Ο σκληρός χαρακτήρας της ταξικής πάλης πριν και μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση προκαλούσε πάντοτε τον τρόμο στις ευαίσθητες ψυχές της μικροαστικής διανόησης. Οταν κάποιοι εκπρόσωποί της δεν επέλεγαν να ασχοληθούν με την ακαδημαϊκή τους καριέρα, αλλά παρασυρμένοι από την επαναστατική πλημμύρα τύχαινε να βρεθούν στο πλάι του εργατικού κινήματος, σύντομα άρχιζαν τις διαφωνίες, στο όνομα κάποιων αφηρημένων «ανθρωπιστικών» αξιών της επανάστασης και συχνά κατέληγαν στην αγκαλιά της αντεπανάστασης. Οι Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό έδωσαν φαίνεται την αφορμή σε κάποιους τέτοιους διανοούμενους (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κύριος Γ. Ρούσης) να ξανασηκώσουν το λάβαρο της αντισταλινικής - αντισοβιετικής πτωματολογίας, λάβαρο που έχουν υφάνει επί δεκαετίες τα επιτελεία της αστικής τάξης και που το βοήθησε να κυματίζει ψηλά και η έκθεση Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Η διαδικασία της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ από το 1929 και η όξυνση της ταξικής πάλης τη δεκαετία που ακολούθησε αποτέλεσαν πάντα ένα καρφί στο μάτι της αστικής τάξης και της προπαγάνδας της, ακριβώς γιατί σηματοδότησαν την αναγκαιότητα, αλλά και την απόφαση του Μπολσεβίκικου Κόμματος, να βαδίζει η χώρα προς τα μπρος στο δρόμο της εμβάθυνσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Απόφαση που ήταν απόλυτα σύμφωνη με την επιταγή του Λένιν προς το προλεταριάτο (ήδη από το 1915), που το καλούσε «απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή» να ορθωθεί ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο («Απαντα», τόμος 26, σελ. 363). Η δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα αποτελεί θεμελιώδη θέση του λενινισμού και υποστηρίχτηκε σθεναρά από τον Στάλιν και το Μπολσεβίκικο Κόμμα, σε αντιπαράθεση με τον Τρότσκι που υποστήριζε ότι «μια πραγματική άνοδος της σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία θα γίνει δυνατή μονάχα ύστερα από τη νίκη του προλεταριάτου στις σπουδαιότερες χώρες της Ευρώπης» (1922, πρόλογος στην επανέκδοση της μπροσούρας «Πρόγραμμα Ειρήνης»).
Η ΝΕΠ (1921) είχε βάλει προσωρινά ένα φρένο στους ρυθμούς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αποτελούσε μια προσωρινή υποχώρηση, που επιβλήθηκε από τις αντικειμενικές συνθήκες στην οικονομία της Σοβιετικής Ρωσίας και το σχετικό κλονισμό της σχέσης της εργατικής τάξης με τη μικρομεσαία αγροτιά. Σήμαινε τη μερική ισχυροποίηση εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων και (στο έδαφός τους) το δυνάμωμα μιας αστικής τάξης στην ύπαιθρο (κουλάκοι). Βέβαια, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και του κόμματός της, η ΝΕΠ δεν μπορούσε να ιδωθεί μοιρολατρικά ως ένα δήθεν αυτόνομο, νομοτελειακό «στάδιο» της επαναστατικής διαδικασίας. Θα κρινόταν από την ικανότητα της προλεταριακής εξουσίας να πείσει τη μικρομεσαία αγροτιά ότι η παλινόρθωση της ατομικής ιδιοκτησίας και του ελεύθερου εμπορίου θα σήμαινε προοπτικά κατρακύλισμα στην τσιφλικάδικη και καπιταλιστική εξουσία. Θα αποφασιζόταν από τη δυνατότητα το κράτος να δώσει στην αγροτιά την υλικοτεχνική βάση (τρακτέρ, εξηλεκτρισμός, κτλ.) για τη ριζική αναμόρφωση της μικρο-αγροτικής παραγωγής σε κοινωνική βάση και, επόμενα, και της μικροαστικής συνείδησης του αγρότη. Οι αντιφάσεις της ΝΕΠ δεν μπορούσαν σε τελική ανάλυση να λυθούν παρά μέσω της ταξικής πολιτικής του κράτους, μέσω της πορείας της ταξικής πάλης.
Στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής, οι μπολσεβίκοι βρίσκονται πολύ γρήγορα αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις της ΝΕΠ. Τον Οκτώβρη 1927, η κρατική συλλογή σιτηρών βρίσκεται στα 2/3 αυτής του προηγούμενου Οκτώβρη, ενώ το Νοέμβρη - Δεκέμβρη πέφτει κάτω από το μισό του προηγούμενου χρόνου, με αποτέλεσμα σοβαρές δυσκολίες στο να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες στις πόλεις. Το Μάη του 1928, ο Στάλιν στο λόγο του «Στο μέτωπο των σιτηρών» («Απαντα», τόμος 11, σελ. 95) τονίζει: «Η βασική αιτία των δυσκολιών μας στα σιτηρά είναι ότι στη χώρα μας η αύξηση της εμπορεύσιμης παραγωγής σιτηρών προχωρεί πιο αργά από την αύξηση των αναγκών σε σιτηρά». Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ έχει φτάσει το προπολεμικό επίπεδο παραγωγής σιτηρών, παράγει 2 φορές λιγότερα εμπορεύσιμα σιτηρά και εξάγει 20 φορές λιγότερα από ό,τι προπολεμικά. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Εξηγείται πρώτα και κύρια από το γεγονός ότι με την επανάσταση περνάμε από το μεγάλο τσιφλικάδικο και κουλάκικο νοικοκυριό στο μικρό και μεσαίο νοικοκυριό (που δίνει ένα μικρότερο ποσοστό της συνολικής παραγωγής του στο εμπόριο). Αρα, το πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής εντοπίζεται στις διαστάσεις του αγροτικού νοικοκυριού και τις δυνατότητες που δίνει το μεγάλο νοικοκυριό για ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας, με τη χρήση μηχανών, επιστήμης, λιπασμάτων, κτλ. Πρόκειται για πρόβλημα φρεναρίσματος των παραγωγικών δυνάμεων από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.
Τις δυσκολίες στο μέτωπο των σιτηρών «τις εκμεταλλεύτηκαν τα καπιταλιστικά στοιχεία του χωριού και πρώτα απ' όλα οι κουλάκοι για να υπονομεύσουν τη σοβιετική οικονομική πολιτική». Ποια ήταν η διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Προφανώς όχι η ανάπτυξη και η επέκταση του κουλάκικου νοικοκυριού. Στη μεγάλη κουλάκικη παραγωγή του χωριού, το σοβιετικό κράτος δεν μπορούσε να αντιπαρατάξει ακόμα (όπως στη βιομηχανία) ένα ισχυρό μεγάλο κοινωνικό νοικοκυριό. Αρα, δε χωρούσε εφησυχασμός και παραγνώριση του ειδικού βάρους των κουλάκων στο χωριό («εκατό φορές πιο μεγάλο από το ειδικό βάρος των μικρών καπιταλιστών στη βιομηχανία της πόλης»), της δυνατότητάς τους να τραβούν σε συμμαχία και μεσαία αγροτικά στρώματα.
Ηδη, από το 1927, η Εργατο-Αγροτική Επιθεώρηση είχε προειδοποιήσει την ηγεσία ότι σε πολλές περιοχές η τοπική, βασισμένη στις κοινότητες, διοίκηση (όπου οι κουλάκοι είχαν ισχυρή επιρροή) είχε υποκαταστήσει τη σοβιετική διοίκηση, ότι οι κουλάκοι αρχίζουν να συγκροτούνται ως ένα διακριτό ταξικό στρώμα και δύναμη, με τα δικά τους συμφέροντα και καθήκοντα. Για τους μπολσεβίκους, η μόνη πραγματική διέξοδος «βρίσκεται στο πέρασμα από το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό στο συλλογικό, στο κοινωνικό νοικοκυριό στη γεωργία». Πέρασμα, που απαιτούσε τη συμμαχία με τις εργαζόμενες μάζες της αγροτιάς, σε αντιπαράθεση με τα καπιταλιστικά στοιχεία της αγροτιάς.
Τι προτείνει στη φάση αυτή η ήδη ηττημένη μέσα στο Κόμμα δεξιά αντιπολίτευση; Αποδίδουν την κρίση των σιτηρών σε δευτερεύουσες αιτίες: Την έλλειψη κρατικής ετοιμότητας, το φτωχό σχεδιασμό, την ανελαστική πολιτική τιμών και την αμέλεια τοπικών αξιωματούχων. Φαίνεται ότι προτείνουν μια επανέναρξη των εισαγωγών σιτηρών - ακόμα και με τη χρήση ξένων πιστώσεων - και μια μείωση στις νόρμες κατανάλωσης σιτηρών. Ο Μπουχάριν στην Ολομέλεια της ΚΕ τον Απρίλη 1929 και στη 16η Συνδιάσκεψη που ακολουθεί, υποστηρίζει ότι υπήρχε μια «καθαρή υπερεκτίμηση της δυνατότητας επίδρασης πάνω στη βασική μάζα των αγροτών», πράγμα, που, κατά τη γνώμη του, ήταν εφικτό μόνο διαμέσου των «σχέσεων αγοράς». (Οι παραπομπές είναι από τα στενογραφημένα πρακτικά της Συνδιάσκεψης).
Αντιμέτωπη με ένα οξύτατο πρόβλημα εφοδιασμού του πληθυσμού και με την πιθανότητα διάρρηξης της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης, η σοβιετική ηγεσία προχωρεί με εξαιρετικά μετρημένα βήματα σε όλη τη διάρκεια του 1928-29. Υιοθετεί μεθόδους όχι «συρρίκνωσης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας» (όπως υποστηρίζει ο Γ. Ρούσης), αλλά ραγδαίας επέκτασής της με την ανάθεση της ευθύνης καθορισμού των πλάνων παράδοσης στις συνελεύσεις των χωριών που συνέρχονται χωρίς την παρουσία των κουλάκων. Είναι αυτές οι μέθοδοι που βοηθούν στο στερέωμα της συμμαχίας με τη μικρομεσαία αγροτιά και προετοιμάζουν το έδαφος για το γρήγορο πέρασμά της στη μαζική κολεκτιβοποίηση από το χειμώνα του 1929-30.
Η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής δεν αποτελεί επομένως μια βολονταριστική επιλογή του Στάλιν, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα της οξυμένης ταξικής πάλης. Οδηγεί στην εξάλειψη της τάξης των κουλάκων και στο ραγδαίο περιορισμό της μικρής αγροτικής παραγωγής. Φέρνει αυτό, άραγε, το τέλος της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ; Ο Στάλιν είναι ξεκάθαρος στην Ολομέλεια του Μάρτη του 1937: «...όσο περισσότερες επιτυχίες θα έχουμε τόσο περισσότερο θα εξαγριώνονται τα κατάλοιπα των συντριμμένων εκμεταλλευτριών τάξεων... αν η μια άκρη της ταξικής πάλης δρα στα πλαίσια της ΕΣΣΔ, η άλλη άκρη εκτείνεται στα όρια των αστικών κρατών που μας περιβάλλουν» (Για τις ελλείψεις της κομματικής δουλειάς, «Απαντα», τόμος 14, σελ. 253).
Η εκτίμηση αυτή και η ανάγκη συνεχούς ενίσχυσης και βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής αποτέλεσαν τον μπούσουλα για την επαναστατική γραμμή του Κόμματος πριν τον πόλεμο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (συχνά μέσα από έντονη εσωκομματική διαπάλη), γραμμή που αναιρείται από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου.
Βασίλης Όψιμος
Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ
Ριζοσπάστης - 30 Νοεμβρίου 2008