Θεωρώ ότι είναι καθήκον για το Κόμμα μας αλλά και για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα να προσπαθήσουν να αποκρυσταλλώσουν σαφή επιστημονική άποψη για τις δραματικές και παγκόσμιας σημασίας εξελίξεις που γνωρίσαμε στο λυκόφως του προηγούμενου αιώνα με την ανατροπή του σοσιαλισμού.
Ασφαλώς, για την ΚΕ, η διερεύνηση και η ανάλυση των αιτιών της ανατροπής - ισχύει αυτό για όλους μας - δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Πέρα από το γεγονός ότι μια τέτοια επιστημονική διερεύνηση απαιτούσε μια διαφορετική οργάνωση, περισσότερο ανοιγμένης στο χρόνο και στη θεματολογία, πράγμα που δεν έγινε, χρειάζεται να υπάρχουν: Η καλή γνώση μιας εκτεταμένης χρονικά περιόδου οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην εσωτερική της και διεθνή διάσταση. Η καλή γνώση των ντοκουμέντων των συνεδρίων και γενικότερα της βιβλιογραφίας. Η καλή γνώση και η σωστή απόδοση των θεωρητικών θέσεων των κλασικών - δεν μπορεί να αγνοεί κανείς το τι έλεγε ο Μαρξ και ο Ενγκελς, ο Λένιν, ο Στάλιν, τα άλλα ηγετικά στελέχη και οι στοχαστές του μαρξισμού. Ακόμη και η γνώση των αντίθετων θέσεων και απόψεων.
Πάνω απ' όλα πρέπει να εφαρμοστούν οι αρχές του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, γεγονός που καθιστά δεσμευτική την ερμηνεία των γεγονότων, των θεωρητικών θέσεων, το τι είναι σοσιαλισμός, των οικονομικών του νόμων, αλλά ταυτόχρονα καθιστά αποτρεπτική κάθε εμφάνιση βουλησιαρχίας και απόσπασης από τις πραγματικές κοινωνικές εξελίξεις και τα προβλήματα που γεννούσαν.
Στο πλαίσιο των παραπάνω επισημάνσεων και του περιορισμένου αυτού σημειώματος, καταθέτω ορισμένες παρατηρήσεις μου σε κομβικά σημεία του κειμένου.
1. Οι θέσεις της ΚΕ διαχωρίζουν ουσιαστικά την περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε δύο βασικές υποπεριόδους. Την πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τη μετά. Από την άποψη της μεθοδολογίας αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι σωστός, γιατί δεν επιτρέπει να παρακολουθήσουμε από κοντά τις διάφορες φάσεις που πέρασε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, που σαφώς ήταν περισσότερες των δύο.
Πρόκειται για έναν πολιτικο-ιδεολογικό διαχωρισμό, που, όμως, απλοποιεί τη συνολική κοινωνική και αναπτυξιακή πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και οδηγεί σε αντιφάσεις και σε σύγχυση. Στην περίπτωση αυτή αποσπάται η εμφάνιση του οπορτουνισμού από τις κοινωνικές εξελίξεις και παίρνει μεταφυσικό χαρακτήρα. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποδοθεί με ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό της μεταβατικής περιόδου.
Το κείμενο της ΚΕ αναφέρει στη θέση 4 τη γνωστή εκτίμηση ότι η μεταβατική περίοδος «στην ΕΣΣΔ ολοκληρώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930». Παρακάτω, στη θέση 11, αναφέρει ότι «μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε η βάση της νέας κοινωνίας».
Πράγματι υπήρξε μια ανάλογη εκτίμηση από τα μέσα της δεκαετίας του '30. Με βάση αυτήν την εκτίμηση μετά τον πόλεμο και την αποκατάσταση των καταστροφών επιχειρείται η πορεία προς τον κομμουνισμό. Στο 19ο Συνέδριο γίνεται η παρακάτω εκτίμηση στην εισήγηση για το 5ο πεντάχρονο πλάνο 1951-1955: «Η πραγματοποίησή του θα αποτελέσει για τη χώρα μας σπουδαίο σταθμό στο δρόμο του βαθμιαίου περάσματος από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό».
Τώρα που έχουμε μια απόσταση από τα γεγονότα, και μπορούμε να δούμε τα πράγματα πιο νηφάλια, κατά τη γνώμη μου πρέπει να πούμε ότι η εκτίμηση αυτή ήταν λάθος. Η υλική βάση που οικοδομήθηκε από την άποψη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ήταν σημαντικά κατώτερη από ό,τι προϋπέθετε και απαιτούσε η παραπέρα πορεία προς μια κομμουνιστική κοινωνία. Και μια απόδειξη γι' αυτό είναι και το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις εκείνη την εποχή στη Σοβιετική Ενωση υπολείπονταν από τις αντίστοιχες παραγωγικές δυνάμεις των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Αλλά ούτε και η κοινωνική συνείδηση ήταν ανάλογα αναπτυγμένη, θα έλεγα ότι υπήρχε σημαντική καθυστέρηση, διαφορετικά πώς θα εξηγηθεί η ύπαρξη του οπορτουνιστικού ρεύματος το οποίο έφτασε να κυριαρχήσει κιόλας.
Βέβαια, μετά την κυριαρχία του οπορτουνιστικού ρεύματος το '56 η εκτίμηση για το βαθμιαίο πέρασμα στον κομμουνισμό μετατρέπεται σε ανοιχτό βολονταρισμό, για να μην πω σε ανοιχτό τυχοδιωκτισμό, που ισοδυναμούσε με σαφή υπονόμευση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
2. Ως προς την ίδια τη μεταβατική περίοδο, και το περιεχόμενο της, ενώ από τη μια αναγνωρίζεται, από την άλλη δε φαίνεται από το κείμενο της ΚΕ να υπάρχει μια σαφής αντίληψη για την ύπαρξη, τη διάρκεια, το ρόλο και τα καθήκοντα που έρχεται αυτή να διεκπεραιώσει. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το πώς πραγματεύεται το κείμενο τα ζητήματα της κομμουνιστικής παραγωγής και κατανομής, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, των οικονομικών νόμων κλπ. Εδώ νομίζω ότι υπάρχουν θεωρητικές ανακολουθίες, που μας απομακρύνουν σοβαρά από τις απόψεις των κλασικών. Ουσιαστικά πιστεύω ότι υπάρχει μόνο τυπική αποδοχή της μεταβατικής περιόδου.
3. Επειδή το κείμενο της ΚΕ αποδέχεται και τοποθετεί την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου στα μέσα της δεκαετίας του '30, επιχειρεί να ερμηνεύσει την πορεία του σοσιαλισμού μετά το '56 με όρους κομμουνιστικής παραγωγής και κατανομής, υπερτονίζοντας το ρόλο των σχέσεων παραγωγής, υποβαθμίζοντας το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία της υλικής βάσης και υποτιμώντας τη χρησιμότητα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων για το χρονικό διάστημα της μεταβατικής περιόδου. Από εδώ προκύπτει και ο εγκλωβισμός γύρω από το ζήτημα της ισχύος του νόμου της αξίας. Κατά την εκτίμησή μου η εξέλιξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων με τον τρόπο που έγινε μετά το '56 παίζει ανασταλτικό ρόλο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της κομμουνιστικής συνείδησης, αλλοιώνει και διαστρέφει την αναγκαιότητα ύπαρξης τους και αξιοποίησής τους κατά τη μεταβατική περίοδο. Και εδώ χρειάζεται να σκύψουμε πάρα πολύ στη διεύρυνση των προβλημάτων που εμφανίστηκαν.
4. Το γεγονός ότι επιχειρείται να αντιμετωπιστεί η μετά το '56 περίοδος με όρους κομμουνιστικής παραγωγής και κατανομής οδηγεί τελικά στην αντιστροφή της σχέσης μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, στην άρνηση του επαναστατικού ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων, του ρόλου τους στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, σε συνδυασμό βέβαια με τον επαναστατικό ρόλο του Κόμματος και την πολιτιστική επανάσταση. Η λογική αυτή, σε ό,τι αφορά τη μεταβατική περίοδο, φτάνει μέχρι και στην αμφισβήτηση της λενινιστικής θέσης ότι τα κολχόζ είναι σοσιαλιστική συνεταιριστική παραγωγή. Ουσιαστικά η κατάληξη μιας τέτοιας λογικής είναι να δεχτεί κανείς την κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή για λόγους κοινωνικής συνείδησης και ηθικής στάσης απέναντι στην εργασία. Αλλά μια τέτοια λογική είναι ιδεαλιστική.
5. Με δοσμένη την παραπάνω θεωρητική αντιμετώπιση της εξέλιξης της οικοδόμησης, το κείμενο χαρακτηρίζει τη φάση της ΝΕΠ ως υποχώρηση. Πρόκειται για θεωρητικό λάθος πολύ περισσότερο που ο Λένιν καθορίζει το χαρακτήρα της ΝΕΠ σε πολλά κείμενά του (π.χ. «Απαντα», τόμος 44, σελ. 6, 41, 155-175) και ο Στάλιν ήταν πολέμιος όλων εκείνων που αντιμετώπιζαν τη ΝΕΠ ως υποχώρηση απέναντι στον αντίπαλο («Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 378-402).
Πράγματι ο Λένιν χρησιμοποιεί την έννοια της υποχώρησης. Αλλά τη χρησιμοποιεί σε σχέση με την κομμουνιστική παραγωγή και κατανομή της φάσης του πολεμικού κομμουνισμού, σε σχέση με το καθήκον της επανάστασης να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις και να μην εκβιάζει τις φάσεις ανάπτυξης της μεταβατικής περιόδου, αλλά και ως προειδοποίηση ότι δε θα υπάρξει άλλη υποχώρηση σε σχέση με την εφαρμογή της ΝΕΠ.
6. Αντιμετωπίζοντας το κείμενο της ΚΕ με τον τρόπο που αναλύθηκε καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτό σε τελική ανάλυση δεν επιτρέπει να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια, να κατανοήσουμε και να εμβαθύνουμε στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που γνωρίσαμε και να προσδιορίσουμε πού ακριβώς έγιναν τα λάθη σε κάθε επίπεδο.
Σαφώς υπήρξαν λαθεμένες εκτιμήσεις βουλησιαρχικού χαρακτήρα. Γιατί πώς ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στον κομμουνισμό χωρίς την αντίστοιχη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αντίστοιχη κομμουνιστική συνείδηση.
Φαίνεται καθαρά λοιπόν ότι ο ρόλος της μεταβατικής περιόδου είναι καθοριστικός. Και συνεπώς η δράση του Κόμματος καθορίζεται και από την κατανόησή της, για τη διάρκειά της και τα καθήκοντά της.
Τη μεταβατική περίοδο οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις υπάρχουν. Το πώς θα αξιοποιηθούν με στόχο το οριστικό τους ξεπέρασμα καθορίζεται από την προσήλωση και την ικανότητα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, για να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η εναρμόνιση των σχέσεων παραγωγής. Και εδώ το Κόμμα παίζει καθοριστικό ρόλο, γιατί καθοδηγεί την εργατική τάξη και συνολικά την επαναστατική διαδικασία. Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται και η απάντηση για τις αιτίες της ανατροπής.
Παναγιώτης Γεωργιάδης
ΚΟΒ ΕΜΠ
Ριζοσπάστης - 13 Φεβρουαρίου 2009