Αγαπητοί σύντροφοι,
Με αφορμή το ντοκουμέντο της ΚΕ για το σοσιαλισμό θέλω να εκφράσω τους παρακάτω προβληματισμούς:
Η προσφορά του σοσιαλισμού είχε επιτυχίες στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που θα τις ζήλευαν και αναπτυγμένα κράτη. Και λαμβάνοντος υπόψη τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης, θεωρώ πως η ανωτερότητα του σοσιαλισμού είναι προφανής, αποτελώντας σημείο αναφοράς για τα εργατικά κινήματα των χωρών της Δύσης.
Για την πρώτη προσπάθεια να καταργηθεί η εκμετάλλευση, χρειάστηκε να βαδίσουμε σε πρωτόγνωρους δρόμους. Δρόμοι που δεν είχαν καμία σχέση με τα προηγούμενα εκμεταλλευτικά συστήματα. Αυτονόητα λοιπόν τα λάθη και οι στρεβλώσεις όταν δεν έχεις προηγούμενη εμπειρία. Τα κυριότερα σημεία γύρω από το θέμα αυτό είναι τα παρακάτω:
Α) Αν στην ΕΣΣΔ οικοδομούνταν σοσιαλισμός ή κάτι άλλο (πολλοί το ονομάζουν κρατικό σοσιαλισμό ή κρατικό καπιταλισμό ή ένα καθεστώς απλά προοδευτικό, σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση).
Β) Πολλές συζητήσεις γράφτηκαν για το ρόλο της αγοράς και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στην περίοδο της μετάβασης προς το σοσιαλισμό από Σοβιετικούς οικονομολόγους.
Σχετικά με το πρώτο σημείο, δηλαδή με το τι είδους οικονομία αναπτυσσόταν στην ΕΣΣΔ, έχω να πω τα εξής: Οι όροι κρατικός καπιταλισμός ή κρατικός σοσιαλισμός θεωρώ πως είναι αντιεπιστημονικοί. Διότι και τα δύο συστήματα είναι άμεσα συνυφασμένα με το κράτος. Οταν λοιπόν κάνεις τέτοιες αναφορές θα πρέπει να δίνεις και την ταξική διάσταση. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση δε μας δίνουν καμιά εξήγηση για το είδος των σχέσεων παραγωγής. Μάλλον συσκοτίζουν το ζήτημα. Η άποψη που λέει ότι εκεί αναπτυσσόταν η οικονομία απλά σε μία αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, άποψη που εκφράστηκε μέσα από το βιβλίο του συντρόφου Κάππου, θεωρώ πως δεν είναι ολοκληρωμένη. Διότι από το 1928 μέχρι το 1939 η ΕΣΣΔ πραγματοποίησε μεγάλες οικονομικές επιτυχίες, όπως ο εξηλεκτρισμός της χώρας, η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, οι υψηλοί ρυθμοί της βιομηχανικής παραγωγής που ξεπερνούσαν και κάποιες αναπτυγμένες χώρες (24% το χρόνο), και όλα αυτά, σε συνδυασμό με το μηδενισμό της ανεργίας, σήμαιναν πως η σοβιετική οικονομία αξιοποιούσε πλήρως τις παραγωγικές της ικανότητες ως προς τον ανθρώπινο παράγοντα. Ολα τα παραπάνω έγιναν οργανωμένα, μέσω του σχεδιασμού, την αποτελεσματικότητα του οποίου θαύμαζαν αρκετοί αστοί οικονομολόγοι (π.χ., J. K. Galbait). Πιστεύω πως αυτά δεν επιτυγχάνονται από ένα σύστημα οικονομίας που είναι μόνο «αντί». Αλλά από ένα σύστημα που είχε στόχους με σαφή προσανατολισμό. Επιπλέον, η μη ύπαρξη οικονομικών κύκλων δηλώνει ότι η οικονομία αναπτυσσόταν σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Τώρα πόσο σοσιαλιστική ήταν, πιστεύω πως ο επιθετικός προσδιορισμός «υπαρκτός» σοσιαλισμός δήλωνε το δοσμένο μέτρο που αντιστοιχούσε σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο. Για το λόγο αυτό ο όρος υπαρκτός σοσιαλισμός είναι ο πιο ενδεδειγμένος. Νόθα κοινωνικά συστήματα δεν υπήρξαν. Η εξουσία δε μοιράζεται.
Σχετικά με το δεύτερο σημείο δίνω έναν απαραίτητο ορισμό της αγοράς: Η αγορά είναι ένας αυθόρμητος μηχανισμός κατά τον οποίο πολλοί παραγωγοί παράγουν, μεμονωμένα ο καθένας και ανεξάρτητα από τη θέλησή τους έρχονται μεταξύ τους σε εμπορευματοχρηματικές σχέσεις ανταγωνιστικές. Αρα, ο παραπάνω μηχανισμός είναι ο ρυθμιστής της συνολικής Παραγωγής.
Σε αντίθεση με τον κεντρικό σχεδιασμό, όπου είναι και αυτός ένας μηχανισμός, οι πολλοί παραγωγοί αποτελούν μέρος ενός συνολικού οργανισμού στον οποίο τα επιμέρους συμφωνούν με το σύνολο. Στα πλαίσια αυτά δε νοούνται εμπορευματικές σχέσεις, και μάλιστα ανταγωνιστικές. Ομως, σε μια πορεία μετάβασης το παλαιό συνυπάρχει με το καινούριο για αρκετό καιρό. Ετσι και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού οι εμπορευματικές σχέσεις συνυπάρχουν με τη σχεδιομετρική ανάπτυξη. Δε νοείται όμως αυτές οι σχέσεις να έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Και αφού δε θα έχουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα ποιος θα είναι ο ρόλος τους σε μια τέτοια πορεία; Για να απαντήσουμε, θα πρέπει να διαχωρίσουμε την οικονομία στο κλασικό σχήμα.
Τομέας Ι. Παραγωγή μέσων παραγωγής. Και τομέας II. Παραγωγή μέσων κατανάλωσης. Στο σοσιαλισμό η παραγωγή αποκτά όλο και πιο κοινωνικό χαρακτήρα. Επίσης, ισχύει το οικονομικό αξίωμα ότι οι υφιστάμενοι οικονομικοί πόροι είναι μικρότεροι των ανθρωπίνων αναγκών οι οποίες ως σύνολο είναι απεριόριστες. Στα πλαίσια αυτά ο σοσιαλισμός καλείται να εξασφαλίσει τις σωστές αναλογίες ανάμεσα στους δύο τομείς, με φυσικά τον τομέα Ι να υπερτερεί, εξασφαλίζοντας απρόσκοπτα την αναπαραγωγή. Για τη μέτρηση όλων των παραπάνω μεγεθών είναι απαραίτητη και κάποια λογιστική μονάδα (σ.σ. χρήμα ) η οποία θα μετρά τα διάφορα κόστη. Επίσης, μέσω αυτής της νομισματικής μονάδας οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις θα κάμουν και τον τυπικό λογαριασμό μεταξύ τους. Και λέω τυπικό διότι θα εξυπηρετεί τον έλεγχο της κοστολόγησης, της στατιστικής στα πλαίσια της υλοποίησης των πλάνων και όχι την εξασφάλιση της κερδοφορίας τους και ως εκ τούτου την αλληλοεξόντωσή τους.
Στην ΕΣΣΔ οι παραπάνω συνθήκες αλλοιώθηκαν αρκετά με τη μεταρρύθμιση του 1965, όπου οι μισθοδοσίες των στελεχών σε πολλές επιχειρήσεις προέρχονταν και πριμοδοτούνταν από τα κέρδη τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την τροχοπέδη στην ανάπτυξη των επενδύσεων γιατί αυτές θα μείωναν τα κέρδη τους. Βέβαια, στον καπιταλισμό τα κέρδη συμβάλλουν στην ανάπτυξη νέων επενδύσεων. Στον καπιταλισμό, όμως, εκτός από τα κέρδη έχεις και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε επιχειρήσεις ειδικά του ίδιου κλάδου. Εχεις και τον καθορισμό των τιμών από εκείνες τις επιχειρήσεις που ηγούνται. Εχεις, τέλος, και εκτοπίσεις των μικρών επιχειρήσεων από τις μεγαλύτερες. Ετσι, το κέρδος στις αμοιβές από τη μια, αλλά χωρίς ανταγωνισμό και διαφορισμό των τιμών από την άλλη, ήταν τα κυριότερα στοιχεία που έκαμαν το σύστημα νόθο. Οπως είπα και παραπάνω, νόθα κοινωνικά συστήματα δεν υπάρχουν. `Η, καλύτερα, δεν κρατάνε για πολύ. Και η ζωή έδειξε ποια κατεύθυνση πήραν τα πράγματα. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ στις θέσεις 34, 35, 36. Και να πω πως αυτή τη φορά γίνεται μια εκτενέστερη ανάλυση αλλά νομίζω πως είναι κατώτερη των περιστάσεων. Πρέπει να βάλουμε κριτήριο στο ζήτημα ποια είναι τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής στα οποία θα εφαρμοστεί ο κεντρικός σχεδιασμός σε πρώτη φάση, σε δεύτερη, κτλ. Αξιόπιστο κριτήριο για κάτι τέτοιο θα ήταν, π.χ., το ποσοστό συμμετοχής στο συνολικό προϊόν του κάθε κλάδου. `Η ο αριθμός του προσωπικού της κάθε επιχείρησης. Ενα ζήτημα είναι ότι στον καπιταλισμό έχουμε ραγδαία κοινωνικοποίηση της εργασίας. Συνέπεια αυτού είναι η αυτονόμηση της διοίκησης των επιχειρήσεων από τους φυσικούς ιδιοκτήτες. Γεγονός με τη σειρά του που καθιστά τους κεφαλαιοκράτες εντελώς περιττούς, μιας και όλο και πιο πολλά ζητήματα διαχείρισης των επιχειρήσεων, στα αποθέματα, στις παραγγελίες, στις ταμειακές ροές, στην επέκταση του πελατολογίου, περνάνε όλο και περισσότερο από τους ιδιοκτήτες στο υπαλληλικό προσωπικό. Αυτό οφείλεται στην άνοδο της εξειδίκευσης της εργατικής τάξης, αλλά και στην τρομακτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ανάπτυξη η οποία φέρνει αντικειμενικά την εργατική τάξη στο προσκήνιο της διοίκησης των μέσων παραγωγής, άρα και της δικής της εξουσίας. Μια καταγραφή τέτοιων επιχειρήσεων θα μπορούσε να γίνει και από τώρα. Σοβαρό ζήτημα είναι η διοικητική σύνδεση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων εφόσον μιλάμε για κεντρικό σχεδιασμό, και πώς θα εξασφαλίζεται ο εργατικός έλεγχος, και σε ποια θέματα θα εκτείνεται. Ποιο θα είναι το κίνητρο για την παραγωγικότητα, για την ολοένα και περισσότερη βελτίωση των προϊόντων. Το κίνημα του Σταχανοφισμού μπορεί να προσαρμοστεί στις σύγχρονες συνθήκες. Πιστεύω πως το ΚΚΕ πρέπει να μπει και σε λεπτομέρειες κάνοντας τις απόψεις του ελκυστικότερες. Κλείνοντας θα έλεγα πως αφού ο προβληματισμός για το σοσιαλισμό δεν τελειώνει με τη λήξη του συνεδρίου, ας συνεχιστεί και κάποιας μορφής διάλογος μέσα από τον «Ριζοσπάστη».
Κατσίβελος Γεώργιος
Λογιστής οικονομολόγος, Μέλος του ΓΣ της ΠΟΛ
Ριζοσπάστης - 12 Φεβρουαρίου 2009