Ο ρεαλιστικός δρόμος, μέχρι την τελική άρση της ανθρώπινης αποξένωσης και όλων των σχέσεων εξαναγκασμού, είναι η μεταβατική εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Μόνο με μια τέτοια εξουσία μπορούν να δημιουργηθούν σταδιακά οι υλικές προϋποθέσεις στην παραγωγική διαδικασία, με στόχο την οριστική επικράτηση των χειραφετικών κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής έναντι των αποξενωτικών εμπορευματοχρηματικών.
Οι πραγματικές δυσκολίες, αντιφάσεις και δυνατότητες ενός εγχειρήματος τέτοιας εμβέλειας δεν μπορούσαν να είναι γνωστές εκ των προτέρων. Μοναδική και γι' αυτό πολύτιμη αποκάλυψη αυτών, πέραν της βραχύβιας Παρισινής Κομμούνας, συνιστά η ένδοξη και συνάμα τραγική σοσιαλιστική οικοδόμηση που γνωρίσαμε.
Ακούγεται συχνά, κοντά στα τόσα, ότι οι χώρες αυτές είχαν έναν ιδιόμορφο καπιταλισμό, αφού εκεί υπήρχαν εμπορευματικές σχέσεις, παραγόταν υπερπροϊόν και άρα υπήρχε υπεραξία και εκμετάλλευση.
Ομως, οι εμπορευματικές σχέσεις δε χαρακτηρίζουν μόνο τον καπιταλισμό, παρόλο που σ' αυτόν αποκτούν καθολική μορφή. Αυτές εμφανίστηκαν ιστορικά, όπως και θα εξαφανιστούν ιστορικά, όταν δε θα είναι πια αναγκαίες. Εξάλλου, μόνο στον καπιταλισμό το υπερπροϊόν παίρνει αξιακή μορφή, καθίσταται υπεραξία.
Μέχρι τον ανώτερο κομμουνισμό, το εργατικό κράτος θα δρα «εν ονόματι» αυτών που εκπροσωπεί, γιατί δε θα έχει προχωρήσει ακόμη σε ανάλογο βαθμό η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής, που επιτυγχάνεται μόνο με την περαιτέρω ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. Η αγορά θα είναι ακόμη αναγκαία προϋπόθεση του - αναγκαστικά γενικού - κεντρικού κρατικού προγραμματισμού, ώστε να συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην ωρίμανση του κοινωνικού τους χαρακτήρα.
Τα παραπάνω, σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις, συνιστούν μια, αν όχι τη βασική, αντίθεση του πρώιμου, ανώριμου σοσιαλισμού μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής κοινωνικοποίησης, μεταξύ κομμουνιστικών και εμπορευματικών σχέσεων. Από την έκβαση της σταδιακής άρσης της αντίθεσης αυτής κρίνεται η έκβαση της ταξικής πάλης και η ικανότητα της πολιτικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου κατά τη διάρκεια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Οταν σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, όπου όλοι εργάζονται ως κρατικοί υπάλληλοι, εξαλείφεται η αντίθεση εργασίας -καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αναδύονται πιο καθαρά οι διαφορές στο εσωτερικό της εργασίας.
Αυτές οι διαφορές μπορεί να είναι τόσο μεγάλες (σύνθετη - απλή εργασία, κοινωνική σπουδαιότητα, κύρος, προνόμια και αμοιβές), που εσφαλμένα μπορεί να θεωρηθούν ως ταξικές αντιθέσεις.
Η ουσία των διαφορών αυτών βρίσκεται στον υποδουλωτικό καταμερισμό της εργασίας σε πνευματική, επιστημονική, διευθυντική από τη μια και σε χειρωνακτική, φυσική, άμεση, μονότονη, επικίνδυνη, εκτελεστική από την άλλη.
Αυτός ο καταμερισμός προέκυψε ιστορικά, όταν οι άνθρωποι με τη βοήθεια εργαλείων άρχισαν να μετατρέπουν τους όρους αντιπαράθεσής τους με τη φύση από άμεσους-φυσικούς σε έμμεσους-κοινωνικούς.
Η φύση της χειρωνακτικής, ειδικά στην εκμηχανισμένη παραγωγή, είναι αναγκαστικά γραφειοκρατική και στερεί από τον εργαζόμενο τη δυνατότητα σφαιρικής γνώσης και ελέγχου των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο εργαζόμενος είναι υπηρέτης της παραγωγικής διαδικασίας και γι' αυτό δεν μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες και ρυθμιστικό ρόλο στην εργασιακή διαδικασία.
Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη ειδικής εργασίας ανθρώπων που αναλαμβάνουν τη διοίκηση και τη διεύθυνση όχι μόνο πραγμάτων, αλλά και ανθρώπων, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνία.
Αυτοί διαχειρίζονται δημόσιες-κοινωνικές υποθέσεις και συμφέροντα ως διαφορετικά από τα ατομικά-επιμέρους, ακόμη και σε αντίθεση προς αυτά. Προκύπτει έτσι το αναγκαίο κακό της γραφειοκρατίας με την εγγενή τάση της για αποξένωση από την κοινωνία και τη διαφθορά φορέων της.
Βέβαια, εφόσον διατηρείται η σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν υπάρχει η δυνατότητα ιδιοποίησης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και του υπερπροϊόντος από διεφθαρμένους φορείς της εξουσίας. Ομως τα παρασιτικά φαινόμενα που εμφανίζονται στον διοικητικό μηχανισμό αποτελούν μέγιστη απειλή για το καθεστώς.
Αλλά και από την πλευρά των εργαζομένων υπάρχει εν δυνάμει εξίσου μεγάλος κίνδυνος, γιατί η χειρωνακτική εργασία δεν προσφέρει στον εργαζόμενο σωματική και πνευματική ικανοποίηση και συνεπώς αποτελεί εξωτερική και όχι εσωτερική ανάγκη γι' αυτόν. Η εργασία υποτάσσεται σε καταναλωτικούς σκοπούς και υπάρχουν ισχυρές τάσεις αποφυγής της και παρασιτικής διαβίωσης.
H υπέρβαση όμως της αντίθεσης μεταξύ σωματικής και πνευματικής εργασίας δεν μπορεί να γίνει «εδώ και τώρα» γιατί αφορά τη βαθιά, ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της εργασίας, την κατάργηση του ξεχωριστού ανθρώπου σαν άμεση, φυσική παραγωγική δύναμη.
Αυτό θα γίνει, μόνο όταν η τεχνολογική ανάπτυξη στα μέσα παραγωγής έχει φθάσει σε τέτοιο επίπεδο, ώστε οι άνθρωποι να μη χρειάζεται να εμπλέκονται οι ίδιοι άμεσα στην παραγωγική διαδικασία. Θα πρόκειται δηλαδή για καθολική επιστημονική εργασία («Allgemeine Arbeit» κατά Μαρξ), η οποία έγινε άμεσα παραγωγική δύναμη.
Ο τρόπος παραγωγής, που στηρίζεται, κατεξοχήν, σε παραγωγή και ανταλλαγή γνώσεων, παρέχει τη δυνατότητα της άρσης της αποξένωσης των παραγωγών από τα προϊόντα της εργασίας τους και σηματοδοτεί κατά τον Μαρξ την κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων: «Από τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί τη μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει - αναγκαστικά - ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης». Το «Time is Money» δε θα ισχύει πλέον.
Η διαδικασία υπέρβασης επομένως του ιστορικά διαμορφωμένου καταμερισμού της εργασίας ξεπερνά σε πολυπλοκότητα κατά πολύ την κατάργηση της αντίθεσης εργασίας - καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί βέβαια τις προϋποθέσεις της άμεσης κοινωνικοποίησης της εργασίας και της παραγωγής, δεν καθορίζει όμως καμία αναγκαστική εξέλιξη προς τον κομμουνισμό. Αυτό θα είναι αποτέλεσμα παράλληλων κοινωνικών διενέξεων και αγώνων στη βάση ενός επιστημονικά επεξεργασμένου προγράμματος κομμουνιστικής στρατηγικής.
Το ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει νομοτελειακά, δε σημαίνει ότι αυτό θα συμβεί έτσι και αλλιώς, φαταλιστικά, χωρίς τη συνειδητή παρέμβαση επαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων. Οταν η ανθρωπότητα αποφασίσει να οικοδομήσει το σοσιαλισμό, θα πρέπει αναπόφευκτα να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο δρόμο, που διαγράφεται σαν τάση στην κοινωνική εξέλιξη.
Στην ΕΣΣΔ, μέχρι το '50, η στρατηγική του ΚΚΣΕ κρίνεται συνολικά επαρκής, αναφορικά με την εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη βάση της εκμηχανισμένης παραγωγής. Για τις τότε συνθήκες, το διοικητικό, υπέρμετρα συγκεντρωτικό σύστημα διαχείρισης απεδείχθη κατάλληλο για τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων και την επίτευξη σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικότατων οικονομικών και κοινωνικών στόχων.
Η εμβέλεια όμως αυτής της στρατηγικής σταματά, όταν στις αρχές του '60 προέκυψε η αναγκαιότητα εισόδου στην εντατική ανάπτυξη. Τότε αποκαλύφθηκε η τεράστια ανεπάρκεια στόχων και στρατηγικής, η οποία επιχειρούνταν να καλυφθεί με ηχηρά ιδεολογικά συνθήματα, όπως «κομμουνισμός σε 20 χρόνια» και «παλλαϊκό κράτος».
Στην αναζήτηση δρόμων προς τον κομμουνισμό, προέκυψαν, βασικά, δύο σχολές πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Η πρώτη έδινε έμφαση στο σχεδιοποιημένο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής οικονομίας, ενώ η δεύτερη στο ρόλο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Και οι δύο έφθαναν σε υπερβολές: ΄Η σε ένα μοντέλο «καθαρού» σοσιαλισμού χωρίς τη «σκληρή» πραγματικότητα των εμπορευματικών σχέσεων, με τάση κρατικοποίησης των πάντων ή σε μία απολογητική στάση απέναντι στην αγορά, χωρίς να διαβλέπει δυνατότητες και προοπτικές υπέρβασής της.
Αντίστοιχα διασπάστηκε η σοβιετική γραφειοκρατία σε «συντηρητικούς» και «ανανεωτικούς». Οι μεν υπεράσπιζαν το καθεστώς σαν κάτι δεδομένο και στατικό, αδυνατώντας να εκπονήσουν σοσιαλιστική στρατηγική και χωρίς να μπορούν να υπερασπίσουν σοβαρά το σοσιαλισμό. Οι δε ανήγαγαν σταδιακά την αγορά σε πανάκεια και έγιναν ανοιχτοί σε κάθε «νέο» από τον καπιταλισμό, όσοι δε από αυτούς προσπάθησαν να απομακρυνθούν από ιδεολογικούς δογματισμούς, κατέληγαν σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις.
Οι δυνάμεις, τελικά, που υποστήριζαν το σοσιαλισμό, μέσα και έξω από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, στερούνταν στρατηγικής και χωρίς στρατηγική ο σοσιαλισμός δεν έχει μέλλον.
Αυτό εκμεταλλεύτηκε η αντεπανάσταση, αποκτώντας την πρωτοβουλία κινήσεων, μέχρι την, οδυνηρή για την ανθρωπότητα, ανατροπή του σοσιαλισμού.
Η ιστορικά προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού στον εικοστό αιώνα δημιουργεί, και με την παρέμβαση του αντικομμουνισμού, στην καθημερινή - εμπειρική συνείδηση σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο είναι εφικτό το κομμουνιστικό ιδεώδες.
Η ανθρώπινη ιστορία όμως δεν τελείωσε, θα κάνει αυτό που πάντα έκανε, θα ξαναμιλήσει πιο ώριμη και αποφασιστική.
Αγγελόπουλος Αθανάσιος
Θεσσαλονίκη
Ριζοσπάστης - 5 Φεβρουαρίου 2009