March 1, 2009

ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, ΓΡΗΓΟΡΗΣ - ΗΓια μερικές πλευρές του διαλόγου για το σοσιαλισμό

Η συζήτηση για το σοσιαλισμό απαιτεί, προπαντός, σαφήνεια κριτηρίων. Οι παρακάτω σκέψεις, νομίζω, συμβάλλουν σ' αυτό το ζητούμενο.

1. Στη σχέση οικονομίας-πολιτικής υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά «σε τελική ανάλυση» οι οικονομικές σχέσεις είναι η καθοριστική πλευρά. Συνεπώς, ΣΩΣΤΑ η ΚΕ θέτει ως βασικό κριτήριο τη σταδιακή ενδυνάμωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και τη συρρίκνωση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.

2. Αναδείχθηκε το ερώτημα αν σωστά γίνεται λόγος στις Θέσεις για οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο. Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις αναπτύσσονται συνεχώς μετά τη ΝΕΠ και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80, με κριτήριο τη μείωση του αριθμού των κολχόζ.

Κατ' αρχάς, το ίδιο το κριτήριο είναι ανακριβές. Η απευθείας σύγκριση 1950-1980 συγκαλύπτει τους πραγματικούς ρυθμούς εξέλιξης αυτής της διαδικασίας. Ετσι, ο αριθμός των κολχόζ, από 254 χιλ. το 19501, έπεσε στις 91,2 χιλ. το 1953, δηλαδή μέσα σε τρία μόλις χρόνια, στις 44 χιλ. το 1960, 33 χιλ. το 1970 και 29,9 χιλ. το 19802. Αντίστοιχα, το μέσο μέγεθός τους: Από 474 εκτ. το 19402, αυξήθηκε σε 589 εκτ. το 19501, 1.147 εκτ. το 1953, 2.795 εκτ. το 1960, 3.003 εκτ. το 1970 και 3.676 το 19802. Ομοίως, η αξία της παραγωγής: Το 1960 υπολογιζόταν σε 27,8 δισ. ρούβλια (τιμές 1973), το 1965 σε 35,5 δισ., το 1970 σε 42,3 δισ., το 1975 σε 42 δισ. και το 1980 σε 41.8 δισ.2 Δηλαδή, μεταξύ 1950 και 1953 προχώρησε ένα κύμα συνενώσεων μικρών κολχόζ - αποδεικνύοντας την ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών για επιτάχυνση της διαδικασίας πλήρους κοινωνικοποίησής τους - ενώ στη συνέχεια οι ρυθμοί επιβραδύνονται, μέχρι στασιμότητας.

Παραπέρα, απορώ για ποια «συνέχεια» στην εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων γίνεται λόγος, με την εισαγωγή των «μεταρρυθμίσεων» του 1965 στην αγροτική οικονομία και στη βιομηχανία. Τα μέτρα αυτά (όπως περιγράφονται στη Θέση 19) είναι μέτρα αποδυνάμωσης των σοσιαλιστικών σχέσεων, όχι ενίσχυσής τους. Στον αντίποδα, ο Στάλιν υποδείκνυε να μετριέται η αποδοτικότητα όχι ανά επιχείρηση ή κλάδο, αλλά στο σύνολο της λαϊκής οικονομίας και όχι ετησίως, αλλά σε βάθος 10-15 ετών3. Παράλληλα, έβαζε ως στόχο την πλήρη κοινωνικοποίηση της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, μέσω της ανάπτυξης ενός καθολικού συστήματος ανταλλαγής του συνόλου της παραγωγής της, με βιομηχανικά προϊόντα3. Οι υποδείξεις αυτές εγκαταλείφθηκαν οριστικά απ' τη δεκαετία του '60 και μετά.

3. Η άποψη περί «συνέχειας» στην οικονομική πολιτική μέχρι τη δεκαετία του '80 καταλήγει στη θέση ότι η βασική αιτία της αντεπανάστασης πρέπει να αναζητηθεί στη λειτουργία του Κόμματος και των σοβιέτ. Ετσι όπως τίθεται η άποψη αυτή, ισοδυναμεί με ιδεαλιστική υπεκφυγή. Το μαρξιστικό-λενινιστικό κριτήριο προσέγγισης της κοινωνικής εξέλιξης είναι η εξέταση των σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους με τις παραγωγικές δυνάμεις και στην αλληλεπίδρασή τους με την ταξική διάρθρωση και το εποικοδόμημα. Η εσωκομματική πάλη (και η πολιτική πάλη γενικότερα) αντανακλά αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, τα οποία καθορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, απ' τις εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο. Αν δεν είχε τεθεί και επιτευχθεί ο στόχος της κολεκτιβοποίησης, η «λειτουργία του κόμματος και των σοβιέτ» είναι αμφίβολο αν θα αρκούσε για να σώσει την επανάσταση...

Ταυτόχρονα, η προώθηση της κολεκτιβοποίησης μετατόπισε το κέντρο βάρους της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της εργατοαγροτικής συμμαχίας: Απ' τους κουλάκους και τους ΝΕΠμεν, ως φορείς «κοινωνικής αντίστασης», στα διευθυντικά στελέχη των κρατικών και συνεταιριστικών, αγροτικών και βιομηχανικών μονάδων. Γενικότερα, ο συνδυασμός της καθυστέρησης και, τελικά, ανακοπής της πορείας ενίσχυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων με την αντίστοιχη εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης (είναι χαρακτηριστικό, απ' την άποψη αυτή, το πόσο αντιφατική ήταν η στάση των εργατών απέναντι στο σταχανοβικό κίνημα). Είναι ζήτημα προς παραπέρα διερεύνηση το πώς και σε ποιο βαθμό οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όξυναν την αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας και, τελικά, υπονόμευσαν την ενότητα της εργατικής τάξης.

Σ' αυτό το πλαίσιο, ασφαλώς και έχει νόημα η εξέταση πλευρών της λειτουργίας του κόμματος, των σοβιέτ, κλπ. Αυτό, ωστόσο, δε δικαιολογεί καμία υποχώρηση στην πίεση του ιμπεριαλισμού, καμία διολίσθηση στον υποκειμενισμό. Δε γίνεται, λ.χ., να εξαντλείται η «ευαισθησία» ορισμένων στις «υπερβολές» κατά την καταστολή της αντεπανάστασης τη δεκαετία του '30 και να αποσιωπούνται οι «περίεργοι θάνατοι» μιας σειράς στελεχών (Κίροφ, Μπέρια, Γκότβαλντ, Μπιερούτ κλπ.), οι καθαιρέσεις (Μαλένκοφ, Καγκανόβιτς, Μολότοφ, Ράκοσι, Τσερβένκοφ, κλπ.}, οι διώξεις (400 νεκροί στην Τιφλίδα το 1956, κλπ.) από το '53 και μετά, αλλά και οι συνέπειες για το ίδιο το Κόμμα μας εκείνη την περίοδο. Δε γίνεται να αναρωτιόμαστε γιατί δεν έκανε συνέδριο το ΚΚΣΕ από το 1939 μέχρι το 1952, λες και οι μαχητές στα διαλείμματα των μαχών, ή οι κάτοικοι του ισοπεδωμένου Στάλινγκραντ μπορούσαν να συζητούν προσυνεδριακά ντοκουμέντα. Δε γίνεται να αναδεικνύουμε τον «αντισοβιετισμό» ως κίνδυνο για την περίοδο μετά το 1956, αλλά να υιοθετούμε την κριτική «τύπου Ρούση» απ' το '56 και πριν...

4. Η κρυφή ή φανερή διαφωνία ορισμένων απόψεων με το βασικό κριτήριο που έθεσε η ΚΕ, οδηγεί και σε αυτοαναιρούμενες εκτιμήσεις, όπως εκείνη που χρεώνει στις Θέσεις λογική «παρθενογένεσης» αναφορικά με το ρόλο του 20ού Συνεδρίου, ερμηνεύοντας επιλεκτικά ορισμένες αποφάσεις του (π.χ., την «ειρηνική συνύπαρξη») ως συνέχεια θέσεων της προηγούμενης περιόδου. Το περίεργο είναι ότι οι υποστηρικτές της άποψης αυτής - σφοδροί υποστηρικτές της «συνέχειας» στην πορεία της ΕΣΣΔ - θεωρούν ότι η στροφή προς τον καπιταλισμό έγινε ...μόλις τη δεκαετία του '80 (!). Αν το να μιλά κανείς για «οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου» είναι μια φορά «παρθενογένεση», το να μιλά για «ανατροπή» το 1985, ύστερα από 70 χρόνια «συνεχούς» σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν είναι, άραγε, ...δέκα φορές «παρθενογένεση»;

Η οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο σίγουρα δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Προϋπήρχαν οι αντικειμενικοί όροι που γεννούν και αναπαράγουν τον οπορτουνισμό: Η ιμπεριαλιστική πίεση, τα αστικά υπολείμματα, η διαμόρφωση στο εσωτερικό του προλεταριάτου και του λαού στρωμάτων με ιδιαίτερα συμφέροντα, κλπ. Εκείνο όμως που ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ πριν και ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΤΑ το 20ό Συνέδριο, είναι το γεγονός ότι - για πρώτη φορά - η οπορτουνιστική γραμμή γίνεται κυρίαρχη στο κόμμα. Αυτό σημαίνει ότι για μια σειρά λόγους που θέλουν περαιτέρω μελέτη, ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, από τα μέσα της δεκαετίας του '50 είχε μετατοπιστεί υπέρ των δυνάμεων των οποίων τα συμφέροντα αντιτίθονταν στην επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων. Είναι, μήπως, «λύση» το να αποσιωπήσουμε αυτή την πραγματικότητα;

Πολύ περισσότερο που δεν πρόκειται για «κάποια λάθη», επιμέρους χαρακτήρα, αλλά για ολοκληρωμένη οπορτουνιστική γραμμή που εκφράστηκε στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα (με μαζικές αμνηστεύσεις και αποκαταστάσεις στο κόμμα και το κράτος των κρατουμένων για αντισοβιετική δράση), στην εξωτερική πολιτική (με υποχώρηση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, χάριν της «ειρηνικής συνύπαρξης»), στην αναθεώρηση του μαρξισμού-λενινισμού σε ζητήματα ΑΡΧΗΣ, όπως η θέση για το «παλλαϊκό κράτος», το «κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό», κλπ. Αν όλα αυτά, κάποιοι από εμάς τα θεωρούν απλώς «μερικά λάθη», πρέπει να αρχίσουμε σοβαρά να ανησυχούμε...

Σωστά λοιπόν η ΚΕ αποτιμά το 20ό Συνέδριο ως σημείο αποφασιστικής στροφής, στο οποίο τίθενται οι βάσεις της διάβρωσης στο κόμμα και στο εργατικό κράτος, σημείο που άνοιξε το δρόμο στην ανοιχτή αντεπανάσταση των αρχών της δεκαετίας του 1990.

Τελειώνω τις σκέψεις αυτές, υπενθυμίζοντας σε μερικούς συντρόφους που κριτικάρουν τις Θέσεις της ΚΕ «υπερασπίζοντας», τάχα, τον Στάλιν, τα λόγια του ίδιου: «Κριτικάροντας την "οικονομική κομμούνα" του Ντύρινγκ που λειτουργεί μέσα σε συνθήκες εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο Ενγκελς στο "Αντι-Ντύρινγκ" του, απέδειξε πειστικά ότι η παρουσία της εμπορευματικής κυκλοφορίας πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα τις λεγόμενες "οικονομικές κομμούνες" του Ντύρινγκ στην αναγέννηση του καπιταλισμού. Οι σ.σ. Σανίνα και Βένζερ, είναι φανερό ότι δε συμφωνούνε μ' αυτό. Τόσο το χειρότερο γι' αυτούς»3.

Παραπομπές

1. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Πολιτική Οικονομία», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1961.

2. Λάμπρου Τσελίκα, «Ιστορική επισκόπηση της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ, 1955-1990», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 6/2002.

3. Ι. Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

Γρηγόρης Γρηγοριάδης
ΚΟΒ Μηχανικών Αθήνα

Ριζοσπάστης - 6 Φεβρουαρίου 2009