Η οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος, η ενίσχυση των υπαρχουσών ΚΟΒ στους διάφορους χώρους εργασίας, διέρχεται μια μεταβατική περίοδο ανόδου του λαϊκού κινήματος που θα τη χαρακτήριζα κρίσιμη: Είναι πολύ φυσικό οι διοικούντες τους κάθε είδους χώρους εργασίας, ιδιαίτερα όμως εκείνους όπου η άρχουσα τάξη αισθάνεται ισχυρή καθώς στελεχώνει με «δικά της παιδιά» (τέτοιοι χώροι είναι διάφοροι θεσμοί που έχουν σχέση με την επιστήμη και τις καλές τέχνες), να διαισθάνονται τον κίνδυνο «διολίσθησης προς τα αριστερά» και να παίρνουν τα αντίστοιχα μέτρα απέναντι στις κομματικές δυνάμεις, που, συνήθως, είναι ολιγάριθμες σε τέτοιους χώρους. Τα μέτρα αυτά των διοικήσεων κυμαίνονται από ανοιχτές απειλές έως δελεαστικές προσφορές και ευκαιρίες, ανάλογα με την περίπτωση, με τη διοικητική βαθμίδα και με το εργασιακό καθεστώς κάθε εργαζόμενου.
Με δεδομένη την καλπάζουσα ανεργία που μαστίζει όλους περίπου τους επιστημονικούς κλάδους, ιδιαίτερα μάλιστα στις νέες ηλικίες, οι ευκαιρίες και οι προσφορές των διοικήσεων είναι φυσικό να δείχνουν κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες. Στους χώρους αυτούς, όπου υπάρχουν μικρές κομματικές δυνάμεις, εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, επείγει εδώ και αρκετά χρόνια είναι το στήσιμο μιας έστω και μικρής ΚΟΒ ή τμήματος ΚΟΒ, οσοδήποτε ολιγάριθμο το τμήμα αυτό κι αν είναι. Η ανάγκη αυτή θεωρώ ότι έχει απόλυτη προτεραιότητα απέναντι στο λεγόμενο «πλάτεμα των επιρροών μας», επειδή η άσκηση πίεσης εκ μέρους των διοικήσεων πάνω σε έναν οπαδό είναι πιο αποτελεσματική από την πίεση πάνω σ' ένα πλήρως συνειδητοποιημένο μέλος. Ακόμα περισσότερο: Η ύπαρξη μιας ΚΟΒ σε έναν αντιδραστικό ή συντηρητικό χώρο (και τέτοιοι υπάρχουν πάρα πολλοί) μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο σταθερής στήριξης των οποιωνδήποτε οπαδών ή επιρροών μας που θα βρεθούν να απειλούνται.
Στα πολύ ολοκληρωμένα που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 4 και 5 της θέσης 75, θα έπρεπε να προστεθεί και ο ειδικός ρόλος του «Ριζοσπάστη» σε τέτοιους παραδοσιακά συντηρητικούς χώρους. Πριν από κάποια χρόνια (και, φυσικά, μετά το 1990/91) η σχεδόν κρυφή εισαγωγή της κομματικής μας εφημερίδας στους αναφερθέντες χώρους αποτελούσε στόχο που οδηγούσε, κάποιες φορές, σε πολύ χρήσιμες πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις. Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατον, ιδιαίτερα σε ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, να δώσουν «Ρ» σε συναδέλφους που, όλοι τους, μπορούν να τον διαβάσουν στο διαδίκτυο (όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στα ερευνητικά ιδρύματα έχουν δικό τους Η/Υ) και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια μερική εξήγηση του γεγονότος της στασιμότητας της κυκλοφορίας της εφημερίδας μας. Ο καθένας μπορεί να τη διαβάσει «κατ'» ιδίαν» χωρίς να εκτεθεί στην υπηρεσία του ως φιλοκομμουνιστής. Ταυτόχρονα, αυτό αποτελεί δικαιολογία για να μην τον πάρει.
Ο ρόλος, όμως, του «Ριζοσπάστη» είναι αναντικατάστατος για όλους τους λόγους που τονίζονται συνεχώς, αλλά και επειδή, σε κάτι τέτοιους συντηρητικούς χώρους και σε τέτοιους καιρούς, μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την παραπληροφόρηση, τη διαστρέβλωση και την αποσιώπηση που κάνουν στα γεγονότα τα αστικά ΜΜΕ και να δώσει μια σωστή και αισιόδοξη εικόνα για την πορεία και τις άμεσες προοπτικές του λαϊκού κινήματος. Θα πρέπει, λοιπόν, να βρεθεί τρόπος, ώστε να μεταβληθεί η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με την ανάγνωση του «Ρ» στο διαδίκτυο.
Η ιδεολογικοπολιτική ισχυροποίηση του Κόμματος μπορεί να προωθηθεί επίσης με την ολόπλευρη αξιοποίηση του ΚΜΕ προς τα έξω. Σε αντίθεση με τις Θέσεις για το 17ο Συνέδριο, όπου το ΚΜΕ αναφερόταν διεξοδικά στις Θέσεις 35-36, στις τωρινές Θέσεις για το 18ο Συνέδριο το ΚΜΕ είναι ανύπαρκτο, στους ανοιχτούς χώρους αντιπαράθεσης με την αστική διανόηση τουλάχιστον. Ομως, το ΚΜΕ διαθέτει δυνάμεις, σε αρκετούς μάλιστα τομείς δυνάμεις αρκετά υψηλού επιπέδου, στο μέτρο που μπορώ να γνωρίζω. Κατά τη γνώμη μου, το ΚΜΕ θα μπορούσε να αποκτήσει μια φήμη, αν όχι ακτινοβολία από εκδηλώσεις προς τα έξω. Στη θέση 73 των τωρινών Θέσεων θα μπορούσε να έχει θέση και το ΚΜΕ.
Επανερχόμενος, τέλος, σε παλιότερα άρθρα μου, θεωρώ ότι «καλός σύντροφος», ιδιαίτερα νεολαίος, δεν είναι μόνο ο πολλαπλά χρεωμένος σύντροφος, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι οργανωτικές ανάγκες. Καλός είναι επίσης και εκείνος ο σύντροφος που προάγει την επιρροή και την ακτινοβολία του Κόμματος στις λαϊκές μάζες και, ακόμα, σε κάποιες ευαίσθητες περιπτώσεις, εκείνος του οποίου το κύρος παραδέχεται ακόμα και η αστική τάξη που τον θεωρεί εχθρό. Η ανιδιοτέλεια, αρχέγονη αρετή του κομμουνιστικού κινήματος και ακρογωνιαίος λίθος της προσφοράς, αποτιμάται πάντα με «άριστα» στο μακρό ιστορικό χρόνο. Αυτή, λοιπόν, η ανιδιοτελής προσφορά έχει τις δυνατότητες να βοηθήσει και στη σημερινή συγκυρία, όπου, όπως διαπιστώνει η θέση 54, οι θετικές διεργασίες στη συνείδηση των εργαζομένων προσκρούουν στην κακή κατάσταση του εργατικού και γενικότερου κινήματος και στις συνέπειες από την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος που τροφοδότησε μια βαθιά υποχώρηση της επαναστατικής συνείδησης. Είναι, συνεπώς, καιρός, η ανιδιοτελής προσφορά να περάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο με σκοπό την αφύπνιση, όπου αυτό είναι δυνατόν, της επαναστατικής συνείδησης. Για ένα 18ο Συνέδριο Αντεπίθεσης.
Τηλέμαχος Λουγγής
ΚΟΒ Έρευνας. Πρόεδρος ΚΜΕ
Ριζοσπάστης - 9 Νοεμβρίου 2008