February 15, 2009

ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ - Δυο σκέψεις για το δεύτερο θέμα

Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες,

Οι «Θέσεις» της ΚΕ εκτιμούν ότι η ανατροπή στηρίχτηκε στη δεξιά στροφή που έγινε από την εποχή του 20ού Συνεδρίου και μετά. Για το 20ό Συνέδριο και για την αμέσως μετά περίοδο, μπορούν να ειπωθούν πολλά. Ιδιαίτερα για την τραυματική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα με αποκλειστική ευθύνη της τότε σοβιετικής ηγεσίας, η οποία προσπαθώντας να εξασφαλίσει τη δική της δημοτικότητα και πολιτική επικράτηση, συγκρινόμενη με ένα φωτεινό ηγέτη του διαμετρήματος του Στάλιν, προχώρησε στις γνωστές και απαράδεκτες τοποθετήσεις της για την προηγούμενη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτή την τακτική μπορούμε να την αποκαλύψουμε και να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα, όμως για να ορίσουμε το σημείο της οπορτουνιστικής στροφής του ΚΚΣΕ, νομίζω ότι δε χρειάζεται να πάμε τόσες δεκαετίες πίσω.

Οπορτουνιστική στροφή υπήρξε, όπως υπήρξε αντεπαναστατική και φιλοκαπιταλιστική δράση του ΚΚΣΕ, αλλά όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, έγιναν μετά το 1985. Αλλωστε, από τη στιγμή που ο επαναστατικός φορέας τα ...«στρίψει» και επιλέξει να λοξοδρομήσει, δε χρειάζονται 30 και 40 χρόνια για να καρπίσει ο οπορτουνισμός.

Είναι αναμφισβήτητο ότι και πριν έγιναν λάθη, επιτράπηκαν παραλείψεις, υπήρξαν ακόμα και παλινωδίες στην προσπάθεια αναζήτησης των δρόμων που είχε να ακολουθήσει ο σοβιετικός λαός στην οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, πρώτος αυτός στην εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ωστόσο, μέχρι και τη δεκαετία του '80, στις θέσεις, στις διακηρύξεις στις αποφάσεις και στη δράση του Κόμματος, διακρίνω ότι υπάρχει συνέχεια και συνέπεια, στις αρχές της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της υλικής βάσης για την κομμουνιστική κοινωνία, όπως είχαν προσδιοριστεί από τους κλασικούς της κοσμοθεωρίας μας και όπως διαμορφώθηκαν και από τις θεωρητικές επεξεργασίες του Στάλιν.

Για να θεμελιώσουμε την άποψη για τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή μιλάμε - ανάμεσα στα άλλα - για επιλογές που αδυνάτισαν τον κεντρικό σχεδιασμό, διέβρωσαν την κοινωνική ιδιοκτησία, ενώ στους παράγοντες που δημιούργησαν το κοινωνικό υπόβαθρο για την ανατροπή, συγκαταλέγουμε τη στάση του ΚΚΣΕ απέναντι στα κολχόζ και τη συνεταιριστική ιδιοκτησία. Πρόκειται για διαπιστώσεις που, κατά τη γνώμη μου, δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά γεγονότα και επιλογές του ΚΚΣΕ.

Ο κεντρικός σχεδιασμός πάντα στάθηκε ακρογωνιαίος λίθος στην πορεία ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και ουδέποτε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 ατόνησε, παρακάμφθηκε ή αγνοήθηκε. Αν επιχειρήσει κάποιος να διαβάσει τα υλικά των Συνεδρίων που ακολούθησαν ολόκληρη την περίοδο μετά το 20ό Συνέδριο, εύκολα θα διαπιστώσει ότι η προσπάθεια του ΚΚΣΕ πάντα εστιαζόταν στη λήψη μέτρων που ενίσχυαν και δυνάμωναν το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού. Και το ΓΚΟΣΠΑΝ, εδώ που τα λέμε, ασχολούνταν και καθόριζε ακόμα και το πόσες καρφίτσες θα παραχθούν στο κάθε πεντάχρονο. Αλλωστε - και καλό είναι να μην τα ξεχνάμε αυτά - πριν από την ψήφιση του κάθε πεντάχρονου πλάνου, δημοσιεύονταν οι κεντρικοί του στόχοι και ακολουθούσε πολύμηνος δημόσιος διάλογος, ο οποίος κορυφώνονταν με τις τελικές αποφάσεις που έπαιρναν τα Συνέδρια του ΚΚΣΕ. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1981, ενόψει του 26ο Συνεδρίου, στη δημόσια συζήτηση για το ενδέκατο πεντάχρονο πλάνο είχαν πάρει μέρος 121 εκατομμύρια άτομα.

Παράλληλα, η ίδια η εξέλιξη της αγοράς προϊόντων στην ΕΣΣΔ, είναι μια απλή, χειροπιαστή απόδειξη ότι καθόλη την περίοδο του σοσιαλισμού, η κοινωνία αναπτύχθηκε με βάση τα κεντρικά σχέδια παραγωγής και εφοδιασμού και όχι με βάση αυτό που θα λέγαμε προτιμήσεις του πληθυσμού.

Αν οι επιχειρήσεις λειτουργούσαν με βάση το κέρδος, όπως υποστηρίζεται, και δεν ίσχυαν τα αυστηρά πεντάχρονα πλάνα, τότε χιλιάδες και χιλιάδες επιχειρήσεις θα είχαν αναπροσανατολίσει την παραγωγική τους δραστηριότητα και θα διοχέτευαν στην αγορά είδη πλατιάς κατανάλωσης, που θα γίνονταν αμέσως ανάρπαστα, και άρα το κέρδος - το συνεχώς αυξανόμενο κέρδος - θα ήταν εξασφαλισμένο.

Αν οι επιχειρήσεις λειτουργούσαν με βάση το κέρδος, οι τιμές στα είδη της αγοράς δε θα ήταν για δύο και τρεις δεκαετίες απόλυτα σταθερές και σαφώς προσδιορισμένες από τον κεντρικό μηχανισμό σχεδιοποίησης.

Αν είχαν υιοθετηθεί δυνάμει καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δε θα υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών, δε θα υπήρχε πλήρης απασχόληση, δε θα υπήρχαν εξασφαλισμένες και συνεχώς αυξανόμενες αποδοχές για το σύνολο των εργαζομένων.

«Δυνάμει καπιταλιστικές σχέσεις» δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, χωρίς εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Σε περίπτωση που υπήρχε αναθεώρηση των κομμουνιστικών ιδανικών από τον καθοδηγητικό φορέα της κοινωνίας, η παλλαϊκή ιδιοκτησία δε θα είχε ξεπεράσει το 1975 το 90%, έχοντας περιορίσει την άλλη μορφή της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, τη συνεταιριστική, σε ποσοστά κάτω του 10%, ενώ τη δεκαετία του '50 ξεπερνούσε το 20-25%.

Για τα κολχόζ

Στο σχετικό άρθρο του Λένιν «για τους συνεταιρισμούς», το 1923, τονίζεται ότι «όταν οργανωθεί όλος ο πληθυσμός σε συνεταιρισμούς, θα στεκόμαστε ήδη και με τα δυο πόδια μας σε σοσιαλιστικό έδαφος». Αυτό έκανε το ΚΚΣΕ, με την κολεκτιβοποίηση, επιμένοντας και δίνοντας σφοδρότατη μάχη με τις αντιδραστικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις, για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών ως οικονομική μονάδα, που, όπως έλεγε ο Στάλιν, είναι απόλυτα ενταγμένη στο σύστημα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Δεν έμειναν όμως εκεί. Στην πορεία, επειδή η συνεταιριστικής μορφής ιδιοκτησία και η κολχόζνικη οργάνωση της παραγωγής, αν και αποτελεί μορφή σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι κοινωνικοποιημένη στο βαθμό που είναι ο κρατικός τομέας της οικονομίας, στις αρχές της δεκαετίας του '50, αποφασίστηκε, με προτροπή του Στάλιν, η λήψη μέτρων για την ακόμα μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση των κολχόζ. Αυτό έκανε το ΚΚΣΕ. Ειδικά μετά το θάνατο του Στάλιν, όταν είχαν αρχίσει να ωριμάζουν και οι υλικοτεχνικές συνθήκες. Με πολιτικές αποφάσεις και με την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών - σε αντίθεση με τα όσα λέγονται στη θέση 19 - ξεδιπλώθηκε ένα μαζικό κίνημα συνένωσης-συγχώνευσης των κολχόζ και συγκρότησης μεγάλων οικονομικών μονάδων, που προσέγγιζαν ακόμα περισσότερο τον κοινωνικοποιημένο τομέα της κοινωνίας. Ενα στοιχείο: Το 1928 στο κάθε κολχόζ απασχολούνταν κατά μέσο όρο 13 οικογένειες. Το 1950 ήταν 160 και ήδη το 1974 ανά κολχόζ απασχολούνταν, κατά μέσο όρο, 439 οικογένειες.

Στο 3ο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, του 1961, τονίζεται ότι «η οικονομική άνθηση των κολχόζ θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή προσέγγιση και προοπτικά τη συγχώνευση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας με την παλλαϊκή και ενιαία κομμουνιστική ιδιοκτησία», απόδειξη ότι ουδέποτε το ΚΚΣΕ παραμέρισε το στόχο της ενσωμάτωσης των κολχόζ στον παλλαϊκό τομέα. Και αυτό δεν ήταν λόγια. Τα χρόνια που ακολούθησαν όλα τα μεγέθη που αφορούσαν τα κολχόζ (αριθμός εργαζομένων, καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης κλπ.) συνεχώς μειώνονταν, ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη του κρατικού τομέα στην αγροτική παραγωγή, των σοβχόζ, συνεχώς αυξάνονταν.

Αργότερα, τη δεκαετία του '60 επισημάνθηκε ότι οι σχέσεις των κολχόζ με το κράτος θα έπρεπε να γίνουν ακόμα πιο συνεκτικές και ο κεντρικός σχεδιασμός να έχει ακόμα πιο αποφασιστικό ρόλο στον προσδιορισμό και στη συγκέντρωση της κολχόζνικης παραγωγής. Τότε υιοθετήθηκαν συγκεκριμένα προγράμματα - πλάνα υποχρεωτικής παράδοσης προϊόντων, ενταγμένα στο κεντρικό πεντάχρονο πλάνο της χώρας. Επιπλέον, όπως τονίζεται και στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, «τα κολχόζ και τα σοβχόζ, πρέπει να έχουν ενιαίο πεντάχρονο πλάνο συγκέντρωσης αγροτικών προϊόντων, με ετήσιο καταμερισμό», ενώ το σύστημα κινήτρων για τα νοικοκυριά υπολογίζεται στην περίπτωση που «παραδίνουν περισσότερα προϊόντα από το μέσο ετήσιο επίπεδο της προηγούμενης πενταετίας».

Τη δεκαετία του '70, βάσει του κεντρικού σχεδιασμού εκπονήθηκαν (σε επίπεδο κοινωνίας) προγράμματα δημιουργίας αγροτοβιομηχανικών μονάδων, στις οποίες συμμετείχαν κολχόζ, σοβχόζ και βιομηχανίες, που ως ολόκληρα συμπλέγματα ανήκαν πλέον στο κράτος. Αλλά και σε επίπεδο κολχόζ, προωθήθηκε η παραπέρα κοινωνικοποίησή τους, με τη δημιουργία ενιαίου κεντρικού συστήματος διοίκησης όλων των κολχόζ της χώρας, με το πέρασμα από την εργατομέρα των κολχόζνικων στην εγγυημένη αμοιβή τους με βάση συγκεκριμένους μισθούς, με τη μείωση του ρόλου των ατομικών βοηθητικών νοικοκυριών.

Δεν υποστηρίζω ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα, ούτε ότι δεν υπήρχαν λάθη, ελλείψεις και προβλήματα και στον πολιτικό και στον ιδεολογικό και στον τομέα των παραγωγικών σχέσεων. Πιστεύω όμως οι πολιτικές επιλογές του ΚΚΣΕ, στο θέμα του κεντρικού σχεδιασμού και η στάση του Κόμματος απέναντι στα κολχόζ, ήταν - μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '80 - επιλογές που είχαν σαφή λογική και συγκεκριμένη συνέχεια -συνέπεια, από τις μέρες της Οχτωβριανής Επανάστασης μέχρι και την εμφάνιση της ψευτοπερεστρόικας.

Γιώργος Κακουλίδης
ΚΟΒ Ριζοσπάστη

Ριζοσπάστης - 13 Ιανουαρίου 2009