Οι θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό κάνουν προσπάθεια να σταθούν κυρίως σε ζητήματα οικονομίας του σοσιαλισμού. Μια τέτοια προσπάθεια για να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, πρέπει να έχει ως οδηγό τις βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας στη μαρξιστική σκέψη. Κατά τη γνώμη μου, προκύπτουν ακόμα και μεθοδολογικά προβλήματα σε αυτήν την προσπάθεια, που όμως είναι ουσιαστικά για τα συμπεράσματά μας. Η αντίληψη του Μαρξ για τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας, όπως αποτυπώνεται στον Α΄ τόμο των GRUNDRISSE, καθώς και ο πρόλογος του «Κεφαλαίου», πρέπει να είναι οδηγός μας τόσο για την προσέγγιση συνολικά των ζητημάτων, όσο και για τη διάταξη του υλικού μας.
Επισημαίνω τα εξής: Το οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού πρέπει να μελετηθεί σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι πλευρές του ζωντανού όλου δεν είναι παρά εκφράσεις των αφηρημένων γενικών σχέσεων. Η σωστή μέθοδος είναι η άνοδος από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, όπου η σκέψη οικειοποιείται το συγκεκριμένο και το αναπαράγει σε πνευματικό συγκεκριμένο. Το συγκεκριμένο είναι η ενότητα του πολλαπλού, την οποία μπορούμε να οικειοποιηθούμε μόνο ως πνευματικό συγκεκριμένο με τη μέθοδο της αφαίρεσης, ξεκινώντας από τις αφηρημένες απλές οικονομικές κατηγορίες. Οι αφηρημένες οικονομικές κατηγορίες, ενώ ισχύουν για όλες τις εποχές (ακριβώς επειδή είναι αφηρημένες), εμφανίζονται μονάχα ως προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων και ισχύουν μόνο για αυτές και μέσα σε αυτές. Στην κοινωνική εξέλιξη, οι κατηγορίες που εκφράζουν τις σχέσεις, η κατανόηση της διάρθρωσης της αστικής κοινωνίας, μας βοηθάει να κατανοήσουμε και τη διάρθρωση και τις σχέσεις παραγωγής των εξαφανισμένων κοινωνικών μορφών χωρίς να τις ταυτίζουμε. Ετσι η τελευταία μορφή θεωρεί τις προηγούμενες σαν βαθμίδες που οδηγούν στην ίδια.
Καταλήγω στο εξής: Η αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής παρουσιάζεται στο κείμενο των θέσεων ως καθοριστική αφηρημένη γενική σχέση, που γεννάει το συγκεκριμένο, και όχι ως η σύνοψη των πολλαπλών προσδιορισμών και σχέσεων, που καθορίζονται από τις σχέσεις των αφηρημένων οικονομικών κατηγοριών, αφού οι αφηρημένες κατηγορίες παρουσιάζονται ως συγκεκριμένες π.χ. αξία. Γίνεται σύγχυση ακόμα και στην ερμηνεία κειμένων των κλασικών (π.χ. του «Προγράμματος της Γκότα» και της ερμηνείας του Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση»), παρουσιάζοντας αφηρημένους όρους ως συγκεκριμένους για την ανάγκη του συμπεράσματος. Ετσι λοιπόν ακόμα και μια σειρά από εκφράσεις του συγκεκριμένου, δηλαδή προβλήματα στις σχέσεις ιδιοκτησίας, στον καταμερισμό της εργασίας, στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, στη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, που θα έπρεπε να αποτελούν πραγματική αφετηρία, δεν εξετάζονται με αυτό τον τρόπο, αλλά παρουσιάζονται ως αποτελέσματα της συγκεκριμενοποιημένης πλέον αφηρημένης οικονομικής κατηγορίας και όχι ως αφαίρεση αυτής.
Με αυτό τον τρόπο η αξία παρουσιάζεται ως δύναμη, η οποία πιέζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού να πισωγυρίσει στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Η αξία καθορίζεται από τις σχέσεις της κάθε εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου, είναι μια αφηρημένη κατηγορία, που υπάρχει όχι αυτόνομα θεωρητικά, αλλά ως μέρος του πολλαπλού όλου. Η αποσύνδεση ακριβώς της αξίας από τη σχέση της ως μέρος του όλου στην κοινωνική παραγωγή, οδηγεί στη διαπίστωση ότι απλά περιορίζεται. Η αξία υπάρχει όσο υπάρχει υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, όσο υπάρχει η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, υπάρχει μέχρι να γίνει η εργασία η πρώτη ανάγκη για ζωή. Ο Μαρξ καταλήγει στο «Πρόγραμμα της Γκότα» ότι «το μέτρο της εργασίας για να χρησιμεύει ως μέτρο πρέπει να ορίζεται με βάση τη διάρκεια, την ένταση, αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο» και το αναπτύσσει ο Λένιν: «Η πρώτη φάση του κομμουνισμού δεν μπορεί ακόμη να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη και την ισότητα: Θα μείνουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες αλλά δε θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο (...) δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσει μονομιάς και την παραπέρα αδικία που συνίσταται στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών ανάλογα με την εργασία... το δίκαιο ισχύει κατά το άλλο μέρος του σαν ρυθμιστής (συντελεστής) της κατανομής των προϊόντων και της κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας».
Το να καταλήγουμε με βάση αυτά ότι κριτήριο είναι μόνο ο χρόνος εργασίας (θ. 7 και 36), σημαίνει ότι παρακάμπτουμε τον υποχρεωτικό καταμερισμό της εργασίας και τις αντιθέσεις, οι οποίες συνεχίζουν να ισχύουν στην εργασία. Το ίσο αστικό δίκαιο, το οποίο στο περιεχόμενο εξακολουθεί να είναι «δίκαιο της ανισότητας» (Μαρξ), είναι άνισο επειδή αναγνωρίζει και προϋποθέτει την παρουσία της αξίας. Ο καταμερισμός της εργασίας, η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, η αντίθεση πόλης και χωριού κλπ. δε λύνονται παρακάμπτοντας την ισχύ τους. Είναι αφηρημένες οικονομικές σχέσεις (κατηγορίες) που πρέπει να τις εξετάσουμε ως σχέσεις καθορισμού του συγκεκριμένου όλου. Λέγοντας λοιπόν ότι περιορίζεται ο νόμος της αξίας, επί της ουσίας θεωρούμε ως πραγματικό το αποτέλεσμα της σκέψης μας. Στο κείμενο ακόμα και η βασική θεωρία της εξέλιξης παραβιάζεται, μετατρέποντας τη σπειροειδή εξέλιξη της ιστορίας σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης, που αποτυπώνεται στην εξής αντίφαση: Από τη μια στο κείμενο κάνουμε αποδεκτό ότι είναι δυνατό το πισωγύρισμα. Από την άλλη όμως θεωρούμε ότι οικοδομήθηκαν και κυριάρχησαν πλήρως οι σοσιαλιστικές σχέσεις και πως έπρεπε να βαθύνουν ακόμα περισσότερο σε κομμουνιστικές ή πως ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και μπορούσε να συντελεστεί το πέρασμα στην ανώτερη φάση, δηλαδή τον κομμουνισμό. Ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζουμε αυτή την περίοδο ως μεταβατική. Καταρχήν, η έννοια του μεταβατικού χαρακτήρα μιας περιόδου αφορά τη μη κυριαρχία του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής και τη διαδικασία ανόδου από την κατώτερη μορφή στην ανώτερη. Μόλις φτάσουμε στην ανώτερη μορφή τελειώνει και η μετάβαση. Για τον καπιταλισμό, ο οποίος αναφέρεται ως παράδειγμα στο κείμενο, ο Ενγκελς λέει ότι κυριάρχησε μετά από 300 χρόνια και μόνο με τη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή όταν έφτασε σε εκείνο το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που κανένας προηγούμενος τρόπος δεν μπορούσε να φτάσει και ως εξελιγμένο συγκεκριμένο πλέον κρατά την ίδια αφηρημένη κατηγορία σαν υποταγμένη σχέση. Αρα την κυριαρχία σε μια διαλεκτική οικονομική σχέση πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως το σημείο όπου το συγκεκριμένο υποτάσσει τις αφηρημένες κατηγορίες στην πιο πολύπλευρη διασύνδεσή τους. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στο σοσιαλισμό δεν είναι νομική πράξη, που παραμένει ίδια στην εξέλιξη, αλλά είναι η πιο εξελιγμένη και πολύμορφη ιστορική οργάνωση της παραγωγής, που όμως συνεχίζει την ιστορική της εξέλιξη. Γι' αυτό και η μορφή της κρατικής εθνικοποίησης θεωρείται ως η πιο στοιχειώδης μορφή κατά τον Ενγκελς (βλ. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα»). Αυτή η εξέλιξη δε μελετάται καθόλου στις θέσεις. Αντίθετα, θεωρείται πως αλλάζει ποσοτικά (δηλαδή πόσο κομμάτι έχει κοινωνικοποιηθεί) και όχι ποιοτικά ως προς τον ίδιο το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας προς τα μέσα παραγωγής, ο οποίος παραμένει κοινωνικός και αναπτύσσεται μαζί με τις παραγωγικές δυνάμεις, με την εργασία και με την εξάλειψη των αντιθέσεων προς την ανώτερη φάση. Ο κεντρικός σχεδιασμός και ειδικότερα ο καθορισμός των αναγκών, παρόλο που νοείται ως σχέση και όχι μόνο ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, δεν εξετάζεται ως καθοριστικό ζήτημα για το σύνολο της παραγωγής, κάτι που θα απαιτούσε λεπτομερή ανάλυση όλων των πλευρών του. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας παύουν να αποτελούν δεσμά των παραγωγικών δυνάμεων από τη στιγμή που κυριαρχήσουν και υποτάξουν τις αφηρημένες κατηγορίες σε νέο ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, από τη στιγμή που κυριαρχήσει ο νέος τρόπος παραγωγής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας δεν είναι σοσιαλιστικός, ότι δεν είναι η εργατική τάξη που έχει την εξουσία. Αλλά ότι ακριβώς αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου.
Στέλιος Κλιμαντήρης
Οργάνωση Αθήνας της ΚΝΕ
Ριζοσπάστης - & Φεβρουαρίου 2009