Η μελέτη της ιστορίας και της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα στην ΕΣΣΔ που το κόμμα μας άρχισε και προχωρεί είναι μια πολύ σημαντική όσο και δύσκολη και με πολλές απαιτήσεις προσπάθεια. Στα περιοριστικά πλαίσια που θέτει ο προσυνεδριακός διάλογος θα θέσω δύο - τρεις βασικές παρατηρήσεις, ανάμεσα στα πολλά που μπορούν να γραφούν.
1. «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων». Αρα η σχέση που διέπει τις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις είναι μια σχέση διαλεκτική. Οι σχέσεις παραγωγής δεν καθορίζονται βουλησιαρχικά, αλλά αντιστοιχούν στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Σε οικονομίες και κοινωνίες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και αντίστοιχα χαμηλής συγκέντρωσής τους, όπου υπάρχουν εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα και μικροϊδιοκτήτες, η μορφή των σχέσεων παραγωγής που προωθεί η επαναστατική εξουσία είναι ο συνεταιρισμός και ιδιαίτερα στο χωριό ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Ο συνεταιρισμός είναι σαφώς σοσιαλιστική σχέση και όχι κάτι μισοσοσιαλιστικό, μισοκαπιταλιστικό όπως συχνά ακούγεται και στις γραμμές μας, θα ξεπεραστεί στον κομμουνισμό, η κίνηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας με την καθοδήγηση της επαναστατικής εξουσίας θα πρέπει να οδηγεί στο ξεπέρασμά του. Η διαδικασία όμως αυτή έχει ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς που σχετίζονται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη διαμόρφωση της συνείδησης των εργαζομένων του τμήματος αυτού της παραγωγής.
Το κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρει ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 «τα προβλήματα στο επίπεδο της οικονομίας ήταν η εκδήλωση της όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν» και την ανάγκη «μετατροπής της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας σε κοινωνική».
Η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής στην αγροτική οικονομία της ΕΣΣΔ ποτέ δε σταμάτησε. Ενώ το 1950 οι συνεταιρισμοί (κολχόζ) ήταν 237.000, τη δεκαετία του 60 μειώθηκαν 6 έως 7 φορές και το 1981 αριθμούσαν μόλις 26 χιλιάδες. Αντίθετα, τα σοβχόζ από τέσσερις χιλιάδες το 1940 αυξήθηκαν σε 12.000 το 1965 και 21.000 το 1981, κυρίως λόγω της μετατροπής συνεταιρισμών σε σοβχόζ με απόφαση των γενικών συνελεύσεων των μελών τους.
Μέχρι σήμερα δεν έχει παρουσιαστεί καμιά μελέτη που να αποδεικνύει ότι ο συνεταιρισμός στην αγροτική οικονομία εμπόδιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από το 1950 ακόμη, αντίθετα υπάρχουν πολλά στοιχεία που υπογραμμίζουν την καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων στον τομέα αυτό, παρά τη μεγάλη πρόοδο που συντελέστηκε. Ο Ι. Στάλιν το 1952 έγραφε: «Μερικοί σύντροφοι νομίζουν ότι είναι απαραίτητο να εθνικοποιήσουμε απλώς την κολχόζνικη ιδιοκτησία κηρύσσοντάς την κοινωνική ιδιοκτησία, όπως κάναμε την κατάλληλη εποχή με την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Η πρόταση αυτή είναι εντελώς λαθεμένη». Και αφού τόνιζε την αναγκαιότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αύξησης των επενδύσεων ώστε να εισαχθεί σύγχρονη τεχνολογία και επιστημονική στήριξη, θέτει την αναγκαιότητα του περιορισμού της εμπορευματικής κυκλοφορίας και την ανάγκη να οργανωθεί η ανταλλαγή μεταξύ σοσιαλιστικής βιομηχανίας και συνεταιρισμών, να δημιουργηθεί ένα πλατύ σύστημα ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ τους ώστε να μειωθούν οι εμπορευματικές σχέσεις. Αυτό όμως, όπως επισημαίνει, προϋποθέτει μια τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μεγάλη επάρκεια προϊόντων, πράγμα που τότε δεν υπήρχε. Ενα τέτοιο σύστημα ανταλλαγής γράφει, θα διευκόλυνε το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Ασφαλώς πρέπει να συντρέχουν και μια σειρά άλλοι λόγοι για ένα τέτοιο πέρασμα.
Ενδεικτικά όμως είναι και ορισμένα στοιχεία για την αγροτική οικονομία που έδωσε η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ το 1982, όπου παρά τα 30 χρόνια που μεσολάβησαν από την τοποθέτηση αυτή του Στάλιν και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι καθυστερήσεις ήταν μεγάλες.
Σε μια σειρά κρίσιμους για τη διατροφή του λαού τομείς λαχανικά, κρέας, αβγά, γαλακτοκομικά οι συνεταιρισμοί παρήγαγαν από 28% ως 34% της παραγωγής και τα ατομικά νοικοκυριά από 29% ως 34%. Παλαιότερα τα ποσοστά αυτά ήταν πιο ψηλά. Αν καταργούνταν, με ποιο τρόπο θα αντικαθιστούσε η σοβιετική εξουσία τα προϊόντα αυτά; Τα σοβχόζ παρά τις πολύ μεγαλύτερες τεχνικές και υλικές δυνατότητές τους δεν είχαν σημαντικά μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας από τους συνεταιρισμούς. Την ανεπάρκεια της παραγωγής αγροτικών προϊόντων επιδείνωνε πολύ η ανορθολογική αξιοποίηση τους, συνέπεια της ανεπάρκειας των υποδομών. Το ΚΚΣΕ τόνιζε την ανάγκη γρήγορης κάλυψης της αγροτικής οικονομίας με κάθε είδους μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα και βαγόνια ψυγεία, την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, επενδύσεις στην κατασκευή αποθηκών, ψυκτικών θαλάμων και παράλληλα την επιτάχυνση της ανάπτυξης της επισιτιστικής βιομηχανίας. Η καθυστέρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι εμφανής. Ωστόσο όμως, είναι μεγάλη αλήθεια ότι από τη δεκαετία του 1960 επιταχύνθηκαν τα μέτρα αύξησης του εμπορίου από τους συνεταιρισμούς και τους ατομικούς παραγωγούς καθώς και τα σοβχόζ που προηγουμένως δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα, γεγονός που ακύρωνε την πορεία προς την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
2. «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο παράγοντας που σε τελευταία ανάλυση την καθορίζει, είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος, πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και οι συνέπειες της, θεσμοί, μορφές δικαίου και ειδικά οι αντανακλάσεις των πραγματικών αγώνων στο μυαλό των μετεχόντων, ασκούν επίσης την επίδραση τους στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις καθορίζουν τη μορφή τους με τρόπο κυριαρχικό».
Το εποικοδόμημα και ειδικά η συνείδηση των ανθρώπων καθορίζονται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, οικονομία, τεχνολογία, πολιτισμική παράδοση. Η αντανάκλαση στο εποικοδόμημα και τη συνείδηση των ανθρώπων των αλλαγών στη βάση γίνεται με καθυστέρηση και κυρίως όχι αυτόματα. Το εποικοδόμημα επιδρά αναδραστικά στη βάση διευκολύνοντας ή παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το κείμενο αντιμετωπίζει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τη συνείδηση και δράση των μαζών σχεδόν μονοσήμαντα από τη σκοπιά της οικονομικής βάσης και ιδιαίτερα της αντίθεσης των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής που καθυστερούν. Κατά αυτόν όμως τον τρόπο δεν είναι δυνατή η ολοκληρωμένη, πολύπλευρη και ορθή εξέτασή τους και η απάντηση στα ζητήματα που τίθενται ενέχει τον κίνδυνο για μονομέρειες και λάθη. Είναι αναγκαία η επιστημονική μελέτη όλων των τομέων της οικοδόμησης και όλων των περιόδων και ο συνυπολογισμός όλων των παραγόντων που επιδρούν.
3. Για την κατανομή του προϊόντος των κοινωνικών επιχειρήσεων το κείμενο θέτει ως κριτήριο το χρόνο εργασίας, διαφοροποιώντας το πρόγραμμα του κόμματος που έθετε την ποσότητα και την ποιότητά της. Η τροποποίηση αυτή είναι πολύ σοβαρή και έρχεται σε αντίθεση με τους κλασικούς, αλλά και την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ.
Αναφερόμενος στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας ο Μαρξ γράφει ότι: «Πρόκειται για μια κομμουνιστική κοινωνία που δεν έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση και... από κάθε άποψη είναι γεμάτη από τα σημάδια οικονομικά, ηθικά, πνευματικά της παλιάς κοινωνίας» και στη συνέχεια ότι «το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν εκπολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας». Και ο Ενγκελς «το πραγματικό περιεχόμενο του προλεταριακού αιτήματος για ισότητα είναι το αίτημα της κατάργησης των τάξεων. Το κάθε αίτημα που πάει πιο πέρα από αυτό, καταλήγει αναγκαστικά στο παράλογο».
Είναι όμως ενδεικτική και η πείρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οποία το κείμενο μας δεν παίρνει υπόψη. Ο Στάλιν το 1931 ακόμη ανέφερε: «Στις επιχειρήσεις μας εξακολουθούμε να έχουμε τη λεγόμενη ρευστότητα της εργατικής δύναμης, η οποία δυναμώνει αντί να εξαφανίζεται. Σε ένα εξάμηνο ή και σε ένα τρίμηνο αλλάζει το εργατικό προσωπικό κατά 30% έως 40%». Ως αιτία εντοπίζει «το λαθεμένο μισθολογικό σύστημα, την "αριστερίζουσα" ισοπέδωση στον τομέα του μεροκάματου, που εξαφανίζει σχεδόν τη διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και την ανειδίκευτη δουλειά, τη βαριά και την ελαφριά δουλειά. Η ισοπέδωση έχει σαν αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρεται ο ανειδίκευτος εργάτης να περάσει στην κατηγορία του ειδικευμένου, να του λείπει η προοπτική να τραβήξει μπροστά» και προτείνει «για να εξαλείψουμε αυτό το κακό, πρέπει να εξαλείψουμε την ισοπέδωση, να καταργήσουμε το παλιό μισθολογικό σύστημα...»
Η θέση λοιπόν για κατανομή του προϊόντος με βάση το χρόνο εργασίας είναι θέση που δεν ανταποκρίνεται στην πρώτη φάση οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας, στο σοσιαλισμό, από άποψη οικονομική και από άποψη της διαμορφωμένης συνείδησης της εργατικής τάξης, η οποία όπως και το κείμενό μας γράφει, δεν έχει «κομμουνιστική στάση» ακόμη, απέναντι στην εργασία. Φυσικά δεν είναι δυνατόν το υλικό αποτέλεσμα της εργασίας να είναι το μοναδικό κριτήριο των αποδοχών, όπως επίσης ότι είναι αναγκαία η σύγκλισή τους στην πορεία. Είναι ανάγκη στο κείμενο η θέση αυτή να αντικατασταθεί με τη θέση που περιέχει το πρόγραμμα του κόμματος, «στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του»
Γεράσιμος Αραβανής
Ριζοσπάστης - 11 Ιανουαρίου 2009