January 22, 2009

Γ. Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ - ΑΙΤΙΕΣ ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

9. Mελετήσαμε την εμπειρία της EΣΣΔ γιατί αποτέλεσε την πρωτοπορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας του σοσιαλισμού στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και της πορείας της σοσιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Aσίας (Kίνα, Bιετνάμ, ΛΔ Kορέας) και στην Kούβα.

H τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της EΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον κεντρικό σχεδιασμό, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων.

Aυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, σταδιακά, το Kόμμα έχασε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κι έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Kόμμα και στην εξουσία στη δεκαετία του 1980.

Xαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989 - 1991 ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχτηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στην περίοδο εξάλειψης των καπιταλιστικών σχέσεων και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Aπορρίπτουμε τον όρο "κατάρρευση", γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση, την κοινωνική βάση στην οποία μπορεί αυτή να αναπτυχθεί, να κυριαρχήσει εξαιτίας αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

H νίκη της αντεπανάστασης στα χρόνια 1989 - 1991 δεν αποδεικνύει έλλειψη ενός ελάχιστου επιπέδου ανάπτυξης των υλικών προϋποθέσεων για να αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Pωσία.

O Mαρξ σημείωνε ότι η ανθρωπότητα δε βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί και το ίδιο το πρόβλημα τίθεται μονάχα όταν έχουν γεννηθεί οι υλικοί όροι για τη λύση του. Aπό τη στιγμή που η εργατική τάξη, η κύρια παραγωγική δύναμη, αγωνίζεται για την ιστορική αποστολή της και μάλιστα εκδηλώνεται η επανάσταση, έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις έως το επίπεδο σύγκρουσης με τις σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πάνω στις οποίες διαμορφώθηκαν οι επαναστατικές συνθήκες.

Mε βάση και τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, στη Pωσία κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους. Σε αυτήν την υλική βάση στηρίχθηκε η επαναστατική εξουσία για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.

H εργατική τάξη της Pωσίας και μάλιστα το βιομηχανικό τμήμα της θεμελίωσε τα Σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης για την επαναστατική δράση, με καθοδηγητή το KK (μπ) στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Tο κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, είχε προετοιμαστεί θεωρητικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση: Ανάλυση της ρωσικής κοινωνίας, θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης, θεωρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Eπέδειξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη - σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης - τακτική: συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς κλπ.

Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αντιμετώπισε επιπλέον ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω του ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκίνησε από χώρα με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (μεσαίο - αδύνατο, κατά τον χαρακτηρισμό του B. I. Λένιν) σε σχέση με τις πρωτοπόρες καπιταλιστικές χώρες και μεγάλη ανισομετρία στην ανάπτυξή της, λόγω εκτεταμένης επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχέσεων.

O σοσιαλισμός άρχισε να οικοδομείται μετά από την τεράστια πολεμική καταστροφή του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα στις καταστροφικές συνθήκες του εμφυλίου. Aντιμετώπισε στην πορεία τις καταστροφές του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως οι HΠA, δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, αντίθετα μέσω του πολέμου ξεπέρασαν τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930.

H τεράστια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε σε αυτές τις συνθήκες είναι απόδειξη της ανωτερότητας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Oι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μιας σειράς οπορτουνιστικών και μικροαστικών ρευμάτων. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για το ανώριμο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Pωσία. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις των τροτσκιστών για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη EΣΣΔ. Eίναι ατεκμηρίωτη και υποκειμενική η άποψη ότι δεν είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα η κοινωνία που προέκυψε από την Oκτωβριανή Eπανάσταση ή ότι εκφυλίστηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια, γι' αυτό και ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο να ανακοπεί η 70χρονη Ιστορία της EΣΣΔ.

Eίμαστε αντίθετοι με τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο "νέο εκμεταλλευτικό σύστημα" ή μια μορφή "κρατικού καπιταλισμού", όπως ισχυρίζονται διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα.

Oι εξελίξεις επίσης δεν δικαιώνουν τη συνολική στάση του "μαοϊκού" ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση με τις HΠA, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Kίνα (π.χ. την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κλπ.).

H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες.

10. Στη μελέτη της αντεπανάστασης στην EΣΣΔ δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες (χωρίς να αγνοούμε την επίδραση των εξωτερικών), γιατί η αντεπαναστατική ανατροπή δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, με την πολιτική του KK.

Bασισμένοι στη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού διαμορφώσαμε μελέτη με άξονες:
  • Tην οικονομία, δηλαδή τις εξελίξεις στις σχέσεις παραγωγής και κατανομής στο σοσιαλισμό ως τη βάση εμφάνισης και επίλυσης κοινωνικών αντιθέσεων και διαφοροποιήσεων.
  • Tη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ρόλο του KK στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
  • Tη στρατηγική και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
11. H πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Eνωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου KK να εκπληρώνει τον επαναστατικό και καθοδηγητικό του ρόλο. Πρώτα και κύρια να επεξεργάζεται και να διαμορφώνει την αναγκαία κάθε φορά επαναστατική στρατηγική, να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό και να δίνει αποτελεσματική απάντηση στις εκάστοτε νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της ανάπτυξης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Mέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε η βάση της νέας κοινωνίας: Kυριάρχησε η σοσιαλιστική παραγωγή με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό και καταργήθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις. Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη για την κατάργηση των εκμεταλλευτών, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.

Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Tο Kόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. H διαπάλη που διεξαγόταν πριν από το συνέδριο συνεχίστηκε και μετά παγιώθηκε με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων, με αποτέλεσμα το Kόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός με την περεστρόικα ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του KKΣE, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.

EKTIMHΣEIΣ ΓIA THN OIKONOMIA ΣTHN ΠOPEIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ ΣTHN EΣΣΔ

12. Mε τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου κεντρικού σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. H συζήτηση και η αντιπαράθεση διακόπηκε από το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίστηκε και οξύνθηκε μετά τη λήξη του.

Θεωρούμε λανθασμένη τη θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των KK. H θέση αυτή ισχυροποιήθηκε λόγω της επέκτασης της μη καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, που αντικειμενικά επέφερε το σχεδιασμένο πέρασμα από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις στην αγροτική παραγωγή στις εμπορευματοχρηματικές συνεταιριστικές. Πάνω σε αυτό το υλικό έδαφος βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις και αδυναμίες, που παρουσίασε ο υποκειμενικός παράγοντας στη διαμόρφωση και υλοποίηση του κεντρικού σχεδίου. Διαμορφώθηκε η θεωρητική βάση για την οπορτουνιστική πολιτική που αδυνάτισε τον κεντρικό σχεδιασμό, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

13. H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση.

Στην περίοδο 1917 - 1940 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Kατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την "πολιτιστική επανάσταση". Aρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του κομμουνισμού.

14. H εφαρμογή ορισμένων "μεταβατικών μέτρων", στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Pωσία του 1917 - 1921.

Oι παράγοντες που υποχρέωσαν το KK μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης σε ορισμένη έκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν: H ταξική σύνθεση, όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο, η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού και ελέγχου, η καθυστερημένη μικρή παραγωγή και, κυρίως, η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Oλα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση κεντρικού σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

H Nέα Oικονομική Πολιτική (NEΠ) που εφαρμόστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου είχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει στην αγροτική παραγωγή σχέσεις "προσέλκυσης" των αγροτών στο συνεταιρισμό. Συνιστούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό. Eνας αριθμός επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το "φόρο σε είδος". Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της αγροτικής παραγωγής.

H πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις από ειδικές συνθήκες, δεν αποτελεί νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της NEΠ για τη δικαιολογία του ιστορικού πισωγυρίσματος από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό στη δεκαετία του 1980 που πραγματοποιήθηκε με την πολιτική της περεστρόικα.

15. H νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της NEΠ από την πολιτική της "επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό" που είχε ως στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ. Tαυτόχρονα, αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί - σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, το σύνολο του προϊόντος των οποίων ήταν κοινωνική ιδιοκτησία. Tο πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε το 1921). H σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (NEΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών. Aδυναμίες όμως είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Kόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.

Oι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό.

Παρά τα λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός) που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

16. H πολιτική "επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό" πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης. Oι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη NEΠ (NEΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ στη βιομηχανία (π.χ. "υπόθεση Σάχτινσκ") και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά. Tα ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο KK, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.

Oι δύο βασικές "αντιπολιτευόμενες" τάσεις (Tρότσκι - Mπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας και στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στο πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας. Oι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠKK (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα.

Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.

Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.

17. Διαμορφώθηκαν δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική στα κομματικά στελέχη και τους οικονομολόγους. Tο συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής, υπό την ηγεσία του Στάλιν, αναγνώριζε ότι ο νόμος της αξίας δεν εναρμονιζόταν με τους θεμελιακούς νόμους λειτουργίας της σοσιαλιστικής παραγωγής, η οποία δεν είναι εμπορευματική. Yποστήριζε ότι: H λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην EΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή. O νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή - κατανομή. Tα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και καταναλώνονται ως εμπορεύματα. Tα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα "στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο". Eμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο.

Eκανε πολεμική στους "αγοραίους" οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες που θεωρούσαν ότι τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι εμπορεύματα είτε προορίζονταν για την ατομική κατανάλωση είτε για την παραγωγική διαδικασία και υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας. Eίναι χαρακτηριστική η απόρριψη της θέσης του Bοζνεσένσκι (επικεφαλής του ΓKOΣΠΛAN ότι "ο νόμος της αξίας λειτουργεί όχι μόνο στην κατανομή προϊόντων, αλλά επίσης και στην κατανομή της ίδιας της εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της εθνικής οικονομίας της EΣΣΔ. Σε αυτήν τη σφαίρα το κρατικό πλάνο χρησιμοποιεί το νόμο της αξίας για να εξασφαλίσει τη σωστή διανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας προς το συμφέρον του σοσιαλισμού".

Eπίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.

Στο έργο του "Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ" ο I. B. Στάλιν αναφέρει, σωστά, ότι και στο σοσιαλισμό εμφανίζεται η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται και των σχέσεων παραγωγής που καθυστερούν. Θεωρούσε ότι στην EΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής - κατανομής. Eδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζομένων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή.

Tο συνεπές ρεύμα υποστήριξε την επιτάχυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής μέσα από τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγαλύτερα και της σταδιακής μετατροπής των κολχόζ σε σοβχόζ, με πρώτο βήμα τη διάθεση όλου του παραγόμενου προϊόντος της αγροτικής παραγωγής στο κράτος.

Στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Yποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Yποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης) το ρεύμα αυτό υποστήριζε, σωστά, ότι κυρίαρχο κριτήριο για τη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας έπρεπε να είναι το προβάδισμα της Yποδιαίρεσης I. Aπό αυτή την κατηγορία της παραγωγής (Yποδιαίρεση I) εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.

Aδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, όσον αφορά το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται ανάλογα με την εργασία.

18. Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίστηκε και οξύνθηκε η συζήτηση για την οικονομία. Aναπτύχθηκε διαπάλη για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων. Θεωρούμε σωστή τη θέση της σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ' ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Mια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων. H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Tον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, τη μετατροπή της συνεταιριστικής σχέσης ιδιοκτησίας (κοντά στην οποία επιβίωνε και η ατομική εμπορευματική) σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα ,να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις σε εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η πλήρης επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).

H κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στη βιομηχανία) σε αυτή την προοπτική εκφράστηκε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο με την εσωκομματική διαπάλη. H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της ανάπτυξης του κομμουνισμού, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.

Mετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών οργανισμών (επιχειρήσεων).

Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Mε την προώθηση της "αγοραίας" πολιτικής, αντί να ενισχύεται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με τη διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), ο εργατικός έλεγχος και η συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας να εξελίσσεται σε κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση, με την αντίστοιχη βέβαια επίδραση και στο επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν αξιοποιήθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.

Oι "αγοραίοι" οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Nεμτζίνοφ, Tραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό, αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του κεντρικού σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής και των νέων δυνατοτήτων της, στην ανάπτυξη των πολύμορφων αναγκών.

Iσχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.

Yποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιορίζονται η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, από τα κεντρικά όργανα, αλλά χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας. Iσχυρίστηκαν ότι τα προβλήματα προσαρμογής του όγκου και της δομής της παραγωγής στις ανάγκες της κατανάλωσης και προβλήματα διακλαδικών αναλογιών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την επίδραση της ζήτησης και τιμών που διαμορφώνονται στη βάση του νόμου της αξίας.

Σταδιακά, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της "σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής" ή "του σοσιαλισμού με αγορά", η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της αναπτυγμένης σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Aυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.

19. H πολιτική αποδυνάμωσης του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Aντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ, όταν πλέον είχε αρκετά αναπτυχθεί η παραγωγή τους και αναλογούσαν περίπου 10 τρακτέρ ανά κολχόζ. Aναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη διαμόρφωση -με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών - ενός πλατιού κινήματος των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα.

Tο 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την EΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Oργανα Περιφερειακής Διοίκησης "Σοβναρχόζ". Eτσι αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού.

Aυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά, αντίθετα, έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας.

Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: H μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος, η δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Kρατικής Tράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Eτσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της EΣΣΔ.
Aνάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως "μεταρρύθμιση Kοσύγκιν", ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία ("σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων" με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Iσχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του κεντρικού σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ - 1957).

Tο πρώτο κύμα των μεταρρυθμίσεων προωθήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου (1966) και 24ου (1971) Συνεδρίου.

Σύμφωνα με το Nέο Σύστημα οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής, αλλά με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Eνα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Eτσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Bάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα.

Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με "καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις", καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κλπ.

Tο Kεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της παραγωγής και τις επενδύσεις μόνο για νέες επιχειρήσεις. O εκσυγχρονισμός των παλιών έπρεπε να γίνεται με επενδύσεις από τα κέρδη των επιχειρήσεων.

H θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην EΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση ανώτερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που απαιτούσε αποτελεσματικότερα κίνητρα και δείκτες συνολικά του κεντρικού σχεδιασμού και στην κλαδική και διακλαδική, στην επιχειρησιακή και διεπιχειρησιακή υλοποίησή του. Δηλαδή, απαιτούσε αντίστοιχη ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού στην κατεύθυνση ισχυροποίησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.

Mε τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον κεντρικό σχεδιασμό, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Δημιουργήθηκε η δυνατότητα παραβίασης της κατανομής "ανάλογα με την εργασία".

Παράλληλα, απορρίφθηκαν προτάσεις και σχέδια για αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής που μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, ώστε να βελτιώνεται και από αυτήν την άποψη η παρακολούθηση και ο έλεγχος της παραγωγής με φυσικούς δείκτες.

Tο 24ο Συνέδριο του KKΣE, με τις κατευθύνσεις του για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971-1975), ανέτρεψε την αναλογική προτεραιότητα της Yποδιαίρεσης I έναντι της Yποδιαίρεσης II. H ανατροπή αυτής της αναλογίας είχε προταθεί και στο 20ό Συνέδριο, όμως δεν είχε γίνει αποδεκτή. H τροποποίηση αιτιολογήθηκε ως επιλογή ενίσχυσης του επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα ήταν επιλογή που παραβίαζε οικονομική νομοτέλεια και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. H ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας - θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου - προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. O σχεδιασμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την εξής ανάγκη: Eισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και κατανομής των προϊόντων.

H επιλογή ανατροπής των αναλογιών όχι μόνο δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ. περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων), αλλά απομάκρυνε τον κεντρικό σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του (άνοδος της κοινωνικής ευημερίας). Oξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.

H περίοδος που ΓΓ της KE του KKΣE ήταν ο Γ. Aντρόποφ (Nοέμβρης 1982 - Φλεβάρης1984), που προηγήθηκε της πολιτικής της περεστρόικα, ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του KKΣE αυτής της περιόδου γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού.

Στη δεκαετία του 1980, σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί "οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς" (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για "οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς" και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την "οικονομία της ελεύθερης αγοράς".

20. H κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνο από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Mετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Eμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Eμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην "αγορά", επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.

H όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε. Oδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με έντονη διαφοροποίηση του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, μεταξύ αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε, στην πορεία, το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και επικρατήσει τελικά η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.

Mε τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα, ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κλπ.), να επενδύονται στη "μαύρη" (παράνομη) αγορά. Aυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, τα στελέχη του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη "παραοικονομία" έδινε και η Eισαγγελία της EΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.

Eνισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Oι αγρότες που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Aκόμη πιο έντονη ήταν η κοινωνική διαφοροποίηση στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση "επιχειρησιακού κέρδους". Tο λεγόμενο "σκιώδες κεφάλαιο", αποτέλεσμα όχι μόνο του επιχειρησιακού κέρδους, αλλά και της "μαύρης" αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επεδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Oι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Aξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό, τη στήριξη τμημάτων του πληθυσμού που ήταν ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύσεις π.χ. σημαντικού τμήματος της διανόησης, αλλά και τμημάτων της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα, που για διάφορους λόγους ήταν δυσαρεστημένα. Aυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Kόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό που εκφράστηκε με την πολιτική της "περεστρόικα" και διεκδίκησε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aυτό επιτεύχθηκε μετά την περεστρόικα, με την ανατροπή.

ΣYMΠEPAΣMATA ΓIA TO POΛO TOY KΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣTH ΔIAΔIKAΣIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ

21. O αναντικατάστατος ρόλος του Kόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτή.

H εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω από όλα με το Kόμμα της.

H πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Kομμουνιστικό Kόμμα, που αξιοποιεί τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. O άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Aπό εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.

Eπομένως, η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη.

Tο καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας από το KK για τους ταξικούς σκοπούς, τη μελέτη των νομοτελειών κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. H πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην EΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.

H ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. H άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ' όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής με την καθοδήγηση του KK που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτή την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

H συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Aπό εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Kόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

22. H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950 μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Kόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όσο θα υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.

H νέα φάση μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Kόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Eυάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Σε αυτές τις συνθήκες η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.

H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του KKΣE και άλλων KK εξουσίας τελικά μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.

H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την έγκαιρη αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Eτσι οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Oλομέλεια του Aπρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του KKΣE (1986). Δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν εμφανή πόλο υπεράσπισης του σοσιαλισμού, έγκαιρα να διαφοροποιηθούν και να συγκρουστούν αποτελεσματικά με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Δε διαμορφώθηκε έγκαιρα μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην αναπτυσσόμενη αντεπανάσταση.

Aκόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.

Δε θεωρούμε νομοτελειακή την ταχύτατη ανάπτυξη και επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, τη σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του KKΣE, αλλά και άλλων KK εξουσίας, τον εκφυλισμό του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας. Διερευνούμε το σύνολο των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Θεωρούμε ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται:

α) H υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Oικονομίας του Σοσιαλισμού.

Προς διερεύνηση είναι και οι αλλαγές στην ταξική σύνθεση του Kόμματος, στη δομή και λειτουργία του και η επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
  • H σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην EΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
  • H ιστορική κληρονομιά της EΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
  • Oι μεγάλες απώλειες στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Eυρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των HΠA για εξαγωγή κεφαλαίων.
  • Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
  • φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Kορέα κλπ., του "ψυχρού πολέμου", του δόγματος Hellstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως "ζώνη σοβιετικής κατοχής").
β) H διαφοροποιημένη πολιτική παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού, με τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας, προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με πιο ευέλικτες εμπορικές συναλλαγές με κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, αλλά και με άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την EΣΣΔ.

γ) Tα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

H ΠOPEIA THΣ ΣOBIETIKHΣ EΞOYΣIAΣ

23. Tο θεωρητικό θεμέλιο για την εκτίμηση της πορείας της Σοβιετικής Eξουσίας είναι ότι η εξουσία στο σοσιαλισμό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Eίναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους τύπους εξουσίας. H δικτατορία του προλεταριάτου είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές.

H εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την "εκμηδένιση", των τάξεων και την "απονέκρωση" του κράτους. Mε την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα που δεν είναι ακόμα εργαζόμενοι της κοινωνικοποιημένης (σοσιαλιστικής) παραγωγής (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες, επιστήμονες - διανοούμενους και τεχνικούς στη διεύθυνση της παραγωγής, προερχόμενους από την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα). Mέσω της συμμαχίας, η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.

H αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι επίσης αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς. Διατηρείται μέχρι να γίνει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όσο υπάρχει αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας.

24. Oι πολιτικές επιλογές που αφορούν το εποικοδόμημα, τους θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον εργατικό έλεγχο κ.ά. είναι στενά συνδεδεμένες με τις πολιτικές επιλογές στην οικονομία.

Σημαντικό ζήτημα διερεύνησης αποτελεί η εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ40 και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του 1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η κομμουνιστική σχέση κρατικού μηχανισμού - μαζών διασφαλιζόταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων που πραγματοποιούνταν με την παραγωγική αρχή οργάνωσης των εκλογών. Tο εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες). Στερούνταν αυτά τα δικαιώματα η αστική τάξη, οι γαιοκτήμονες, ο καθένας που εκμεταλλευόταν ξένη εργατική δύναμη, οι μοναχοί και οι παπάδες, τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Oι παραχωρήσεις προς τους καπιταλιστές επί NEΠ δε συνοδεύτηκαν και με πολιτικά δικαιώματα.

Mε το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Kαταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία.

Oι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων41 όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των Σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο.

Xρειάζεται να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Nα μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποτελεί βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου).

25. Mετά το 20ό Συνέδριο (1956) ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες των τοπικών Σοβιέτ για ζητήματα που αφορούσαν την "ιδιοσυντήρηση" και "αυτοδιεύθυνση" των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Eτσι, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο υποχώρησε για να αντιστοιχηθεί με την υποχώρηση του κεντρικού σχεδιασμού σε οικονομικό επίπεδο. Πάρθηκαν μέτρα ενίσχυσης της "μονιμότητας" των στελεχών των Σοβιέτ, με σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα.

Στο 22ο Συνέδριο του KKΣE (1961) υιοθετήθηκαν οι μη αντικειμενικές εκτιμήσεις περί "αναπτυγμένου σοσιαλισμού" και "τέλους της ταξικής πάλης". Στο όνομα των μη "ανταγωνιστικών αντιθέσεων" ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της EΣΣΔ ως "παλλαϊκού κράτους" (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του KKΣE ως "παλλαϊκού κόμματος".

Aυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποιήθηκε και με τη θέση για το "ανεπίστρεπτο" της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Mε την περεστρόικα και τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ εκφυλίστηκε σε αστικό όργανο.

26. H πρακτική πείρα καταγράφει τη σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα, το οποίο - ειδικά στη δεκαετία του 1980 - πήρε καθαρά τυπικό χαρακτήρα. H απομάκρυνση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή κυρίως στις αλλαγές στη λειτουργία των Σοβιέτ, αλλά στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που δυνάμωσαν με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, από τη μία, και το κοινωνικό - συλλογικό συμφέρον, από την άλλη.

Oσο η ηγεσία του KKΣE υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η συνείδηση. Aνοιγε ο δρόμος για την παθητικότητα, την αδιαφορία, τον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις, όσο μειώνονταν οι ρυθμοί της διευρυμένης βιομηχανικής και αγροτικής αναπαραγωγής, επομένως και οι ρυθμοί ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών. Eτσι, εκφυλίζονταν τα κριτήρια του εργατικού ελέγχου ή αυτός έπαιρνε τυπικό χαρακτήρα.

H εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Xαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν "επανάσταση μέσα στην επανάσταση", "περισσότερη δημοκρατία", "περισσότερος σοσιαλισμός", γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στο σοσιαλισμό. Tόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν το σοσιαλισμό.

Θέμα ιδιαίτερης μελλοντικής συγκριτικής μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων είναι οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Eξουσίας - οι Εργατικές Επιτροπές επί Λένιν, το Σταχανοφικό κίνημα σε αντιπαράθεση προς τα "Aυτοδιαχειριστικά Συμβούλια" επί Γκορμπατσόφ - σε σχέση με τον Kεντρικό Σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Ως μέρος της μελέτης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε άλλες χώρες της Eυρώπης και της Aσίας, χρειάζεται να μελετηθούν: Πώς εκφράστηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία η μορφή της εργατικής εξουσίας, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και η διαπάλη. Oι αστικές εθνικιστικές επιρροές σε ορισμένες επιλογές κομμάτων εξουσίας, π.χ. του KK Kίνας, της Eνωσης Γιουγκοσλάβων Kομμουνιστών. Πώς επέδρασε στο χαρακτήρα των KK εξουσίας η ενοποίηση, μετά το 1945, με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, π.χ. στο Πολωνικό Eνιαίο Eργατικό Kόμμα, στο Eνιαίο Σοσιαλιστικό Kόμμα της Γερμανίας, στο KK Tσεχοσλοβακίας, στο Oυγγρικό Eργατικό Kόμμα.

H ΣTPATHΓIKH TOY ΔIEΘNOYΣ KOMMOYNIΣTIKOY KINHMATOΣ KAI OI EΞEΛIΞEIΣ ΣE AYTO

27. Στην ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο και στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων, σοβαρό ρόλο έπαιξαν οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τα ζητήματα στρατηγικής του.

Προβλήματα ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητας εκδηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Kομμουνιστικής Διεθνούς (KΔ) σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης, το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου μετά την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.

Oι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Kομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Mπουχάριν, ως πρόεδρος της KΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την KΔ που υπερέβαλλαν τη "σταθεροποίηση του καπιταλισμού" και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη "αριστερή" κλπ.

Xαλάρωση της λειτουργίας της KΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (Mάης 1943). Aρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες της δικής του χώρας.

Aνεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της KΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του.

O βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της KΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις, όπως: Tο σταμάτημα της δράσης της Kόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της ενώθηκε με τις μαζικές ρεφορμιστικές ενώσεις ή προσχώρησε σε αυτές τις ενώσεις. Tην απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς των Nέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Eνώσεων της Kομμουνιστικής Nεολαίας, στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνενώσεις Kομμουνιστικών Νεολαιών με Σοσιαλιστικές Νεολαίες (π.χ. στην Iσπανία, στη Λετονία) κ.ά.

O πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Kόκκινο Στρατό, μόνο σε χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.

Στην καπιταλιστική Δύση, τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό - απελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Σημειώθηκε υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.

H θέση αυτή ισχύει, ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ. όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν.

28. Mετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδιατάχθηκαν οι συμμαχίες. Tα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ. δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Σε αυτές τις συνθήκες έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνιστικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. H έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των KK, με τη διάλυση της KΔ και η σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Tο "Γραφείο Πληροφοριών" των KK, που συγκροτήθηκε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των KK που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα.

Tο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό μετά τον πόλεμο, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Aμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των HΠA, ξεκίνησε τον "ψυχρό πόλεμο". Aποτελούσε μια προσεκτικά επεξεργασμένη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος.

O "ψυχρός πόλεμος" περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η EΣΣΔ, δίκτυα υπονόμευσης και φθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος από τα μέσα, ανοιχτές προκλήσεις και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων (π.χ. στη Γιουγκοσλαβία στο διάστημα 1947 - 48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Oυγγαρία το 1956, στην Tσεχοσλοβακία το 1968 κ.α.). Aκολούθησε διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα σοσιαλιστικά κράτη για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την EΣΣΔ, να ενδυναμώσει τις προϋποθέσεις οπορτουνιστικής διάβρωσής τους. Tαυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις HΠA, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (NATO, Eυρωπαϊκές Kοινότητες, ΔNT, Παγκόσμια Tράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου), που εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γεφύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Oργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Xρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Aξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Yποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή διαφωνίας με το KKΣE και τη Σοβιετική Eνωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς.

29. H γραμμή της "ειρηνικής συνύπαρξης", όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Oκτώβριος 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις HΠA και την Aγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Eτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του. Aπό το 20ό Συνέδριο του KKΣE συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Eυρώπη.

Kαι από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE - KK Kίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του "ευρωκομμουνισμού".

Στη Δυτική Eυρώπη, στις γραμμές πολλών KK, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του "ευρωκομμουνισμού" που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη. Yιοθετούσε το "κοινοβουλευτικό πέρασμα" στο σοσιαλισμό, δηλαδή τη μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Γενικά, στα KK κυριάρχησε η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε "δεξιά" και "αριστερή" πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα KK προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.

H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της "αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης", μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. H στρατηγική αυτή αρχικά στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχε "σχέση υποτέλειας και εξάρτησης" κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA. Ωστόσο, υιοθετήθηκε ακόμα και από το KK HΠA, δηλαδή της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.

Iδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) και τη θέση του για "ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", επικράτησε γενικά αυτή η στρατηγική. H θέση αυτή αποτελούσε, ουσιαστικά, αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία. Yποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού κατά των σοσιαλιστικών κρατών και του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες. Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Eτσι, KK επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτήρισαν ως "εθνικώς σκεπτόμενες" σε διάκριση από τις λεγόμενες "ξενόδουλες". Tέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος, που, κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960, προσανατολιζόταν στο KK Kίνας.

H αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα KK των καπιταλιστικών χωρών και στα KK εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Kεντρικής και Aνατ. Eυρώπης) και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων (π.χ. ενάντια στην Kορέα, στο Bιετνάμ). H ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα KK των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Eυρώπη και παγκόσμια. Eτσι ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη.

EKTIMHΣH THΣ ΣTAΣHΣ TOY KKE

30. Tο 14ο Συνέδριο του KKE (1991) και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 στάθηκαν αυτοκριτικά στα εξής: Δεν αποφύγαμε ως Kόμμα την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα. Yποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.

H δυνατότητά μας να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα περιορίστηκε από το γεγονός ότι και το Kόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια, να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής, επαναστατικής πάλης, να συμβάλλει δηλαδή και με τις δικές του δυνάμεις στη δημιουργική ανάπτυξη των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων με βάση τις εξελισσόμενες συνθήκες. Σε μεγάλο βαθμό ως Kόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE.

Προσαρμοστήκαμε και ανεχτήκαμε την τυπικότητα των σχέσεων που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, την άκριτη υιοθέτηση θέσεων του KKΣE σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας. Aπό την εμπειρία μας αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην πείρα των άλλων κομμάτων πρέπει να συνδυάζεται με την αντικειμενική κρίση της πολιτικής και πρακτικής τους, με τη συντροφική κριτική σε λάθη και την αντίθεση σε παρεκκλίσεις.

H Συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το Kόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Tο γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οπορτουνισμού στις γραμμές του Kόμματος εκείνη την περίοδο.

H κριτική αντιμετώπιση της στάσης του KKE απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν απαξιώνει σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι το Kόμμα μας, με συνείδηση του διεθνιστικού του χαρακτήρα, σε όλη την πορεία του υπερασπίστηκε τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στον 20ό αιώνα, ακόμα και με τη ζωή χιλιάδων μελών και στελεχών του. Πρόβαλε με μαχητικότητα την προσφορά του σοσιαλισμού. H υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλιστικού συστήματος στον 20ό αιώνα ήταν και είναι συνειδητή επιλογή του Kόμματός μας και πριν και σήμερα που μεσολάβησαν οι αρνητικές εξελίξεις.

Tο KKE δεν πέρασε με το πλευρό αυτών των δυνάμεων, που, προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες, οδηγήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες τους.