Οι Θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό αποτελούν περαιτέρω ανάπτυξη της στρατηγικής επεξεργασίας, που ξεκίνησε στο 15ο Συνέδριο, το 1996, με το Πρόγραμμα που ψηφίστηκε σε αυτό.
Η κατάχτηση μιας βαθιάς συμφωνίας σε κομματικό επίπεδο για το ζήτημα του σοσιαλισμού είναι απαραίτητο στοιχείο της ισχυροποίησης του ΚΚΕ, της ικανότητάς του να προωθεί τη στρατηγική του σήμερα, της ετοιμότητάς του να δώσει τις αυριανές μάχες.
Γι' αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τυχαίο ότι τα πυρά άσπονδων εχθρών και «φίλων» του Κόμματος συγκεντρώνονται σε αυτό το θέμα του Συνεδρίου. Εκπρόσωποι της αστικής τάξης, «αριστεροί» καθηγητές που δεν παραδέχονται ότι το ΚΚΕ μπορεί να προχωράει σε επεξεργασίες θεωρητικών ζητημάτων και να τοποθετείται σε αυτά μέσα από τα συλλογικά του όργανα, τροτσκιστές, οπορτουνιστές συναντιούνται με κοινή επιχειρηματολογία.
Ολο το Κόμμα με γνώση και ταξικό κριτήριο μπορεί να συμβάλει στο να δοθούν απαντήσεις, να βγουν συμπεράσματα, να μην καλλιεργείται ιδεολογική σύγχυση αφήνοντας «ανοιχτά» κρίσιμα ζητήματα, να επιβεβαιωθεί η κατεύθυνση των θέσεων, όσο και αν πιέζει για το αντίθετο ο ταξικός αντίπαλος και ο οπορτουνισμός.
Οι Θέσεις της ΚΕ ξεκαθαρίζοντας την αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό απορρίπτουν τη θεωρητική και πολιτική θέση που για πολλά χρόνια επικράτησε στα ΚΚ και ιδιαίτερα σε αυτά που βρίσκονταν στην εξουσία, πως νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας και της εμπορευματικής παραγωγής όπως εμπόρευμα (νόμος της αξίας), χρηματική κυκλοφορία, κέρδος «ενσωματώνονται μεταμορφωμένοι» στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, μετά την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων οι οικονομικοί νόμοι που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό, λειτουργούν προς όφελος της ανάπτυξης του κομμουνισμού, κάτι που είναι λάθος αφού η κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δε σημαίνει και ξερίζωμα κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής που θα πρέπει σχεδιασμένα να εξαλειφθεί. Η λειτουργία αυτών των νόμων είναι αντικειμενική στο βαθμό που δεν έχουν ακόμα εκλείψει τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που υπακούουν σε αυτούς. Ομως, αυτά δε θα εκλείψουν από μόνα τους (όπως και κάθε κοινωνικό φαινόμενο), «αυθόρμητα», χωρίς υποκειμενική -ανθρώπινη δράση, και αυτό δεν είναι «βολονταρισμός» αλλά το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η θέση περί «ενσωμάτωσης» δεν έχει καμία μαρξιστική βάση παρά μόνο την επιλεκτική αναφορά σε κείμενα του Λένιν που υπερασπίζονταν την ανάγκη εφαρμογής της ΝΕΠ για την αντιμετώπιση προβλημάτων που πήγαζαν όχι μόνο από την καθυστέρηση της Ρωσίας αλλά και από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν λόγω του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου. Είναι λάθος η θεώρηση των πολιτικών τύπου ΝΕΠ ως νομοτελειακής συνθήκης για τη συμμαχία του προλεταριάτου με τους εμπορευματοπαραγωγούς. Ο Λένιν σημείωνε πως η προσωρινή υποχώρηση περιορισμένης ανοχής των καπιταλιστικών σχέσεων αποσκοπούσε στη «συγκέντρωση δυνάμεων» (ανάπτυξη βιομηχανίας) για την «τελική έφοδο» ενάντια στα «μικροαστικά και καπιταλιστικά στοιχεία», συνιστώντας ρωσική ιδιαιτερότητα.
Η οικονομική βάση της συμμαχίας του προλεταριάτου με τους ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς αναπόφευκτα αρχικά στηρίζεται στη διατήρηση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, ενταγμένης όμως στην προοπτική μετατροπής τους σε εργαζόμενους της κοινωνικοποιημένης παραγωγής (στη βάση των βημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Αυτή η μετατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί «αυθόρμητα» αλλά με τη σχεδιασμένη πολιτική της δικτατορίας του προλεταριάτου, διαδικασία που δεν αποκλείει τη διαπάλη. Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απέδειξε ότι το πρώτο και όχι το τελευταίο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η συνεταιριστικοποίηση (κολεκτιβοποίηση). Η υποταγμένη στον κεντρικό σχεδιασμό παραγωγή των συνεταιρισμών διατηρεί τον εμπορευματικό της χαρακτήρα, ένα μέρος των προϊόντων της ανήκουν στο συνεταιρισμό, διατίθενται μέσω της αγοράς. Αυτό όμως έρχεται σε αντίφαση με την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων, η οποία και πρέπει να λυθεί στην κατεύθυνση της πλήρους κοινωνικοποίησης όλων των μέσων παραγωγής και των προϊόντων της. Οπως απέδειξε η πείρα της ΕΣΣΔ, η αντίθετη κατεύθυνση, της αυτονόμησης του συνεταιρισμού από τον κεντρικό σχεδιασμό, της ενίσχυσης του εμπορευματικού χαρακτήρα, «γεννά» - σε συνδυασμό και με αντίστοιχη υποχώρηση στον κοινωνικοποιημένο τομέα - την αντικειμενική βάση για επιστροφή στον καπιταλισμό παρόλο που είχε καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντίληψη που κρίθηκε στην πράξη αφού κυριάρχησε καθοδηγώντας πολιτικές επιλογές που αδυνάτισαν αντί να ισχυροποιήσουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τροφοδότησαν τον οπορτουνισμό και τελικά την αντεπανάσταση. Η επικράτησή της ήρθε ως αποτέλεσμα σκληρής διαπάλης στους κόλπους του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης, έκφραση της ταξικής πάλης στην κοινωνία που στην ουσία της έμπαινε το ζήτημα σοσιαλισμός ή καπιταλισμός, ανεξάρτητα αν γινόταν άμεσα αντιληπτό αφού προλεταριάτο και αστική τάξη δεν πάλευαν πρόσωπο με πρόσωπο. Επιβεβαιώθηκε δηλαδή πως η ταξική πάλη (με άλλες μορφές και άλλα μέσα) συνεχίζεται στο σοσιαλισμό, γίνεται πολύ πιο σύνθετη ειδικά όταν ως άμεσος αντίπαλος η αστική τάξη δεν υφίσταται, όταν αυτή διεξάγεται ανάμεσα σε σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις και όταν πολιτικός φορέας του αντιπάλου δεν είναι τα αστικά κόμματα αλλά η πολιτική αντανάκλαση των ιστορικά ξεπερασμένων μικροαστικών συμφερόντων, δηλαδή οι οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις στους κόλπους του ΚΚ.
Ορισμένες γνώμες θεωρούν υπερβολική την ενασχόληση των Θέσεων της ΚΕ με τα ζητήματα της οικονομίας και προκρίνουν τα ζητήματα του κράτους και του κόμματος, παραβλέποντας τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, ιδιαίτερα στο σοσιαλισμό, όπου η πολιτική προϋποθέτει την πλήρη κατανόηση των οικονομικών νομοτελειών. Το κύριο καθήκον της σοσιαλιστικής εξουσίας είναι η διαμόρφωση των νέων κομμουνιστικών οικονομικών σχέσεων. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να αναζητηθούν αιτίες προβλημάτων που εμφανίστηκαν στη σοβιετική εξουσία και στο κόμμα (π.χ., απόσπαση των μαζών από τη λειτουργία των σοβιέτ, κλπ.), έξω από το εάν αυτά ανταποκρίνονταν ή υπολείπονταν στο καθήκον της ανάπτυξης των κομμουνιστικών σχέσεων.
Ο Λένιν σημείωνε πως η έκκληση για «καθαρή δημοκρατία» εκφράζει «(...) τη δικτατορία της αστικής τάξης» και τον «(...)ρεφορμισμό του μικροαστισμού που υποτάσσεται σε αυτήν (...)». Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν κρύβει τον ταξικό της χαρακτήρα, ότι δηλαδή αποτελεί δημοκρατία μόνο για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, ότι στηρίζεται στη συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στους θεσμούς εξουσίας και ελέγχου, αποκλείοντας τους εκμεταλλευτές, και στην κυριαρχία της εργατικής τάξης στη σύνθεση των οργάνων εξουσίας. Δεν αποτελεί μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» αλλά διατηρείται για όσο διάστημα υπάρχουν κοινωνικές διαφορές. Η πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ συνηγορεί ότι συντελέστηκε αδυνάτισμα και όχι ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα της σοβιετικής εξουσίας.
Το ΚΚ, η πρωτοπορία που έχει αφομοιώσει τα καθολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, μπορεί να συνενώσει τη θέλησή της, να την καθοδηγήσει στη συνέχιση της ταξικής πάλης σε νέες συνθήκες, μέσω του κράτους της. Η αμφισβήτηση αυτής της αλήθειας, με διάφορα προσχήματα («επιβολή του κόμματος στην τάξη», «ελευθερία έκφρασης», «αυτοτέλεια των σοβιετικών οργάνων σε σχέση με το κόμμα», κλπ.), σημαίνει παραίτηση από τη δικτατορία του προλεταριάτου όσο και αν αυτή γίνεται αποδεκτή στα λόγια.
Ας μην ξεχνάμε ότι το σύνθημα «σοβιέτ χωρίς τους μπολσεβίκους», στην αρχή της επανάστασης, ένωσε αναρχικούς, οπορτουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και χαιρετίστηκε από την αστική τάξη και τα κόμματά της.
Η πείρα απέδειξε ότι η δυνατότητα όχι μόνο για ανάπτυξη αλλά ακόμα και για κυριαρχία του οπορτουνισμού είναι υπαρκτή στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η αναγνώριση αυτού του ζητήματος αποτελεί σημαντικό θεωρητικό και πολιτικό κεκτημένο για το Κόμμα μας. Το Κόμμα μας δεν εκτιμά τη γραμμή που κυριάρχησε μετά το 20ό Συνέδριο απλά ως «λάθος» αλλά αναγνωρίζει την κυριαρχία ενός οπορτουνιστικού ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος που στηρίχτηκε σε αναθεώρηση βασικών θέσεων της μαρξιστικής ιδεολογίας, σε ζητήματα οικονομίας και πολιτικής. Σημειώνει τη στροφή που πραγματοποιήθηκε στο 20ό Συνέδριο χωρίς να υποτιμά λάθη και ανεπάρκειες που υπήρχαν και πριν. Βέβαια, αυτή η στροφή δεν ήταν αναπόφευκτη και προκαθορισμένη αλλά επιτεύχθηκε ως αποτέλεσμα διαπάλης. Ενα ζήτημα, βεβαίως, που απαιτεί βαθύτερη μελέτη είναι η διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού στα πλαίσια του σοσιαλισμού.
Η πίεση να κρατήσει το ΚΚΕ αποστάσεις από τη λεγόμενη σταλινική περίοδο έχει στο στόχαστρο εκείνη την πολιτική γραμμή που (παρά τις όποιες αδυναμίες και ελλείψεις) όταν κυριαρχούσε απέδειξε τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού και την αναγκαιότητα να ξεριζωθούν οι ρίζες του καπιταλισμού μέσω της πλήρους ανάπτυξης και εδραίωσης των κομμουνιστικών σχέσεων. Στοχεύει στη δυνατότητα που έχει σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα, εξετάζοντας αντικειμενικά την πορεία της ΕΣΣΔ, αποτινάσσοντας την οπορτουνιστική σκουριά, να αντιμετωπίσει τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του μέλλοντος με την ανάλογη θεωρητική και ιδεολογικο-πολιτική ετοιμότητα.
Κύριλλος Παπασταύρου
Υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ
Ριζοσπάστης - 7 Δεκεμβρίου 2008