Οι Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό, αποτελούν ένα ποιοτικό άλμα σε σχέση με την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του '95 και φυσικά με βρίσκουν σύμφωνο σε γενικές γραμμές και κυρίως από τη σκοπιά της ιδεολογικής τους κατεύθυνσης. Νομίζω ωστόσο ότι έπρεπε να ακολουθηθεί η μεθοδολογία επεξεργασίας τους από ολόκληρο το Κόμμα, μέσω σχετικών επιτροπών σε επίπεδο Νομαρχιακών Επιτροπών, που θα είχαν τη δυνατότητα συλλογής των απόψεων του συνόλου των κομματικών μελών, διαχρονικά από το '95 και μετά.
Συμφωνώ απόλυτα με την τοποθέτηση του σημείου στροφής από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη σταδιακή αποδόμηση του σοσιαλισμού, στο 20ό Συνέδριο. Φυσικά το 20ό Συνέδριο δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία, αλλά πάτησε σε μια σειρά λαθών που προηγήθηκαν, τόσο σε σχέση με την ανάπτυξη της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, όσο και από την άποψη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό, αλλά κύρια από τη λειψή περιφρούρηση των γραμμών του Κόμματος από τον οπορτουνισμό, κυρίως τον δεξιό. Η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να υπερασπίζουμε το σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε στη Σοβιετική Ενωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες σαν ένα ενιαίο προτσές που ξεκίνησε με την Οχτωβριανή και έληξε τη χρονική στιγμή των ανατροπών, αλλά σαν μια καμπύλη διαδικασία, το πρώτο στάδιο της οποίας δημιουργικά ανέπτυξε και εφάρμοσε το Μαρξισμό-Λενινισμό και, κάτω απ' την καθοδήγηση του Λένιν αρχικά και του Στάλιν στη συνέχεια, έθεσε τις στιβαρές βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ενώ το δεύτερο στάδιό της, αυτό της αποδόμησης, απόδειξε στην πράξη ότι εξίσου με την καπιταλιστική περικύκλωση, παλεύει για την ανατροπή του σοσιαλισμού και ο οπορτουνισμός. Σίγουρα το 20ό Συνέδριο σηματοδότησε την έναρξη μιας πορείας αποδόμησης, ωστόσο το ζήτημα δεν είναι μόνο χρονικό και πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ' όψη τα λάθη στη λειτουργία κύρια του Κόμματος, αλλά και του σοσιαλιστικού κράτους, κατά την πρώτη, την ουσιαστικά επαναστατική θα έλεγα, περίοδο οικοδόμησης.
Σωστά επισημαίνεται ότι η μεταβατική περίοδος, η οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει και την πλήρη ανατροπή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, πρέπει να είναι κατά το δυνατόν βραχυχρόνια. Επίσης βραχυχρόνια κατά το δυνατόν πρέπει να είναι και η διατήρηση της μικρής ατομικής αλλά και κάθε ομαδικής ιδιοκτησίας, που αποτελούν τα τελευταία κατάλοιπα αυτών των σχέσεων και που διατηρήθηκαν μακροχρόνια στην ΕΣΣΔ, στον αγροτικό τομέα της παραγωγής. Οχι μόνο από την άποψη της παραγωγικότητας, που είναι η μια πλευρά του ζητήματος, όπου τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά είχαν εμπορευματικότητα 12 - 15 %, τα κολχόζ 30 - 35 % και τα σοβχόζ 60% (εισήγηση του Στάλιν σε αχτίφ της ΚΟ του Λένινγκραντ στις 13 Ιούλη 1928). Αλλά κύρια για τη φύση και τη μορφή της ιδιοκτησίας, που πρέπει σύντομα και συνολικά να γίνει κοινωνική. Να τι λέει σχετικά ο Στάλιν: «όσο θα ζούμε σε μικροαγροτική χώρα, όσο δεν έχουμε ξεριζώσει ακόμα τις ρίζες του καπιταλισμού, θα υπάρχει πιο σταθερή οικονομική βάση για τον καπιταλισμό, παρά για τον κομμουνισμό. Από δω ακριβώς απορρέει η δυνατότητα της αποκατάστασης του καπιταλισμού στη χώρα μας» (Απαντα εκδ. Γνώσεις, τ. 11, σελ. 261). Αλλά και ο Λένιν μιλάει για «πάλη ανάμεσα στη σοσιαλιστική τάση του προλεταριάτου και την εμπορευματική-καπιταλιστική τάση της αγροτιάς». (Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Μπουχάριν «Η Οικονομία της μεταβατικής περιόδου», εκδ. ΣΕ, σελ. 40). Παρά ταύτα, με πολύ αργούς ρυθμούς το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό πέρασε στην κολεκτιβοποίηση. Το 15ο Συνέδριο (Δεκέμβρης του 1927), ενώ διαπίστωνε ότι τα κολχόζ και τα σοβχόζ έδιναν μαζί μόλις το 2% όλης της αγροτικής παραγωγής και ενώ έβαζε σαν λύση το ζήτημα της ανάπτυξης των σοβχόζ και των κολχόζ, έβαζε εκ παραλλήλου και το καθήκον του ανεβάσματος του ατομικού αγροτικού νοικοκυριού. Προφανώς ίσχυε ακόμη το ζήτημα που είχε επισημάνει ο Λένιν στο 10ο Συνέδριο, ότι δεν υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να υπαχθεί η αγροτική οικονομία στο κρατικό και το κολεκτιβίστικο σύστημα. Βέβαια, με τα μέτρα που στη συνέχεια πάρθηκαν, το 16ο Συνέδριο (Ιούλης του 1930) διαπίστωνε ότι το 40% των καλλιεργούμενων εκτάσεων της ΕΣΣΔ ήταν κρατική ή κολεκτιβίστικη ιδιοκτησία. Ωστόσο, μόλις στο 18ο Συνέδριο (Μάρτης του 1939), έγινε δυνατό να διαπιστωθεί ότι το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό περιορίστηκε στο 0,6% των αγροτικών εκτάσεων, μόνο όμως όσον αφορά τον βασικό βέβαια τομέα της παραγωγής σιτηρών, ενώ σε άλλους βασικούς τομείς, π.χ. στον τομέα της κτηνοτροφίας, ακόμη και το 1982 η παραγωγή ήταν μοιρασμένη κατά το ένα τρίτο περίπου, ανάμεσα σε σοβχόζ, κολχόζ και ατομικό αγροτικό νοικοκυριό. Μετά την οριστική κατάργηση του ατομικού αγροτικού νοικοκυριού, πρέπει απαραίτητα να ακολουθήσει το στάδιο της αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ των κολχόζ και των σοβχόζ, σε βάρος των πρώτων. Αυτό στη Σοβιετική Ενωση δεν έγινε ποτέ, αφού το 1983 ακόμη, οι εργαζόμενοι στα κολχόζ (13.000.000) υπερίσχυαν των εργαζόμενων στα σοβχόζ, που αριθμούνταν σε 12.000.000 (σημ.14, σελ. 16 των Θέσεων). Το επισημαίνω, γιατί η ομαδική (κολχόζνικη) ιδιοκτησία, είναι μεν σαν μορφή, ανώτερη από την ατομική, δεν είναι όμως ωστόσο κοινωνική. Είναι το τελευταίο κατάλοιπο του καπιταλισμού σε μια κοινωνία σοσιαλιστική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Πέρα από τα όποια λάθη στο χτίσιμο της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, πέρα από ζητήματα διαλεκτικής σχέσης μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος, που χρήζουν περαιτέρω μελέτης, κυρίαρχο για τη δυνατότητα αποδόμησης αποδείχτηκε το ζήτημα του υποκειμενικού παράγοντα, το οποίο υποτιμήθηκε και στις δύο πλευρές του. Τόσο στην εσωκομματική, όσο και της σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης των μαζών. Το δεύτερο, η δημιουργία δηλαδή του σοσιαλιστικού ανθρώπου, είναι προϋπόθεση για το πέρασμα στην ανώτερη φάση, τον κομμουνισμό. Χωρίς αυτό, ο μαρασμός του κράτους (πέρα από τις διεθνείς συνθήκες) είναι αδύνατος. Το πρώτο, αποδείχτηκε καταλυτικό για τη διαδικασία ανατροπής. Νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να το μελετήσουμε, γιατί δεν ερμηνεύει μόνο πώς δόθηκε η δυνατότητα στον οπορτουνισμό να ανατρέψει το σοσιαλιστικό σύστημα, αλλά σηματοδοτεί και αναγκαίες αλλαγές στη δική μας τακτική εσωκομματικής λειτουργίας. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Στάλιν για θεωρητική ανεπάρκεια στα ζητήματα της ανάδειξης στελεχών και της περιφρούρησης των γραμμών του Κόμματος. Στο κλείσιμό του στην ολομέλεια της ΚΕ του Μάρτη του 1937, κάνει μια πράγματι λενινιστική ανάλυση για το ζήτημα της ανάδειξης στελεχών και για ζητήματα εσωκομματικής λειτουργίας, κριτικής, αυτοκριτικής, αμφίδρομου ελέγχου κ.λ.π. Ωστόσο, παρά τις περί του αντιθέτου κατηγορίες αστών και οπορτουνιστών, αποδείχτηκε στην πράξη ιδιαίτερα μεγαλόψυχος, σε βαθμό μάλιστα υποτίμησης της περιφρούρησης του Κόμματος, με την επανειλημμένη ανοχή του σε δεξιούς και αριστερούς οπορτουνιστές. Ποτέ στον ίδιο τον οπορτουνισμό, αλλά στους φυσικούς φορείς του. Ηδη από το 1928, στη συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου στα τέλη του Γενάρη, με θέμα την ομάδα του Μπουχάριν και τη δεξιά παρέκκλιση στο Κόμμα, αφού πρώτα με ντοκουμέντα απέδειξε τη λειτουργία φραξιονιστικής περί τον Μπουχάριν ομάδας στην ΚΕ, αφού αναφέρθηκε σε υποδείξεις του Λένιν γι' αυτόν από το 1916 ακόμα, αφού καταδίκασε τη δεξιά οπορτουνιστική πλατφόρμα των Μπουχάριν, Τόμσκι, Ρίκοφ και την απόπειρα της ομάδας τους να συμπήξουν αντικομματικό συνασπισμό με τους τροτσκιστές, συμφώνησε τελικά με την πλειοψηφία των μελών του πολιτικού γραφείου, να απορριφθεί η παραίτηση που στο μεταξύ είχαν υποβάλει οι τρεις τους. Ετσι, ο Μπουχάριν παρέμεινε, παρά τη φραξιονιστική του δράση, μέλος του ΠΓ και Γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς και διαγράφτηκε απ' το Κόμμα μόλις το 1937 για αντικομματική δραστηριότητα, ενώ, όπως αποδείχτηκε και στη δίκη του, ήταν και πράκτορας. Μέσα σε τέτοιας μορφής εσωκομματικές πρακτικές ελλιπούς περιφρούρησης, σε συνδυασμό βέβαια και με αντικειμενικές συνθήκες, καλλιεργήθηκε ο ανατροπέας οπορτουνισμός. Ας λαμβάνουμε από τώρα τα μέτρα μας.
Ο χώρος δεν επαρκεί για αναφορά στο ζήτημα της δικής μας αυτοκριτικής, που είναι πράγματι αδύναμη.
Χρυσόστομος Σ. Χρηστίδης
ΚΟΒ Λογιστών της ΚΟΘ
Ριζοσπάστης - 5 Φεβρουαρίου 2009