January 22, 2009

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟ

Α. Η κυβερνητική πολιτική της ΝΔ υπέρ του κεφαλαίου, συνέχεια εκείνης του ΠΑΣΟΚ

45. Η κυβέρνηση της ΝΔ, τόσο στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης όσο και στη δεύτερη, κινείται με συνέπεια και αποφασιστικότητα στην εκπόνηση και πραγματοποίηση του πακέτου των αλληλοεξαρτώμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και ιδιαίτερα στην επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων (π.χ. συρρίκνωση του καθεστώτος για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, κατάργηση της κυριακάτικης αργίας), του ασφαλιστικού, εκπαιδευτικού και υγειονομικού-προνοιακού συστήματος.

Υιοθετώντας όλες τις αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις και νόμους της ΕΕ ενίσχυσε το αντιδραστικό πολιτικό εποικοδόμημα, τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής σε βάρος των συνδικαλιστικών και ατομικών ελευθεριών.

Οπως συνέβη και τα προηγούμενα χρόνια, είτε κυβέρνηση ήταν πάλι η ΝΔ είτε το ΠΑΣΟΚ, αποκαλύπτονται πολιτικά σκάνδαλα χρηματισμού (προμήθειες για κρατικά συμβόλαια) κυβερνητικών και άλλων πολιτικών στελεχών συμβούλων στα υπουργεία. Ορισμένα αποκαλύπτονται, αφού έχει παρέλθει πολύς χρόνος, μέσα από τους ίδιους τους κόλπους του αστικού πολιτικού συστήματος. Η αποκάλυψή τους υπηρετεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και τις ανάγκες της δικομματικής αντιπαράθεσης. Αποπροσανατολίζει, λειτουργεί ως αντιπερισπασμός στην όξυνση των λαϊκών προβλημάτων. Τα σκάνδαλα και η σκανδαλοθηρία ως μέθοδος πολιτικής αντιπαράθεσης επιβεβαιώνουν τη διαφθορά και τη σήψη του αστικού πολιτικού συστήματος, που τα αστικά κόμματα εξηγούν με κριτήρια ατομικής ηθικής. Ομως, γίνεται ολοφάνερο ότι αναπτύσσονται στο έδαφος της σύμφυσης κράτους και μονοπωλίων, συνδέονται με τον ανταγωνισμό των επιχειρηματικών ομίλων για τα μερίδια στην αγορά, χρησιμοποιώντας και την εξαγορά στελεχών. Είναι εκδήλωση της σήψης και του παρασιτισμού του καπιταλιστικού συστήματος που παράγει και αναπαράγει τη διαφθορά συνειδήσεων.

46. Η κυβέρνηση της ΝΔ με την οικονομική, κοινωνική, εξωτερική κλπ. πολιτική της εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης για την αύξηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την αναβάθμιση της διεθνούς της θέσης.

Η ΝΔ ισχυρίζεται ότι ως κυβέρνηση, σε σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ, είναι σε θέση να συνδυάσει τις αναγκαίες για το κεφάλαιο μεταρρυθμίσεις με μια κοινωνική πολιτική υπέρ του λαού, πράγμα βεβαίως ασυμβίβαστο, που δεν το επιτυγχάνει ούτε στο επίπεδο των τακτικών ελιγμών.

Η φθορά της ΝΔ είναι δεδομένη, όμως ακόμα πίσω από τις πραγματικές διαστάσεις των συνεπειών της πολιτικής της.

Η ΝΔ επιστράτευσε επιχειρήματα που πατάνε στις αρνητικές συνέπειες της κυρίαρχης πολιτικής όλων των προηγούμενων χρόνων, κρύβοντας συνειδητά τον ταξικό χαρακτήρα των επιλογών, φορτώνοντας τα κακώς κείμενα στην ΠΑΣΟΚική διαχείριση. Κύρια επιλογή της είναι η διαχείριση της φτώχειας με τα ταμεία αλληλεγγύης, τον «εθελοντισμό», με εράνους μέσω ΜΚΟ στο πλαίσιο της «κοινωνικής αλληλεγγύης», τις χορηγίες με την αποκαλούμενη «φιλανθρωπία» των επιχειρηματιών, μέσω της «Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης» (ΕΚΕ).

Το κύριο θύμα της είναι η εργατική τάξη, η μισθωτή εργασία γενικότερα. Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, οι μικροί επιχειρηματίες, ιδιαίτερα στο λιανικό εμπόριο, δέχονται επίσης μεγάλο χτύπημα, εξαιτίας της συγκέντρωσης του εμπορίου στα πολυκαταστήματα και γενικότερα στους εμπορικούς επιχειρηματικούς ομίλους που κατακτούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς.

Η πολιτική των επιλεκτικών παροχών δεν αφορά κλάδο ή περιοχή, αλλά μικρές ομάδες πληθυσμού που κινούνται κάτω από τα αναγνωρισμένα από την αστική στατιστική όρια της φτώχειας. Αντικαθιστά συστηματικά παλιότερες αστικές προσεγγίσεις με σύγχρονες επεξεργασμένες ενιαία στα επιτελεία της ΕΕ και των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, συνεχίζοντας και εδώ αντίστοιχη πρακτική του ΠΑΣΟΚ. Π.χ. προβάλλει την παροχή «ίσων ευκαιριών» αντί της εξασφάλισης δικαιωμάτων, ενώ διακηρύσσει την «ανταγωνιστικότητα» ως γενικό κριτήριο απόδοσης από τα κρατικά εκπαιδευτήρια και τα νοσοκομεία έως και τη λειτουργία των ΟΤΑ. Για το σκοπό αυτό δρομολόγησε τη μεταρρύθμιση της διοικητικής δομής της χώρας με το Σχέδιο «Καποδίστριας ΙΙ», ώστε να ενισχυθεί η τοπική και ενδιάμεση διοικητική μονάδα στη διαχείριση της κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Στον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας και ΕΕ, η ΝΔ παίρνει θέση με κριτήριο τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, με δεδομένο ότι η οικονομική θέση της στο σύστημα του ιμπεριαλισμού καθορίζεται κυρίως από τη θέση της στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτών των αντιθέσεων εμφανίζεται ως πολιτική δύναμη με αυτοτέλεια στη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας και αντίσταση στα ιδιοτελή συμφέροντα. Βέβαια, τόσο η Ελλάδα όσο και η ΕΕ διατηρούν ταυτόχρονα τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μέσω του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, η ΝΔ συνεχίζει την πολιτική του ΠΑΣΟΚ στη διαφοροποίηση των πηγών στρατιωτικού εξοπλισμού, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις πολλαπλές πιέσεις που δέχεται από ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Συστηματικά φιλοτέχνησε μια δήθεν ανεξάρτητη στάση έναντι των πιέσεων στο ζήτημα του Κυπριακού, με την πολιτική ουδετερότητας απέναντι στο «Σχέδιο Ανάν», με την άρνησή της να υποχωρήσει στις πιέσεις για την επίλυση του προβλήματος με το όνομα της ΠΓΔΜ, με τη συμπαράταξή της στην αντίδραση της Ρωσίας στην άμεση ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Η πολιτική της ΝΔ δεν έχει καμία σχέση με τη λαϊκή αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις και πιέσεις ούτε συνιστά πολιτική ανεξαρτησίας. Εκφράζει τις διαθέσεις της αστικής τάξης της χώρας να πάρει μέρος στους ανταγωνισμούς, με στόχο να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στη διανομή των αγορών, να μη χάσει την όποια πλεονεκτική θέση κατέκτησε στα Βαλκάνια.

Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η ελληνική αστική τάξη, τα αστικά κόμματα να εμφανίζουν ορισμένες αντιστάσεις ή να ελίσσονται ανάμερα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν είναι καινούργιο, καθώς ανάλογα φαινόμενα υπήρχαν και στη μεταπολεμική περίοδο. Η τάση αυτή σχετίζεται με την όξυνση των αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ και την ανάδυση νέων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων παγκόσμια.

Ο βασικός πυρήνας της αστικής τάξης, ο πιο δυναμικός πυρήνας του κεφαλαίου ακολουθεί απέναντι στη ΝΔ την ίδια στάση που είχε απέναντι στη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη. Αν και υπηρετήθηκε και από τις δύο διακυβερνήσεις, αποφεύγει να ταυτίζεται πλήρως με το κυβερνών κόμμα. Ασκεί κριτική προς την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και τα άλλα αστικά κόμματα, για δισταγμό να προωθήσουν πιο γρήγορα και αποφασιστικά τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και για καθυστερήσεις στην προσαρμογή των κρατικών υπηρεσιών και της Δημόσιας Διοίκησης.

Η συγκεκριμένη κριτική έχει και πραγματική αφετηρία, αφού οι οικονομικοί παράγοντες είναι λιγότερο άμεσα δεσμευμένοι από την πολιτική διαχείρισης και προσεταιρισμού των εργαζομένων. Παράλληλα έχει και προληπτικό χαρακτήρα αντιμετώπισης ενδεχόμενων αναστολών της εκάστοτε κυβέρνησης μπροστά στον κίνδυνο συρρίκνωσης της κοινοβουλευτικής δύναμης.

Β. Η κρίση του ΠΑΣΟΚ

47. Το ΠΑΣΟΚ είναι επίσης κόμμα της αστικής τάξης, που δοκιμάζεται από μακροχρόνια κρίση. Πρόκειται για κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και της δυνατότητας να ενσωματώνει λαϊκές δυνάμεις, αφού ταυτίζεται στρατηγικά με τη ΝΔ σε συνθήκες ευρωενωσιακής αγοράς και προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Εχει χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγεί - όπως πριν - τα εργατικά και λαϊκά στρώματα στο όνομα του «κοινωνικού κράτους», του «τρίτου δρόμου» σε σχέση με τον καπιταλισμό και το σοσιαλιστικό σύστημα που τότε υπήρχε.

Η κρίση του πυροδοτεί διεργασίες για την προετοιμασία περάσματος σε κυβερνήσεις συνεργασίας ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα ή σε κυβερνήσεις συνεργασίας με κόμματα που κινούνται στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης με τη μορφή κεντροδεξιάς ή κεντροαριστεράς συνεργασίας ή για το σχηματισμό νέων κομμάτων. Βέβαια, η αστική τάξη της χώρας ενδιαφέρεται να διατηρηθεί το ΠΑΣΟΚ ως ο ένας πόλος της δικομματικής κυβερνητικής εναλλαγής, προσπαθεί να τονώσει ένα κλίμα ανάκαμψής του, ώστε να διατηρηθεί το κλίμα δικομματικής πόλωσης, με στόχο να επανεγκλωβιστούν σε αυτό λαϊκές δυνάμεις, να παρεμποδιστούν διεργασίες ριζοσπαστικοποίησής τους.

Η επιχείρηση ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ ευνοείται από τη διεθνή οικονομική συγκυρία που απαιτεί ορισμένες εκ νέου άμεσες κρατικές παρεμβάσεις για τη σωτηρία των χρηματοπιστωτικών κολοσσών από τη χρεοκοπία, όπως συνέβη στις ΗΠΑ.

Γ. Στήριξη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ως οπορτουνιστικού αναχώματος

48. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ενσαρκώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την ουσία του οπορτουνισμού, ως δύναμη στήριξης του αστικού πολιτικού συστήματος και της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού, ανάχωμα της τάσης ριζοσπαστικοποίησης λαϊκών δυνάμεων.

Ανεξάρτητα από συγκυριακές περιπτώσεις απολαμβάνει τη στήριξη του συστήματος, καθώς εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλει στην αναδόμηση και αναζωογόνηση του εναλλακτικού πόλου αστικής διακυβέρνησης σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.

Ανεξάρτητα αν χρειαστεί στο αμέσως επόμενο διάστημα η συνδρομή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνήσεις συνεργασίας, απολαμβάνει τη στήριξη ως δύναμη αναχώματος προς το ΚΚΕ.

Αξιοποιείται ως δύναμη ανώδυνης εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, παρεμπόδισης της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, πίεσής του στην κατεύθυνση εγκατάλειψης της ιδεολογικοπολιτικής αυτοτέλειάς του.

Το πρόγραμμά του έχει σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα και εκφράζει την επιδίωξη να καταλάβει ηγεμονική θέση στο χώρο ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαφωνίες και αντιθέσεις εντός του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχικού σχήματος δε διαφέρουν από τις τυπικές διαφωνίες τακτικής ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της σοσιαλδημοκρατίας.

Ο ΣΥΝ παραμένοντας στις πάγιες προγραμματικές του θέσεις διαχείρισης του συστήματος, κάτω από την πίεση της δράσης του Κόμματος και του κινήματος και στην προσπάθειά του να μην ταυτιστεί με το ΠΑΣΟΚ, εμφανίζει μεγαλύτερη ευελιξία στην τακτική, επιχειρώντας να δείξει μια «αριστερή» στροφή. Κύριο στόχο έχει να αποσπάσει όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, ώστε να διεκδικήσει από θέση ισχύος μερίδιο στην κυβερνητική συνεργασία.

Οι προγραμματικές του θέσεις απευθύνονται κυρίως σε ανώτερα μεσαία στρώματα, σε τμήματα μισθωτών που έχουν σχετικά υψηλότερα εισοδήματα και σταθερότητα δουλειάς, ενώ με τις γενικότερες θέσεις του δεν αμφισβητεί τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

Οι θέσεις του κινούνται στην ιστορικά ξεπερασμένη κεϋνσιανή πολιτική μερικής αναδιανομής, κρατικού ελέγχου και ρύθμισης, ανεφάρμοστα σε συνθήκες απελευθερωμένων αγορών. Η κυριότερη έκφραση του οπορτουνισμού, που ακυρώνει τις όποιες διεκδικήσεις του υπέρ των εργαζομένων, είναι η θέση του υπέρ της ΕΕ ως μονόδρομου της προσαρμογής στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Θέση του είναι ότι σε εθνικό, ακόμα και ευρωπαϊκό, επίπεδο δεν μπορεί να γίνει ριζική αλλαγή, παρά μόνο ως αποτέλεσμα παγκόσμιας αλλαγής του συσχετισμού δύναμης.

Σε κρίσιμες φάσεις στηρίζει την κυρίαρχη πολιτική, ενώ σε περιόδους που βλέπει θετικές διεργασίες υποστηρίζει ανώδυνες μεταρρυθμίσεις, υιοθετεί αντικαπιταλιστική φρασεολογία, χωρίς αντίκρισμα στις θέσεις, στα αιτήματα και τις προτάσεις του. Ιδιαίτερα επιζήμια είναι η θέση του απέναντι στα προβλήματα της νεολαίας και στο κίνημά της, υιοθετώντας θέσεις και πρακτικές αναρχοαυτόνομης κατεύθυνσης, διαλυτικές για το κίνημα. Η πολιτική του πρακτική χαρακτηρίζεται από καιροσκοπισμό, αφερεγγυότητα.

Δ. Αλλες δυνάμεις

49. Ο ΛΑ.Ο.Σ. είναι ένα κλασικό εθνικιστικό και ρατσιστικό αστικό κόμμα που στοχεύει να διαμορφώσει εκλογική και πολιτική δύναμη ανάμεσα στα πιο εξαθλιωμένα και χωρίς παραδόσεις συνδικαλιστικής δράσης λαϊκά τμήματα. Εχει επιρροή σε πιο παραδοσιακά συντηρητικά μικροαστικά στρώματα που στήριζαν τη ΝΔ. Στο Κοινοβούλιο ψηφίζει βασικά νομοσχέδια της ΝΔ, αυτοχαρακτηρίζεται ως το δεύτερο κόμμα της «παράταξης» και εκδηλώνει την ετοιμότητά του για κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ. Και στο Ευρωκοινοβούλιο ψηφίζει από κοινού με τη ΝΔ σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας για την πορεία της ΕΕ.

Η τακτική του είναι να συγκαλύπτει και να θολώνει με λογοκοπία και αποπροσανατολιστικά συνθήματα την ιδεολογική του ταυτότητα, που πυρήνας της είναι η υπηρέτηση του καπιταλιστικού συστήματος και της κυρίαρχης πολιτικής.

Εκφράζει θέσεις υπέρ τού να διεκδικήσει η αστική τάξη της χώρας μεγαλύτερο μερίδιο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ρατσιστικά, εθνικιστικά συνθήματα και επιχειρηματολογία, με όρους πατριδοκαπηλίας και με κούφιο αντιαμερικανισμό.

Ο ΛΑ.Ο.Σ. επανειλημμένα έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντι-ΚΚΕ επίθεση με τη μέθοδο της γκαιμπελικής προπαγάνδας, σε συγχορδία με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και την ανοχή του ΣΥΝ σε αρκετές περιπτώσεις.

50. Ορισμένες οικολογικές Κινήσεις που συγκροτούν πολιτικούς σχηματισμούς υποστηρίζουν θέσεις και προτάσεις που είναι ενσωματωμένες στις επιλογές της ΕΕ και των μονοπωλίων. Αποσπούν τη διαχείριση του περιβάλλοντος από τις σχέσεις οικονομίας - πολιτικής, από το χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Γι' αυτό και δεν μπορούν αντικειμενικά να συγκροτήσουν φιλολαϊκή πολιτική διεξόδου.

Ε. Η τάση αποδυνάμωσης της δικομματικής εναλλαγής Διεργασίες ανασύνθεσης του αστικού πολιτικού συστήματος

51. Οι εθνικές εκλογές του 2007, αλλά και οι γενικότερες εξελίξεις καταδεικνύουν ότι η δικομματική εναλλαγή αυτοδύναμων κυβερνήσεων των αστικών κομμάτων δεν είναι εξασφαλισμένη. Η αποδυνάμωση είναι αποτέλεσμα των όποιων θετικών διεργασιών έχουν συντελεστεί στη λαϊκή συνείδηση τα τελευταία χρόνια, ως συνέπεια πριν απ? όλα της πλήρους ταύτισης των δύο κομμάτων στη στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Το αποτέλεσμα αυτό σχετίζεται με τη δράση του Κόμματος, που αποκάλυψε το χαρακτήρα και την ταύτιση της πολιτικής τους, καθώς και τα σενάρια ανασύνθεσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Στις σημερινές συνθήκες, η αστική τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν παραιτηθεί από τη δικομματική εναλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό έγινε και η αλλαγή του εκλογικού νόμου από την κυβέρνηση της ΝΔ, ώστε να εξασφαλιστεί ικανή πριμοδότηση στο πρώτο σε εκλογική δύναμη αστικό κόμμα. Παράλληλα, μεθοδεύεται και η αλλαγή σε σχέση με την ψήφο των μεταναστών, που υπολογίζεται ότι θα ενισχύσει τα δύο αστικά κόμματα και τη δικομματική εναλλαγή.

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ εξακολουθούν να προβάλλουν το επιχείρημα της αναγκαιότητας αυτοδύναμης αστικής κυβέρνησης, γιατί - όπως δηλώνουν - αφ? ενός οι κυβερνήσεις συνεργασίας πάντα παρουσιάζουν προβλήματα συνοχής και ενότητας και αφ? ετέρου δεν έχει ακόμη ωριμάσει ένα τέτοιο κυβερνητικό ενδεχόμενο, ικανό να επιτύχει τη λαϊκή συναίνεση, να εξουδετερώσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, εκφράζονται και ζυμώνονται προβληματισμοί ανίχνευσης και προετοιμασίας διαμόρφωσης κυβέρνησης, σε ενδεχόμενο μη αυτοδυναμίας, σταθερά προσηλωμένης στην υπηρέτηση του συστήματος και ταυτόχρονα ικανής να παρεμποδίσει και να υπονομεύσει την άνοδο της ταξικής πάλης και της πολιτικής της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας. Μια από τις βασικές επίσης προϋποθέσεις για να επιτύχει το πείραμα συνεργασίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ και ΛΑ.Ο.Σ. ή ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ είναι να παρεμποδιστεί η άνοδος της επιρροής και της δύναμης του ΚΚΕ.

52. Η αστική τάξη, ο πιο σκληρός πυρήνας της, επιθυμεί ταχύτητα στη λήψη αντιδραστικών μέτρων και εκσυγχρονισμών. Σε αυτή τη βάση κρίνει τον πολιτικό παράγοντα που χειρίζεται τις αναδιαρθρώσεις, υπολογίζοντας και τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι φυσικές ενώσεις των επιχειρηματιών, στην πρώτη γραμμή στελέχη του ΣΕΒ, «τολμούν» να θέσουν το ζήτημα της πιο ριζικής αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, με δημιουργία νέων σύγχρονων αστικών κομμάτων, ασκώντας κριτική στα σημερινά αστικά και κυβερνητικά κόμματα, καταλογίζοντάς τους ότι δεν παρακολουθούν τις εξελίξεις και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καιρών. Στην ουσία η κριτική τους αφορά:
  • Το ότι δεν κατάφεραν και τα δύο κόμματα να επιβάλουν σιγή στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στο όποιο επίπεδο αυτή αναπτύσσεται. Δεν πέτυχαν την πλήρη κυριαρχία του «κοινωνικού εταιρισμού», αν και στην πλειοψηφία των οργάνων του συνδικαλιστικού κινήματος κυριαρχούν δυνάμεις ενσωματωμένες και υποταγμένες στην αστική πολιτική. Η βασική τους κριτική εστιάζεται στο ότι το ΠΑΣΟΚ - και λιγότερο η ΝΔ που φοβάται το ΠΑΣΟΚ - δε συγκρούεται με τις συντεχνίες. Στην εκτίμηση αυτή αντανακλάται και η σοβαρή προσπάθεια του Κόμματος να συμβάλει στην ανάπτυξη της πάλης, των λαϊκών αγώνων.
  • Το ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για το κυβερνητικό πηδάλιο - και μάλιστα στη βάση δεξιά-αντιδεξιά, εκσυγχρονισμός ή συντήρηση - δυσκολεύει το πέρασμα της συναίνεσης, οδηγεί σε αντιστάσεις στο όνομα της αντιπολίτευσης, ενώ δεν υπάρχουν στρατηγικές διαφορές μεταξύ τους.
  • Το ότι ο ανταγωνισμός των δύο κομμάτων συντελείται και στο επίπεδο διαμόρφωσης κομματικού μηχανισμού μέσα στους μηχανισμούς της κεντρικής και τοπικής διοίκησης μέχρι τα κάτω και στο κίνημα μέσω ρουσφετολογίας, με αποτέλεσμα να μη λειτουργούν τα σύγχρονα αστικά αξιοκρατικά κριτήρια.
53. Σημαντική ευελιξία στους χειρισμούς και σταθερότητα στη γενική στρατηγική του κεφαλαίου δείχνουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και γενικότερα οι μηχανισμοί επικοινωνίας - προπαγάνδας που βρίσκονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία στα χέρια επιχειρηματικών ομίλων και συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων με διαφορετικές εργασιακές σχέσεις. Τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ εκφράζουν τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου, των μονοπωλίων και ειδικότερα τα συγκεκριμένα συμφέροντα του ιδιοκτήτη. Επιδιώκουν να διατηρηθεί η δικομματική εναλλαγή και, παράλληλα, να προετοιμαστεί το έδαφος για την ανασύνταξη του αστικού πολιτικού σκηνικού. Ανεξάρτητα από το αν υπηρετούν περισσότερο ή λιγότερο τον ένα από τους δύο πόλους, τελικά ασκούν πίεση για να προχωρήσουν οι αναδιαρθρώσεις, να χτυπηθεί το κίνημα και να ενσωματωθεί. Παρεμβαίνουν στην ανάδειξη και καθιέρωση πολιτικών παραγόντων που εκτιμούν ότι μπορεί να διαδραματίσουν έναν πιο χρήσιμο ρόλο για το σύστημα, είτε ως νέα και δήθεν άφθαρτα πρόσωπα είτε ως περισσότερο ικανά. Βγάζουν στην επιφάνεια, ή το αντίθετο συγκαλύπτουν, σκάνδαλα και αντιθέσεις στο εσωτερικό των κομμάτων, ώστε να ασκούν επιρροή στα κόμματα εξουσίας και γενικά στα κόμματα που μπορεί να προσφέρουν στη διαχείριση ή στην εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία τους συστηματικά αποσιωπούν και διαστρεβλώνουν τις θέσεις του ΚΚΕ. Δεν τηρούν ούτε τους τυπικούς κανονισμούς στην αναλογική διάθεση τηλεοπτικού χρόνου. Εμφανίζουν το ΚΚΕ με ανεδαφική ή ξεπερασμένη πρόταση, ως κόμμα επικίνδυνο για το λαό λόγω της πολιτικής του ρήξης με το σύστημα. Πληθαίνουν συνεχώς οι αντικομμουνιστικές και αντισοσιαλιστικές εκπομπές, με στόχο την παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας, τη συκοφαντία και τη δυσφήμηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα.

Τα επιχειρηματικά συγκροτήματα στο χώρο των ΜΜΕ επεκτείνουν την πολιτική τους παρέμβαση και στο κίνημα, στηρίζοντας κατά περίπτωση συντεχνιακές αντιπαραθέσεις και μαζικές δραστηριότητες εκτόνωσης και ενσωμάτωσης ή χρησιμοποιούν το κίνημα, προκειμένου να στηρίξουν το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ.

Οι εξελίξεις στους κοινωνικούς αγώνες και στα κινήματα

54. Οι θετικές διεργασίες στη συνείδηση ή και αφορμές για θετικό προβληματισμό στους εργαζόμενους που προκαλούν οι εξελίξεις στην οικονομία, στον κοινωνικό τομέα, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις, η μαχητική δράση του Κόμματος, προσκρούουν στην κακή κατάσταση του εργατικού και γενικότερου κινήματος, στο γεγονός ότι παραμένουν ακόμα ισχυρές οι συνέπειες από την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος που τροφοδότησε μια βαθιά υποχώρηση της επαναστατικής συνείδησης. Οι συνέπειες της αντεπανάστασης δεν έχουν ολοκληρωθεί τόσο στην Ευρώπη όσο και ευρύτερα. Επομένως, σε συνθήκες ανερχόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας ισχυροποιείται και το έδαφος για την ανάπτυξη του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού. Η ενίσχυση του ρεφορμισμού και οπορτουνισμού στην Ελλάδα στηρίζεται και στο γεγονός ότι στην περιφέρεια της αστικής τάξης, των μονοπωλίων, αναπαράγονται μεσαία στρώματα, αλλά και εξαγοράζονται από το κεφάλαιο νέα μισθωτά τμήματα, στα οποία στηρίζεται η πολιτική συμμαχιών του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσω των ΣΔΙΤ, των εργολάβων που διεισδύουν σε όλους σχεδόν τους κλάδους και στα έργα στρατηγικής σημασίας, αλλά και των ευρωενωσιακών μηχανισμών, των διάφορων μελετητικών γραφείων και επιτροπών, όπως και μέσω της συμμετοχής στα ΔΣ των επιχειρήσεων ως εκπροσώπων των εργαζομένων κλπ. διαμορφώνεται ένα ιδιαίτερο στρώμα με ισχυρά συμφέροντα σαν στεφάνη των μονοπωλίων και των ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών.

Επιπλέον, εμφανίζονται νέες διαφοροποιήσεις στις γραμμές της εργατικής τάξης, με βάση τις εργασιακές σχέσεις και το ύψος των μισθών. Οι νεότερες ηλικίες, οι γυναίκες και οι μετανάστες βιώνουν τις άμεσες συνέπειες των νέων εργασιακών σχέσεων, έχουν μικρότερα εισοδήματα και κυρίως εργασιακή ανασφάλεια, όμως δεν έχουν πείρα, αντιμετωπίζουν ισχυρές πιέσεις και εκβιασμούς από τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής και την εργοδοτική τρομοκρατία. Στον ίδιο εργασιακό χώρο και στον ίδιο κλάδο υπάρχουν τέτοιες διαφορές, σε συνθήκες κυριαρχίας του κυβερνητικού, του εργοδοτικού συνδικαλισμού, του ρεφορμισμού που οδηγούν σε αντιπαραθέσεις, σε κατακερματισμένη και περιορισμένη δράση.

55. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το 17ο Συνέδριο αναπτύχθηκαν σημαντικοί αγώνες με την πρωτοπόρα δράση των ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν, σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο, κατά των ιδιωτικοποιήσεων και απολύσεων, σε ζητήματα εργασιακών σχέσεων, κατά της καθυστέρησης καταβολής μισθών και αποζημιώσεων από την εργοδοσία.

Το ΠΑΜΕ, ως συσπείρωση των ταξικά προσανατολισμένων συνδικαλισμένων δυνάμεων, αναδείχτηκε σε πρωτοπόρα δύναμη, διεύρυνε τα πεδία παρέμβασης και επιρροής του, συνέβαλε στην ευρύτερη διάδοση του αγωνιστικού ταξικού πλαισίου πάλης, άσκησε σοβαρή πίεση μέσα στις γραμμές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε όλα τα βασικά μέτωπα πάλης, όπως στην Κοινωνική Ασφάλιση, στον αγώνα για τις συλλογικές συμβάσεις, την Παιδεία και την Υγεία, τα εργατικά «ατυχήματα» και τις επαγγελματικές ασθένειες, τα προβλήματα των εργαζομένων γυναικών. Αναντικατάστατος αποδείχτηκε ο ρόλος του στις πανελλαδικές απεργίες, στην πρωτοβουλία του να εξαγγείλει απεργίες σε κλάδους που βρίσκονταν στο στάδιο διαπραγμάτευσης της συλλογικής σύμβασης, ύστερα μάλιστα από την επαίσχυντη συμφωνία ΓΣΕΕ και ΣΕΒ.

Στις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ σημειώθηκε διευρυμένη συμμετοχή από εργοστάσια και μάλιστα ανοργάνωτων εργατών και εργατριών που για πρώτη φορά έπαιρναν μέρος σε δράση.

Από τους πιο σημαντικούς αναδείχτηκε ο αγώνας των ναυτεργατών, που έδωσε μια μαχητική απάντηση και στην επιστράτευση. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι αγώνες των εργαζομένων στον τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η πάλη για μονιμοποίηση των εκτάκτων. Ξεχωρίζουν οι αγώνες εργοστασιακών εργατών σε εργοστάσια που έκλεισαν ή σε χώρους όπου η εργοδοσία καθυστερεί αποζημιώσεις και μισθούς, όπως στη Νάουσα. Σημαντικές ήταν οι κινητοποιήσεις στη Ζώνη του Περάματος, που ήταν συστηματικές και επαναλαμβανόμενες.

Ξεχωριστή σημασία έχουν οι παρεμβάσεις κατά των απολύσεων που πέτυχαν επαναπρόσληψη απολυμένων για συνδικαλιστική δράση κλπ.

Σοβαρό γεγονός με δυναμική και πλούσια πείρα αποτελούν οι αγώνες των μεταναστών εργατών γης στην Ηλεία, που συνιστούν την πρώτη σοβαρή οργάνωσή τους για διεκδίκηση ίσων μεροκάματων και αντιμετώπιση των άθλιων συνθηκών διαβίωσης.

Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν στις πρώην ΔΕΚΟ από κλάδους με καλύτερους μισθούς και περισσότερη εργασιακή ασφάλεια δεν εμπνέουν τους εργάτες, τους νέους εργαζόμενους, καθώς δεν αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτική. Πρόκειται για αγώνες που χαρακτηρίζονται από συντεχνιασμό, δείχνουν συνειδητή αδιαφορία για τους εργαζόμενους με νέες εργασιακές σχέσεις, για τους εργαζόμενους σε εργολάβους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αυτού του προσανατολισμού αρνούνται να τους εγγράψουν στα σωματεία.

Οι δυνατότητες διαφάνηκαν στις προσπάθειες των ταξικών δυνάμεων να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την οργάνωση της δράσης των εργαζομένων με τις νέες εργασιακές σχέσεις σε κλάδους με μεγάλη συγκέντρωσή τους.

Σημαντικές και συνεχείς ήταν οι κινητοποιήσεις των συνταξιούχων για τις συντάξεις πείνας, το κόστος και την ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς ο αριθμός των συνταξιούχων, λόγω και των μέτρων πρόωρης συνταξιοδότησης στις πρώην ΔΕΚΟ. Το κίνημα των συνταξιούχων μπορεί και πρέπει να πάρει μαζικότερο χαρακτήρα με την ενεργητική συμμετοχή των νέων συνταξιούχων. Είναι σημαντική συνιστώσα του γενικότερου εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Οι αγώνες συνδέθηκαν και με το πρόβλημα της ακρίβειας, με τον αυξανόμενο πληθωρισμό στα είδη διατροφής, στο ηλεκτρικό ρεύμα και γενικότερα το κύμα ανατιμήσεων που πλήττει συνολικά το βιοτικό επίπεδο, εξαιτίας της σχετικής και απόλυτης μείωσης του πραγματικού εισοδήματος λόγω των χαμηλών μισθών και συντάξεων πείνας.

56. Σημαντικής εμβέλειας και διάρκειας ήταν οι αγώνες στο χώρο της Παιδείας, ιδιαίτερα οι φοιτητικοί και σπουδαστικοί αγώνες, οι μαθητικοί, οι αγώνες των εκπαιδευτικών. Χάρη στους αγώνες αυτούς, το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, η προώθηση των αποφάσεων της Μπολόνια και της στρατηγικής της Λισσαβόνας του 2000 έγιναν ευρύτερα γνωστά. Οι αγώνες αυτοί συνάντησαν μεγαλύτερη αλληλεγγύη και συμπαράσταση από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια.

57. Στο ίδιο διάστημα έκανε πιο ορατή την παρουσία της η ΠΑΣΥ, αγωνιστική αγροτική συσπείρωση, επηρέασε θετικά την ανάπτυξη ορισμένων αγώνων, διέδωσε ευρύτερα, σε σύγκριση με το παρελθόν, το αγωνιστικό πλαίσιο δράσης.

Πολλοί κλάδοι αγροτών προχώρησαν σε τοπικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα εκείνοι που δέχτηκαν ισχυρά κτυπήματα από την αναθεώρηση της νέας ΚΑΠ. Οι κινητοποιήσεις της αγροτιάς στράφηκαν κυρίως σε αιτήματα αμυντικά, με διεκδικήσεις για τη διαφύλαξη ενός στοιχειώδους ανεκτού εισοδήματος. Οι κινητοποιήσεις της αγροτιάς ήταν κατώτερες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι προωθήθηκε η ΚΑΠ και ένα σημαντικό μέρος της αγροτιάς εκτοπίστηκε από την παραγωγή.

58. Κινητοποιήθηκαν και ορισμένοι κλάδοι αυτοαπασχολούμενων που η κυβερνητική πολιτική πλήττει με μέτρα επιτάχυνσης της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Θετικές εμφανίζονται οι προσπάθειες συντονισμού δράσης των αγωνιστικών δυνάμεων στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων, ακόμα όμως βρίσκονται πίσω από τις ανάγκες.

59. Στο διάστημα αυτό αναπτύχθηκαν περισσότερο από πριν κινητοποιήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τις πυρκαγιές, τα δάση, το μολυσμένο νερό, τις συνέπειες από την έλλειψη αντισεισμικής προστασίας, το πρόβλημα των ελεύθερων ακτών, την κατάληψη των ακτών από επιχειρήσεις με επιβολή εισιτηρίων κλπ.

60. Θετική αναδείχτηκε η παρέμβαση του πανελλαδικά οργανωμένου αγωνιστικού γυναικείου κινήματος με τις θέσεις και τα αιτήματα - στόχους πάλης, που έγιναν αντικείμενο βαθύτερης επεξεργασίας και με κύρια αιχμή τις πολύπλευρες συνέπειες που ασκούν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στη γυναικεία εργασία και ανεργία, στην καθημερινότητα της λαϊκής οικογένειας, στη ζωή της γυναίκας που βιώνει οξύτερες διακρίσεις, ενώ σηκώνει πολλαπλά βάρη. Η αποτελεσματικότητα του κινήματος αυτού θα ήταν μεγαλύτερη αν είχε στηριχτεί σε όλη την κλίμακα του Κόμματος και του κινήματος με ταξικό προσανατολισμό, αν είχε εμπλουτιστεί με συγκεκριμένη δράση και από τα κάτω, πιο κοντά στις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που υποφέρουν, δυσκολεύονται όμως να δράσουν ακόμα και όταν έχουν διάθεση, λόγω της ασφυκτικής έλλειψης ελεύθερου χρόνου.

61. Αξιοσημείωτες αγωνιστικές δραστηριότητες υπήρξαν για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του λαού. Παρ' όλα αυτά, ήταν αναντίστοιχες με τη σφοδρότητα της επίθεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας, στην οργάνωση των απεργιών και άλλων μορφών κινητοποίησης, στις διαδηλώσεις, στις διώξεις Ελλήνων και μεταναστών εργατών. Οι αντιστάσεις και δραστηριότητες στράφηκαν ενάντια στην εντεινόμενη κρατική καταστολή και την εργοδοτική τρομοκρατία, ανέδειξαν τον ταξικό χαρακτήρα των νόμων και των θεσμών, της αστικής νομιμότητας και δικαιοσύνης, του κράτους και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με την παρέμβαση των ταξικών συνδικάτων αναδείχτηκε καλύτερα από πριν το πρόβλημα δημοκρατίας στους τόπους δουλειάς, δόθηκαν νικηφόρες μάχες ενάντια σε τρομοκρατικές απολύσεις συνδικαλιστών εργατών και εργατριών.

62. Το φιλειρηνικό κίνημα στη χώρα μας χρειάζεται να συμβάλει ακόμα περισσότερο στην ενημέρωση και κινητοποίηση του λαού και κυρίως της νεολαίας, γύρω από τις εξελίξεις στο ΝΑΤΟ, τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ, τις αρνητικές εξελίξεις στα Βαλκάνια κι αλλού, τη συστηματική εμπλοκή της Ελλάδας, την ανάπτυξη νέων μετώπων πάλης, το ρίζωμα του κινήματος στους τόπους δουλειάς και στους χώρους κατοικίας, με πολύμορφη δράση. Επίσης, να εντείνει ακόμα περισσότερο τη διεθνή πλευρά της δράσης του, ιδιαίτερα τη συνεργασία με κινήματα σε Ευρώπη και Μ. Ανατολή.

Εκτίμηση του συσχετισμού σε κοινωνικό επίπεδο

63. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν αντανακλούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, τη διάθεση να υπερασπιστούν οι εργαζόμενοι τις όποιες κατακτήσεις έχουν απομείνει από τη διαδοχική διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ομως ήταν κατώτεροι και σε μορφές, αλλά και σε κατεύθυνση και αιτήματα σε σύγκριση με το κύμα της επίθεσης που δέχονται μισθωτοί, μικροϊδιοκτήτες, αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι.

Παραμένουν ακόμα ενεργοί αντικειμενικοί παράγοντες που είχαν επισημανθεί από το Κόμμα, τόσο στο 17ο Συνέδριο όσο και σε μετέπειτα βασικά ντοκουμέντα του. Τέτοιοι παράγοντες είναι:

α) Ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και γενικότερα στο λαϊκό κίνημα. Ο ρόλος της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αποδεικνύεται επιζήμιος και σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και μαζικοποίηση της ταξικής πάλης, του εργατικού κινήματος. Υπονομευτικός είναι και ο ρόλος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που στηρίζει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, συνεργάζεται μαζί τους με αντάλλαγμα την εκλογή σε όργανα ή σε αντιπροσώπους στα συνέδρια.

Η αλλαγή συσχετισμού δύναμης σε βάρος των κυβερνητικών, εργοδοτικών, ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών δυνάμεων δυσχεραίνεται ως ένα βαθμό από διαρθρωτικά προβλήματα, από τις πολλαπλές εργασιακές σχέσεις που συνοδεύονται από τη μεθοδική προσπάθεια ίδρυσης πολλών σωματείων στον ίδιο χώρο δουλειάς, ώστε να παρεμποδίζεται η διαμόρφωση ενιαίας ταξικής συνείδησης και δράσης. Η δράση των ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης γίνεται πιο δύσκολη σήμερα. Απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια στα πρωτοβάθμια σωματεία με στόχο την κατά κλάδο ενιαία οργάνωση κατά νομό, ανεξάρτητα από εργασιακές σχέσεις. Η οργάνωση των δυνάμεων του ΠΑΜΕ κατά κλάδο μπορεί να δώσει νέα ώθηση στην ανάδειξη ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων και στη βελτίωση του συσχετισμού.

Απαιτείται αποφασιστική βελτίωση της κομματικής καθοδήγησης των δυνάμεων στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία σε συνδυασμό με τη σχεδιασμένη προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων.

β) Η επίδραση που άσκησε και θα ασκεί και στο άμεσο μέλλον η νίκη της αντεπανάστασης, που προκάλεσε γενικότερη υποχώρηση της επαναστατικής συνείδησης.

γ) Η απογοήτευση που γεννά το προχώρημα των αναδιαρθρώσεων και οι συνέπειες που φέρνουν στις συνθήκες δουλειάς και ζωής για ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων.

64. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις απαιτούν στρατηγική αντεπίθεσης με προοπτική τη λαϊκή νίκη στο επίπεδο της εξουσίας, γεγονός που απαιτεί επιλογή ρήξης, αντοχή στις δυσκολίες, ετοιμότητα για θυσίες.

Το κίνημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να αποκτήσει σε βάθος αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, εδραιωμένο στην ταξική πάλη και στην κοινωνική συμμαχία, διαφορετικά οι αγώνες δε θα φέρνουν αποτελέσματα, ανακατατάξεις.

Οι συνθήκες και οι εξελίξεις, από τη μια, δημιουργούν νέες δυσκολίες, αλλά, από την άλλη, διαμορφώνουν το έδαφος για να ευδοκιμήσει ο σπόρος του ριζοσπαστισμού.

Οι αντικειμενικοί παράγοντες που οδηγούν στην ενσωμάτωση διαδραματίζουν το συγκεκριμένο ρόλο τους σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα διαταραχτεί σε τέτοιο βαθμό για ένα μέρος της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων οι όροι αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η τάση όμως αυτή θα ενισχυθεί στην πορεία και γι? αυτό μεγαλώνουν και οι απαιτήσεις δράσης του Κόμματος.

65. Ο ρόλος του Κόμματος μεγαλώνει, καθώς αποτελεί σήμερα το μοναδικό παράγοντα που μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των αντικειμενικών αυτών παραγόντων, στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης. Οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες του Κόμματος μεγαλώνουν, καθώς η επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα, στο εισόδημα και στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων θα ενταθεί, θα δυναμώσει η κρατική τρομοκρατία και καταστολή.

Η άρχουσα τάξη, τα κόμματα εξουσίας και όλοι οι μηχανισμοί του συστήματος αναπτύσσουν μελετημένη παρέμβαση για την καταστολή του κινήματος και την ενσωμάτωση των αντιδράσεων. Ομως, δεν έχει δοκιμαστεί η δύναμη της ταξικής πάλης, η λαϊκή αντεπίθεση, η δύναμη της κοινωνικής συμμαχίας. Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα, όσο και ν' ανέβει σε δύναμη και μαχητικότητα, δεν μπορεί να ανατρέψει συνολικά τη γενική στρατηγική, δίχως να έχει επιτύχει την ανατροπή του συσχετισμού στο επίπεδο της εξουσίας. Εχει τη δυνατότητα, εφ' όσον αντιμετωπίσει τα οξυμένα προβλήματά του, να δυσκολέψει αντιλαϊκές επιλογές, να αποσπάσει έστω και κάποιες προσωρινές παραχωρήσεις, να κερδίσει χρόνο, προκειμένου να ανασυνταχθεί και να περάσει σε αντεπίθεση έως τη νίκη.