March 2, 2009

ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΘΗΝΑ - Για το δεύτερο θέμα

Ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι η αποφυγή επανάληψης της αρνητικής εμπειρίας κατά την επόμενη προσπάθεια οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Συνεπώς, δεν αρκεί η καταγραφή λαθών και προσεγγίσεων, αλλά χρειάζεται η απάντηση στο «γιατί» συνέβησαν αυτά, και ποια είναι η ασφαλιστική δικλείδα για να μην επαναληφθούν.

Ουσιαστικά πρέπει να απαντηθεί το πώς είναι δυνατόν, σε οποιοδήποτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, η τάξη που, θεωρητικά, κατέχει την εξουσία να «επιτρέπει» την τροποποίηση των κοινωνικοοικονομικών δομών έτσι ώστε να οδηγείται, εν κατακλείδι, στην απώλεια της εξουσίας που κατέχει. Και μόνο με πυξίδα το απλό ταξικό ένστικτο, ποτέ οι κατέχουσες την εξουσία τάξεις, σε όλη τη διαχρονική ιστορία της ανθρωπότητας, δεν επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και όταν επρόκειτο για πισωγυρίσματα και παλινορθώσεις, το πέρασμα από το ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο άλλο έγινε μέσα από σκληρές συγκρούσεις και όχι διά της «διολισθήσεως». Πολύ περισσότερο που η, θεωρητικά, κατέχουσα την εξουσία εργατική τάξη, στην ΕΣΣΔ, ήταν εξοπλισμένη με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και τις μελέτες των κλασικών.

Από την άλλη, έτσι ή αλλιώς, σε μια ταξική κοινωνία, ανεξάρτητα αν οι τάξεις που την απαρτίζουν είναι μεταξύ τους «φιλικές», αντικειμενικά, κάθε μέτρο που παίρνεται έχει ταξικό χαρακτήρα, και συνεπώς κάποια τάξη εξυπηρετεί και κάποια όχι. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, τα μέτρα που παίρνονταν, μόνο την εργατική τάξη δεν εξυπηρετούσαν, αναφορικά πάντα με την κατοχή της εξουσίας από την πλευρά της.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι στην ΕΣΣΔ η εργατική τάξη δεν κατείχε την εξουσία. Αυτόματα προκύπτει το ερώτημα του ποιος ήταν τελικά ο κάτοχος της εξουσίας, και βέβαια αν κάτι τέτοιο ίσχυε εξ αρχής ή αν άλλαξε στην πορεία.

Θεωρώ ότι η προσέγγιση πως την εξουσία κατείχε το ΚΚΣΕ στο όνομα της εργατικής τάξης δεν έχει βάση. Τα κόμματα ασκούν εξουσία, εκφράζοντας κάθε φορά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αλλά δεν κατέχουν τα ίδια την εξουσία. Η εξουσία πάντα κατέχεται από την τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και κατ' επέκταση μπορεί να ιδιοποιηθεί το κοινωνικό προϊόν.

Σύμφωνα με τη λενινιστική προσέγγιση «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 39, σελ. 15).

Σύμφωνα με τους Σοβιετικούς θεωρητικούς, στη Σοβιετική Ενωση υπήρχαν τρεις, φιλικά συνεργαζόμενες μεταξύ τους, τάξεις: οι εργάτες, οι κολχόζνικοι αγρότες και η διανόηση. Ο ρόλος της κάθε μιας τάξης στην παραγωγή ήταν συγκεκριμένος, με τους διευθυντές των επιχειρήσεων να προέρχονται κατά κύριο λόγο από την τάξη της διανόησης. Θεωρητικά, η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, και αυτό υποτίθεται πως τεκμηριώνεται από το ότι τα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνικοποιημένα.

Ωστόσο, με βάση τη λενινιστική προσέγγιση που αναφέρθηκε παραπάνω, για να φτάσουμε στο ποια τάξη κατείχε την εξουσία, δεν αρκεί να δούμε μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς που ίσχυε για τα μέσα παραγωγής, αλλά και τη «σχέση» κάθε τάξης με αυτά, αναφορικά και με τον τρόπο ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.

Από το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το Σοσιαλισμό, και συγκεκριμένα από τις Θέσεις 18, 19, και 20 γίνεται σαφές ότι υπήρχε «προνομιακή» σχέση των κολχόζνικων αγροτών και των διευθυντικών στελεχών (δηλ. του μεγάλου τμήματος της διανόησης) με τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν. Η προνομιακή αυτή σχέση είχε να κάνει με ζητήματα που άπτονταν στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στην απόσπαση των σοσιαλιστικών μονάδων από τον κεντρικό σχεδιασμό, στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος από τους κολχόζνικους, οι οποίοι έφτασαν να κατέχουν και ως ιδιοκτήτες μέσα παραγωγής (τρακτέρ), στις οικονομικές απολαβές των διευθυντών και στην έντονη διαφοροποίηση αυτών από τις οικονομικές απολαβές των εργατών, στα πριμ, στην παράνομη συσσώρευση πλούτου κλπ. Φυσικά, όλα τα παραπάνω, όχι μόνο δεν αφορούσαν την εργατική τάξη, αλλά σαφώς στρέφονταν εναντίον της.

Αλλωστε στη Θέση 17 ξεκαθαρίζεται ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην ΕΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ενώ στη Θέση 19 παρουσιάζεται η «διείσδυση» αυτού και στη βιομηχανία, όπου οι διευθυντές των επιχειρήσεων λειτουργούσαν πια σαν ιδιοκτήτες αυτών.

Αυτό που δεν αναφέρεται στις Θέσεις είναι ότι, μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη, τα μέσα παραγωγής διευθύνονταν από συλλογικά, εκλεγμένα από τους εργάτες, όργανα και κάθε στιγμή ανακλητά. Λόγω όμως των τεράστιων δυσκολιών, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, ήδη, από το 1918, και από τον ίδιο τον Λένιν, οι εκλεγμένες διοικήσεις εγκαταλείφθηκαν, και τη θέση τους πήραν μονοπρόσωπες διοικήσεις, οι οποίες δεν εκλέγονταν, αλλά διορίζονταν. Ο Λένιν βέβαια παραδέχτηκε ανοιχτά ότι το συγκεκριμένο μέτρο ήταν σαφής υποχώρηση, δεν αποτελούσε εφαρμογή του μαρξισμού και δεν είχε καμία σχέση με τις αρχές της Κομμούνας, αλλά ήταν αναγκαία ταχτική για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι το συγκεκριμένο μέτρο παρέμεινε ως τέτοιο καθ' όλη τη διάρκεια ζωής της ΕΣΣΔ, με τις εξουσίες των διευθυντών σταθερά να διευρύνονται. Φυσικά, οι διευθυντές ήταν «ειδικοί» και άρα προερχόμενοι από την τάξη της διανόησης.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ πως το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, από τη γέννηση του σοσιαλιστικού κράτους, ήταν ότι η συμμαχία των τριών τάξεων ήταν ετεροβαρής, σε βάρος της εργατικής τάξης, ενώ με την πάροδο του χρόνου η συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πολιτική εξουσία σταθερά απομειωνόταν για να φτάσει κάποια στιγμή να μην υφίσταται καθόλου.

Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και το γιατί η εργατική τάξη δεν υπερασπίστηκε την εξουσία που θεωρητικά έχανε κατά τη φάση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Απλά δεν έχανε τίποτα για να το υπερασπιστεί. Ακόμα, έτσι εξηγείται η σταθερά απομειούμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης, στον εργατικό έλεγχο και στην οργάνωση της εργασίας, με τις αντίστοιχες βέβαια συνέπειες στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης.

Αναφορικά με το ζήτημα της δεξιάς οπορτουνιστικής διολίσθησης του ΚΚΣΕ, νομίζω ότι το καθοριστικό σημείο ήταν η ταύτιση του Κόμματος με το κράτος. Δεδομένου ότι η πολιτική εξουσία ανήκε κατά πρώτο λόγο στους «συμμάχους» και κατά τελευταίο λόγο στην εργατική τάξη, το κράτος λειτουργούσε βασικά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «συμμάχων». Η ταύτιση Κόμματος - κράτους οδήγησε το ΚΚΣΕ σταδιακά να χάσει τα ταξικά χαρακτηριστικά του, ακριβώς γιατί προσπάθησε να εκφράσει κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα τόσο των κολχόζνικων όσο και των διανοουμένων, οι οποίοι, αμφότεροι, θεωρώ ότι αποτέλεσαν την κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού στην ΕΣΣΔ. Γιατί, βέβαια, ο οπορτουνισμός δεν είναι «αυτοφυές ιδίωμα», χρειάζεται κοινωνική βάση για να αναπτυχθεί.

Τελειώνοντας, θέλω να σημειώσω ότι σίγουρα ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε δεν ήταν ο σοσιαλισμός που οραματίστηκαν οι κλασικοί, ούτε ο σοσιαλισμός που ονειρευτήκαμε εμείς.

Ωστόσο, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη προσφορά της ύπαρξής του είναι το ότι εξόπλισε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα με μεγάλη πείρα, η οποία αν και αρνητική στη γέννησή της, μπορεί να μετεξελιχθεί σε θετική αν σωστά μελετηθεί και αξιοποιηθεί κατά την επόμενη έφοδο στον ουρανό.

Αθηνά Χατζοπούλου
Θεσσαλονίκη

Ριζοσπάστης - 7 Φεβρουαρίου 2009