Δεν είμαι μέλος του ΚΚΕ, απλά βρίσκω πολύ θετική και σημαντική την προσπάθεια που κάνει το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια. Στα πλαίσια λοιπόν του διαλόγου που έχει ανοίξει για τις προσυνεδριακές θέσεις του, σας στέλνω την άποψή μου πάνω σε ορισμένα σημεία των Θέσεων της ΚΕ στο θέμα «Θέσεις για το Σοσιαλισμό». Το χωρίζω σε τρεις «ενότητες» και αναφέρω μόνο κάποια από τα σημεία διαφωνίας για λόγους οικονομίας χώρου. Είναι προφανές ότι σε πολλά από τα γραφόμενα στις Θέσεις συμφωνώ, αλλιώς δε θα έστελνα καν το σημείωμα. Ελπίζω να συμβάλω θετικά στην όλη διαδικασία.
1. Οι αιτίες που οδήγησαν στην ήττα του εγχειρήματος της Σοβιετικής Ενωσης είναι ένα θέμα πολύ μεγάλο που αφήνει περιθώρια για διαφορετικές οπτικές και ερμηνείες, ακόμη κι αν υπήρχε μία πλήρης και ορθή ενημέρωση για όλες τις παραμέτρους. Κατά τη γνώμη μου, παλαιότερα το ΚΚΕ και για μεγάλη περίοδο υπερτόνιζε τους εξωτερικούς παράγοντες, υποβαθμίζοντας συστηματικά σχεδόν τους εσωτερικούς που αφορούσαν τόσο την κοινωνία όσο και κυρίως το κόμμα, ακόμη και όταν αυτοί ήταν εξόφθαλμοι. Είναι λοιπόν ένα πολύ σωστό βήμα η ενασχόληση με τις εσωτερικές αιτίες της ανατροπής.
Ωστόσο, πιστεύω ότι το κείμενο φτάνει σε κάποια σημεία στο αντίθετο άκρο. Π.χ. στο σημείο 3 αναφέρεται ότι κατά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού εμπεριέχεται η δυνατότητα οπισθοδρόμησης στον καπιταλισμό ως αποτέλεσμα της ήττας «έναντι όλων των φυτρών των παλιών σχέσεων». Ανάλογα στο σημείο 10 αναφέρεται ότι η ανατροπή «... δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, με την πολιτική του ΚΚ».
Νομίζω ότι είναι ελλιπής μια τέτοια διατύπωση. Πέραν του ότι θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αιτιολογηθεί γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να ηττηθεί από απλές «φύτρες», κατά τη γνώμη μου έχει αποδειχθεί και στην πράξη ότι από μόνες τους οι «φύτρες», ακόμη και σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, ακόμη και με παρούσες τις προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν μπόρεσαν να νικήσουν το σοσιαλισμό χωρίς την ιμπεριαλιστική βοήθεια. Και ως «ιμπεριαλιστική βοήθεια» δεν εννοώ τόσο τις άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις ή τις τυχόν ενέργειες μυστικών υπηρεσιών (η επίδραση των οποίων είχε επίσης υπερτονιστεί παλιότερα), όσο την έμμεση πίεση σε οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο που μπορεί να ασκήσει ο ιμπεριαλισμός.
Πίεση που διατηρεί, αναπαράγει και πιθανά οξύνει κατά περιόδους στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής χώρας την ταξική πάλη, ενισχύοντας την αντίδραση (με την όποια παλιά ή νέα της μορφή/έκφραση), εξαναγκάζοντας το σοσιαλισμό σε υποχωρήσεις, στρεβλώσεις και αναγκαστικές επιλογές, δημιουργώντας εν τέλει συνεχώς νέες «φύτρες», έστω και σε λανθάνουσα ή καλυμμένη μορφή. Οι παλιές και νέες λοιπόν αυτές «φύτρες», διαιωνίζοντας και κατοχυρώνοντας την ύπαρξή τους, είναι λογικό κάποια στιγμή να διεκδικήσουν «αυτόνομα» πια και με ποικίλους τρόπους την περαιτέρω ανάπτυξη και κυριαρχία τους. Με την έννοια αυτή ιμπεριαλιστική επέμβαση υπήρξε σε κάθε περίπτωση. Κάθε βήμα στην παραγωγή, στην κοινωνική οργάνωση, στις επιστήμες, στον πολιτισμό κλπ. η Σοβιετική Ενωση το έκανε στα πλαίσια της στρατιωτικής και οικονομικής απειλής/ανταγωνισμού του ιμπεριαλισμού και αυτό δεν πρέπει να παραβλέπεται, μιλώντας μόνο για τα «μέσα και πάνω» του κόμματος.
2. Γράφεται στο σημείο 4: «Θεωρούμε λαθεμένη την προσέγγιση που μιλώντας για μεταβατικές κοινωνίες προσδίδει αυτοτελή χαρακτηριστικά και μακρόχρονη ύπαρξη στην περίοδο μετάβασης από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό». Και παρακάτω: «Η χρονική διάρκεια αυτής της περιόδου εξαρτάται από την καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό. Η ιστορία έδειξε ότι δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη».
Πιστεύω ότι είναι σφάλμα οι πολιτικές θέσεις να παίρνουν το χαρακτήρα προφητείας. Κανείς δε γνωρίζει και ούτε θα γνωρίσει ποτέ (παρά μόνο αφού γίνει) τον πραγματικό χρόνο μετάβασης από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Πόσο μάλλον όταν αυτή η μετάβαση δεν επηρεάζεται και καθορίζεται μόνο από την «καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός», αλλά και από την πορεία της ταξικής πάλης τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διεθνώς.
Ο ορισμός λοιπόν του «μακροχρόνιου» ή του «βραχυπρόθεσμου» της οικοδόμησης είναι εντελώς σχηματικός και εν τέλει αποπροσανατολιστικός, δεν προσφέρει τίποτε στην ανάλυση, ούτε φυσικά «προστατεύει» με κανέναν τρόπο από μετεξελίξεις τύπου Κίνας ή Βιετνάμ. Το πέρασμα στον κομμουνισμό είναι μια αντικειμενική διαδικασία και δεν ορίζεται από την απόφαση κάποιου οργάνου. Η επανάσταση μπορεί να ηττηθεί σε 5 ή 50 χρόνια ή ποτέ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κούβας όπου παρ' όλες τις μεγάλες οπισθοχωρήσεις και τη δύσκολη κατάσταση, η επανάσταση ως τέτοια δεν έχει ακόμη ηττηθεί ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά, σε αντίθεση με την «ακμάζουσα» Κίνα όπου η επανάσταση έχει ουσιαστικά ηττηθεί εδώ και δεκαετίες με μηδαμινές ελπίδες ανάκαμψης.
Η άποψή μου είναι ότι δεν είναι δυνατό να περάσει μία χώρα στον κομμουνισμό εάν δεν ηττηθεί ο ιμπεριαλισμός. Δεν έχει τόσο σημασία να εξαλειφθούν πλήρως ή «ταυτοχρόνως» οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής παγκοσμίως. Εχει τεράστια σημασία όμως η ήττα του ιμπεριαλισμού, ο οποίος δε θα αφήσει σε καμία περίπτωση μία χώρα να περάσει στο κομμουνιστικό στάδιο είτε «αργότερα» είτε «νωρίτερα». Η ύπαρξη και δράση του ιμπεριαλισμού κάνει αδύνατο τον εκφυλισμό και την απονέκρωση του κράτους (ως «ιδιαίτερου μηχανισμού καταναγκασμού/καταστολής»), κάνει αδύνατο ουσιαστικά το τέλος της ταξικής πάλης, στοιχείο απαραίτητο για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία.
Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι η διαδικασία μετάβασης αποκτά ένα μάταιο χαρακτήρα ή αυτο-ακυρώνεται αν δε γίνει συνολικά και «παγκοσμίως». Ισα - ίσα η αποκοπή χωρών από το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με όρους μάλιστα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αποτελεί βασικό στοιχείο στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Απλά κατά τη γνώμη μου, παρόλο που μία ή περισσότερες χώρες μπορούν να περάσουν στο σοσιαλισμό και να δημιουργήσουν λιγότερο ή περισσότερο τους όρους για μια κομμουνιστική κοινωνία, είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί το πέρασμα στην επόμενη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας δίχως την ήττα του ιμπεριαλισμού. Και η ήττα αυτή μπορεί να γίνει γρήγορα ή αργά, με μεγάλα ή με μικρά βήματα, με τις ανάλογες (και αυξανόμενες πιθανά στην πορεία του χρόνου) δυσκολίες για το σοσιαλιστικό κράτος.
Σε αυτό το μικρό ή μεγάλο διάστημα η όποια σοσιαλιστική(-ες) χώρα(-ες) καλείται να δώσει έναν αγώνα σε δύο επίπεδα (εσωτερικά και διεθνώς) χωρίς να κάνει σφάλματα του παρελθόντος: Να κηρύσσει δηλαδή πρόωρα και βολονταριστικά την είσοδο στον κομμουνισμό απλά και μόνο επειδή «η διάρκεια αυτής της περιόδου δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη» ή να φορτώνει τα όποια προβλήματα και οπισθοχωρήσεις αποκλειστικά στην ξένη επέμβαση.
Η αντίδραση, ειδικά σήμερα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα σύστημα που λειτουργεί αμφίδρομα και αλληλοτροφοδοτείται: Ο ιμπεριαλισμός με ποικίλους τρόπους τροφοδοτεί άμεσα ή έμμεσα τις εσωτερικές αντιθέσεις και οι εσωτερικές αντιθέσεις δίνουν πάτημα στον ιμπεριαλισμό.
Μπορεί, ανάλογα την περίοδο, να έχει βαρύνουσα σημασία η μία ή η άλλη «πλευρά», όμως είναι υπαρκτές και οι δύο. Η «απολυτοποίηση» τόσο της μίας όσο και (ή) της άλλης οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα.
3. Σημείο 23:
«Με την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα που δεν είναι ακόμη εργαζόμενοι της σοσιαλιστικής παραγωγής (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες, επιστήμονες -διανοούμενους και τεχνικούς στη διεύθυνση της παραγωγής, προερχόμενους από την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα)».
«Λαϊκά στρώματα» που να προέρχονται «... από την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα» δεν υπάρχουν. Το στρώμα των ανωτέρων/ανωτάτων στελεχών που βρίσκονται σήμερα στη διεύθυνση της παραγωγής είναι πλήρως ενσωματωμένο και αναγνωρίζει ουσιαστικά τα συμφέροντά του στα συμφέροντα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Εννοείται δε σε κάθε περίπτωση ότι δε μιλάμε για μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά για στρώμα.
Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα να λες ότι πιθανά να χρειαστεί να γίνουν κάποιες υποχωρήσεις σε τυχόν απαιτήσεις αυτών των στρωμάτων (όπως και έχει γίνει ιστορικά) και πολύ διαφορετική η έννοια της «συμμαχίας». Πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση της συμμαχίας που πιθανά να προκύψει ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα (όπως π.χ. ένα κομμάτι των αγροτών, αυτοαπασχολούμενων κλπ.), με υποχωρήσεις που ίσως γίνουν και που δεν υπάρχει κανένας λόγος φυσικά να τίθενται εκ των προτέρων.
Ουσιαστικά το μόνο που εξυπηρετεί η παραπάνω διατύπωση είναι να βάζει από την πίσω πόρτα την έννοια της συμμαχίας με το «προοδευτικό κομμάτι της αστικής τάξης».
Φιλικά
Κ. Τ.
Ριζοσπάστης - 2 Νοεμβρίου 2008