Πρώτη φορά κείμενο προσυνεδριακών θέσεων αναφέρει σε τόσα πολλά σημεία το θέμα της ενσωμάτωσης και εξαγοράς της εργατικής τάξης (ε.τ.) (σελ. 7, 45, 49, 56, 62), προσπαθώντας να δικαιολογήσει καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στην ανάπτυξη του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Η ΚΕ θεωρεί μάλιστα ότι η ενσωμάτωση είναι αντικειμενική (σελ. 56, Θέση 75).
«Η οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος... είναι πιο σύνθετο καθήκον... Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από αντικειμενικές συνθήκες. Οσο το εργατικό κίνημα δε βρίσκεται στο ύψος των απαιτήσεων, όσο, δηλαδή, ένα μεγάλο μέρος της ε.τ. παραμένει ενσωματωμένο, δε συνειδητοποιεί τη δύναμή του... θα παραμένουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό δυσκολίες που επιδρούν στην κομματική οικοδόμηση...».
Για τους κομμουνιστές, τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί είναι περιττοί, αντανακλούν σε τελευταία ανάλυση τις αδυναμίες του κόμματος, της πολιτικής του. Αν η ε.τ. δεν ακολουθεί το δρόμο του αγώνα, και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης, αυτό είναι κύρια πρόβλημα του κόμματός της. Το αντιμετωπίζει όμως κινητοποιώντας την ε.τ.
Οργανώνοντας τον αγώνα της, συμβάλλει στη διαμόρφωση συνείδησης. Μόνο μέσα απ' την εμπειρία του αγώνα μπορεί η ε.τ. να αντιληφθεί τους ταξικούς εχθρούς της και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, αναγνωρίζοντας στο κόμμα το πρωτοπόρο κομμάτι της τάξης της. Προϋπόθεση, η νικηφόρα έκβαση των αγώνων, αφού οι αποτυχίες απογοητεύουν, προσανατολίζοντας σημαντικά τμήματα της ε.τ. στην ατομική λύση ή στη στήριξη ξένων προς τα συμφέροντα της δυνάμεων, που υπόσχονται απατηλά το άμεσο.
Ομως η νικηφόρα έκβαση των αγώνων συνδέεται άρρηκτα με την ενότητα της τάξης. Με αυτό το πρόβλημα θα έπρεπε να ασχολούνται οι θέσεις. Πώς δηλαδή προωθείται το ενιαίο μέτωπο πάλης της ε.τ., ποια προβλήματα συναντά, ποιες οι επιμέρους συνεργασίες, οι κίνδυνοι κλπ. Με αναφορές στους συγκεκριμένους αγώνες (π.χ. Ασφαλιστικό), θα έπρεπε να γενικεύεται η πείρα.
Πρόκειται για το σημαντικότερο και δυσκολότερο ζήτημα της τακτικής και στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, καθώς πάνω στη βάση της σχέσης μεταρρύθμισης - επανάστασης είτε απεμπολούνται επαναστατικά χαρακτηριστικά του κόμματος, μετατρέποντάς το σε οπορτουνιστικό, είτε αποκόβεται το κόμμα απ' την πλειοψηφία της ε.τ., αφού αυτή δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί μέσα από την πείρα των μέχρι τώρα αγώνων της και της συνείδησής της την ορθότητα και αναγκαιότητα των στόχων του κόμματός της, για ανατροπή του καπιταλισμού. Π.χ. η πρόταση του κόμματος για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας 100% δημόσιες, ενταγμένες σε έναν κοινωνικοποιημένο τομέα, είναι σωστή και πρέπει να προβάλλεται. Λείπει ωστόσο η πρόταση που θα απαντά στο τι θα γίνει μέχρι τότε, και που βεβαίως δεν μπορεί να είναι μόνο η προτροπή: «Βγάλτε συμπεράσματα, αλλάξτε τους συσχετισμούς».
Ακόμα πιο προβληματικές είναι οι παρακάτω διατυπώσεις:
«Οι αντικειμενικοί παράγοντες που οδηγούν στην ενσωμάτωση διαδραματίζουν το συγκεκριμένο ρόλο τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα διαταραχτεί σε τέτοιο βαθμό για ένα μέρος της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων οι όροι αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η τάση όμως αυτή θα ενισχυθεί στην πορεία και γι' αυτό μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις δράσης του Κόμματος», (σελ. 49, Θέση 64) και «όσο ενοποιούνται οι εργασιακοί όροι και οι γενικότεροι όροι διαβίωσης προς το χειρότερο, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενοποίησης της πάλης και ευρύτερης αφύπνισης με τη δράση του Κόμματος και του ΠΑΜΕ» (σελ. 62, Θέση 82).
Φαίνεται ότι το κόμμα βασίζει την ελπίδα ανόδου της λαϊκής πάλης στη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, παρόλο που σε άλλα σημεία διαπιστώνει την αρνητική επίδραση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στην οργάνωση της ε.τ. Παράλληλα υποσκάπτει και την ορθότητα της εκτίμησης: «Βάση των διεκδικήσεων είναι τα οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων και το δικαίωμα στη δουλειά...» (σελ. 77, Θέση 102).
Είναι διαφορετικό να διαπιστώνει κανείς ότι η όξυνση της κρίσης μπορεί και μόνο μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις ευρύτερης αφύπνισης ανάλογα με την ικανότητα του κόμματος να προσανατολίζει σωστά το εργατικό κίνημα και άλλο πράγμα η απόλυτη διατύπωση «όσο ενοποιούνται οι εργασιακοί όροι... προς το χειρότερο, δημιουργούνται προϋποθέσεις...».
Η αντίληψη αυτή παραπέμπει σε ιδέες της σχολής της Φραγκφούρτης (Μαρκούζε) και ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που τη δεκαετία του '60 θεωρούσαν την ε.τ. της Δ. Ευρώπης ενσωματωμένη στο σύστημα, ανίκανη να αναλάβει πρωτοπόρο ρόλο, επινοώντας διάφορα άλλα «επαναστατικά» υποκείμενα. Εκφράζει απαισιοδοξία, μειωμένη εμπιστοσύνη στη δύναμη της ε.τ. να αποσπά κατακτήσεις ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Μπορεί να οδηγήσει το κόμμα και το κίνημα στην αναμονή, στερώντας απ' την ε.τ. την αισιοδοξία που αποφέρουν οι επιμέρους νίκες, στην κατεύθυνση βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου. Στερεί τελικά την εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να διεκδικήσει την εξουσία και αφήνει ανοιχτό το δρόμο σε οπορτουνιστικές, αλλά και ακροδεξιές δυνάμεις να εκμεταλλευτούν την απελπισία των λαϊκών στρωμάτων, για ακόμα μεγαλύτερες συλλογικές και ατομικές υποχωρήσεις, για εξελίξεις σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Τέλος, θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι μαζί με την ιδεολογική δουλειά, η οργάνωση και έκβαση των αγώνων αποτελεί τη βάση και της ανάπτυξης του κόμματος, κριτήριο όμως που απουσιάζει απ' τα ζητήματα οργανωτικής ισχυροποίησης του κόμματος (Θέση 93 κλειδί ισχυροποίησης του Κόμματος...), τα κριτήρια της πολιτικής επιρροής (Θέση 99), την εκτίμηση του ρόλου του κόμματος (Θέση 73).
Λίτσας Παναγιώτης
Ριζοσπάστης - 10 Φεβρουαρίου 2009