To 18° Συνέδριο του Κόμματος θα πραγματοποιηθεί στα πλαίσια όξυνσης της ταξικής πάλης και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν οι προϋποθέσεις να γίνει ένα συνέδριο αντεπίθεσης, με την προϋπόθεση ότι δε θα παρασυρθεί από τις εξελίξεις, αλλά θα πρωτοστατήσει σε αυτές.
Στο εσωτερικό επίπεδο, όπως σωστά προβλέπεται από τις Θέσεις, η εργατική τάξη θα κληθεί να καταβάλει καινούριες θυσίες για να ξεπεραστεί η κρίση του κεφαλαίου. Ωστόσο, είναι γνωστό από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος ότι η κρίση δεν οδηγεί απαραίτητα σε πλήγματα για την αστική τάξη, αλλά θέτει τα ζητήματα κάτω από άλλες συνθήκες. Η λειψή πολιτική ωρίμανση μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και το χαμηλό ποσοστό της συνδικαλιστικής οργάνωσης, θα οδηγήσουν σε μια σειρά τυφλών ξεσπασμάτων στα οποία θα συνυπάρχουν τα προοδευτικά χαρακτηριστικά (αποτέλεσμα των συνθηκών και της κομματικής παρέμβασης), όσο και τα συντηρητικά χαρακτηριστικά (προερχόμενα από τη δράση των αστικών δυνάμεων και της κυρίαρχης συνείδησης). Εν τέλει, μόνο η έκβαση αυτής της διαπάλης μέσα στα πλαίσια των όλο και πιο ευρέων μαζών που θα μπαίνουν στο κίνημα, θα κρίνει το αν η κρίση θα αποτελέσει παράγοντα αναζωογόνησης του καπιταλισμού ή την απαρχή μιας νέας εποχής για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Αυτό είναι το σημείο που θα μετρηθεί το Κόμμα και σε αυτό «κάθε βήμα που θα κερδηθεί στη δράση θα είναι πιο σημαντικό από μια ντουζίνα προγράμματα», καθώς σε τέτοιες καταστάσεις μικρά διαστήματα φέρνουν περισσότερες αλλαγές από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια και καθορίζουν την εξέλιξη και τις προοπτικές της ταξικής πάλης για τη συνέχεια.
Τα πρόσφατα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου όπως και οι φοιτητικές κινητοποιήσεις πριν από δύο χρόνια, αποτελούν προμήνυμα παρόμοιων μελλοντικών καταστάσεων, μιας και τροφοδοτήθηκαν όχι μόνο από συγκεκριμένα περιστατικά ή αιτήματα, αλλά από τον τρόπο που αυτά αντιμετωπίστηκαν ως ενταγμένα στη γενικότερη δυσαρέσκεια(αποτέλεσμα της όξυνσης των προβλημάτων των εργατικών και λαϊκών οικογενειών). Σε αυτά τα γεγονότα πρωτοστάτησαν κατά πλειοψηφία τμήματα της μη εργαζόμενης νεολαίας, μιας και σε αυτά η άμεση τρομοκράτηση όπως και οι κυρώσεις λαμβάνουν σαφώς μικρότερη διάσταση απ' ό,τι στα πλαίσια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Στις κινητοποιήσεις, οι δυνάμεις μας - ανεξάρτητα από τις επιτυχίες τους - δεν κατόρθωσαν να δώσουν τον επιδιωκόμενο κυρίαρχο προσανατολισμό, γεγονός που οφείλεται στην απουσία των πρωτοπόρων κομματιών της εργατικής τάξης από αυτούς τους αγώνες και στη μεγαλύτερη δυνατότητα των αστικών κομμάτων και των συνοδοιπόρων τους να προχωρούν σε διακηρύξεις κενές περιεχομένου σε αυτά τα τμήματα της νεολαίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους προηγούμενες μήνες η αστική τάξη και το κράτος της κατάφερε να αποδείξει την ευελιξία της θέτοντας σε εφαρμογή όλα τα προεπεξεργασμένα σχέδιά της (καταστολή και όξυνση της καταστολής - «ακηδεμόνευτο» κίνημα - κοινωνικός αυτοματισμός).
Παρόμοια γεγονότα αργά ή γρήγορα και κάτω από την ατσάλινη δύναμη της ανάγκης, θα μεταφερθούν στη μόνη τάξη που βλέπει την πολιτική όξυνση ως αρχή των πάντων, στην εργατική τάξη. Οι επερχόμενοι ταξικοί αγώνες θα κριθούν από το αν και κατά πόσο ξεκινώντας από τα ιδιαίτερα αιτήματα και τις αφορμές, θα μπορούν να οδηγήσουν σε ένα κίνημα εργατικής τάξης-αγροτών-λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού με διακύβευμα εξουσίας. Απαραίτητος όρος για μια τέτοια εξέλιξη είναι το διαρκές μπόλιασμα του αυθόρμητου για να μην αφεθεί βορά στα πλαίσια της αστικής αντίδρασης και διαχείρισης. Πράγμα που σημαίνει διαρκής και σταθερή δουλειά, εκτίμηση και επανεκτίμηση των δεδομένων και των προσανατολισμών, αποτίμηση του αποτελέσματος της πολιτικής δραστηριότητας και το σημαντικότερο, κατάκτηση χαρακτηριστικών κόμματος νέου τύπου, όπως αυτά εκφράζονται στην πράξη.
Ολα τα παραπάνω δε θα γίνουν μέσα στα πλαίσια ενός κενού οξυγόνου, αλλά στα όρια ενός διαρκώς εντεινόμενου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ο οποίος κάποια στιγμή θα πάρει και το χαρακτήρα της ανοιχτής σύγκρουσης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των συμμάχων τους και των υποτελών τους. Σε αυτή τη συνθήκη, τόσο η αναγνώριση της θέσης της χώρας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος ως ενδιάμεσης και εξαρτημένης, όσο και η επισήμανση ότι η Ελλάδα αποτελεί πεδίο ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οφείλουν να μην είναι μηχανικές, αλλά με συναίσθηση των προεκτάσεων σε όλα τα κοινωνικοταξικά και πολιτικά ζητήματα της χώρας. Επίσης, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι ανάγκη ο ιμπεριαλισμός να κατανοηθεί όσο το δυνατόν πλατύτερα από την εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα στρώματα ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού για να μπορέσουν να αντιτάξουν τη δική τους εξουσία και να μη βρεθούν στη μέγκενη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, διαλέγοντας τον καλύτερο σφαγέα (τάση που διευκολύνεται από τη σύγχρονη αποστασία μιας σειράς ΚΚ). Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ο καπιταλισμός δε γυρνά προς τα πίσω και έτσι χώρες όπως η Ρωσία δεν είναι απλά καπιταλιστικές, ανεξάρτητα με το αν έχουν «αδικηθεί» στην παρούσα φάση από το μοίρασμα των αγορών. Αργά ή γρήγορα θα επιδιώξουν μια προσφορότερη αναδιανομή. Τέλος, μέσα στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, το Κόμμα θα πρέπει και να διαφωτίσει το λαό και να τον προετοιμάσει για ενδεχόμενη έκφραση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα (όπως στη Θράκη).
Κώστας Σκολαρίκος
ΟΒ Μεταπτυχιακών, ΤΟ Παντείου της ΚΝΕ
Ριζοσπάστης - 3 Φεβρουαρίου 2009