Για να μη χάσουμε τον μπούσουλα στη μελέτη των αιτιών των αντεπαναστατικών ανατροπών, οφείλουμε να κρατήσουμε σταθερό το φαναράκι που θα μας οδηγήσει, την επιστημονική μας μέθοδο, το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό. Με λίγα λόγια, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσεγγίσουμε τα γεγονότα και τις διάφορες απόψεις στη σύνδεσή τους με τα υπόλοιπα γεγονότα, στη συνεχή κίνησή τους, να προσεγγίσουμε τις αντιθέσεις που βρίσκονται πίσω από αυτήν την κίνηση. Με μια πρόταση, να τα προσεγγίσουμε ζωντανά και όχι νεκρά. Μόνο με την πολύ αυστηρή προσκόλληση σε αυτή τη μέθοδο, υπάρχει δυνατότητα να προσεγγίσουμε την ουσία, την καρδιά του υπό μελέτη φαινομένου (η οποία κρύβεται πολύ καλά από το γυμνό και γεμάτο συναισθηματισμό μάτι) και να μην παρασυρθούμε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η γνώμη μου είναι ότι το κείμενο της ΚΕ ακολουθεί μια τέτοια προσέγγιση και είναι πολύ προσεκτικό ακόμα και στη διατύπωση. Λόγω χώρου θα σταθώ στα εξής τρία ζητήματα:
1) Διαφορετικές απόψεις εμφανίστηκαν γύρω από τη θέση, σύμφωνα με την οποία «Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ». Κάποιοι αναρωτιούνται μήπως η παραπάνω φράση αποτελεί ένδειξη μεταφυσικής προσέγγισης, στην ακραία έκφραση της οποίας όλα τα δεινά και οι διαστρεβλώσεις ξεκίνησαν από το θάνατο του Στάλιν ή από το 1956 που έλαβε χώρα το 20ό Συνέδριο. Το Κόμμα πάντα συγκρουόταν με αυτές τις μεταφυσικές απόψεις και τους φορείς τους. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι όσοι έχουν αυτήν την άποψη υποτιμούν τη συλλογική σκέψη του Κόμματος και δεν παρακολουθούν τις επεξεργασίες και την ανησυχία του, η οποία απλώνεται σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το Κόμμα μας μιλάει για νίκη της αντεπανάστασης στο τέλος της δεκαετίας του '80, με την ψήφιση νόμου θεσμικής κατοχύρωσης των καπιταλιστικών σχέσεων και όχι στις ...5/3/53. Αναφορικά με το 20ό Συνέδριο, μιλάει για επικράτηση της οπορτουνιστικής αντίληψης σε μια σειρά ζητήματα, η οποία στην πορεία μετατράπηκε σε αντεπαναστατική δύναμη.
Αλήθεια, όμως, το γεγονός ότι προσεγγίζεται η περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ενότητα και τη συνέχειά της αναιρεί την ύπαρξη «ασυνεχειών» μέσα σε αυτή τη «συνέχεια»; Η διαλεκτική προσέγγιση επιτάσσει αρνητική απάντηση. Η σημαντικότερη ασυνέχεια σωστά εκτιμάται το 20ό Συνέδριο, στο οποίο επικράτησαν στο Κόμμα οπορτουνιστικές απόψεις σχετικά με τα τρία ζητήματα, οικονομία, πολιτική, στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος. Το να αρνείσαι αυτήν την ασυνέχεια μέσα στη συνέχεια δεν μπορεί να θεωρείται υπόδειγμα διαλεκτικής προσέγγισης. Φυσικά, αυτές οι απόψεις δεν προέκυψαν με παρθενογένεση. Στηριζόταν σε αδυναμίες της επαναστατικής περιόδου. Ηταν το αρνητικό αποτέλεσμα της οξυμένης διαπάλης στην αντίληψη του κόμματος, μιας διαπάλης που αντανακλούσε την όξυνση της ταξικής πάλης στο πεδίο της οικονομίας και εκφράστηκε τόσο με τη σύγκρουση δύο βασικών ρευμάτων, εκ των οποίων ορθά επισημαίνεται ότι το συνεπές βρισκόταν υπό την ηγεμονία του Στάλιν, όσο και με σκαμπανεβάσματα στο ίδιο το επαναστατικό στρατόπεδο και στα μυαλά, φυσικά, των ηγετών του. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία της επαναστατικής γραμμής σε αυτό το διάστημα μέσα σε «φωτιά και σίδερο». Αλλο πράγμα η αντιπαράθεση της επαναστατικής και της οπορτουνιστικής αντίληψης με νίκη της επαναστατικής πλευράς και άλλο πράγμα η ίδια αντιπαράθεση με νίκη της οπορτουνιστικής πλευράς. Αλλο πράγμα η εμβάθυνση και ενδυνάμωση του κεντρικού σχεδιασμού, των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και άλλο η αποδυνάμωσή τους.
2) Αφού ξεκαθαρίσουμε τα δύο στρατόπεδα, ιδιαίτερη σημασία έχει η μελέτη των αντιφάσεων της ανάλυσης του επαναστατικού στρατοπέδου. Θα συμφωνήσω ότι «αδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, όσον αφορά το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται ανάλογα με την εργασία». Κατά τη γνώμη μου, αυτή η βασική αδυναμία συνδέεται και με τη λαθεμένη άποψη, όπως εκφράστηκε από τον Στάλιν, ότι «τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και καταναλώνονται ως εμπορεύματα, που υπόκεινται στη δράση του νόμου της αξίας στην παραγωγή». Η άποψη αυτή είναι λαθεμένη, αφού τα προϊόντα που παράγονται από τον κοινωνικοποιημένο τομέα ανήκουν άμεσα στην κοινωνία και (μετά από τις αναγκαίες αφαιρέσεις) μοιράζονται στα μέλη της «ανάλογα με την εργασία τους». Ο Στάλιν, κάτω από την τεράστια πίεση της ανόδου της παραγωγικότητας, ταύτισε την άνοδο της παραγωγικότητας με τον «υπολογισμό της δράσης του νόμου της αξίας».
Ο Λένιν, μάλιστα, υποστήριζε ότι ούτε καν «το προϊόν του σοσιαλιστικού εργοστασίου, που ανταλλάσσεται με αγροτικά είδη διατροφής, δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι πια εμπόρευμα, παύει να είναι εμπόρευμα». Σημείο κλειδί είναι και η ξεκάθαρη πολιτικοοικονομική ερμηνεία του όρου «εμπορευματοχρηματικές σχέσεις», η θολούρα του οποίου δημιούργησε συγχύσεις. Ολα αυτά έχοντας κατά νου ότι σύμφωνα με τον Μαρξ «μονάχα τα προϊόντα αυτοτελών και ανεξάρτητων της μίας από την άλλη ατομικών εργασιών αντιπαρατίθενται το ένα στο άλλο σαν εμπορεύματα;». Τα παραπάνω καθόλου δεν υποτιμούν τους νόμους και τους κινδύνους που κρύβονται πίσω από την ύπαρξη ομαδικής (και όχι ακόμα κοινωνικής) παραγωγής (η ατομική εμπορευματική παραγωγή ήταν πολύ μικρή). Το αντίθετο, υπονοούν ότι δε μελετήθηκαν αρκετά και σε κάποιο βαθμό δανείστηκαν λίγο παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν κατηγορίες της ατομικής παραγωγής για την ερμηνεία τους.
Οι αδυναμίες αυτές του επαναστατικού στρατοπέδου στηριζόταν και στην αδύναμη ανάπτυξη της π.ο. του σοσιαλισμού. Η νέα πραγματικότητα άργησε να ξεφορτωθεί τα παλιά κοστούμια. Το περιεχόμενο των νέων σχέσεων παραγωγής δε βρήκε την έκφρασή του σε νέες οικονομικές κατηγορίες. Στη βάση αυτή χρησιμοποιήθηκαν αδόκιμοι όροι και έννοιες, όπως «εμπορευματική παραγωγή ειδικής φύσης» (για τους 3 τομείς της εμπορευματικής παραγωγής που ξεχώριζε ο Στάλιν), υπήρξε κίνδυνος ταύτισης του εμπορευματικού νόμου της αξίας με το σοσιαλιστικό «νόμο της οικονομίας της εργασίας», υπήρξε μη προσεκτική η χρήση της κατηγορίας «εμπόρευμα» κλπ. Πατώντας πάνω σε αυτό το εννοιολογικό οπλοστάσιο, οι οπορτουνιστές αργότερα άλλαξαν το περιεχόμενο των εννοιών και με ένα μικρό αλματάκι περάσαμε από την «εμπορευματική παραγωγή ειδικής φύσης» στη ...«σοσιαλιστική εμπορευματική παραγωγή».
Οι παραπάνω αδυναμίες δεν μπορούν να σβήσουν την καθόλου αυτονόητη μαρξιστικολενινιστική κατανόηση του ζητήματος και της προοπτικής του από το επαναστατικό στρατόπεδο, με κύριο εκφραστή τον Στάλιν.
3) Τέλος, θέλω να αναφερθώ και στην αντιπαράθεση γύρω από το περιεχόμενο του προγραμματικού όρου «στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Θεωρώ ότι η θέση που παίρνει το κείμενο είναι η σωστή ερμηνεία του περιεχομένου, σύμφωνη με τις αναλύσεις των κλασικών. Ο Λένιν σημειώνει για το σοσιαλισμό στο Κράτος και Επανάσταση ότι διέπεται από δύο αρχές κατανομής. Η πρώτη είναι ότι «Οποιος δεν εργάζεται δεν τρώει» και η δεύτερη «Για ίση ποσότητα εργασίας ίση ποσότητα προϊόντων».
Οι σχέσεις κατανομής πρέπει να καθρεφτίζουν τις σχέσεις παραγωγής, τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Το κριτήριο του χρόνου εργασίας σαν βασικού κριτηρίου της κατανομής είναι άμεση αντανάκλαση του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και στο ανώριμο στάδιο. Αυτό που πρέπει να ανταμείβεται ηθικά και υλικά (πολιτική αμοιβών) στο ανώριμο στάδιο του κομμουνισμού είναι ακριβώς η στάση απέναντι στον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και όχι η ενασχόληση με κάποιο συγκεκριμένο είδος εργασίας. Οπως αναφέρεται και στο κείμενο, το σχέδιο καθορίζει το χρόνο εργασίας με βάση εκτός των άλλων παραγόντων και την ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και στην εκτέλεση της εργασίας. Πρέπει να ανταμείβεται ο πρωτοπόρος βιομηχανικός εργάτης (ή ακόμα καλύτερα το πρωτοπόρο εργοστάσιο) και ο πρωτοπόρος γιατρός (ή ακόμα καλύτερα το πρωτοπόρο νοσοκομείο) και όχι ο γιατρός μόνο και μόνο γιατί είναι γιατρός. Τα παραπάνω δεν αναιρούν το δικαίωμα βραχύχρονης χρησιμοποίησης καλοπληρωμένων αστών ειδικών, στο βαθμό που δεν υπάρχουν προλετάριοι «ειδικοί».
Το κείμενο, τουλάχιστον όπως το κατανοώ εγώ, δε μιλάει για ισοπέδωση ή για αναίρεση όλων των κινήτρων. Αυτό που θέλει να ξεκαθαρίσει είναι η αναίρεση επικίνδυνων, για τη συνολική στάση απέναντι στην άμεση κοινωνική παραγωγή, αστικών κατηγοριών στην πολιτική αμοιβών.
Εχουμε πολλά ακόμα να δούμε, αλλά είμαστε στο σωστό δρόμο.
Μπαλωμένος Χρήστος
ΚΟ Κυκλάδων
Ριζοσπάστης - 18 Ιανουαρίου 2009