιλείου
ΚΟΒ Ναυπλίου
Ριζοσπάστης - 13 Φεβρουαρίου 2009