January 22, 2009

4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Α. Η θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

26. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο ενισχύθηκε η εξαγωγή κεφαλαίων από την Ελλάδα στην παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα στη ΝΑ Ευρώπη, καθώς και η ενεργός συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις για τον έλεγχο των αγορών.

Στο πλαίσιο της ανισόμετρης ανάπτυξης, ο ελληνικός καπιταλισμός διατηρεί την αναβαθμισμένη θέση του στα Βαλκάνια, που πραγματοποιήθηκε μετά την καπιταλιστικοποίησή τους, ενώ δε μεταβάλλεται η ενδιάμεση θέση του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η ελληνική οικονομία διατήρησε σημαντικά υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (σχεδόν διπλάσιο) από τον αντίστοιχο μέσο της Ευρωζώνης και την τελευταία τετραετία. Γενικότερα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ στη δωδεκαετία 1996-2007 έφτασε στο 3,9%, με αποτέλεσμα τη μείωση της ψαλίδας με τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 88% του μέσου όρου της ΕΕ-15 και στο 98% του μέσου όρου της ΕΕ-27.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, δυναμώνει μετά το 2004 τόσο η τάση εκροής εγχώριου κεφαλαίου στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, όσο και η τάση εισροής ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Σε απόλυτο σωρευτικό μέγεθος οι εκροές Αμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) από την Ελλάδα ξεπέρασαν πλέον τα 20 δισ. ευρώ, ενώ το 2004 ήταν μόλις 10 δισ. ευρώ. Οι τοποθετήσεις Ελλήνων κατοίκων στο εξωτερικό (σε καταθέσεις και ρέπος) έφτασαν τα 15,8 δισ. ευρώ το 2007 έναντι 5,5 δισ. ευρώ το 2006. Αντίστοιχα αυξήθηκαν και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου στο εξωτερικό (ομόλογα, έντοκα γραμμάτια κλπ.) που έφτασαν στα 16 δισ. ευρώ το 2007 έναντι 7 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος.

27. Στην ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού συνέβαλε η αξιοποίηση από την ελληνική αστική τάξη της βαλκανικής αγοράς και γενικότερα των αναγκών επέκτασης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς στη ΝΑ Ευρώπη που οδήγησε στη διευρυμένη ΕΕ των « 27».

Τα ελληνικά κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στα Βαλκάνια και γενικότερα στη ΝΑ Ευρώπη ξεπερνούν πλέον συνολικά τα 14 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα κατέχει την 3η θέση των ξένων επενδυτών στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Αποτελεί επίσης το μεγαλύτερο ξένο επενδυτή στην Αλβανία. Οι επιχειρήσεις ελληνικού ή μεικτού κεφαλαίου που είναι εγκατεστημένες στη Βαλκανική έφτασαν τις 4.000 και απασχολούν 200.000 εργαζόμενους.

Στις ξένες επενδύσεις του τραπεζικού τομέα, η Ελλάδα κατέχει πλέον τη 2η θέση στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.

Η «απελευθέρωση» της σχετικής αγοράς, με την εφαρμογή της Συνθήκης για την Ενεργειακή Κοινότητα της ΝΑ Ευρώπης, αξιοποιείται επίσης με επενδυτικές προτάσεις της ΔΕΗ ΑΕ και επενδύσεις του ομίλου ΕΛΠΕ σε Βουλγαρία, Σερβία, Κύπρο, Μαυροβούνιο, Αλβανία, ΠΓΔΜ.

Ισχυρή άνοδο σημείωσαν και οι εξαγωγές εμπορευμάτων προς τη ΝΑ Ευρώπη, όπου το μερίδιο εξαγωγών το 2007 ανέρχεται στο 22% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών έναντι 7,5% το 1997.

28. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, η ισχυροποίηση ελληνικών μονοπωλιακών ομίλων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, κυρίως στους τομείς της ναυτιλίας και των τραπεζών, και η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων ορισμένων κλάδων της μεταποίησης (ηλεκτρικών μηχανημάτων, πλαστικών υλών, χρωμάτων, βιομηχανικού εξοπλισμού, φαρμακευτικών προϊόντων, τροφίμων), συνέβαλαν επίσης στην ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού.

Γενικά, η επιτάχυνση της συγκέντρωσης κεφαλαίου εξασφαλίστηκε με σειρά αναδιαρθρώσεων, ευνοϊκών νομοθετικών μέτρων μείωσης της φορολογίας του, φθηνότερης εργατικής δύναμης, πολύμορφης ενίσχυσης των μονοπωλίων με κρατική χρηματοδότηση.

Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο ελέγχει πάνω από το 16% της μεταφορικής ικανότητας του παγκόσμιου στόλου, το 21% της μεταφοράς πετρελαίου και το 22,3% του αντίστοιχου μεταφοράς ξηρού φορτίου.

Ο ελληνόκτητος στόλος διαχειρίζεται περίπου το 25% των θαλάσσιων μεταφορών πετρελαίου προς τις ΗΠΑ και το 25% εξαγωγών εμπορευμάτων των ΗΠΑ (2007).

Το εφοπλιστικό κεφάλαιο αποτελεί το μοναδικό τμήμα του εγχώριου κεφαλαίου που διαπραγματεύεται από θέση ισχύος μέσα στην ΕΕ και έχει προνομιακούς οικονομικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.

Η διεύρυνση και αύξηση της μεταφορικής ικανότητας του ελληνόκτητου στόλου, η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης των ναυτεργατών και η πρωτοφανής αύξηση των ναύλων πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου συνέβαλαν στην αύξηση των εισπράξεων από ναυτιλιακό μεταφορικό έργο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2007. Τα ναύλα αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 45% την τελευταία τετραετία, ενώ την ίδια περίοδο οι εισπράξεις από τις μεταφορές αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο πάνω από το 4% του ΑΕΠ της Ελλάδας.

Αυξητική ήταν επίσης την τελευταία πενταετία η πορεία κερδοφορίας και τα ίδια κεφάλαια των εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων έφτασε στο 25,82% το 2006 και ανήλθε στο 27% το 2007 (αύξηση κερδών στο ΧΑΑ 47% το 2006 και 70% το 2007, φτάνοντας τα 5,7 δισ. ευρώ). Τη διετία 2006-2007 έγιναν σημαντικές επενδύσεις στον τραπεζικό τομέα της ΝΑ Ευρώπης και των Βαλκανίων (π.χ. εξαγορά της τουρκικής Finans Βank και της σερβικής Vojvodjanska Βank από την Εθνική Τράπεζα, της ρουμανικής Mind Bank και της σερβικής Agroindustigke Komercijalne από την Αγροτική Τράπεζα, της τουρκικής Tekfenbank από τη Eurobank).

29. Την τελευταία τετραετία έγιναν πιο εμφανή τα αποτελέσματα της προσπάθειας της αστικής τάξης να διαχειριστεί προς όφελός της την τάση ανακατάταξης στα μερίδια αγοράς ανάμεσα στις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, επιδιώκοντας να αναβαθμίσει το γεωστρατηγικό της ρόλο.

Ο αστικός σχεδιασμός λαμβάνει υπόψη τη σημασία που έχει για την ΕΕ η προμήθεια φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, καθώς και την επιδίωξη της Ρωσίας να ισχυροποιήσει τη θέση της στον ενεργειακό τομέα της ευρωενωσιακής αγοράς. Σε αυτό το έδαφος οξύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας και ΕΕ για τη μεταφορά ενέργειας και εμπορευμάτων μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Ταυτόχρονα, η άρχουσα τάξη επιχειρεί να συμμετάσχει ενεργά στην ενδεχόμενη αναδιάρθρωση ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και αντίπαλων πόλων, που σηματοδοτούν η σταδιακή προσέγγιση της Ρωσίας με τη Γερμανία και την Ιταλία, οι αυτοτελείς κινήσεις της Γαλλίας στην περιοχή της Μεσογείου.

30. Ο αστικός σχεδιασμός εστίασε σε δύο αλληλοεξαρτώμενους άξονες και σημείωσε ορισμένες πρώτες επιτυχίες:

α) Την ανάδειξη της χώρας ως σημαντικού διαύλου στα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της.

β) Τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων μονοπωλιακών ομίλων στην ενεργειακή αγορά της ΝΑ Ευρώπης. Η επιλογή αυτή συνδυάζεται με το στόχο αναβάθμισης της Ελλάδας ως χρηματοπιστωτικού, εμπορικού και τουριστικού κέντρου της περιοχής.

Η ελληνική αστική τάξη συμμετέχει ενεργά στη διαπάλη για την επικράτηση ανταγωνιστικών σχεδίων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή, που στηρίζουν, από τη μια, οι ΗΠΑ και, από την άλλη, η Ρωσία.

Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή συμφωνιών, τόσο για την υλοποίηση του ρωσικού αγωγού μεταφοράς πετρελαίου Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη, όσο και ενός κλάδου του αγωγού South Stream για τη μεταφορά φυσικού αερίου με προορισμό την Ιταλία.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα συμμετέχει στην κατασκευή και λειτουργία του άξονα μεταφοράς αζέρικου φυσικού αερίου από την Τουρκία στην Ιταλία, που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ.

Ωστόσο η συμμετοχή της Ελλάδας στα ρωσικά σχέδια, αφ? ενός, αποδυναμώνει την υλοποίηση ορισμένων ανταγωνιστικών σχεδίων των ΗΠΑ (αγωγός Nabuco για το φυσικό αέριο, αγωγός ΑΜΒΟ για το πετρέλαιο) και, αφ? ετέρου, συμβάλλει αντικειμενικά στην αναβάθμιση της ρωσικής επιρροής σε κράτη που έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (Βουλγαρία, Ιταλία).

Ο αστικός σχεδιασμός προσπαθεί να αξιοποιήσει τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας ως πλησιέστερου θαλάσσιου ευρωπαϊκού προορισμού για τα κράτη της Ασίας (Κίνα, Ινδία κλπ.), καθώς και τη διεύρυνση της ΕΕ, που διασφαλίζει την απρόσκοπτη χερσαία μεταφορά εμπορευμάτων από την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή αγορά, στην παραδουνάβια περιοχή και τις αγορές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Γι? αυτό δίνει έμφαση στη διαμόρφωση ορισμένων στρατηγικών λιμένων διαμετακόμισης (ΟΛΠ, ΟΛΘ, Πάτρας, Ηγουμενίτσας, Ηρακλείου). Τη διαχείρισή τους διεκδικούν διεθνείς μονοπωλιακοί όμιλοι, που κυριαρχούν στη σχετική «απελευθερωμένη» ευρωπαϊκή αγορά (π.χ. αραβικοί, ευρωπαϊκοί). Στον ΟΛΠ επικράτησε ήδη ο κινεζικός όμιλος της CΟSCΟ.

31. Γενικότερα, καταγράφεται μια αναβάθμιση της συνεργασίας με την άρχουσα τάξη της Ρωσίας στους τομείς του στρατιωτικού εξοπλισμού, των εμπορικών συναλλαγών, του τουρισμού, των επενδύσεων στα Βαλκάνια και στη Μαύρη Θάλασσα, των κατασκευών ενόψει και των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014.

Στο πλαίσιο της συμμετοχής της αστικής τάξης στην αναδιάρθρωση των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών πρέπει να εξετασθούν και οι προωθούμενες συμφωνίες με γερμανικούς ομίλους ως στρατηγικών επενδυτών τόσο στον ΟΤΕ (Deutsche Telecom) όσο και στη ΔΕΗ σε μικρότερο βαθμό (μνημόνιο συνεργασίας με RWΕ). Πρόκειται για επενδύσεις που αφορούν τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και σ? αυτήν της ΝΑ Ευρώπης.

32. Διαφαίνεται ότι μεσοπρόθεσμα (επόμενη τετραετία) μάλλον δε θα σημειωθεί κάποια αξιοσημείωτη μεταβολή στη θέση του ελληνικού καπιταλισμού, λαμβάνοντας υπόψη το ρυθμό και το επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, το συγκριτικό μέγεθος του ΑΕΠ σε σχέση με τις γειτονικές χώρες, το μέγεθος της κοινοτικής χρηματοδότησης προς το εγχώριο κεφάλαιο [οι κοινοτικοί πόροι του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007-2013 φτάνουν τα 24,4 δισ. ευρώ], τη συνεισφορά στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού της διείσδυσης στη ΝΑ Ευρώπη, την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των μεταναστών.

Σε μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο μπορεί να επέλθει μεταβολή στη θέση της Ελλάδας, ως συνέπεια τόσο των αντιθέσεων και αντιφάσεων της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης όσο και της εξέλιξης του καπιταλιστικού κύκλου της κρίσης στην εγχώρια και τη βαλκανική αγορά.

Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η συνδυασμένη επίδραση των ακόλουθων παραγόντων στην πορεία του ελληνικού καπιταλισμού τα επόμενα χρόνια:

Η πορεία επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας

33. Η ετήσια διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος είναι συνεχής την τελευταία πενταετία, με αμείωτο ρυθμό, καθώς η ετήσια αξία των εισαγωγών είναι πολλαπλάσια εκείνης των εξαγωγών. Μειώνεται η δυνατότητα υποκατάστασης εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων μετά την άρση της προστασίας της εγχώριας παραγωγής στη διευρυμένη ΕΕ των «27» και σε συνδυασμό με την υπάρχουσα διάρθρωση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Το εμπορικό έλλειμμα ξεπέρασε το 2007 τα 40 δισ. ευρώ έναντι 22,6 δισ. ευρώ το 2003. Η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αντανακλά τις επιβαρυντικές συνέπειες από τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωζώνη και γενικότερα στην «απελευθερωμένη» ευρωενωσιακή αγορά. Τις αρνητικές συνέπειες θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα στη μεταποίηση και τον αγροτικό τομέα.

Στη γεωγραφική κατανομή των ελληνικών εξαγωγών συνεχίζεται η στροφή προς τα κράτη της Βαλκανικής και της ΝΑ Ευρώπης, η οποία ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του ?90. Την πενταετία 2002-2007 μειώθηκε το ποσοστό συμμετοχής των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ-15 (ως προς το σύνολο των εξαγωγών), από 48,5% του συνόλου το 2002 σε 44,2% το 2007.

Τα προαναφερόμενα υπογραμμίζουν και την επίπτωση που θα έχει στο εμπορικό ισοζύγιο μια πιθανή είσοδος της ΝΑ Ευρώπης σε φάση ύφεσης την επόμενη περίοδο.

Βέβαια, η άρχουσα τάξη επιχειρεί μια αναδιάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών με στόχο την αύξηση του μεριδίου των εμπορευμάτων κλάδων με υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου («έντασης τεχνολογίας και εξειδικευμένης εργασίας»). Την τελευταία εικοσαετία τα προϊόντα κλάδων χαμηλής οργανικής σύνθεσης (έντασης εργασίας, π.χ. κλωστοϋφαντουργία, ιματισμός, έπιπλα) μειώθηκαν ως ποσοστό στο σύνολο των εξαγωγών από 36% σε 20%, ενώ τα προϊόντα κλάδων υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου (έντασης τεχνολογίας, π.χ. εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών, ιατρικά εργαλεία) αυξήθηκαν από 6% σε 29,9%.

Οι συνέπειες της διαπλοκής εγχώριου και ξένου κεφαλαίου στο πλαίσιο της προσαρμογής στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα

34. Οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ελλάδα διπλασιάστηκαν την τετραετία 2003-2007 και έφτασαν σωρευτικά τα 35,8 δισ. ευρώ έναντι 17,7 δισ. ευρώ το 2003. Το ίδιο και οι εισροές κεφαλαίων για επενδύσεις χαρτοφυλακίου (ομόλογα Δημοσίου και τοποθετήσεις στο ΧΑΑ) ανήλθαν σε 33,8 δισ. ευρώ το 2007 έναντι 15,1 δισ. ευρώ το 2006.

Στις εισερχόμενες ΑΞΕ δεσπόζουν γαλλικοί, γερμανικοί και αραβικοί όμιλοι που αφ? ενός εξαγοράζουν σημαντικά πακέτα μετοχών επιχειρήσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, κατασκευές) και αφ? ετέρου συμβάλλουν στην αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου. Ιδιαίτερα την περίοδο 2005-2007 έγιναν ορισμένες σημαντικές ΑΞΕ: Στον τραπεζικό τομέα από τους γαλλικούς ομίλους Societe Generale (Γενική Τράπεζα), Credit Agricole (Εμπορική Τράπεζα), από τον αραβικό όμιλο Dubai Financial (τραπεζικός όμιλος Marfin). Στις τηλεπικοινωνίες - πληροφορική από την αμερικανική εταιρεία Texas Pacific (εξαγορά Q-Telecommunication ΑΕ), το ρωσικό όμιλο Sistema (Intracom Telecom), το διεθνικό όμιλο Rhone Capital (Infote), τον αιγυπτιακό όμιλο Wind (ολοκλήρωση εξαγοράς Wind Hellas). Στην ενέργεια με την Endessa Europe (όμιλος Μυτιληναίου). Στην τσιμεντοβιομηχανία με τη γαλλική Lafarge SΑ που απέκτησε τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΓΕΤ - Ηρακλής, στα τρόφιμα με την εξαγορά της Vivartia (ΔΕΛΤΑ κλπ.) επίσης από τον όμιλο Marfin.

Σε εξέλιξη βρίσκεται νέος κύκλος εξαγορών και εισροής ΑΞΕ που αφορούν υποδομές θαλάσσιων μεταφορών (μεγάλα λιμάνια - ΟΛΠ, ΟΛΘ), τις τράπεζες, τις κατασκευές, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ ΑΕ, καθώς και η δραστηριοποίηση άλλων ισχυρών συμμαχικών σχημάτων ξένου και ελληνικού κεφαλαίου στον τομέα της ενέργειας, π.χ. Iberdrola - Μότορ Οϊλ, Gazprom - ΕΝΕL - Ομιλος Κοπελούζου, EdF/Edison - Ελληνική Τεχνοδομική - Βιοχάλκο.

Η αύξηση της εισόδου ξένου κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην εγχώρια αγορά, καθώς και για επενδύσεις χαρτοφυλακίου δίνει ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Συμβάλλει στη διαμόρφωση συμμαχιών και στενότερης σύνδεσης - διαπλοκής ελληνικού και ξένου κεφαλαίου για τη δημιουργία μεγαλύτερων, πιο ανταγωνιστικών ομίλων που θα επεκτείνουν τη δράση τους στις αναδυόμενες αγορές της ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου.

Από την άλλη, οξύνεται ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων και διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων για τον έλεγχο μεριδίων της εγχώριας αγοράς και ιδιαίτερα στρατηγικών τομέων της οικονομίας, λόγω της σημασίας τους για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Στο πλαίσιο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος όλες οι συμμαχικές σχέσεις του κεφαλαίου διέπονται από τον ανταγωνισμό, την ανισομετρία και επομένως την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου.

Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων στην εγχώρια οικονομία πρέπει να εκτιμηθούν στο ευρύτερο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και του μονοπωλιακού ανταγωνισμού για τον έλεγχο της περιοχής, η οποία επιπλέον χαρακτηρίζεται από αποσχιστικές και εθνικιστικές τάσεις (π.χ. Κόσσοβο, ΠΓΔΜ) και την εκτεταμένη πλέον στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Βαλκανική. Αυτές τις τάσεις αξιοποιούν και υποδαυλίζουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τον έλεγχο της περιοχής.

Οι συγκεκριμένες αντιθέσεις θα επιδράσουν και στη μεσοπρόθεσμη κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων στη χώρα και την ευρύτερη περιοχή. Γενικότερα, η κίνηση κεφαλαίων καθορίζεται σ? ένα μεγάλο βαθμό από το ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, από τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των αστικών τάξεων και όχι αποκλειστικά από τις δυνατότητες κερδοφορίας κάθε μονοπωλιακού ομίλου.

Επισημαίνεται ότι η επιλογή της ενδυνάμωσης των σχέσεων του ελληνικού καπιταλισμού με τη Ρωσία, τη Γερμανία και τη Γαλλία δεν υποστηρίζεται στον ίδιο βαθμό απ? όλα τα τμήματα της αστικής τάξης. Εξάλλου η συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ και οι δεσμοί πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ περιορίζουν αντικειμενικά τη διαπραγματευτική της δύναμη και τα περιθώρια ελιγμών. Ωστόσο ως βασική τάση διαμορφώνεται η ενεργητική ένταξη της Ελλάδας στους σχεδιασμούς του σκληρού πυρήνα της ΕΕ που εκφράζει και τη στρατηγική αυτοδύναμης στρατιωτικής ενίσχυσης της Ενωσης.

Η μη συγχρονισμένη εκδήλωση κρίσης στις βαλκανικές οικονομίες

35. Ενδεχόμενη εκδήλωση κρίσης στην ελληνική οικονομία πριν την εκδήλωσή της σε ορισμένες βαλκανικές οικονομίες, ιδιαίτερα της Ρουμανίας, μπορεί να ανατρέψει την υπάρχουσα ανισομετρία. Βεβαίως η Ελλάδα υπερέχει σήμερα σημαντικά ως προς το μέγεθος του ΑΕΠ, το επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας και τεχνολογικής ανάπτυξης, τις ΑΞΕ.

Η Ρουμανία, με εσωτερική αγορά 20 εκατ. κατοίκων και σοβαρές υποδομές, είναι ανερχόμενη οικονομική δύναμη. Η Βουλγαρία επιχειρεί, όπως και η Ελλάδα, να διαχειριστεί στο βαθμό του δυνατού προς όφελός της τις αντιθέσεις ΗΠΑ, Ρωσίας, ΕΕ και να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο. Μετά το 2002 οι εισροές ΑΞΕ σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία δυναμώνουν σε σχέση με την Ελλάδα, κυρίως λόγω των χαμηλών μισθών και των χαμηλών φορολογικών συντελεστών.

Η επίδραση στη συγκριτική θέση της Ελλάδας αυτής της εξέλιξης είναι αντιφατική. Από τη μια εκτιμάται ότι οι εισροές του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια έχουν συνεισφέρει το 15% του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης του εγχώριου ΑΕΠ την τελευταία δεκαετία (επαναπατρισμός κερδών κλπ.). Η πρόσβαση στο απόθεμα φθηνών πρώτων υλών και σε μια μεγάλη αγορά 115 εκατ. κατοίκων βοήθησε στην αναδιάρθρωση της ελληνικής μεταποίησης προς την παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας (χημικά, μεταποιημένα προϊόντα μεταλλουργίας κ.ά.). Από την άλλη, μειώνεται σταδιακά η ψαλίδα ανάμεσα στο υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού σε σύγκριση με άλλα βαλκανικά κράτη.

Η αντιφατική σχέση ανταγωνισμού και συνεργασίας της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης

36. Η Τουρκία διαθέτει μεγάλη εσωτερική αγορά, γεωστρατηγική θέση και σημαντική στρατιωτική και πολιτική ισχύ σε περιφερειακό επίπεδο. Παράλληλα παρουσιάζει βαθύτερη ανισομετρία στην ανάπτυξη των διαφόρων περιοχών στο εσωτερικό της χώρας, σχετικά υποβαθμισμένη υποδομή (σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, λιμάνια κ.ά.), μεγάλο μέρος του πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.

Διατηρεί υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 6%) μετά το 2003, ενώ αποτελεί τη 17η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως.

Αποτελεί την προνομιακή δίοδο των αμερικανικών σχεδίων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ (π.χ. αγωγός φυσικού αερίου Τουρκίας - Ελλάδας - Ιταλίας, αγωγός πετρελαίου Μπακού - Τσεϊχάν).

Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση διαπραγματεύεται εκτεταμένα ανταλλάγματα με τις ΗΠΑ, ώστε να μη διεκδικήσει τελικά την πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου περιοχή του Β. Ιράκ (Κιρκούκ, Μοσούλη κλπ.).

Παράλληλα παραμένει ισχυρή η αντίρρηση του γαλλογερμανικού άξονα στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ενώ η Ελλάδα είναι το μόνο πλήρες μέλος της ΟΝΕ στην περιοχή. Τα ρωσικά σχέδια μεταφοράς της ενέργειας, τα οποία αποκτούν το προβάδισμα, παρακάμπτουν επίσης σε μεγάλο βαθμό την Τουρκία, ενώ εντάσσουν στην υλοποίησή τους την Ελλάδα.

Η υλοποίηση των ρωσικών σχεδίων μειώνει το γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στον ενεργειακό τομέα συγκριτικά με τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, μετά την άνοδο της τιμής των καυσίμων, αυξάνεται η σημασία ελέγχου του Αιγαίου, λόγω των ανεξερεύνητων και ανεκμετάλλευτων αποθεμάτων πετρελαίου, γεγονός που οξύνει τις αντιθέσεις στην περιοχή.

Σε επίπεδο άμεσων οικονομικών σχέσεων οι ΑΞΕ ελληνικών επιχειρήσεων στην Τουρκία αυξάνονται. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν το 2007 μεγάλη υποχώρηση.

Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν πρέπει να εφησυχάζουν σχετικά με τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας των συνόρων στο βαθμό που εξακολουθούν να δρομολογούνται τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.

Β. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας

Γενική εκτίμηση

37. Την τελευταία πενταετία ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας παραμένει, όπως και την προηγούμενη, υψηλότερος από τον αντίστοιχο μέσο της Ευρωζώνης και της ΕΕ-27. Γενικότερα, την τελευταία δωδεκαετία η ελληνική οικονομία είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της ΕΕ, σε φάση συνεχούς διευρυμένης αναπαραγωγής.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη στηρίχτηκε στην αύξηση της παραγωγικότητας, του βαθμού εκμετάλλευσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου (εξαγορές, συγχωνεύσεις). Ο αυξητικός ρυθμός των επενδύσεων των μονοπωλιακών ομίλων παρουσίασε σημαντική επιβράδυνση το 2007. Οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 4,4% το 2007, έναντι 14,8% το 2006.

Το κυβερνητικό Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2005-2008 προώθησε μια σειρά αλληλοεξαρτώμενες αναδιαρθρώσεις με στόχο την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων μονοπωλίων, τη δημιουργία προϋποθέσεων αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά και τη ΝΑ Ευρώπη, την ταχύτερη επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και την επιβολή νέων όρων συνταξιοδότησης που καθιστούν φθηνότερη την εργατική δύναμη. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου επιταχύνθηκε με την ανάλογη κυβερνητική πολιτική, πρώτ? απ? όλα με την πολύμορφη κρατική χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων (Αναπτυξιακός Νόμος 3299/2004, Γ΄ ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κλπ.).

Στην ίδια κατεύθυνση ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου κινήθηκε και η φορολογική μεταρρύθμιση με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών των εταιρειών από 35% (2004) σε 25% (2007), την κατάργηση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας μέσω της εισαγωγής του Ενιαίου Φόρου Ακινήτων.

Βασική μορφή των προσαρμοσμένων στην «απελευθέρωση» των αγορών κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων αποτέλεσαν οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ, Ν. 3389/?05), μορφή συνύφανσης του κράτους ως συλλογικού καπιταλιστή και των μονοπωλιακών ομίλων. Τη μερίδα του λέοντος των ΣΔΙΤ αποσπούν ελάχιστοι μονοπωλιακοί όμιλοι σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων. Τη διετία 2006-2007 εγκρίθηκαν 24 Συμπράξεις, προϋπολογισμού 3,1 δισ. ευρώ, στους τομείς του Αθλητισμού, της Υγείας, της Παιδείας. Ιδιαίτερη μορφή εξασφάλισης της κερδοφορίας των μονοπωλίων αποτελούν οι Συμβάσεις Παραχώρησης που κυρώνονται με απόφαση της Βουλής. Μόνο οι οδικοί άξονες που δημοπρατήθηκαν με Συμβάσεις Παραχώρησης μετά το 2004 ξεπέρασαν σε προϋπολογισμό τα 8,6 δισ. ευρώ.

Επιταχύνθηκε η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας με τη μείωση της κρατικής συμμετοχής στον ΟΤΕ, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, στον ΟΛΠ. Το συνολικό ύψος των σχετικών κρατικών εσόδων που συγκεντρώθηκαν έφτασε την περίοδο 2004-2007 τα 6 δισ. ευρώ. Οι συγκεκριμένες αποκρατικοποιήσεις συνοδεύτηκαν από ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις, π.χ. νόμος για τις ΔΕΚΟ, με στόχο την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων στους συγκεκριμένους κλάδους.

Στον αγροτικό τομέα και ιδιαίτερα στη γεωργία προωθήθηκε η νέα ΚΑΠ με στόχους τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας στη διεθνή αγορά και την επιτάχυνση της συγκέντρωσης της γης και της παραγωγής. Η πολιτική αυτή είχε ως συνέπεια, αφ? ενός τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, αφ? ετέρου την περαιτέρω συγκέντρωσή της, τη μείωση των αυτοαπασχολούμενων αγροτών και την αύξηση των εργατών γης. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων.

Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στο σύνολο των εκπαιδευτικών λειτουργιών. Προωθείται βαθμιαία η «απελευθέρωση της αγοράς» της ανώτατης εκπαίδευσης και η αναγνώριση των ιδιωτικών πανεπιστημίων με πρώτο βήμα το νόμο για την αξιολόγηση των κολεγίων. Παραχωρούνται αναγκαίες υπηρεσίες για τη λειτουργία των σχολείων (π.χ. συντήρηση, καθαριότητα, φύλαξη), καθώς και η μακροχρόνια εκμετάλλευση των σχολικών χώρων μέσω των ΣΔΙΤ, με τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΤΑ). Διευρύνεται η θεσμική συμμετοχή εργοδοτικών φορέων σε όργανα σχεδιασμού και εκπαιδευτικής πολιτικής και η εμπλοκή των «χορηγών» στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης (π.χ. μνημόνιο συνεργασίας του ΥΠΕΠΘ με τα ιδρύματα των μονοπωλιακών ομίλων για ψηφιακό εκπαιδευτικό περιεχόμενο).

Αντίστοιχα, στον τομέα της Υγείας δυνάμωσε η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Οι 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του τομέα κατέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 58% της σχετικής αγοράς. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ενισχύεται από τις ΣΔΙΤ που ενέκρινε η αρμόδια διυπουργική επιτροπή το 2006 και αφορά την ίδρυση νέων νοσοκομείων (π.χ. Παίδων Θεσσαλονίκης, Γενικό Νοσοκομείο Πρέβεζας). Ισχυροποιείται επίσης η παρουσία τραπεζικών ομίλων στο χώρο της Υγείας (π.χ. εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου του «ΜΗΤΕΡΑ» και του «ΥΓΕΙΑ» από τη ΜΑRFΙΝ).

Εξελίξεις στην κοινωνική σύνθεση και δομή της απασχόλησης

38. Την τελευταία δεκαετία (1997-2007) η μισθωτή εργασία και οι εργοδότες είναι οι κατηγορίες που παρουσιάζουν αυξητική μεταβολή, ενώ η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων καταγράφει μείωση. Η μισθωτή εργασία ξεπέρασε το 2007 τα 2,8 εκατ. εργαζόμενους αυξανόμενη κατά 800 χιλιάδες εργαζόμενους την τελευταία δεκαετία, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 400 χιλιάδες το ίδιο διάστημα και φτάνουν πλέον τις 960 χιλιάδες. Οι βοηθοί στις οικογενειακές επιχειρήσεις μειώθηκαν σημαντικά, κατά 170 χιλιάδες.

Η μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών ανήκει στην εργατική τάξη, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι άνεργοι.

Η συνολική απασχόληση αυξήθηκε αυτή τη δεκαετία κατά 650 χιλιάδες εργαζόμενους και έφτασε τα 4,5 εκατ. απασχολούμενους στο σύνολο της οικονομίας. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το σύνολο των εργαζομένων, ανεξάρτητα από τη σχέση ιδιοκτησίας τους με τα μέσα παραγωγής.

Ταυτόχρονα, η ανεργία διατηρήθηκε στο υψηλό επίπεδο του 7,3%, το οποίο στην πραγματικότητα είναι υψηλότερο, αφού δεν καταγράφονται όσοι αναζητούν για πρώτη φορά δουλειά, γυναίκες που διέκοψαν την εργασία κάποια χρόνια λόγω μητρότητας, ημιαπασχολούμενοι κλπ. Στους νέους (15-24 ετών) το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά το 22% και στις γυναίκες εργαζόμενες το 10%.

Ο αριθμός των απασχολούμενων στον αγροτικό - πρωτογενή τομέα μειώνεται αισθητά και στη μεταποίηση παρουσιάζει μικρή μείωση την περίοδο 2002-2005. Αντίθετα, αυξάνεται στο σύνολο της απασχόλησης το μερίδιο του λεγόμενου «τριτογενούς τομέα» (από 60% σε 62,7% του συνόλου). Στο συγκεκριμένο τομέα η αστική στατιστική αθροίζει βιομηχανικούς κλάδους (μεταφορές, τηλεπικοινωνίες) με κλάδους που εντάσσονται στην κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίου (εμπόριο, χρηματοπιστωτικό), τομείς όπου συνυπάρχει η εμπορική και η μεταποιητική δραστηριότητα (τουρισμός), κρατικές υπηρεσίες (διοικητικές και κοινωνικές), καθώς και με τους εμπορευματοποιημένους τομείς των Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας.

Πέρα από τα μεθοδολογικά προβλήματα, η προαναφερόμενη μεταβολή αποτελεί γενική τάση της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και σε ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες, όπως της Γαλλίας και της Βρετανίας, είναι χαμηλό το ποσοστό των εργαζομένων στο «δευτερογενή» τομέα (μεταποίηση - κατασκευές) στο σύνολο της απασχόλησης και μάλιστα μικρότερο από το αντίστοιχο της Ελλάδας. Αντίστροφα, είναι υψηλότερο το ποσοστό συμμετοχής του «τριτογενούς τομέα» στο σύνολο της απασχόλησης της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας έναντι εκείνου της Ελλάδας.

39. Στη διάρκεια της περιόδου 1993 - 2007 στην Ελλάδα ο τομέας του εμπορίου έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της απασχόλησης, ενώ οι άλλοι δύο μεγάλοι τομείς, της γεωργίας και της μεταποίησης, παρουσιάζουν μείωση του αριθμού των απασχολουμένων. Η συμμετοχή του εμπορίου στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε από 15,8% το 1993 σε 17,7% το 2007, ενώ της γεωργίας - αλιείας μειώθηκε αντίστοιχα από 21,3% σε 11,2% και της μεταποίησης μειώθηκε επίσης από 15,6% σε 12,4%. Αυτές οι τάσεις εκφράζουν αφ? ενός την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, με την οποία δεν έχει εναρμονιστεί ανάλογη μείωση του εργάσιμου χρόνου, αφ? ετέρου τη σπατάλη της κοινωνικής εργασίας στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Αυξάνεται το ποσοστό των απασχολουμένων που εργάζονται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε κάθε τομέα της οικονομίας. Στο δευτερογενή τομέα οι επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 υπαλλήλους μειώθηκαν από 66% στο 60% του συνόλου των επιχειρήσεων. Αντίστοιχα στον τριτογενή τομέα μειώθηκαν από 67% στο 57% του συνόλου. Ωστόσο, η αυξητική τάση συγκέντρωσης της εργατικής τάξης σε μεγάλες επιχειρήσεις είναι αργή. Ενδεικτικά, τη συγκεκριμένη περίοδο για τον τομέα του εμπορίου, η αναλογία μισθωτών ανά εργοδότη αυξήθηκε μόλις κατά μία μονάδα (από 3,4 το 1993 σε 4,4 το 2006).

Συνολικά μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι δεν επιβεβαιώνεται ως τάση ο γρήγορος και συνολικός αφανισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τους μονοπωλιακούς ομίλους. Σε άλλους κλάδους καταστρέφονται σε μεγαλύτερη έκταση απ? ό,τι αναπαράγονται, σε άλλους κλάδους γίνεται το αντίθετο, όμως συνολικά τα μεσαία στρώματα αναπαράγονται με χειρότερους όρους κάτω από την πίεση της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, των αναδιαρθρώσεων του συστήματος.

Η συρρίκνωση είναι μια τάση που εκδηλώνεται στους αυτοαπασχολούμενους και ο ρυθμός επιτάχυνσης θα εξαρτηθεί και από το χρόνο εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης.

Η επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης

40. Γενικότερα, με την κρατική στήριξη επεκτάθηκαν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, η προσωρινή και η μερική απασχόληση, η μη τήρηση στην πράξη των Συλλογικών Συμβάσεων, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Η εφαρμογή της μερικής απασχόλησης σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (τα οποία δεν περιλαμβάνουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προγράμματα Stage κλπ.) δεν υπερβαίνει το 6% στο σύνολο των απασχολουμένων. Ωστόσο παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από κλάδο σε κλάδο, με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στη γεωργία (12,8%), στον τουρισμό (8,1%), στην εκπαίδευση (11%) και μικρότερα στο εμπόριο και τη μεταποίηση. Αφορά περισσότερο τους νέους και τις γυναίκες.

Οσον αφορά τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, ιδιαίτερα επιβαρυμένοι εμφανίζονται οι κλάδοι των μεταφορών, των κατασκευών, του τουρισμού, της μεταποίησης και του εμπορίου. Σε αυτούς τους κλάδους οι μισθωτοί εργάζονται πάνω από 41 ώρες εβδομαδιαίως. Υπάρχει όμως και αδήλωτη - ανασφάλιστη εργασία, μεγάλο μέρος της οποίας αποτελούν οι μετανάστες. Οι αλλοδαποί εργαζόμενοι φτάνουν ήδη το 14% των επίσημα ασφαλισμένων στο ΙΚΑ.

Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, που εκδηλώνεται και με τη συνεχή άνοδο των τιμών, σε συνδυασμό με την καθήλωση των μισθών, δεν είναι προσωρινό φαινόμενο. Συγκεκριμένα, στην απώλεια πραγματικού εισοδήματος επιδρά ιδιαίτερα η άνοδος των τιμών για τα εμπορεύματα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, η οποία την περίοδο 2007-2008 είναι υψηλότερη τουλάχιστον κατά 2% από την επίσημη αύξηση του πληθωρισμού.

Αποτελούν παραπλάνηση τα επιχειρήματα των αστικών πολιτικών δυνάμεων ότι η ακρίβεια οφείλεται είτε στον περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού είτε κυρίως σε παρεμβάσεις στη σφαίρα κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Συνιστούν πρόκληση οι κυβερνητικές διακηρύξεις ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί με την αναβάθμιση της δράσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και γενικότερα με την αυστηρή εφαρμογή των νόμων. Οι νόμοι της «απελευθέρωσης» της αγοράς και της προστασίας των κερδών του κεφαλαίου άνοιξαν το δρόμο στην επιδείνωση της κατάστασης και στήριξαν τη διαμόρφωση των καρτέλ που λειτουργούν σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.

Για 2,5 εκατομμύρια μισθωτούς εργαζόμενους το εισόδημα δεν ξεπερνά τα 704 ευρώ το μήνα, ενώ την περίοδο 2000-2006 αυξήθηκε η ψαλίδα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και της αύξησης του μέσου πραγματικού μισθού. Συνολικά την προηγούμενη δεκαετία το μερίδιο των μισθών έπεσε κατά 10% στο σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Αυτή η τάση αντανακλά την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Ενδεικτικά, το 2006 τα καθαρά κέρδη ανά εργαζόμενο ήταν 16.000 ευρώ στον τομέα του εμπορίου και 10.000 ευρώ στο σύνολο της μεταποίησης. Ταυτόχρονα, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι επωμίζονται το 50,1% των βαρών των συνολικών εσόδων της άμεσης φορολογίας εισοδήματος έναντι του 36,3% των επιχειρήσεων.

Ιδιαίτερα οξυμένο είναι το πρόβλημα στη γυναικεία μισθωτή εργασία, αφού 3 στους 4 εργαζόμενους με μισθό έως 500 ευρώ είναι γυναίκες. Αντίστροφα, μόνο 1 στους 5 εργαζόμενους με μισθό άνω των 1.500 ευρώ είναι γυναίκα, ενώ υπάρχουν κλάδοι όπου ο μισθός της γυναίκας είναι μικρότερος κατά 10% για την ίδια ουσιαστικά εργασία με τον άνδρα συνάδελφό της.

Την προοπτική νέας επιδείνωσης της θέσης των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων εκφράζει η διόγκωση του δημόσιου χρέους που έφτασε το 2007 τα 216 δισ. ευρώ έναντι 158 δισ. ευρώ το 2004. Τα μέτρα περιορισμού του δημόσιου χρέους οδηγούν επίσης στη συρρίκνωση του λαϊκού εισοδήματος και της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, ενώ την τελευταία τριετία σημειώθηκε σημαντική άνοδος του μέσου επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου προς όφελος του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η λαϊκή πλειοψηφία επωμίζεται τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες στο πλαίσιο των σχεδιασμών του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι στη δεύτερη θέση των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ σε πολεμικές δαπάνες ως ποσοστό (2,8%) του ΑΕΠ. Το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα 2006-2015 αναμένεται να ξεπεράσει τα 26,7 δισ. ευρώ.

Ταυτόχρονα αυξάνονται οι δαπάνες των λαϊκών οικογενειών για την Παιδεία και την Υγεία. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν τις δεύτερες πιο υψηλές ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία και την Παιδεία στο σύνολο της ΕΕ - 27, σχεδόν διπλάσιες από τον κοινοτικό μέσο όρο.

Γενικότερα, είναι μύθος ότι η ισχυροποίηση των μονοπωλίων φέρνει μια ισόβαθμη βελτίωση στη ζωή της εργατικής τάξης και του λαού. Η αύξηση του χάσματος ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και την πορεία του μέσου πραγματικού μισθού κυριαρχεί σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες και συνοδεύεται από κυβερνητικά και διακρατικά μέτρα έντασης της τρομοκρατίας στον τόπο εργασίας και περιορισμού των εργατικών δικαιωμάτων.

Παράλληλα, η αστική πολιτική διαχείριση ανησυχεί μπροστά στο ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης μείωσης της λαϊκής κατανάλωσης. Η αυξητική τάση της λαϊκής κατανάλωσης την τελευταία δεκαετία στήριξε την ανοδική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού. Το 2007 η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης επιβραδύνθηκε στο 3,2% έναντι 4,2% το 2006, ενώ σημειώθηκε περαιτέρω επιβράδυνση το πρώτο εξάμηνο του 2008. Αντίστοιχα, ο όγκος λιανικών πωλήσεων αυξήθηκε μόνο κατά 2,3% το 2007 έναντι 8% το 2006.

Η συγκεκριμένη αύξηση της κατανάλωσης στηρίχτηκε στην αύξηση του δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών (στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια), στη συνεχιζόμενη εισροή μεταναστών εργατών και σε ορισμένα στοιχειώδη κρατικά μέτρα που αφορούσαν την κατηγορία της ακραίας φτώχειας (π.χ. ΕΚΑΣ, επίδομα ανεργίας, αύξηση σύνταξης ΟΓΑ κλπ.). Τα συνολικά δάνεια των νοικοκυριών έφταναν τα 93,9 δισ. ευρώ το 2007 έναντι 16,9 δισ. ευρώ το 2000.

Για το 16% των λαϊκών νοικοκυριών το κόστος εξυπηρέτησης δανείων υπερβαίνει ήδη το 40% του συνολικού εισοδήματός τους, σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας το 2008. Το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν πληρώνει πλέον τις δόσεις των καταναλωτικών του δανείων έφτασε το 16,8% το 2007 έναντι 14,9% το 2005. Ηδη το πρώτο τρίμηνο του 2008 παρουσιάστηκε απότομη επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησης των στεγαστικών δανείων.

Μεταβολές στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας

41. Σε σχέση με τη διάρθρωση του ΑΕΠ αξιοσημείωτη μεταβολή είναι η μείωση της ποσοστιαίας συμμετοχής του αγροτικού - πρωτογενούς τομέα στο σύνολο του ΑΕΠ, που αποτελεί γενική τάση των ισχυρότερων οικονομιών της ΕΕ. Στον πρωτογενή τομέα περιλαμβάνονται, εκτός από τη γεωργία, η κτηνοτροφία, η δασοκομία και η αλιεία.

Η συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής έγινε παράλληλα με τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής. Η συγκέντρωση της παραγωγής είναι μεγαλύτερη στους κλάδους της κτηνοτροφίας και αλιείας (υδατοκαλλιέργειες), που δεν προϋποθέτουν τη συγκέντρωση της αγροτικής γης και μικρότερη στη φυτική παραγωγή όπου η συγκέντρωση της παραγωγής προϋποθέτει τη συγκέντρωση της γης είτε με τη μορφή ιδιοκτησίας είτε με τη μορφή ενοικίασης.

Παρά τις σημαντικές αλλαγές που έγιναν στη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής, στην Ελλάδα υστερεί σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ των «15» και πολύ περισσότερο από τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ. Ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι 48 στρέμματα, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 214 στρέμματα (στοιχεία 2006). Ο αριθμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των απασχολουμένων. Το 2006 οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν 834 χιλ. και η απασχόληση 533 χιλ., ενώ στην Ευρωζώνη οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν 5.843 χιλ. και η απασχόληση 6.244 χιλ. Και αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνει το σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα, του μικρού κλήρου, που έχει η ελληνική αγροτική παραγωγή.

42. Στο σύνολο της μεταποίησης ο δείκτης κύκλου εργασιών παρουσίασε μετά το 2000 σταθερή ετήσια αύξηση 4% κατά μέσο όρο. Ωστόσο ορισμένοι κλάδοι (κλωστοϋφαντουργία, είδη ενδυμασίας, οικιακών συσκευών, μεταφορικών μέσων) εξακολουθούν να βρίσκονται σε πορεία επιδείνωσης. Αντίθετα, ιδιαίτερη δυναμική εμφανίζουν οι κλάδοι των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των ιατρικών οργάνων, της ανακύκλωσης, της μεταλλουργίας, των διυλιστηρίων, των χημικών προϊόντων, των εκτυπώσεων. Σταθερή άνοδο παρουσιάζει η παραγωγή του τομέα της ενέργειας και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών.

Ανοδική επίσης πορεία έχουν οι κλάδοι τηλεπικοινωνιών, παραγωγής ηλεκτρικών μηχανημάτων, βιομηχανικού εξοπλισμού, πλαστικών υλών, χρωμάτων, αρωματικών υλών, μεταλλικών προϊόντων.

Στον κλάδο των κατασκευών σημειώθηκε ετήσια μείωση του ρυθμού των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 6,8%, μετά τη μεγάλη αύξηση κατά 21,5% το 2006.
Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου είναι ιδιαίτερα υψηλή στους κλάδους ενέργειας, επικοινωνιών και μεταφορών, ενώ παραμένει συγκριτικά χαμηλή στις κατασκευές και το εμπόριο, παρά την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών ομίλων σε αυτούς τους τομείς την τελευταία τετραετία.

Σχετικά με την πορεία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης η στρατηγική της ΕΕ επιχειρεί να πετύχει δυο στόχους: Από τη μια να επιταχύνει τη συγκεκριμένη πορεία και από την άλλη να διατηρήσει ορισμένες ισορροπίες στην αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, ώστε να αποφευχθεί άμεση, βίαιη συρρίκνωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Στην Ελλάδα η προσπάθεια υλοποίησης αυτών των κατευθύνσεων αναβαθμίστηκε μετά το 2004 με ορισμένα μέτρα μείωσης της φορολογίας αλλά και αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης για τις μικρές επιχειρήσεις, που βέβαια δεν μπορούν να αναιρέσουν τη γενική τάση μείωσης του μεριδίου αγοράς των μικρών επιχειρήσεων και αύξησης της εξάρτησής τους από το τραπεζικό και γενικότερα το μονοπωλιακό κεφάλαιο.

Ανισόμετρη ανάπτυξη

43. Η ανισόμετρη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού αποτελεί μόνιμο οργανικό χαρακτηριστικό του. Τα περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα δεν ήταν δυνατό να την καταργήσουν. Τα κυβερνητικά και ευρωενωσιακά αναπτυξιακά εργαλεία δεν μπορούν να ακυρώσουν τις συνέπειες του άναρχου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής και της όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων. Διαχειρίζονται και περιορίζουν άμεσα ορισμένα ακραία φαινόμενα ανισοτήτων.

Το 2006 το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Αττική έφτασε τα 26 χιλιάδες ευρώ, ενώ στη Δυτική Ελλάδα, την πιο φτωχή περιοχή της χώρας, τα 11,5 χιλιάδες ευρώ. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Ανατολική Μακεδονία - Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο και η Ηπειρος που παρουσίασε πολύ μικρό ρυθμό ετήσιας αύξησης την περίοδο 2005 - 2006. Αλλαγές παρουσιάστηκαν στη στρατηγική θέση ορισμένων νομών (π.χ. Θεσπρωτίας), λόγω της αναβάθμισής τους στους σχεδιασμούς μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, που συνδέεται με αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων της μεταποίησης εκτός Αττικής την τριετία 2004-2006 υλοποιήθηκε στις Περιφέρειες της Πελοποννήσου, της Κεντρ. Μακεδονίας, της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης. Αυξημένη συμμετοχή της μεταποίησης στη διάρθρωση του ΑΕΠ παρουσιάζουν οι νομοί Βοιωτίας, Εύβοιας, Φθιώτιδας στην Περιφέρεια της Στερεάς, ο νομός Κορινθίας στην Πελοπόννησο, οι νομοί Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Ημαθίας στην Κεντρ. Μακεδονία, οι νομοί Ξάνθης - Ροδόπης στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη.

Το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού υπηρετεί τις ανάγκες θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων και εναρμονίζεται με τις επιλογές της ΕΕ για ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου - εργασίας - εμπορευμάτων - υπηρεσιών στην ευρωενωσιακή αγορά. Εδράζεται στην πολιτική περαιτέρω εμπορευματοποίησης της γης, της κατοικίας, των έργων υποδομών και περαιτέρω «απελευθέρωσης» στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Καταργεί ορισμένους νομοθετικούς περιορισμούς στη χρήση γης με γνώμονα τη διευκόλυνση της επενδυτικής δράσης του κεφαλαίου, ιδιαίτερα στον τουρισμό, στην ενέργεια και στη βιομηχανία. Στηρίζει το εγχείρημα ανάδειξης της χώρας σε κόμβο μεταφορών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών στη ΝΑ Ευρώπη.

Αξονες της αστικής οικονομικής πολιτικής για το επόμενο διάστημα. Οι επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη

44. Το επόμενο διάστημα θα ενταθεί η επίθεση του κεφαλαίου με στόχο την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Θα ενταθεί η προσπάθεια εφαρμογής των κατευθύνσεων της ΕΕ σχετικά με την επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της προσωρινής απασχόλησης, των ατομικών συμβάσεων, της οδηγίας Μπόλκεσταϊν. Θα επιταχυνθεί η εφαρμογή νομοθετικών ρυθμίσεων με στόχο την ανεμπόδιστη κίνηση εργαζομένων για άσκηση επαγγέλματος σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, μέσα από την «απελευθέρωση» της αγοράς υπηρεσιών και των λεγόμενων «κλειστών επαγγελμάτων» (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες δικηγόροι, μηχανικοί, φαρμακοποιοί, ξεναγοί). Το συγκεκριμένο σχέδιο προωθείται παράλληλα με τις κατευθύνσεις της Μπολόνια στην εκπαίδευση, για αποσύνδεση του ακαδημαϊκού πτυχίου από τα επαγγελματικά δικαιώματα, με στόχο την επιτάχυνση της προλεταριοποίησης επιστημόνων.

Ταυτόχρονα, μέσα από το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ 2007-2013) η αστική πολιτική εξειδικεύει για το επόμενο διάστημα τους στόχους της και συσκοτίζει το ταξικό τους περιεχόμενο. Συγκαλύπτει την εκμεταλλευτική ουσία του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και εμφανίζει ως πανεθνικούς στόχους την ελκυστικότητα της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων, τη μετάβαση στη λεγόμενη «κοινωνία της γνώσης» κλπ.

Το ΕΣΠΑ στοχεύει να συγκεντρώσει και να αξιοποιήσει τους πόρους της ευρωενωσιακής και κρατικής χρηματοδότησης σε μεγάλα έργα και υποδομές που θα υπηρετήσουν τους στρατηγικούς της σχεδιασμούς (π.χ. μεγάλοι οδικοί άξονες, αναβάθμιση αεροδρομίων και λιμανιών, διάδοση της ευρυζωνικότητας). Μόνο το ΥΠΕΧΩΔΕ σχεδιάζει να δημοπρατήσει μεγάλα έργα ύψους 9 δισ. ευρώ.

Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί η εφαρμογή και η εξειδίκευση ανά Περιφέρεια του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, σε συνδυασμό με τη Διοικητική Μεταρρύθμιση της χώρας.

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων θα συνεχιστεί επίσης με επόμενους στόχους τη Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ), τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ), την Ολυμπιακή, τα βασικά λιμάνια της χώρας, τον ΟΣΕ. Θα ενταθεί ο ανταγωνισμός των ισχυρότερων ευρωπαϊκών ομίλων για την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στη ΔΕΗ ΑΕ.

Οξυνση του ανταγωνισμού των εγχώριων μονοπωλίων σε συμμαχία με ξένους ομίλους, κυρίως ευρωπαϊκούς, αναμένεται:
  • Στον τομέα της ενέργειας, όπου δεν έχει ολοκληρωθεί η πορεία «απελευθέρωσης».
  • Στον τομέα των κατασκευών, όπου συνεχίζεται η διαπάλη για την τελική διανομή της σχετικής χρηματοδότησης από το ΕΣΠΑ και τη διανομή των ΣΔΙΤ και των συμβάσεων παραχώρησης.
  • Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, όπου διευρύνεται η εγχώρια αγορά λόγω διάδοσης της ευρυζωνικότητας.
  • Στον τομέα των τραπεζών, όπου διαμορφώνονται όροι για ένα νέο γύρο εξαγορών και συγχωνεύσεων.
  • Στον κλάδο της χαλυβουργίας, μετά τη σύναψη συμμαχίας του ομίλου Στασινόπουλου με τον αμερικανικό όμιλο Nucor απέναντι στη Χαλυβουργική.
  • Στην ακτοπλοΐα, για τον έλεγχο μεριδίων της αγοράς.
  • Στον τομέα της Υγείας, όπου συνεχίζεται και θα ενταθεί η τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στο χώρο.

Η ανάπτυξη των ευρυζωνικών δικτύων και η δυνατότητα παραγωγής ψηφιακού προγράμματος από τα ΜΜΕ οξύνουν τον ανταγωνισμό στο χώρο αυτό, αφού οι ιδιοκτήτες σταθμών θα διεκδικήσουν μερίδια αγοράς σ? όλο το φάσμα της παραγωγής, διανομής, αλλά και προβολής οπτικοακουστικού εμπορεύματος (π.χ. αίθουσες ταινιών, εταιρείες μουσικών παραγωγών κλπ.). Η όξυνση του ανταγωνισμού οδηγεί και σε αναδιάρθρωση συμμαχιών στο χώρο των ΜΜΕ και σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις με κορυφαίο παράδειγμα την αποχώρηση του ομίλου ΜΙG από τον ΣΕΒ (Βγενόπουλος - Δασκαλόπουλος). Δυναμώνει επίσης η αυτοτελής πίεση του ΣΕΒ, ώστε να επιταχυνθούν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και ανάλογη αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης και των φτωχών τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο αν συνεχιστεί η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, πολύ περισσότερο αν εκδηλωθεί κρίση.

Το 2007 και περισσότερο το πρώτο εξάμηνο του 2008 γίνεται εμφανής η επιβράδυνση στο ρυθμό των επενδύσεων και της λαϊκής κατανάλωσης. Στον τομέα των κατασκευών καταγράφεται πλέον ύφεση που θα επιδράσει αρνητικά στο ρυθμό ανάπτυξης συγκεκριμένων κλάδων της μεταποίησης (π.χ. τσιμεντοβιομηχανία, κλάδος ξύλου).

Η κοινοτική ενίσχυση του εγχώριου κεφαλαίου μέσω του ΕΣΠΑ τροφοδοτεί προς το παρόν ένα σχετικά ανοδικό ρυθμό των επενδύσεων που συγκρατεί την κλιμάκωση της επιβράδυνσης. Ωστόσο, η ύφεση στην Ευρωζώνη και η άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα ανακόψουν περισσότερο το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στον τομέα του τουρισμού και σε κλάδους της μεταποίησης με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα οδηγήσει σε διόγκωση του δημόσιου χρέους και θα αυξήσει τα βάρη εξυπηρέτησης του δανεισμού των λαϊκών νοικοκυριών. Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε νέα αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος.