Η προσφορά της Οχτωβριανής Επανάστασης και της προσπάθειας οικοδόμησης του σοσιαλισμού είναι ανεκτίμητη για την εξέλιξη της ανθρωπότητας, και ιδιαίτερα για την επαναστατική πάλη. Σύμφωνα με το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, η εξέλιξη όλων των κοινωνικών συστημάτων βασίζεται στη διαρκή λύση νέων αντιθέσεων. Αν προσδιορίσουμε τις αντιθέσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι οποίες είτε θεωρήθηκαν μη ανταγωνιστικές είτε παραγνωρίστηκαν, μπορούμε να αντλήσουμε δυνάμεις από τις αρνητικές πλευρές, που ίσως αποτελούν πιο σημαντική προσφορά των Σοβιετικών και από τα επιτεύγματά τους.
Αυτό προϋποθέτει την εξέλιξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και πρακτικής με βάση την έρευνα πάνω στο σοσιαλιστικό εγχείρημα και στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Οσους κινδύνους έχει η αναθεώρηση, άλλους τόσους έχει και η θεωρητική στασιμότητα.
Στις Θέσεις της ΚΕ γίνεται μια πιο συστηματική προσέγγιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε σχέση με το 1995. Ομως, περιορίζεται κυρίως στη διερεύνηση των οικονομικών νόμων στο σοσιαλισμό και πολύ λίγο στο εποικοδόμημα, χωρίς την απαραίτητη διαλεκτική σύνδεση των δύο.
Στο σοσιαλισμό οι οικονομικοί νόμοι δε λειτουργούν αυθόρμητα, αλλά καθορίζονται από τις αποφάσεις του κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους με βάση τις ανάγκες, τις παραγωγικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Στις θέσεις διαφαίνεται μία αντιδιαλεκτική διαίρεση μεταξύ της προ και μετά το 20ό Συνέδριο εποχής. Κατά τη γνώμη μου οφείλεται στην παραγνώριση των αντιθέσεων μεταξύ της εργατικής τάξης και των κοινωνικών στρωμάτων εξουσίας, που προέκυψαν από τη δομή των παραγωγικών μονάδων και της οικονομίας, τις νέες παραγωγικές σχέσεις, και την κρατική και κομματική λειτουργία. Η «στροφή» δεν μπορεί να εξηγηθεί με ηθικολογικά και αστικά κατηγορήματα του τύπου «οπορτουνισμός», «χαλάρωση», κλπ., ή να αποδίδεται σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά με την ανάλυση της σύνθεσης των κοινωνικών στρωμάτων και αντιθέσεων που διαμορφώθηκαν κατά την προ του 20ού Συνεδρίου περίοδο. Στις θέσεις διαβάζουμε ότι μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη αλλά δεν προσδιορίζονται οι τάξεις ή τα στρώματα.
Παρ' όλα αυτά ας δεχτούμε το σχήμα «συνεπείς - οπορτουνιστές» για χάριν συνεννόησης. Οι «οπορτουνιστές», που «υλοποίησαν» τη «στροφή» συμμετείχαν στα υψηλότερα όργανα του κόμματος και του κράτους και εκπροσωπούσαν κοινωνικά στρώματα, τα οποία είχαν διαμορφώσει τα συμφέροντά τους στην περίοδο, που κατά τις θέσεις της ΚΕ κυριαρχούσε το «συνεπές ρεύμα». Η αλληλοστήριξη του «συνεπούς ρεύματος» με τον διευθυντικό και διοικητικό μηχανισμό φαίνεται από τις επίσημες απόψεις του Στάλιν, που γράφει «Τώρα οι άνθρωποι της σωματικής εργασίας και το διοικητικό προσωπικό δεν είναι εχθροί αλλά σύντροφοι και φίλοι, μέλη μιας ενιαίας παραγωγικής κολεκτίβας, που εξίσου ενδιαφέρονται για την επιτυχία και τη βελτίωση της παραγωγής». Οι Θέσεις της ΚΕ σωστά δέχονται ότι οι αντιστάσεις των διευθυντικών στελεχών είναι η βάση της διαπάλης, που οδήγησε στη «στροφή», όμως χρειάζεται περισσότερη εμβάθυνση. Το στρώμα των διοικητικών και κομματικών στελεχών, που ήταν της εμπιστοσύνης της ηγεσίας, θεωρήθηκε σύμμαχο στρώμα της εργατικής τάξης και αυτός ήταν ένας από τους λόγους της αλλαγής του συντάγματος του '36, που περιόρισε δραματικά τα στοιχεία της εργατικής εξουσίας, που είχαν κατακτηθεί μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση. Μήπως είναι υπερβολικός αν όχι λαθεμένος ο χαρακτηρισμός «συνεπές ρεύμα»;
Εχει μεγάλη σημασία να μελετηθεί πώς το διοικητικό/διευθυντικό σώμα αναπαραγόταν και αυτοαναπαραγόταν, οπότε ήταν το βασικό εμπόδιο για την εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες καθυστερούσαν, όπως το αποδέχεται ο Στάλιν στα «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Η δομή της διεύθυνσης της παραγωγής και η κατανομή του κοινωνικού πλούτου, που θεωρήθηκε και μπορεί να ήταν αντικειμενικά απαραίτητα για την ταχεία ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας (αποτελεσματικότητα), στηρίχτηκε σε μορφές δανεισμένες από την καπιταλιστική οργάνωση.
Για τη βαθύτερη διερεύνηση της διαμόρφωσης των κοινωνικών δυνάμεων, που εμπόδιζαν την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων, δεν αρκεί η σωστή διαπίστωση των θέσεων ότι «Αδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, του κοινωνικού προϊόντος...». Η ανάδειξη του τρόπου κατανομής του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των άμεσων παραγωγών και του διευθυντικού/διοικητικού/κομματικού δυναμικού θα φωτίσει τις πλευρές της σχετικής αυτονόμησής του.
Η όποια υποχώρηση απέναντι στον διευθυντικό/διοικητικό μηχανισμό δικαιολογήθηκε με την προτεραιότητα, που έδωσε το κομμουνιστικό κόμμα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (αποτελεσματικότητα, οικονομικά επιτεύγματα) με θυσία την καθυστέρηση ή και συμπίεση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Αντικειμενικά σε κάποιο βαθμό, η κινητοποίηση της εργατικής τάξης περιορίστηκε στην ανάπτυξη της παραγωγής (Σταχανοφικό κίνημα). Η βασική κατεύθυνση στον ανταγωνισμό με τον καπιταλισμό ήταν οι ποσοτικοί στόχοι του όγκου της παραγωγής και λιγότερο ή μικρή σημασία δινόταν στα βασικά χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού, που σχετίζονται με την πορεία προς την κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση. Οπως απέδειξε η ζωή, αυτό έχει κόστος. Οι δυνάμεις, που κατείχαν την πραγματική εξουσία (παραγωγή, οικονομία), βγήκαν στο προσκήνιο, διεκδίκησαν πολιτική νομιμοποίηση και διεύρυνση του μεριδίου στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. Η ιστορία έδειξε ότι δεν είναι δυνατό να νικηθούν «οπορτουνιστές» με ελεγκτικούς μηχανισμούς, καταστολή, ποινικοποίηση της πολιτικής, που οδήγησε και σε περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά το κυριότερο περιθωριοποίησαν την εργατική τάξη.
Το καινούριο γεννιέται με πόνους. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν προετοίμασε και δεν κινητοποίησε την εργατική τάξη ενώ η διαπάλη περιορίστηκε στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος και της εξουσίας. Οι αντιθέσεις και στο σοσιαλισμό λύνονται μόνο με ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση μέσα στην κοινωνία. Το κοινωνικό στρώμα της εξουσίας, που διαμορφώθηκε, ενσωματώθηκε στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου προχώρησε στην ακόμη μεγαλύτερη θεσμική κατοχύρωση της θέσης του. Επέβαλε τις αλλαγές μετά το 20ό, που ολοκληρώθηκαν με τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν. Η εργατική τάξη ήταν παθητικός θεατής. Ο μηχανισμός και η κομματική λειτουργία, που είχαν διαμορφωθεί στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου, έγιναν όπλο από τους «οπορτουνιστές» ενάντια στο επονομαζόμενο «συνεπές ρεύμα».
Στις θέσεις δεν αναδεικνύεται το νέο αξιακό περιεχόμενο του σοσιαλισμού και κυριαρχεί η επίλυση των τρεχόντων οξυμένων προβλημάτων με λογική παραγωγικών δομών, δεικτών και μεγεθών κληρονομημένων από τον καπιταλισμό. Η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας είναι αναγκαία αλλά δεν είναι ικανή συνθήκη για το σοσιαλισμό, αν από την αρχή δεν είναι στις προτεραιότητες η πραγματική και όχι η ονομαστική εξουσία της εργατικής τάξης. Η ασύγκριτη υπεροχή του σοσιαλισμού είναι στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της ανάγκης, στον πρωτόγνωρο δημοκρατισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα, το τέλος της εκμετάλλευσης, της αποξένωσης και αλλοτρίωσης, που δεν είναι τυπικά αλλά ουσιαστικά γιατί έχει εξαλειφθεί η τεράστια ανισοκατανομή οικονομικής και πολιτικής ισχύος, που κυριαρχεί στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις.
Στις θέσεις αναφέρεται πολλές φορές ο «εργατικός έλεγχος και η συμμετοχή», που έχουν νόημα, όταν μια άλλη τάξη ασκεί την εξουσία και γι' αυτό δοκιμάστηκαν σε σοσιαλδημοκρατικά καθεστώτα. Η πρόκληση είναι να ανακαλύψουμε νέους τρόπους άσκησης της εργατικής εξουσίας υπερβαίνοντας δομές και οργάνωση κληρονομημένες από τον καπιταλισμό. Η μορφή πάντα επιδρά στο περιεχόμενο και το αντίστροφο.
Σήμερα το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο υψηλός βαθμός της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, της υψηλής προλεταριακής σύνθεσης της κοινωνίας, και του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης αλλάζουν δραματικά αν όχι ποιοτικά τις αρχικές συνθήκες, όχι μόνο του 1917 αλλά και του 1945. Να επαναφέρουμε στο προσκήνιο θέσεις κομμουνιστών, πρωτοπόρων εργατών, διανοούμενων και καλλιτεχνών, που προτάθηκαν ή δοκιμάστηκαν αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, αλλά εγκαταλείφθηκαν γιατί θεωρήθηκαν ασύμβατες με το επίπεδο ανάπτυξης και τις προτεραιότητες και τελικά αποσύρθηκαν για πάντα. Με βάση και την εμπειρία της πρώτης απόπειρας, είναι φανερό ότι πολλές πλευρές της μελλοντικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού είναι αντικείμενο διαρκούς οργανωμένης έρευνας όχι μόνο ειδικών και διανοουμένων αλλά και πρωτοπόρων εργατών και γενικά είναι ανάγκη να γίνουν υπόθεση όχι μόνο του κομμουνιστικού αλλά και του εργατικού κινήματος.
Νίκος Ασπράγκαθος
Ριζοσπάστης - 11 Φεβρουαρίου 2009