Θέση 21 (σελ. 25)
«...Ο άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Από δω απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων μέσων παραγωγής».
«... Η συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις».
(Υπογραμμίσεις του γράφοντα)
Η πιο πάνω θέση αναδεικνύει ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο της κοσμοθεωρίας, τον υποκειμενικό παράγοντα (ΥΠ). Η κατανόησή του είναι το κλειδί για τη συνολική κατανόηση της κοσμοθεωρίας, είναι ο συνδετικός κρίκος που διακρίνει ποιοτικά το «βασίλειο της αναγκαιότητας» από το «βασίλειο της ελευθερίας». Είναι το συστατικό που λείπει ώστε «ο σκοπός μας να γίνει, όχι μόνο να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε».
Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, πέρα από το νομοτελειακό χαρακτήρα της εμφάνισής του ως αναγκαίο αντικαταστάτη του καπιταλισμού, σηματοδοτεί την αντικατάσταση της αναγκαιότητας με τη συνειδητή προσπάθεια στην εξέλιξη της κοινωνίας.
Ο σοσιαλισμός είναι το πρώτο στάδιο που υπάρχει η δυνατότητα στην ανθρωπότητα να επιβεβαιώσει το ρόλο της ως ένα σύνολο όντων με συνείδηση του εαυτού του, ως κοινωνίας με συλλογική συνείδηση. Η εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων μέχρι σήμερα είναι μια ανοδική πορεία της ανθρωπότητας προς το σκοπό αυτό, της πλήρους ενιαίας αυτοσυνείδησης.
Οσο θεωρητικό κι αν ακούγεται αυτό, ο λόγος ύπαρξης του Κομμουνιστικού Κόμματος σε βάθος χρόνου αυτός είναι. Ο σοσιαλισμός και μετά απ' αυτόν ο κομμουνισμός, η αταξική κοινωνία, στην ουσία δεν είναι άλλο από μια κοινωνία που έχει μάθει τον εαυτό της τόσο βαθιά, που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Η κοινωνία γίνεται ενιαία οντότητα και ταυτόχρονα, το πρόσωπο δε χάνεται μέσα στο πλήθος, αντίθετα αναπτύσσει όλες τις ικανότητές του στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, αλλιώς η κοινωνία δεν αποκτά συνείδηση του εαυτού της, πάλι γίνεται έρμαιο της ανάγκης. Στο σοσιαλισμό ο ατομισμός καταπολεμάται, η προσωπικότητα αναπτύσσεται.
Στις Θέσεις, σε πολλά σημεία όπου γίνεται ανάλυση για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ, υπάρχει η σκιά της υποχώρησης του ΥΠ:
Θέση 12 (σελ. 14): «... Πάνω σ' αυτό το υλικό έδαφος βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις κι αδυναμίες που παρουσίασε ο ΥΠ στη διαμόρφωση και υλοποίηση του κεντρικού σχεδίου...».
Θέση 17 (σελ. 19): «...Αδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος [...το συνεπές ρεύμα διανόησης και πολιτικής, υπό την ηγεσία του Στάλιν...] ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, όσον αφορά το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται ανάλογα με την εργασία».
Θέση 18 (σελ. 20): «....Οι "αγοραίοι" οικονομολόγοι [...] ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό...» και πιο κάτω «...Ισχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία [για τα προβλήματα της οικονομίας] ήταν [...] η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας».
Υπάρχει μια ημιτελής αντίληψη που λέει ότι, με την προλεταριακή επανάσταση η κοινωνία δέχεται μια ισχυρή ώθηση προς τα εμπρός. Ετσι, η διαδικασία της οικοδόμησης είναι πιο εύκολη υπόθεση, καθώς έχει λυθεί το ζήτημα της εξουσίας, τα δύσκολα πέρασαν...
Η ζωή έδειξε ότι όταν τα πράγματα αφέθηκαν στην υποτιθέμενη «κεκτημένη ταχύτητα» που απέκτησε η κοινωνία από το επαναστατικό άλμα, ο σοσιαλισμός κατρακύλησε προς τα πίσω, στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Συσσωρεύτηκε κεφάλαιο σε λίγα χέρια, δημιουργήθηκε μια σκοτεινή εκμεταλλεύτρια τάξη με πρόσβαση στο κομμουνιστικό κόμμα, η οποία αργά ή γρήγορα θα εκφραζόταν και πολιτικά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα επιδίωκε να κατακτήσει την εξουσία, μέσα από το κόμμα, θα επιχειρούσε να προσαρμόσει τα συμφέροντά της σε θεωρητικό, ιδεολογικό επίπεδο. Οπως και έγινε. Η εξέλιξη αυτή ήταν ακριβώς αποτέλεσμα της υποχώρησης του ΥΠ, του αδυνατίσματος της συνείδησης από τους πρωτοπόρους της οικοδόμησης.
Το κυριότερο στοιχείο που αναδεικνύει τον ΥΠ σε καθοριστικό στοιχείο είναι ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχουν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής (κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) στα σπλάχνα του καπιταλισμού, ενώ όλες οι προηγούμενες σχέσεις παραγωγής δημιουργούνταν στα σπλάχνα κάθε προηγούμενου κοινωνικοοικονομικού συστήματος αυθόρμητα, ωθούμενες από την αναγκαιότητα.
Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής στο σοσιαλισμό εφαρμόζονται συνειδητά. Και μάλιστα η εφαρμογή τους είναι ένα ολοκληρωτικό αναποδογύρισμα, απ' την ιδιοκτησία των λίγων ή τους ενός στην ιδιοκτησία των πολλών ή όλων, είναι ένα διαλεκτικό άλμα, αυτό που θα λέγαμε με επιστημονική ορολογία «λύση της βασικής αντίθεσης στον καπιταλισμό, αντιστοίχιση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και κατάργηση της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της». Εδώ είναι όλη η ουσία της επανάστασης: μόνο με επαναστατικό τρόπο λύνεται αυτή η αντίθεση.
Η υποχώρηση του ΥΠ συνοδεύεται πάντα από ισχυροποίηση έως και επικράτηση ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Αναγκαστικά το σύστημα διολισθαίνει προς τα πίσω και αυτό θεμελιώνεται θεωρητικά. Στις επεξεργασίες του ΚΚ πάντα υπάρχει μια προσήλωση στην ανάλυση των αντικειμενικών νόμων του καπιταλισμού. Αυτός που καταλαβαίνει καλύτερα τις αντικειμενικές συνθήκες, τότε μόνο μπορεί να αντιληφθεί τη σημασία του ΥΠ, τότε ξεπερνάει την αντίθεση αντικειμένου - υποκειμένου.
Η αντίθεση αυτή καλλιεργεί δύο ειδών αντιλήψεις στο μαζικό κίνημα:
1) Τη μηχανιστική αντίληψη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ότι θα συμβεί ανεξάρτητα από τη συνειδητή δράση της εργατικής τάξης. Η αντίληψη αυτή οδηγεί σε παθητικότητα, απολυτοποιεί το χαμηλό επίπεδο οργάνωσης και αγωνιστικότητας της εργατικής τάξης, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται σε πολλούς εργαζόμενους η πεποίθηση ότι τελικά «δε γίνονται πια επαναστάσεις» ή ότι «δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιο σύστημα, είναι ουτοπία» ή και πιο απλά συμπεράσματα ότι οι απεργίες, τα συλλαλητήρια και οι διαδηλώσεις «δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα».
Το κομμάτι της εργατικής τάξης που υιοθετεί τέτοιες αντιλήψεις συνήθως δεν απεργεί, δεν αγωνίζεται, περιμένει πρώτα να ισχυροποιηθεί το κίνημα και μετά να συμμετάσχει. Και πιο μακριά, περιμένει να διαμορφωθούν συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης (όχι ταυτόχρονα και σχετικής) «για να γίνει επανάσταση», να γίνουμε δηλαδή όλοι ζητιάνοι. Ως τότε όμως η προετοιμασία της εργατικής τάξης, οι αγώνες σε φαινομενικά ήρεμες περιόδους, οι μικρές προσωρινές κατακτήσεις «δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα»... Επόμενο είναι αυτό το τμήμα να είναι ευάλωτο σε αστικά ιδεολογήματα, να χειραγωγείται εύκολα από τα ΜΜΕ, επιλέγει κόμμα με τη λογική του λιγότερου κακού.
2) Τη βουλησιαρχική αντίληψη, ότι θα συμβεί ως αποτέλεσμα αποκλειστικά της δράσης της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τις αντικειμενικές συνθήκες. Αυτή η αντίληψη στον αντίποδα δημιουργεί υπερεπαναστατισμό, βιασύνη, υπερεκτίμηση των δυνάμεων της εργατικής τάξης, άγνοια του συσχετισμού δύναμης, γρήγορη απογοήτευση, αποδοχή της «κοινωνικής συναίνεσης» και τελικά αντιδραστικοποίηση. Η επαναστατικότητα αναγορεύεται σε ιδιαιτερότητα της εφηβείας, η «ωριμότητα» που έρχεται με τα χρόνια οδηγεί στην ενσωμάτωση.
Οσον αφορά τα καθήκοντα του Κόμματος μετά το Συνέδριο, δεν τονίζεται η σημασία του ΥΠ όσο θα 'πρεπε μπροστά στο καθήκον της ισχυροποίησης του Κόμματος: πρέπει να «δημιουργήσουμε» προϋποθέσεις αντεπίθεσης. Στα σημερινά μέτρα από το πιο μικρό καθήκον ως το πιο μεγάλο, και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ΥΠ απλά σημαίνει συνειδητή προσπάθεια, κινητοποιώ τον εαυτό μου, δεν ακολουθώ απλά το πλήθος.
Ο τρόπος που ο εργαζόμενος κατακτά την ταξική του συνείδηση έχει την αντανάκλασή του στο πώς τελικά, συνειδητοποιημένος ων, κατακτά τα δικαιώματά του. Στο πώς ένα μέρος της εργατικής τάξης κατακτά τη συνείδησή του και πιο πέρα ακόμα, στο πώς η κοινωνία ολόκληρη γίνεται κυρίαρχος του εαυτού της, οικοδομεί δηλαδή σοσιαλισμό.
Αποστόλης Μπουτσίδης
Θεσσαλονίκη
Ριζοσπάστης - 25 Νοεμβρίου 2008