Στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα που πουλάει στον καπιταλιστή. Το μεταβλητό κεφάλαιο που ξοδεύει αυτός για την αγορά της εργατικής δύναμης παρουσιάζεται με τη μορφή του μισθού εργασίας. Ο μισθός εργασίας υπάρχει σε δύο βασικές μορφές: Με το χρόνο και με το κομμάτι. Προφανώς, δε λαμβάνει υπόψη ο καπιταλιστής ιδιαίτερες ανάγκες, συνθήκες κλπ., δηλαδή όπως λένε οι θέσεις βάσει της αξιακής προσέγγισης για το εργασιακό χρηματικό εισόδημα ανάγεται «η σύνθετη και ειδικευμένη εργασία σε απλή» (σελ. 40).
Στο σοσιαλισμό η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα. Η ατομική εργασία αποτελεί μέρος της συνολικής κοινωνικής εργασίας και κατανέμεται από τον κεντρικό σχεδιασμό. Το κοινωνικό προϊόν αυτής κατανέμεται σχεδιασμένα στους εργαζόμενους. Το μέρος του προϊόντος που προορίζεται για ατομική κατανάλωση και άρα αγοράζεται και πωλείται δεν είναι εμπόρευμα και για αυτό το λόγο καθόλη τη διάρκεια της πρώτης βαθμίδας του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής πρέπει να εξαλειφθεί βαθμιαία η κατανομή του με χρηματική μορφή.
Ενα μέρος του κοινωνικού προϊόντος οι εργαζόμενοι το λαμβάνουν με τη μορφή κοινωνικών παροχών (κατοικία, υγεία, παιδεία, ασφάλιση κ.ά.) και ένα άλλο ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας τους.
Οι Θέσεις της ΚΕ δεν απορρίπτουν ούτε αλλάζουν τη θέση αυτή όπως κάποιοι φωνασκούν «ανησυχώντας» για το Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Αντιθέτως, οι θέσεις εμπλουτίζουν την αρχή αυτή, που έχει διατυπωθεί στο Πρόγραμμα αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η "ατομική" εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ. ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση» (σελ. 9-10).
Η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν πρέπει να καθορίζεται ούτε από την απόδοση της εργασίας, ούτε από την έντασή της, αφού πρώτον η αποδοτικότητα της εργασίας και κατά συνέπεια μιας επιχείρησης εκφράζεται σε ποσοστό του κέρδους σε σχέση με το πλήρες κόστος του προϊόντος που πουλήθηκε1. Και δεύτερον η ένταση της εργασίας λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της εργάσιμης μέρας.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να εκλαμβάνεται μονόπλευρα ο χρόνος εργασίας ως ένα μέγεθος ξεκομμένο από την παραγωγική διαδικασία και τη ζωή των εργαζομένων στο σοσιαλισμό. Οι θέσεις περιγράφουν πολύ σωστά πώς πρέπει να καθορίζεται ο χρόνος εργασίας από τον κεντρικό σχεδιασμό (που είναι κομμουνιστική σχέση παραγωγής - κατανομής).
Για παράδειγμα, εάν ένας εργαζόμενος δεν τηρεί σωστή στάση απέναντι στη δουλειά του θα ταυτίζεται ο χρόνος εργασίας του που θα είναι ίδιος με αυτόν ενός πρωτοπόρου εργαζομένου; ΄Η για παράδειγμα ένας αμμοβολιστής που λόγω της φύσης της δουλειάς του και των συνθηκών δεν μπορεί να έχει την ίδια εργάσιμη μέρα ώστε να ζήσει όσο είναι ο μέσος όρος ζωής, οι λιγότερες ώρες εργασίας του θα αμείβονται λιγότερο από περισσότερες ώρες εργασίας ενός ας πούμε τηλεφωνητή; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, αν αναλογιστούμε τι γράφουν οι θέσεις.
Επίσης, πολύ σημαντικό είναι να ξεκαθαρίσουμε πως η κατανομή ανάλογα με την εργασία είναι νομοτέλεια της πρώτης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Στη φάση αυτή «... διαμορφώνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση της διαφοροποίησης στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων του κρατικού (κοινωνικού) τομέα» (σελ. 7). Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να καταργηθούν όλες οι διαφοροποιήσεις από όταν αρχίζει να διαμορφώνεται ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής καθώς δεν υπάρχουν από τα πριν οι υλικές προϋποθέσεις.
Οπως, επίσης, το γεγονός ότι «... εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης τείνουν να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η "κομμουνιστική στάση" απέναντι στην εργασία» (σε συνθήκες πρώιμης σοσιαλιστικής ανάπτυξης), δε σημαίνει ότι είναι νομοτέλεια παρά μόνο ένα από τα υπολείμματα του καπιταλισμού που πρέπει σχεδιασμένα να εξαλείφονται.
Επιπλέον, υπάρχει ακόμα η άποψη που κυριάρχησε στο ΚΚΣΕ από το 20ό Συνέδριό του ότι η αμοιβή πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα της εργασίας, λειτουργώντας ως κίνητρο για να βελτιώνει ο εργαζόμενος την εργασία του2. Η άποψη αυτή καταγράφεται χαρακτηριστικά ως εξής στο εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας του 1961: «Ο μισθός εργασίας αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά όργανα, που με τη βοήθειά τους πετυχαίνεται στη σοσιαλιστική κοινωνία το προσωπικό υλικό ενδιαφέρον κάθε εργαζόμενου για τα αποτελέσματα της εργασίας του: όποιος εργάζεται περισσότερο και καλύτερα, παίρνει και περισσότερα3».
Τέτοια υλικά κίνητρα δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που κρατούν στάσιμη την παραγωγικότητα, αλλά και δε βοηθούν να κατανοήσει ο εργαζόμενος, που οικοδομεί τη σοσιαλιστική κοινωνία, τη σημασία της παραγωγικότητας. Δε βοηθούν σε τελική ανάλυση να διαμορφωθεί κοινωνική συνείδηση και κομμουνιστική στάση στην εργασία.
Για την παραγωγικότητα της εργασίας (η οποία έχει τεράστια σημασία στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού και είναι θεμελιακό καθήκον γι' αυτή) αξίζει να ανατρέξουμε σε ορισμένα παλαιότερα ντοκουμέντα: Κατ' αρχάς στο σχέδιο προγράμματος του ΚΚΡ (μπ) του 1919: «Το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελεί ένα από τα θεμελιακά καθήκοντα, γιατί χωρίς αυτό είναι ανέφικτο το οριστικό πέρασμα στον κομμουνισμό. Η επίτευξη του σκοπού αυτού, εκτός από τη μακρόχρονη δουλειά για τη μόρφωση των μαζών και την άνοδο του πολιτιστικού τους επιπέδου, απαιτεί την άμεση, πλατιά και ολόπλευρη χρησιμοποίηση των ειδικών της επιστήμης και της τεχνικής4...».
Δεύτερον, στο άρθρο του Ι. Β. Στάλιν στην «Πράβντα» το 1929 «Ο χρόνος της μεγάλης στροφής»: «...κατορθώσαμε να πετύχουμε αποφασιστική στροφή στον τομέα της παραγωγικότητας της εργασίας... αυτή εκφράστηκε με την ανάπτυξη της δημιουργικής πρωτοβουλίας και μιας μεγάλης έξαρσης στη δουλειά των εκατομμυρίων της εργατικής τάξης... διεγείρονταν προς τρεις βασικές κατευθύνσεις:
α) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια στη γραφειοκρατία που αλυσοδένει την πρωτοβουλία και τη δραστηριότητα των μαζών στη δουλειά - με την αυτοκριτική.
β) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια σε κείνους που το σκάνε από τη δουλειά και παραβιάζουν την προλεταριακή πειθαρχία στη δουλειά - με τη σοσιαλιστική άμιλλα.
γ) προς την κατεύθυνση της πάλης ενάντια στη ρουτίνα και την αδράνεια στην παραγωγή - με την οργάνωση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων»5.
Τέλος, θεωρώ λανθασμένη την προσέγγιση ορισμένων συντρόφων, οι οποίοι προσεγγίζουν το ζήτημα της αγροτικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ και γενικότερα, με μονομέρεια, παραλείποντας στοιχεία και επομένως αντιεπιστημονικά, αντιδιαλεκτικά.
Αρχικά, ο ισχυρισμός ότι ο συνεταιρισμός είναι σοσιαλιστική σχέση είναι το λιγότερο άστοχος. Ο συνεταιρισμός βασίζεται στην ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα παραγόμενα προϊόντα και όχι στην κοινωνική. Μόνο από αυτό διαπιστώνουμε το λάθος του ισχυρισμού. Οι θέσεις είναι σαφέστατες: «Ο παραγωγικός συνεταιρισμός θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με τη συγκέντρωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, την οργάνωσή της, τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο συνεταιρισμό, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών» (σελ. 39).
Δεν είναι, λοιπόν, αυτονόητο ούτε νομοτελειακό ότι αναπτύσσονται οι σχέσεις παραγωγής στην αγροτική οικονομία και όπου αλλού έχεις αυτή τη μορφή ιδιοκτησίας. Αυτό συμβαίνει εάν με τα μέτρα που παίρνει η σοσιαλιστική εξουσία ενισχύεται η συγκέντρωση της παραγωγής και βαθμιαία, σχεδιασμένα η κοινωνικοποίησή της. Σε περίπτωση που συμβεί το αντίθετο ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή, που είναι υπόλειμμα του καπιταλισμού.
1. «Αποδοτικότης», σελ. 773 τ. 1 «Παγκόσμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», εκδ. «Κυψέλη» 1963.
2) Βλ. εισήγηση Ν. Σ. Χρουτσόφ και έκθεση Ν. Α. Μπουλγκάνιν στο 20ό Συνέδριο.
3) «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ», «Πολιτική Οικονομία», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ», σελ. 577.
4) Β. Ι. Λένιν, «Απαντα» Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38 σελ. 97.
5) Ι. Β. Στάλιν, «Απαντα» εκδοτικός οίκος «Γνώσεις», τ. 12 σελ. 139-140.
Χρήστος Παπαλεωνίδας
ΟΒ Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ της ΚΝΕ
Ριζοσπάστης - 8 Φεβρουαρίου 2009