1] Ο επιστημονικός χαρακτήρας (όχι με την έννοια της προνομιακής εξειδίκευσης) του θέματος θέτει απαιτητικότερους όρους διαλόγου, χωρίς να σημαίνει ότι και στην τρέχουσα πολιτική καλύπτονται οι πραγματικές απαιτήσεις ιδεολογικο-πολιτικής επεξεργασίας.
Οι Θέσεις μπορούν να αποτελέσουν - θετικά και αρνητικά - βάση διεξοδικού διαλόγου που θα διεξαχθεί έως το επόμενο συνέδριο, με χρονική επάρκεια, δυνατότητα αναφοράς σε τοποθετήσεις άλλων, ανατοποθετήσεων στη βάση της συζήτησης. Για το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί και το διαδίκτυο, που η καθυστέρηση αξιοποίησής του, κομματικά και στη βάση των διαδραστικών τεχνικών δυνατοτήτων του για τις ανάγκες της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και επεξεργασίας, ισοδυναμεί με καθυστέρηση αξιοποίησης της τυπογραφίας μετά Γουτεμβέργιο.
2] Στις «Παρατηρήσεις πάνω σε οικονομικά ζητήματα...» (Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, Σ.Ε. σελ 35-36) ο Στάλιν γράφει για «εθνικοποίηση όχι ενός μέρους των μέσων παραγωγής, αλλά όλων των μέσων παραγωγής» (περιορίζοντας το ζήτημα και ταυτόχρονα διευρύνοντάς το πέρα από τα όρια του: «δηλαδή... όχι μονάχα στη βιομηχανία αλλά και στην αγροτική οικονομία»), καθώς «... σε άλλο σημείο του Αντι-Ντίρινγκ ο Ενγκελς μιλάει για κυριαρχία πάνω σε "όλο το σύνολο των μέσων παραγωγής"».
Ομως στο Αντι-Ντίρινγκ (στο μέρος του που εκδόθηκε και ξεχωριστά ως «Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός») γράφει επίσης για «... πανηγυρική αναγνώριση του γεγονότος, ότι οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις είναι από τη φύση τους, ίδια κοινωνικές και γι' αυτό θα πρέπει να εναρμονιστεί αυτός ο τρόπος παραγωγής, ιδιοποίησης και ανταλλαγής με τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η κοινωνία ανοιχτά και χωρίς περιστροφές πάρει στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, που έχουν τόσο μεγαλώσει [σ.μ.: αποδίδεται και ως «ωριμάσει», «ενηλικιωθεί» - γερμ. «erwachsen», λέξη παραλειπόμενη στη μετάφραση της Σ.Ε. σελ. 431-432] ώστε να μην υπακούουν σε καμιά άλλη διεύθυνση εκτός από τη δική της» (Αναγνωστίδης σελ. 414).
Το 1951 κάθε τοποθέτηση μετριόταν ίσως και στο επίπεδο των πρακτικών συνεπειών της στην ήδη υπάρχουσα οικονομική βάση και σχέσεις μετά από 2-3 δεκαετίες σοσιαλισμού.
Ομως κάθε σύγχρονη τοποθέτηση για το σοσιαλισμό οφείλει αν όχι να απαντήσει σε αυτό το θεμελιακό ερώτημα, τουλάχιστον να το θέσει, όχι μόνο στη βάση των συνθηκών που τέθηκε το 1951, αλλά στη βάση των σημερινών συνθηκών και σε γενική θεωρητική βάση.
Το ερώτημα ανάγεται και στην κριτική του Μαρξ στο «Πρόγραμμα της Γκότα», όπου αντιστρατεύεται την κατάταξη των μικροαστικών στρωμάτων μαζί με τους γαιοκτήμονες σε «μια αντιδραστική μάζα». Από την άλλη, ο ακαδημαϊκός σοσιαλδημοκρατικός «μαρξισμός» - θεωρητικές επιδράσεις του οποίου δεν ήταν μικρές από την αρχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης - καθώς γενικά θεωρεί το σοσιαλισμό σαν «αυτόματο» αποτέλεσμα ενός επιπέδου ολοκληρωτικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, θα έδινε την ίδια απάντηση στο ερώτημα της «τύχης» των «μικρών» παραγωγικών δυνάμεων, της μικρής παραγωγής, της μικροϊδιοκτησίας στο σοσιαλισμό: θα την είχε εξαφανίσει. Κι αν στον καπιταλισμό τα θεωρητικά αυτά στοιχεία υπηρετούν τις βλέψεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης συνενώνονται με στοιχεία «ουτοπικού» σοσιαλισμού, επαναστατικού αυθορμητισμού, ενισχυμένα μόνο εν μέρει από πρακτικές αναγκαιότητες μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, η αντιμετώπιση των οποίων μπορεί να χαράζει ή να μην χαράζει «μονόδρομο».
Το ζήτημα δεν αφορά κάποια «επιστροφή» σε προκαπιταλιστικές μορφές. Αφορά οικονομικές μορφές που βρίσκει ο σοσιαλισμός ως υπάρχουσες στην οικοδόμησή του... Την ικανότητά του να αφομοιώνει τη «μικρή παραγωγή» στη μεγάλη... Το κατά πόσον η «γέννηση της μεγάλης παραγωγής από τη μικρή» μπορεί σε συνθήκες σοσιαλισμού να σημαίνει όχι επιστροφή στον καπιταλισμό αλλά αναπαραγωγή της σοσιαλιστικής οικονομικής βάσης... Το κατά πόσον οι «ανώριμες» παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να διευθυνθούν από την κοινωνία «έμμεσα» και με «περιστροφές», α) χάρη στο άμεσο και χωρίς περιστροφές πέρασμα στην κατοχή της κοινωνίας των παραγωγικών δυνάμεων που έχουν ωριμάσει ώστε μόνη διεύθυνση που τους αρμόζει να είναι η κοινωνική και β) χάρη στη δικτατορία του προλεταριάτου...
Σε κανονικές συνθήκες δεν είναι η παραγωγικότητα (όσο κι αν αυτή σαν ζήτημα δεν επιδέχεται μονοσήμαντες προσεγγίσεις) το αποφασιστικό κριτήριο απάντησης στο ερώτημα, αλλά οι όροι γέννησης της νέας κοινωνίας μέσα από τις υλικές προϋποθέσεις που έχουν ωριμάσει στην παλιά...
2] Η εσωκομματική αντιπαράθεση της δεκαετίας του '30 δεν υποτασσόταν μόνο στις διεθνείς συνθήκες οξυμένης ταξικής πάλης, αλλά αντικειμενικά αποτελούσε και εργαλείο ανόδου στην ιεραρχία για τμήμα στελεχών ικανών στον «χειρισμό» τέτοιων «σχέσεων»...
Οταν στην έκδοση της Σ.Ε. (1999). «Παρατηρήσεις [του Λένιν] στο Βιβλίο του Μπουχάριν "Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου"» διαβάζουμε στις σημειώσεις της μεταφρασμένης σοβιετικής έκδοσης (του 1985 ή 1929;), ότι «... Ο Μπουχάριν, διατυπώνοντας την εσφαλμένη θεωρία του "εξωοικονομικού εξαναγκασμού", τασσόταν συγχρόνως υπέρ της αποδέσμευσης από οποιεσδήποτε κατευθυντήριες αρχές στον τομέα της οικονομικής πολιτικής» (σελ. 85) και συγκρίνουμε τις παρατηρήσεις του Λένιν για το συγκεκριμένο κεφάλαιο περί «εξωοικονομικού εξαναγκασμού», που συνοψίζονται στη φράση: «αυτό είναι ένα υπέροχο κεφάλαιο» (σελ. 75), μπορούμε να συμπεράνουμε πως η συγκεκριμένη χυδαία μεταχείριση του Μπουχάριν (και του Λένιν) από το σοβιετικό εκδοτικό (την οποία ασχολίαστα αναπαράγει η Σ.Ε.) επικεντρώνεται στον «εξωοικονομικό εξαναγκασμό», όχι από απέχθεια προς τον «εξαναγκασμό», όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος καλοπροαίρετος, αλλά από απέχθεια προς τον κοινωνικό σχεδιασμό και διεύθυνση της οικονομίας που έχουν πράγματι «εξωοικονομικό» χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα «οικονομικά» στοιχεία της προσφοράς - ζήτησης και του κέρδους, των οποίων ο «εξαναγκασμός» γινόταν ζωτική ανάγκη για την κοινωνική «νομιμοποίηση» της προνομιακής θέσης στρωμάτων που ήλπιζαν, ότι με την ανατροπή του σοσιαλισμού θα αποτελούσαν τη νέα ρωσική αστική τάξη.
Τα κριτήρια ιστορικής αποτίμησης πρέπει να αντλούνται από τη συνολική ιστορική εμπειρία κι όχι αποκλειστικά από τους «περιορισμένους» όρους της στιγμής όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα...
3] Παρά την ισχύουσα τυπολογία «πολεμικός κομμουνισμός» ήταν και ο σοσιαλισμός της δεκαετίας του '30, καθορισμένος από τις αναγκαιότητες της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και της απόκρουσης της επικείμενης ναζιστικής επίθεσης.
Η ναζιστική Γερμανία αποτέλεσε τη δεκαετία του '30 την πολεμική αιχμή του ιμπεριαλισμού κι η ΕΣΣΔ την πολεμική αιχμή του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Ομως δεν επιτρέπεται να παραγνωρίζονται οι στρεβλώσεις που αυτές οι συνθήκες επιφέρουν στους πολιτιστικούς, πολιτικούς και οικονομικούς «ρυθμούς» της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ούτε να αναγνωρίζονται αυτές ως το θεωρητικό πρότυπο της «ομαλής» σοσιαλιστικής ανάπτυξης.
4] Η απόπειρα εξομοίωσης κομμουνισμού και ναζισμού, Στάλιν και Χίτλερ, στοχεύει όχι μόνο στην «ποινικοποίηση» του κομμουνισμού, αλλά ταυτόχρονα και στη νομιμοποίηση του ναζισμού, «εξομοιώνοντάς» τον με τον κομμουνισμό που ήταν, είναι και θα είναι νόμιμος στις συνειδήσεις των λαών.
5] Το ζήτημα της διαφοράς αστικής και σοσιαλιστικής δημοκρατίας (θέση 103 για το 1° θέμα) μόνο εν μέρει μπορεί να προβληθεί στη βάση της ιστορικής εμπειρίας. Ο «αλτήρας» από τον οποίο προέκυψε αυτή ήταν το τσαρικό κράτος. Ο «αλτήρας» σήμερα είναι η αστική δημοκρατία, γι' αυτό σε σχέση με χτες είναι ανώτερες οι δημοκρατικές απαιτήσεις κάθε «μαγείρισσας που πρέπει να μάθει να κυβερνά»...
6] Κανένας περιορισμός στην έκφραση δε στάθηκε ικανός να αποτρέψει την ανατροπή ακριβώς από ορισμένους θεματοφύλακες των περιορισμών στο όνομα της υπεράσπισης του σοσιαλισμού.
Αντίθετα οι περιορισμοί αποτέλεσαν βάση δυνατοτήτων του ιμπεριαλισμού για συμμαχίες με σημαντικά τμήματα της διανόησης κλπ. Οι περιορισμοί στην έκφραση θίγουν αντικειμενικά και τις δυνατότητες πολιτικής έκφρασης της ίδιας της εργατικής τάξης...
7] Η αντίθεση μεταξύ πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας ανάγεται και ολοκληρώνεται στην αντίθεση του καταμερισμού μεταξύ διευθυντικής - εκτελεστικής εργασίας. Το θεωρητικό παράδειγμα της «μαγείρισσας που μαθαίνει να κυβερνά» είναι παράδειγμα άρσης της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας...
8] Αντιλήψεις όπως π.χ. η καταδίκη της ελεύθερης συμβίωσης των φύλων ως «αστικής» (αναφέρομαι σε γράμμα στον προσυνεδριακό διάλογο), εφόσον επικρατούσαν «κομματικά» και κατόπιν «κοινωνικά», είναι πιο επιζήμιες από χίλιους οπορτουνισμούς. Από μόνες τους θα αποτελούσαν βάση συμμαχιών του ιμπεριαλισμού με πλατιά τμήματα της νεολαίας...
Άγης Μαραγκουδάκης
Ριζοσπάστης - 22 Ιανουαρίου 2009