O αναπόφευκτος θάνατος του καπιταλισμού και η αναγκαιότητα του κομμουνισμού αποτελεί επιστημονική αλήθεια που δεν κατάφερε κανείς να την ανατρέψει μέχρι σήμερα. Εκ του πονηρού είναι όλες οι θεωρίες αστών, ρεφορμιστών, οπορτουνιστών, οι οποίες αγωνιωδώς θέλουν να αποδείξουν τον ουτοπικό χαρακτήρα του κομμουνισμού, με το επιχείρημα της διάλυσης της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος. Η αντιπαραβολή ξεχωριστών αποσπασματικών γεγονότων, που σημάδεψαν την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού (στρεβλώσεις, λάθη, παραλείψεις), με την επιστημονική θεωρία στοχεύει στη διαστρέβλωση της ίδιας της επιστημονικής αλήθειας.
Καθήκον των κομμουνιστών για την εξαγωγή ορθών συμπερασμάτων για τις αιτίες ανατροπής του σοσιαλισμού είναι η αξιοποίηση, χωρίς περικλείσεις, της ιστορικής μαρξιστικής - λενινιστικής μεθόδου. Οπως ο Μαρξ ανακάλυψε τη θεωρία της υπεραξίας στη βάση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, έτσι και η διάγνωση των νομοτελειών μετάβασης στον κομμουνισμό προϋποθέτει κάτι αντίστοιχο. Βοηθά στην αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών της αντεπανάστασης, στην κατανόηση της διαλεκτικής σχέσης πολιτικής και οικονομίας, στην έρευνα για το πέρασμα από τον ανώριμο στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό.
Το κείμενο κάνει σημαντική προσπάθεια, προσεγγίζοντας τέτοιες πλευρές. Χρειάζεται όμως να μας απασχολήσει περισσότερο το ζήτημα των Σοσιαλιστικών Σχέσεων Παραγωγής σε συνάρτηση με το βαθμό ανάπτυξης των Παραγωγικών Δυνάμεων, καθ' όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η διερεύνηση του επιπέδου ανάπτυξης των Σοσιαλιστικών Σχέσεων Παραγωγής στην αλληλεπίδρασή τους με τις Παραγωγικές Δυνάμεις είναι σύνθετο πρόβλημα, από την άποψη ότι ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ώριμο οργανισμό, αλλά πρώιμο κομμουνισμό με τις όποιες αντιφάσεις του. Δεν έχει ετοιμοπαράδοτες κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής ούτε ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις που να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της νέας αταξικής κοινωνίας.
Απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αντιφάσεων που εμπεριέχονται στον πρώιμο κομμουνισμό. Δηλαδή, ότι περικλείει από τη μια μεριά τα φύτρα της νέας κοινωνίας και απ' την άλλη σχέσεις κληρονομούμενες από προηγούμενα κοινωνικοοικονομικά συστήματα (καπιταλιστικές ακόμη και φεουδαρχικές).
Ο Μαρξ (κριτική του προγράμματος της Γκόττα) αναφερόμενος στις δύο φάσεις του κομμουνισμού δίνει μια αντιφατική εξήγηση: Από τη μια καταλήγει στο ότι η ατομική εργασία στο σοσιαλισμό θα προβάλει άμεσα ως συστατικό στοιχείο της συνολικής κοινωνικής εργασίας, άρα βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις. Απ' την άλλη αναγνωρίζοντας την ύπαρξη αντιθέσεων (π.χ. πνευματική - χειρωνακτική εργασία) θεωρεί ότι αυτές μπορούν να ξεπεραστούν μόνο στον κομμουνισμό. Δηλαδή, στην ουσία δέχεται την ύπαρξη εμπορικών - χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό.
Αυτή η αντιφατικότητα για την ουσία του κομμουνισμού είναι λογικό να υπάρχει στην εποχή του Μαρξ, αφού δεν είχε γεννηθεί ακόμη η ουσία της νέας κοινωνίας, η στρατηγική αντίληψη για την οικονομία του σοσιαλισμού.
Στην Πολιτική Οικονομία του σοσιαλισμού απολυτοποιήθηκαν κάποια ζητήματα. Π.χ., οι «πλανομέρνικοι» απολυτοποιούσαν το βαθμό ωριμότητας του σοσιαλισμού, ενώ οι «τοβάρνικοι» μεγιστοποιούσαν το ρόλο του νόμου της αξίας.
Οι πρώτοι, ως οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, που υπεράσπιζαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού, είτε κάτω από την πίεση των δεύτερων είτε λόγω άγνοιας για το καινούριο, οδηγήθηκαν στην υπερεκτίμηση του βαθμού ωριμότητας των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η σύγχυση αυτή οδήγησε στην ταύτιση πρώιμου και ανεπτυγμένου κομμουνισμού, στην αποκοπή της θεωρίας από την πραγματική κατάσταση της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Οι δεύτεροι, εκπρόσωποι της αγοραίας πολιτικής οικονομίας (σοσιαλισμός της αγοράς), υποτιμούσαν ή δεν ήθελαν τη διερεύνηση της ουσίας του σοσιαλισμού.
Λογική συνέπεια των παραπάνω ήταν η παγίωση, διαχρονικά, δύο αντιμαχόμενων τάσεων, χωρίς να εξομοιώνονται ως προς τις προθέσεις τους, αλλά με πολλές μεθοδολογικές ομοιότητες.
Ο Στάλιν, τασσόμενος με το ρεύμα της συνεπούς πολιτικής στην οικονομία, συνέβαλε αποφασιστικά, την περίοδο '30-'50, στη διαμόρφωση της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, θεμελιώνοντας τη θέση ότι η αιτία των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων στο σοσιαλισμό είναι η ύπαρξη των δύο μορφών ιδιοκτησίας (κρατικής - κολχόζνικης) σε σύγκριση με την υπολογιστική - διανεμητική θεωρία κατά την οποία οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις δεν υπάρχουν στο σοσιαλισμό, αλλά αξιοποιούνται ως μέσο υπολογισμού των δαπανών των επιχειρήσεων. Εντούτοις, δεν κατάφεραν να διαγνώσουν ότι η καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ανωριμότητα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας αποτέλεσαν βασική πηγή των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων μέσα στον ίδιο τον κρατικό τομέα. Αφέθηκαν στην ιδέα της νομοτελειακής συρρίκνωσης της εμπορευματικής κυκλοφορίας και αντικατάστασή της από την άμεση ανταλλαγή προϊόντων.
Ολέθριο λάθος ήταν επίσης η απόσπαση της μορφής των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων από το περιεχόμενό τους. Εμφάνιζαν τη μορφή αυτών των σχέσεων ως περίβλημα ενός μη εμπορευματικού περιεχόμενου, βασιζόμενοι στη λαθεμένη άποψη ότι ο σοσιαλισμός θα οδηγήσει - έτσι κι αλλιώς - στην απονέκρωση της εμπορευματικής παραγωγής. Πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος που πρέσβευε η υπολογιστική - διανεμητική θεωρία. Ομως, οι μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν το '65 με την εισαγωγή της αξιακής αποτίμησης του τελικού προϊόντος στο σχεδιασμό της οικονομίας και η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ το '90 απέδειξαν το λαθεμένο αυτών των αντιλήψεων. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ένα οικονομικοτεχνικό πρόβλημα, αλλά αποτέλεσμα ενός κοινωνικοϊστορικού φαινομένου και ως τέτοιο έπρεπε να αναλύεται και να ξεπερνιέται. Να γιατί το ζήτημα της απονέκρωσης των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα (θεωρητικής και πρακτικής).
Οι παλινωδίες αυτές εκφράστηκαν στο εποικοδόμημα, στην πολιτική και την ιδεολογία, όχι μόνο μετά το '56, όπου συνειδητά ή όχι έχουμε την οπορτουνιστική στροφή και τη μετατροπή του νόμου της αξίας σε αιώνια σχέση, αλλά και από τα μέσα της 10ετίας του '30 με τις αλλαγές στο σύνταγμα του '36 (αλλαγή τρόπου εκλογής αντιπροσώπων στα Σοβιέτ, εξασθένηση εργατικού ελέγχου), τις αποφάσεις των μπολσεβίκικων συνεδρίων το '36 περί ανεπτυγμένου σοσιαλισμού. Δημιούργησαν αυταπάτες περί οριστικής νίκης των μπολσεβίκων. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη «διαπραγμάτευση» των όρων της ταξικής πάλης, στην εξασθένησή της, στην άρνηση πολλών λενινιστικών αρχών που συνέθεταν τη φυσιογνωμία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, των Κ.Κ. Οι παρεκκλίσεις αυτές οδήγησαν στη σύγχυση όχι μόνο των Κ.Κ. εξουσίας αλλά και των ταξικών - κομμουνιστικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό κόσμο. «Εδωσαν» νέο έδαφος δράσης στον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό.
Σε τελική ανάλυση το βαθύτερο αίτιο των κρισιακών φαινομένων στη σοβιετική οικονομία και κοινωνία βρίσκεται στην όξυνση της βασικής αντίφασης του πρώιμου κομμουνισμού, δηλαδή αυτής ανάμεσα στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και της ανώριμης ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής.
Κατά τη γνώμη μου το πρόβλημα συσχέτισης σχεδιοποίησης και εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων αποτελεί μέρος, πλευρά ενός ευρύτερου θεμελιακού προβλήματος: Της εξακρίβωσης της αλληλεπίδρασης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής στη διαδικασία ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Πρέπει να παρθεί υπόψη στην προγραμματική επεξεργασία του κόμματός μας για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας στην Ελλάδα. Η ικανότητα του κόμματος, σε συνθήκες λαϊκής εξουσίας - οικονομίας θα κρίνεται από το αν είναι σε θέση να καθορίζει κάθε φορά το μέτρο της συσχέτισης σχεδιοποίησης και εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων σε συνάρτηση με το επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας στους ξεχωριστούς κλάδους της λαϊκής οικονομίας, όχι αυθαίρετα και εγκεφαλικά αλλά ως αποτέλεσμα επιστημονικής - θεωρητικής μελέτης και αξιολόγησης της σοσιαλιστικής παραγωγής. Δηλαδή, όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, τόσο περισσότερο προβάλλει αναγκαία η διατήρηση των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων. Στο βαθμό που αναπτύσσεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, δηλαδή ο κομμουνιστικός χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής - κατανομής, εκμηδενίζεται η αναγκαιότητα διατήρησης των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων (τυπικά και ουσιαστικά), διευκολύνει το πέρασμα από τον ανώριμο κομμουνισμό στην ώριμη αταξική κοινωνία, τον κομμουνισμό.
Πιστεύω, ότι η απόφαση του 18ου Συνεδρίου για το 2ο κείμενο πρέπει να αποτελέσει οδηγό δράσης στην αποφασιστική πάλη που διεξάγει το ΚΚΕ για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση, κριτήριο διαμόρφωσης του κομμουνιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, βάση συνέχισης της αναζήτησης νέων ιστορικών στοιχείων και επεξεργασιών, που θα εμπλουτίζουν ακόμη περισσότερο την προγραμματική μας αντίληψη για το Σοσιαλισμό. Δηλαδή να μην κλείσει το ζήτημα με την απόφαση τούτη. Η θεωρία μας πρέπει διαρκώς να εμπλουτίζεται και να αναπτύσσεται.
Συντυχάκης Μανώλης
Ηράκλειο Κρήτης
Ριζοσπάστης - 10 Φεβρουαρίου 2009