Μεγάλο πολιτικό χρέος και ασίγαστη ανάγκη είναι η μελέτη της εμπειρίας της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να οικοδομήσει σοσιαλισμό και η διερεύνηση των παραγόντων που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης. Χρέος που πηγάζει από το καθήκον του Κόμματος να καθοδηγήσει την εργατική τάξη να πετύχει την ανατροπή του καπιταλισμού και να ξεκινήσει την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, εξοπλισμένη από την πείρα της Εποποιίας της Οχτωβριανής Επανάστασης και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ενωσης.
Μπροστά στο κείμενο με τις Θέσεις για το Σοσιαλισμό, με δεδομένη τη σοβαρότητα του ζητήματος και τις προγραμματικές προεκτάσεις του, δεν μπορεί παρά μόνο με αυστηρότητα να τοποθετηθεί κανείς, όπου χρειάζεται, έστω κι αν η προσωπική οπτική γωνία αποδειχτεί στο τέλος λαθεμένη.
Οι Θέσεις σωστά μελετούν την οικονομία (τον τρόπο παραγωγής - τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις) ως έναν σημαντικότατο εσωτερικό παράγοντα που πάνω του βρήκε έδαφος και ρίζωσε νικηφόρα η αντεπανάσταση, αλλά δεν είναι μοναδικός ούτε από μόνος του ικανός, παρά τις όποιες στρεβλώσεις, να οδηγήσει στο πισωγύρισμα. Κι από το Εποικοδόμημα μια γρήγορη, ανεπαρκή, ματιά στο ρόλο του Κόμματος και μια ακόμα στην πορεία της Σοβιετικής Εξουσίας, ισορροπώντας πάνω στο 20ό Συνέδριο χωρίζοντας, ανομολόγητα είναι αλήθεια, στην «πριν» περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και στην «μετά» έναρξη της σοσιαλιστικής αποικοδόμησης. Ετσι γεννιέται η απορία με ποιο τρόπο τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης χτίζανε σοσιαλισμό σε συνθήκες και με υλικά αποδόμησης; Αναπάντητο μένει εκείνο το ερώτημα που, αμείλικτο, φώλιασε μέσα μας από την πρώτη στιγμή των τραγικών εκείνων ημερών: Γιατί δεν υπήρξε αντίδραση από τις κομματικές δυνάμεις, από την εργατική τάξη, από το λαό της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών; Εχω την αίσθηση ότι την απάντηση θα τη βρούμε όταν στα σοβαρά μελετήσουμε εκείνο το μέρος του Εποικοδομήματος που αναφέρεται στις Μορφές της Κοινωνικής Συνείδησης (Ιδέες, Αντιλήψεις, Πεποιθήσεις) και στις Διαδικασίες της Κοινωνικής Ζωής (Διαίρεση των ανθρώπων σε στρώματα, κοινωνικές ομάδες, επαγγέλματα, κομμουνιστόχρωμους διευθυντάδες, μεγαλοστελέχη κλπ.).
Στις αδύνατες πλευρές των Θέσεων:
1) Η σοσιαλιστική οικοδόμηση πράγματι είναι μια ενιαία διαδικασία η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας, περιέχει τη λεγόμενη «μεταβατική περίοδο» ως μέρος της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε έτσι απλά να παίρνουμε στοιχεία που μπορούν να διαμορφωθούν σε άλλες φάσεις και να τις τοποθετούμε κατά βούληση - ίσως κατά σύγχυση - αλλού. Εκείνο που ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '30 δεν είναι η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Δεν είναι αρκετό. Πλήρη κατάργηση των Καπιταλιστικών Σχέσεων σημαίνει πλήρη κυριαρχία των Κομμουνιστικών Σχέσεων, πέρασμα δηλαδή στην Ανώτερη Βαθμίδα, πράγμα που στη μεγαλειώδη ιστορία της ΕΣΣΔ και παρά τα μοναδικά επιτεύγματα της, ουδέποτε συνέβη. Η κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», που ίσχυσε μέχρι τις ανατροπές, δεν μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή. Είναι τέτοια. Στον ανώριμο κομμουνισμό ο νόμος της αξίας έχει ισχύ στο βαθμό που παραμένουν μορφές της εμπορευματικής παραγωγής είτε ατομικής είτε ομαδικής. Βέβαια η λειτουργία του νόμου της αξίας περιορίζεται από τη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού. Ασφαλώς ο νόμος της αξίας δεν αποτελεί νομοτέλεια του σοσιαλισμού, δεν ενσωματώνεται στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι στοιχείο ξένο και βρίσκεται σε αντίφαση με την κοινωνική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Αυτή η αντίφαση ξεπερνιέται με τη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Μέτρο της εργασίας σ' αυτή τη φάση προσδιορίζεται η διάρκειά της (χρόνος) και η έντασή της. Σωστά στο Πρόγραμμα του Κόμματος αναφέρεται:
«Δημιουργούνται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση όχι μόνο κάθε πηγής ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά και κάθε πηγής κοινωνικής καταπίεσης. Η διαδικασία ολοκληρωτικής κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στην Ελλάδα, που θα επηρεαστεί, ασφαλώς, και από το διεθνές πλαίσιο, θα είναι πολύπλοκη, λόγω των δυσκολιών που κληρονομεί στη νέα κοινωνία ο ελληνικός καπιταλισμός και η συμμετοχή του στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με στόχο το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...»
Στο βαθμό που εξακολουθεί να λειτουργεί το «ανάλογα με την εργασία του», και ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο είναι το τμήμα της σοσιαλιστικής παραγωγής που διανέμεται έτσι, τότε οι θέσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» της δεκαετίας του '30 μέχρι το «Παλλαϊκό Κράτος» δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να συντηρούν στο εποικοδόμημα την κληρονομιά των ιδεολογιών, των ηθικών κανόνων, των αντιλήψεων και της κοσμοθεωρίας των προηγούμενων ταξικών - εκμεταλλευτικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εξισώνοντας έναν ανύπαρκτο ηθικό καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό ως φρεναρισμένη διαδικασία που εξελίσσεται μονάχα στο επίπεδο της «θεωρίας» κι αυτό στρεβλωμένα.
2) Η αναφορά σε «συνεπείς δυνάμεις», «συνεπές ρεύμα» κλπ. γίνεται ενοχλητική, ιδιαίτερα διότι: α) αποδεικνύεται η ορθότητα ή όχι της θέσης, από το αποτέλεσμα στο βάθος του χρόνου, β) συνεκδοχικά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλοι οι άλλοι που είχαν θέση - πρόταση η οποία αποδεικνύεται λιγότερο σωστή ή λαθεμένη είναι το λιγότερο «ασυνεπείς δυνάμεις» και εν πολλοίς «ύποπτοι», ίσως, αντισοσιαλιστικής δράσης, γ) αφορά, κύρια, κομματικά στελέχη, οικονομολόγους και κάποιους διανοούμενους, αφήνοντας έξω από την όποια ιδεολογική διαμάχη, με ελιτίστικο τρόπο, τα απλά μέλη, την εργατική τάξη και τον λαό, δ) νομιμοποιεί με επικίνδυνο τρόπο τη σκέψη πως μπορεί κανείς να κάνει τέτοιους διαχωρισμούς με βάση την προσωπική του αντίληψη για τα πράγματα.
3) Ο ρόλος της προσωπικότητας αναντίρρητα είναι σοβαρός αλλά δεν μπορεί να είναι καθοριστικός σε τέτοιο βαθμό ώστε από αυτή να εξαρτάται η παραπέρα σοσιαλιστική οικοδόμηση ή το πισωγύρισμα. Η αναφορά στον Γ.Γ. του Κόμματος όχι ως χρονικός προσδιορισμός της περιόδου αλλά ως ποιοτική εκτίμηση των πολιτικών αποφάσεων είναι ιδιαίτερα προβληματική. Αν στέκει ως πραγματικότητα τότε έχουμε να κάνουμε με σοβαρές παραβιάσεις της κομματικής λειτουργίας. Δεν αναφέρομαι μόνο στον Στάλιν, τον Χρουστσόφ ή τον Μπρέζνιεφ αλλά και στη μη εκτίμηση της «περιόδου Αντρόποφ», η οποία «ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ αυτής της περιόδου γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού». Τούτα τα κείμενα ποιος τα εμπόδισε να φανούν πριν το 1982 και ποιος τα εξαφάνισε αμέσως μετά; Με την ίδια λογική το 20ό Συνέδριο πήρε σημαντικότατες αποφάσεις που σημάδεψαν την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά όλες πάταγαν γερά σε προηγούμενες αποφάσεις του ΚΚΣΕ. Συνεπώς δεν είναι σωστό ότι σημειώνεται στροφή, πιο πολύ με ποιοτικό άλμα μοιάζει.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι η νέα αστική τάξη η οποία αποκτά σιγά - σιγά τον έλεγχο και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν προέρχεται από την παλιά αστική τάξη και τους εκφραστές των συμφερόντων της οι οποίοι φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας από τα μέσα της δεκαετίας του '30. Οι νέοι αστοί ξεπηδούν μέσα από τα σπλάχνα του Κόμματος. Διεφθαρμένα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και του εμπορίου νομιμοποιούν και επενδύουν κεφάλαια που έχουν ήδη στην κατοχή τους συσσωρευμένα με λαθρεμπόριο και μαύρη αγορά.
Σύντροφοι, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στη μελέτη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και των παραγόντων της ήττας και της επικράτησης της αντεπανάστασης, όπως εκτιμά και η ΚΕ, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας και χρέος να δώσουμε συνέχεια.
Ανδρέας Δενεζάκης
ΚΟΒ Άνω Ιλισίων
Ριζοσπάστης - 7 Φεβρουαρίου 2009